Με την ανάπτυξη των Υπηρεσιών Κοινωνικής Δικτύωσης που επεκτείνονται σε ολοένα και ειδικότερες (θεματικές) αγορές, υπάρχουν επιχειρήσεις οι οποίες αντιμετωπίζουν αυξανόμενο "κοινωνικό" έλεγχο και δημόσια κριτική. Αυτό είναι και θετικό, αφού η κριτική βελτιώνει τον ανταγωνισμό, αλλά και αρνητικό, αφού οι επικρίσεις μπορεί να περάσουν στη σφαίρα του αθέμιτου ανταγωνισμού και της προσβολής προσωπικότητας.
Από πλευράς διαχείρισης μιας τέτοιας κρίσης, αφενός θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι υπάρχουν ειδικοί επαγγελματίες της επικοινωνίας, στους οποίους οι εταιρίες μπορούν να απευθυνθούν για την οργάνωση της κατάλληλης αντεπίθεσης. Αφετέρου, όταν έχουν ξεπεραστεί τα αδρά πλαίσια που προβλέπει ο νόμος, προφανώς κανείς δεν πρέπει να μένει με σταυρωμένα χέρια, αλλά μπορεί να αναζητήσει νομική προστασία.
Θα πρέπει ωστόσο, οι τυχόν νομικές ενέργειες να είναι εναρμονισμένες με το ειδικό θεσμικό πλαίσιο που ισχύει για το Διαδίκτυο, λαμβάνοντας υπόψη και τη φύση του μέσου.
Η πρώτη εξέταση θα πρέπει να αφορά τους "Όρους Χρήσης" και την τυχόν πρόβλεψη διαδικασιών "αναφοράς" (report) ώστε να επιδιωχθεί η σχετική επίλυση με εξωδικαστικό τρόπο. Σε αυτό το στάδιο, θα πρέπει να εξεταστεί και η συμβατότητα των "Όρων χρήσης" με τη νομοθεσία για το ηλεκτρονικό εμπόριο στην κοινωνία της πληροφορίας, το οποίο αναφέρει τις σχετικές υποχρεώσεις για τις ιστοσελίδες. Δεν είναι λίγες οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Δικτύωσης θεματικού περιεχομένου οι οποίες παραβιάζουν τη συγκεκριμένη νομοθεσία, κατά τρόπον ώστε τελικά να μην παρέχουν στους θιγόμενους την προβλεπόμενη προστασία. Σε τέτοια περίπτωση, μη συμμόρφωσης της ΥΚΔ, θα πρέπει να εξεταστεί και το ενδεχόμενο νομικής κίνησης εναντίον της.
Μια δεύτερη εξέταση πρέπει να αφορά το περιεχόμενο. Η κριτική για προϊόντα και υπηρεσίες επιτρέπει ένα ευρύτατο φάσμα ελεύθερης έκφρασης, ώστε ακόμη κι ακραίες εκφράσεις, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, να μην θεωρούνται (δικαστικώς) προσβλητικές. Πρόσφατο παράδειγμα, η υπόθεση Uj κατά Ουγγαρίας, στην οποία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεώρησε ότι η φράση "εκατοντάδες Ούγγροι πίνουν με περηφάνεια αυτά τα σκατά" θεωρήθηκε ότι εμπίπτει στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης (βλ. εδώ). Βεβαίως σε αυτή την υπόθεση η οινοπαραγωγός εταιρία ήταν κρατική και θεωρήθηκε ότι το άρθρο ενείχε και ένα χαρακτήρα πολιτικής κριτικής, αλλά πάντως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι οι εταιρίες δεν μπορούν να αξιώνουν σεβασμό σε αντίστοιχο βαθμό με τα φυσικά πρόσωπα. Πριν από κάθε δικαστική ενέργεια λοιπόν, θα πρέπει να εξετάζεται ο βαθμός ελευθερίας που έχουν αναγνωρίσει τα δικαστήρια ακομη και στην ακραία κριτική.
Μια περίπωση ακόμη είναι η δράση των ανταγωνιστών, οι οποίοι ενδεχομένως να δίνουν εντολές σε τρίτους ή και να προβαίνουν και οι ίδιοι σε αρνητικό σχολιασμό, μεταμφιεσμένοι σε απλούς χρήστες. Εφόσον αυτό μπορεί να αποδειχθεί, πρόκειται σαφέστατα για παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και υπό συγκεκριμένους όρους θα αφορά αθέμιτο ανταγωνισμό. Συνήθως αυτή η περίπτωση θα προσκρούει στο αποδεικτικό σκέλος, το οποίο πάντως δεν θα πρέπει να θεωρείται πάντοτε ως συνεχόμενο με διαδικασίες άρσης του απορρήτου, αφού υπάρχουν κι άλλα αποδεικτικά μέσα για να τεκμηριωθεί δικαστικά ποιος σχολίασε κάτι στο Διαδίκτυο.
Tέλος, ακόμη κι αν έχετε δίκιο, μην περιμένετε υψηλές αποζημιώσεις. Η αξίωση εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ συνήθως οδηγεί σε καταδίκη του ενάγοντα σε δυσθεώρητα δικαστικά έξοδα που πρέπει να καταβάλει στον εναγόμενο, όταν χάνει την υπόθεση. Ένα λογικό αίτημα αποζημίωσης, που σέβεται την οικονομική κατάσταση του άλλου, αλλά και την πραγματική ζημιά που υπέστη η εταιρία, θα πείσει πιο εύκολα τον δικαστή ότι έχετε δίκιο.