Ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες, έχοντας μισοδιαβάσει τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων αποφάσισαν να ζητούν την συγκατάθεση των πολιτών, όποτε πρόκειται να συλλέξουν προσωπικά δεδομένα τους στο πλαίσιο της ενάσκησης των κλασικών αρμοδιοτήτων τους! Αυτό είναι τελείως εσφαλμένο: όταν ο πολίτης δίνει τα προσωπικά δεδομένα του σε μια δημόσια υπηρεσία, συμπληρώνοντας μια αίτηση ή υποβάλλοντας μια αναφορά, μια καταγγελία, μια προσφυγή, η δημόσια υπηρεσία συλλέγει τα δεδομένα του στο πλαίσιο της ενάσκησης των δημοσίων καθηκόντων της και όχι στο πλαίσιο κάποιας "συγκατάθεσης" του πολίτη. Πολύ περισσότερο που ο ίδιος ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων αποκλείει την "συγκατάθεση" ως νόμιμη βάση επεξεργασίας δεδομένων από δημόσιες υπηρεσίες.
Συγκεκριμένα, ο αρ. 42 του Προοιμίου του Γενικού Κανονισμού αναφέρει προς το τελος: "Η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι δόθηκε ελεύθερα αν το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει αληθινή ή ελεύθερη επιλογή ή δεν είναι σε θέση να αρνηθεί ή να αποσύρει τη συγκατάθεσή του χωρίς να ζημιωθεί."
Συγκεκριμένα, ο αρ. 42 του Προοιμίου του Γενικού Κανονισμού αναφέρει προς το τελος: "Η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι δόθηκε ελεύθερα αν το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει αληθινή ή ελεύθερη επιλογή ή δεν είναι σε θέση να αρνηθεί ή να αποσύρει τη συγκατάθεσή του χωρίς να ζημιωθεί."
Ακόμη πιο καθαρά, ο αρ. 43 του Προοιμίου του Γενικού Κανονισμού αναφέρει:
"Για να διασφαλιστεί ότι η συγκατάθεση έχει δοθεί ελεύθερα, η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να παρέχει έγκυρη νομική βάση για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, όταν υπάρχει σαφής ανισότητα μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας, ιδίως στις περιπτώσεις που ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι δημόσια αρχή και είναι επομένως σχεδόν απίθανο να έχει δοθεί η συγκατάθεση ελεύθερα σε όλες τις περιστάσεις αυτής της ειδικής κατάστασης. Η συγκατάθεση θεωρείται ότι δεν έχει παρασχεθεί ελεύθερα, εάν δεν επιτρέπεται να δοθεί χωριστή συγκατάθεση σε διαφορετικές πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ακόμη και αν ενδείκνυται στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή όταν η εκτέλεση μιας σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της παροχής μιας υπηρεσίας, προϋποθέτει τη συγκατάθεση, ακόμη και αν η συγκατάθεση αυτή δεν είναι αναγκαία για την εν λόγω εκτέλεση."
Για να μην υπάρχει και καμία αμφιβολία, τα παραπάνω έχουν ερμηνευθεί επίσημα και από την Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 της Οδηγίας 95/46 που υιοθετήθηκε πλέον από το νέο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων. Το έγγραφο "Κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την συγκατάθεση" είναι αναρτημένο εδώ. Σχετικά με το θέμα αναφέρονται τα εξής:
"Στην αιτιολογική σκέψη 43 επισημαίνεται σαφώς ότι είναι απίθανο να μπορούν δημόσιες αρχές να βασιστούν στη συγκατάθεση για την επεξεργασία δεδομένων, καθώς, όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι δημόσια αρχή, διαπιστώνεται συχνά σαφής ανισορροπία ισχύος στη σχέση μεταξύ υπευθύνου επεξεργασίας και υποκειμένου των δεδομένων. Είναι επίσης σαφές ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει ρεαλιστικές εναλλακτικές δυνατότητες πέραν της αποδοχής (των όρων) της επεξεργασίας του συγκεκριμένου υπευθύνου επεξεργασίας. Η ομάδα εργασίας του άρθρου 29 εκτιμά ότι υπάρχουν άλλες νόμιμες βάσεις οι οποίες είναι, καταρχήν, καταλληλότερες για τη δραστηριότητα των δημόσιων αρχών15.
