Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών σε πέντε (5) αγωγές πολιτών και μιας εταιρίας εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου για υπέρβαση της προθεσμίας των 50 ημερών που αναφέρει ο νόμος για την διεκπεραίωση υποθέσεων επιδίκασε αποζημιώσεις από 1.500 - 3.000 ευρώ έντοκα. Πρόκειται για αιτήματα πολιτών και μιας επιχείρησης που υποβλήθηκαν στα τέλη της περασμένης δεκαετίας στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Οι ενδιαφερόμενοι είχαν επισημάνει στο αίτημά τους ότι κατά τον νόμο η Αρχή πρέπει να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις τους εντός 50 ημερών (άρθρο 4 Ν.2690/1999). Η Αρχή άφησε να περάσουν μήνες ή χρόνια μέχρι τις τελικές απαντήσεις προς τους πολίτες. Στο Δικαστήριο δήλωσε ότι δεν δεσμεύεται από την προθεσμία των 50 ημερών. Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της Αρχής και καταδίκασε το Δημόσιο να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από 1.500 σε κάθε ενάγοντα και 3.000 στην επιχείρηση που προσέφυγαν δικαστικώς.
Κανονικά οι αποζημιώσεις αυτές επιδικάζονταν για τις δημόσιες υπηρεσίες από τις Επιτροπές Ελέγχου και Εφαρμογής της Νομοθεσίας που λειτουργούσαν στις επτά (7) Αποκεντρωμένες Διοικήσεις της χώρας έχοντας ιδρυθεί επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (Ν.1943/1991) και καταργήθηκαν με νόμο επί υπουργίας του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Οι πέντε αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αναγνωρίζουν ότι η ανεξάρτητη Αρχή δεσμεύεται κι αυτή από τις διατάξεις του άρθρου 4 ως προς την προθεσμία, τουλάχιστον κατά τον κρίσιμο χρόνο των υποθέσεων (γιατί το 2011 ψηφίστηκε ένας άλλος νόμος που δίνει στην Αρχή το δικαίωμα να δίνει προτεραιότητα στις υποθέσεις). Στην απόφαση που αφορά την επιχείρηση που στράφηκε εναντίον της Αρχής, για να εκδώσει μια άδεια επιτρεπόμενης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων (ήθελε να δημιουργήσει το 2008 μια εφαρμογή για εντοπισμό ιατρών της Αττικής ανάλογα με την ιατρική ειδικότητά τους και η Αρχή θεώρησε το αίτημα "καινοφανές" καθυστερώντας επί μήνες να εκδώσει την άδειά της), το Διοικητικό Πρωτοδικείο αναφέρει μεταξύ άλλων:
"Επειδή το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην 7η σκέψη, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, β) το γεγονός ότι οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές απολαμβάνουν λειτουργικής και διοικητικής ανεξαρτησίας και δεν υπόκεινται σε οποιονδήποτε διοικητικό έλεγχο δεν συνεπάγεται και την απαλλαγή τους από την υποχρέωση να τηρούν την νομιμότητα, γ) σε κάθε περίπτωση η διάταξη του άρ. 15 παρ. 3 του ν.3917/2011 δεν ίσχυε στην προκειμένη περίπτωση, δ) η ευθύνη του Δημοσίου κατ' αρ. 105 ΕισΝΑΚ είναι αντικειμενική και συνεπώς ενδεχόμενες οργανωτικές και λειτουργίκές ατέλειες και ελλείψεις της Διοίκησης δεν μπορούν να οδηγήσουν στην απαλλαγή του, ε) η Αρχή δεν έστειλε οποιαδήποτε ενημέρωση στην ενάγουσα για την υπόθεσή της, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, όφειλε να γνωστοποιήσει εγγράφως τους λόγους της καθυστέρησης, στ) η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν απέδειξε με ειδικό και συγκεκριμένο τρόπο τους ισχυρισμούς της περί του ότι το κρινόμενο θέμα ηταν "καινοφανές και σύνθετο", κρίνει ότι η ως άνω Αρχή μη νομίμως δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και δεν δικεκπεραίωσε το αίτημα της ενάγουσας μέσα στην τασσόμενη προθεσμία των 50 ημερών. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη την ταλαιπωρία που υπέστη η ενάγουσα εταιρεία από την συμπεριφορά της ως άνω Αρχής, τον κλονισμό της εμπιστοσύνης της απέναντι σε αυτή, το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει άπρακτο από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος (30-6-2008) έως την κατάθεση της αγωγής της (18-3-2009) και το γεγονός ότι η ενάγουσα ανέμενε την διεκπεραίωση της υπόθεσής της προκειμένου να αναπτύξει την συγκεκριμένη επιχειρηματική δράση, κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, κατ' άρθρο 932 ΑΚ, η οποία πρέπει να ορισθεί στο εύλογο και ανάλογο προς το είδος της προσβολής ποσό των 3.000 ευρώ".
Οι αποφάσεις δεν είναι τελεσίδικες και μπορεί να προσβληθούν με έφεση και από τις δύο πλευρές των διαδίκων.