Για να μην υπάρχει και καμία αμφιβολία, τα παραπάνω έχουν ερμηνευθεί επίσημα και από την Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29 της Οδηγίας 95/46 που υιοθετήθηκε πλέον από το νέο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων. Το έγγραφο "Κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την συγκατάθεση" είναι αναρτημένο εδώ. Σχετικά με το θέμα αναφέρονται τα εξής:
"Στην αιτιολογική σκέψη 43 επισημαίνεται σαφώς ότι είναι απίθανο να μπορούν δημόσιες αρχές να βασιστούν στη συγκατάθεση για την επεξεργασία δεδομένων, καθώς, όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι δημόσια αρχή, διαπιστώνεται συχνά σαφής ανισορροπία ισχύος στη σχέση μεταξύ υπευθύνου επεξεργασίας και υποκειμένου των δεδομένων. Είναι επίσης σαφές ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει ρεαλιστικές εναλλακτικές δυνατότητες πέραν της αποδοχής (των όρων) της επεξεργασίας του συγκεκριμένου υπευθύνου επεξεργασίας. Η ομάδα εργασίας του άρθρου 29 εκτιμά ότι υπάρχουν άλλες νόμιμες βάσεις οι οποίες είναι, καταρχήν, καταλληλότερες για τη δραστηριότητα των δημόσιων αρχών15.
Με την επιφύλαξη των γενικών αυτών παρατηρήσεων, η χρήση της συγκατάθεσης ως νόμιμης βάσης για την επεξεργασία δεδομένων από δημόσιες αρχές δεν αποκλείεται ολοσχερώς στο νομικό πλαίσιο του ΓΚΠΔ. Τα ακόλουθα παραδείγματα δείχνουν ότι η χρήση της συγκατάθεσης μπορεί να είναι κατάλληλη σε ορισμένες περιστάσεις.
[Παράδειγμα 2] Ο δήμος προγραμματίζει έργα συντήρησης του οδικού δικτύου. Καθώς τα οδικά έργα ενδέχεται να δημιουργήσουν προβλήματα στην κυκλοφορία για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο δήμος παρέχει στους δημότες τη δυνατότητα να εγγραφούν σε κατάλογο διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ώστε να λαμβάνουν ενημερώσεις σχετικά με την πρόοδο των έργων και τις αναμενόμενες καθυστερήσεις. Ο δήμος καθιστά σαφές ότι η συμμετοχή δεν είναι υποχρεωτική και ζητεί συγκατάθεση για τη χρήση των διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (αποκλειστικά) για τον σκοπό αυτό. Οι δημότες που δεν συγκατατίθενται δεν θα στερηθούν καμία βασική υπηρεσία του δήμου ούτε θα απολέσουν τη δυνατότητα άσκησης οποιουδήποτε δικαιώματος και, επομένως, μπορούν ελεύθερα να παράσχουν ή να αρνηθούν τη συγκατάθεσή τους στη συγκεκριμένη χρήση των δεδομένων. Όλες οι πληροφορίες σχετικά με τα οδικά έργα θα είναι επίσης διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο του δήμου.
[Παράδειγμα 3] Φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει στην κυριότητά του έκταση γης χρειάζεται ορισμένες άδειες τόσο από τον τοπικό δήμο όσο και από την περιφερειακή αρχή στην οποία υπάγεται ο δήμος. Και οι δύο δημόσιοι φορείς χρειάζονται τις ίδιες πληροφορίες για την έκδοση της αντίστοιχης άδειας, αλλά δεν έχουν πρόσβαση ο ένας στη βάση δεδομένων του άλλου. Επομένως, και οι δύο ζητούν τις ίδιες πληροφορίες και η ιδιοκτήτρια της έκτασης γης αποστέλλει τα στοιχεία της και στους δύο. Ο δήμος και η περιφερειακή αρχή ζητούν τη συγκατάθεσή της για να συγχωνεύσουν τους φακέλους, ώστε να αποφευχθούν διπλές διαδικασίες και διπλή αλληλογραφία. Και οι δύο δημόσιοι φορείς διαβεβαιώνουν ότι αυτό είναι προαιρετικό και ότι οι αιτήσεις για τις άδειες θα διεκπεραιωθούν χωριστά εάν η ενδιαφερόμενη δεν συγκατατεθεί στη συγχώνευση των δεδομένων που την αφορούν. Η ιδιοκτήτρια της έκτασης γης μπορεί να παράσχει τη συγκατάθεσή της ελεύθερα στις αρχές για τον σκοπό της συγχώνευσης των φακέλων.
[Παράδειγμα 4] Δημόσιο σχολείο ζητεί τη συγκατάθεση των μαθητών για να χρησιμοποιήσει τις φωτογραφίες τους σε έντυπο μαθητικό περιοδικό. Η συγκατάθεση στην περίπτωση αυτή θα είναι πραγματική επιλογή εφόσον οι μαθητές δεν θα στερηθούν εκπαιδευτικές ή άλλες υπηρεσίες και μπορούν να αρνηθούν να συγκατατεθούν στη χρήση των εν λόγω φωτογραφιών χωρίς να ζημιωθούν16.
Ανισορροπία ισχύος υπάρχει επίσης στο πλαίσιο της απασχόλησης. Λαμβανομένης υπόψη της εξάρτησης που συνεπάγεται η σχέση εργοδότη/εργαζομένου, είναι απίθανο το υποκείμενο των δεδομένων να είναι σε θέση να αρνηθεί να παράσχει στον εργοδότη του συγκατάθεση για την επεξεργασία των δεδομένων του χωρίς να φοβάται ή χωρίς να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί αρνητικές συνέπειες λόγω της άρνησής του. Είναι απίθανο ο εργαζόμενος να είναι σε θέση να ανταποκριθεί ελεύθερα στο αίτημα συγκατάθεσης του εργοδότη του σχετικά, για παράδειγμα, με την ενεργοποίηση συστημάτων παρακολούθησης, όπως παρατήρησης μέσω κάμερας του χώρου εργασίας, ή τη συμπλήρωση εντύπων αξιολόγησης, χωρίς να αισθάνεται πίεση να παράσχει τη συγκατάθεσή του18. Ως εκ τούτου, η ομάδα εργασίας του άρθρου 29 θεωρεί προβληματική την επεξεργασία από τους εργοδότες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υφιστάμενων ή μελλοντικών εργαζομένων τους βάσει συγκατάθεσης, καθώς δεν είναι πιθανό αυτή να παρέχεται ελεύθερα. Για το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επεξεργασίας δεδομένων στην εργασία, η νομική βάση δεν μπορεί και δεν θα πρέπει να είναι η συγκατάθεση των εργαζομένων [άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α)], λόγω της φύσης της σχέσης μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου."
Επομένως, οι δημόσιες υπηρεσίες είναι αδιανόητο να θέτουν ως όρο στους πολίτες να δίνουν την προηγούμενη συγκατάθεσή τους για να συλλέξουν τα δεδομένα τους, αναφέροντας μάλιστα και ότι δεν θα παράσχουν τις υπηρεσίες τους αν οι πολίτες αρνηθούν να δώσουν την συγκατάθεση. Τα ίδια και οποιοσδήποτε άλλος που βρίσκεται σε άνιση θέση ισχύος (εργοδότης, σχολείο κτλ).
Υπάρχει όμως και μια εξαίρεση: η παροχή υπηρεσιών πρόσθετης αξίας από μια δημόσια υπηρεσία, όταν δηλαδή ο πολίτης μπορεί να ασκήσει και αλλιώς το δικαίωμά του αλλά υπάρχει και μια εφαρμογή που του επιτρέπει αν την χρησιμοποιήσει, να κερδίσει μια εναλλακτική δυνατότητα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αυτεπάγγελτης αναζήτησης δικαιολογητικών: ο πολίτης μπορεί να συγκεντρώσει μονος του και να φέρει τα δικαιολογητικά στην υπηρεσία για την αίτηση που θέλει να υποβάλει. Εναλλακτικά, υπάρχει η δυνατότητα της υπηρεσίας να αναζητήσει η ίδια τα δικαιολογητικά υπηρεσιακώς από άλλες υπηρεσίες, αλλά τότε χρειάζεται η σχετική εξουσιοδότηση του πολίτη, δηλαδή η συγκατάθεσή του. Αυτή η συγκατάθεση επιτρέπεται γιατί πρόκειται για υπηρεσία πρόσθετης αξίας και όχι για αποκλεισμό αν δεν δώσεις συγκατάθεση. Το ίδιο ισχύει και για την συγκατάθεση για τοποθέτηση cookies από ιστοσελίδες δημόσιων υπηρεσιών: επιτρέπεται.
Πάντως, η νόμιμη βάση για την επεξεργασία δεδομένων πολιτών από δημόσιες υπηρεσίες είναι το άρθρο 6 παρ. 1 στοιχείο (ε) του Γενικού Κανονισμού. Δηλαδή δεν απαιτείται το (α) που είναι η συγκατάθεση, αλλά η επεξεργασία βασίζεται στην αρχή της νομιμότητας. Μάλιστα ο Γενικός Κανονισμός έχει αφαιρέσει και το "υπέρτερο έννομο συμφέρον" ως βάση επεξεργασίας για τις δημόσιες αρχές (στ), που ήταν και η κύρια νομική βάση για την λειτουργία των καμερών σε δημόσιες υπηρεσίες. Δεν νοείται "υπέρτερο έννομο συμφέρον" διαφορετικό από το δημόσιο συμφέρον για τις δημόσιες υπηρεσίες. Δεν είναι ιδιώτες.
Όταν λοιπόν μια δημόσια υπηρεσία σας ζητά και "συγκατάθεση", έχετε το δικαίωμα να καταγγείλετε την εν λόγω δημόσια υπηρεσία υποβάλλοντας προσφυγή στον Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων που υποχρεωτικά υπηρετεί σε κάθε δημόσια υπηρεσία (άρθρο 37 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων) και να επισημάνετε ότι παρανόμως ζητείται η συγκατάθεση ως προϋπόθεση ενάσκησης αρμοδιοτήτων τους, εφόσον δεν πρόκειται για υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας.