Τον τελευταίο καιρό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ξεκινήσει μια μεγάλη αντιπαράθεση για το κατά πόσον η πρόσβαση στο Διαδίκτυο αποτελεί ένα θεμελιώδες δικαίωμα ή όχι. Η συζήτηση δεν είναι καθόλου θεωρητική και δεν είναι τυχαίο ότι έχει ως φόντο την ευρωπαϊκή πολιτική σχετικά με την πειρατεία στο Διαδίκτυο. Η βιομηχανία των υπηρεσιών περιεχομένου (δισκογραφικές, παραγωγοί ταινιών και προγραμμάτων η/υ, εκδοτικοί οίκοι) προσπαθεί να περάσει στην "αντεπίθεση": αφού τα επιχειρηματικά μοντέλα που ακολούθησαν -προστατευόμενα από την νομοθεσία για την πνευματική ιδιοκτησία- κατέρρευσαν με τις νέες διαδικτυακές εφαρμογές, αντί να προσαρμοστούν στην εποχή της κοινωνίας της πληροφορίας -αναθεωρώντας μοντέλα και βρίσκοντας εναλλακτικούς τρόπους κερδοφορίας- επιστρατεύεται η νομοθετική οδός. Νομοθετικές εφαρμογές όπως ο γαλλικός νόμος "Σαρκοζύ" για τα τρία χτυπήματα (που επιφέρουν ως κύρωση την διακοπή της διαδικτυακής σύνδεσης) και διάφορες άλλες μέθοδοι αστυνόμευσης και καταστολής θέτουν το μεγάλο ζήτημα, μεταξύ άλλων του κατά πόσον ένας νομοθέτης έχει δικαίωμα να προχωράει σε τόσο σοβαρές παρεμβάσεις στην ελεύθερη πρόσβαση στο Διαδίκτυο.
Οπότε, ο νομικός διάλογος για τα όρια του νομοθέτη, μοιραία καταφεύγει στο κλασικό ζήτημα του θεμελιώδους δικαιώματος: κανένας κοινός νόμος (ούτε κι αν προέρχεται από την Ε.Ε.) μπορεί να έχει τυπική δεσμευτικότητα που να υπερέχει ενός θεμελιώδους δικαιώματος, έτσι ώστε να το αφαιρεί ουσιαστικά από τον φορέα του, από το άτομο στο οποίο αναγνωρίζεται αυτή η ελευθερία.
Βεβαίως, τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν είναι απεριόριστα, αλλά υπόκεινται σε περιορισμούς ενόψει άλλων, ίσης νομικής σημασίας εννόμων αγαθών, όπως είναι λ.χ. το δημόσιο συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα των άλλων. Επιπρόσθετα όμως, ένας κοινός νομοθέτης, όταν θεσπίζει διατάξεις που περιορίζουν θεμελιώδες δικαίωμα, οφείλει να έχει λάβει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει - για να το πούμε συνοπτικά - μια επιβεβλημένη ισορροπία μέσου - σκοπού. Ένα νομοθετικό μέτρο που περιορίζει θεμελιώδες δικαίωμα, πρέπει να είναι κατάλληλο, πρόσφορο και αναγκαίο σε σχέση με τον υπέρτερο σκοπό για τον οποίο επιβάλλει τον περιορισμό. Για παράδειγμα, ένας νόμος για την άρση του απορρήτου για λόγους καταπολέμησης του εγκλήματος δεν είναι σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας όταν επιτρέπει την παρακολούθηση του συνόλου των πολιτών μιας πόλης, διότι αυτό το μέτρο δεν είναι κατάλληλο, πρόσφορο και κυρίως αναγκαίο για να εντοπιστούν οι εγκληματίες, αφού ξεκινά από την αφετηρία ότι όλοι είναι εν δυνάμει εγκληματίες κι έτσι καταργεί το θεμελιώδες δικαίωμά τους για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.
Το κατά πόσον ένα δικαίωμα είναι θεμελιώδες ή όχι, σχετίζεται λοιπόν με την έκταση των περιορισμών που μπορούν να επιβληθούν σε αυτό. Εάν η πρόσβαση στο Διαδίκτυο είναι ένα απλό, νομοθετικά προβλεπόμενο δικαίωμα, τότε ένας νόμος μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς μέχρι καταργήσεως, μέχρι διακοπής της συνδέσεως ακόμα και με "τρία χτυπήματα", διότι σε αυτή την περίπτωση ο κοινός νομοθέτης δεν ελέγχεται (από τον Δικαστή) ως προς την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και όλων των άλλων προϋποθέσεων δίκαιου περιορισμού θεμελιώδους δικαιώματος. Εάν όμως η πρόσβαση στο Διαδίκτυο είναι θεμελιώδες δικαίωμα, τότε θα πρέπει ο νομοθέτης που επιχειρεί να θέσει περιορισμούς στην άσκησή του, να λάβει υπόψη όλα αυτά τα αυστηρά κριτήρια.
Πότε όμως ένα δικαίωμα είναι "θεμελιώδες" ή "κοινό"; Δικαιούμαστε άραγε, επειδή ενδεχομένως πολιτικά θέλουμε να θέσουμε αυστηρούς περιορισμούς στις νομοθετικές επεμβάσεις, να εντάσσουμε την πρόσβαση στο Διαδίκτυο στα "θεμελιώδη" δικαιώματα; Όχι, μόνο η πολιτική πρόθεση (καλή ή κακή) δεν αρκεί, όταν μιλάμε σε νομικό επίπεδο. Τα θεμελιώδη δικαιώματα στη σύγχρονη δημοκρατία είναι ρητώς κατοχυρωμένα σε διεθνείς συμβάσεις, χάρτες, συντάγματα. Σε κάποιες δικαιοδοσίες, θεμελιώδες δικαίωμα μπορεί να αναγνωρίζεται και από τον Δικαστή. Οι φυσικοδικαιϊκές θεωρίες, κατά τις οποίες τα ανθρώπινα δικαιώματα υπάρχουν "θεμελιωδώς" από μόνα τους και απλώς αποτυπώνονται (καταγράφονται) με το θετό δίκαιο, αναβιώνουν όταν υπάρχουν δραστήριοι νομικοί (επί της ουσίας: τολμηροί και δημιουργικοί δικαστές, αλλά και μελετηροί δικηγόροι) ανεξάρτητα από την κυριολεκτική μεταγραφή τους στα νομικά κείμενα, δεσμευτικά ή "διακηρυκτικά". Ζούμε σε μια τέτοια εποχή, στην οποία η εξέλιξη της νομικής επιστήμης και η ευρύτατη εξάπλωση των σπουδών αυτών έχει απελευθερώσει τις δημιουργικές δυνάμεις των ν0μικών. Στην Ευρώπη έχουμε ένα διακρατικό δικαστήριο, το οποίο παρακολουθεί την τήρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τα κράτη, εφαρμόζοντας όμως μια Σύμβαση του 1950. Κι ενώ το κείμενο αυτό είναι πλέον 60 ετών, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει συμβάλλει καθοριστικά στην εξέλιξη και την διεύρυνση της εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων όλα αυτά τα χρόνια, επαναλαμβάνοντας την διατύπωση ότι η "Σύμβαση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα ζωντανό κείμενο, το οποίο καλείται να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της καθημερινής ζωής" κι επομένως τα ανθρώπινα δικαιώματα που περιλαμβάνει πρέπει να τυγχάνουν ευρύτατης εφαρμογής, καλύπτοντας ακόμα και περιπτώσεις που ο Ευρωπαίος νομοθέτης του 1950 ούτε καν είχε υποθέσει ότι θα μπορούσαν να προκύψουν. Οι δικαστές επιφυλάσσουν λοιπόν στον εαυτό τους τον τελικό λόγο περί του αν μια βιοτική περίσταση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων ή όχι. Φυσικά και υφίστανται κριτική για την κατά περίπτωση δημιουργική προσέγγιση της Σύμβασης και δεν είναι λίγες και οι φορές που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει κάνει στροφές στην νομολογία του αναθεωρώντας δημιουργικές - ή και λιγότερο δημιουργικές - προσεγγίσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Θα επιχειρήσω να δώσω μια απάντηση για το εάν η πρόσβαση στο Διαδίκτυο αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, ξεκινώντας από το
Ελληνικό Σύνταγμα. Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε στο κεφάλαιο "Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα" του Συντάγματος, το άρθρο 5Α, το οποίο έχει ως εξής:
1. Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων.
2. Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19.
[Σημείωση: τό
άρθρο 9 προβλέπει τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του ασύλου της κατοικίας, το
άρθρο 9Α προβλέπει την προστασία των προσωπικών δεδομένων και το
άρθρο 19 προβλέπει το δικαίωμα στο απόρρητο της επικοινωνίας και ανταπόκρισης].
Σύμφωνα λοιπόν με το Σύνταγμα, το δικαίωμα "συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας" αποτελεί ατομικό συνταγματικό δικαίωμα. Επομένως, οι περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν σε αυτό από τον κοινό νομοθέτη είναι μόνον αυτοί που επιτρέπεται να επιβάλλονται στα συνταγματικά δικαιώματα. Κατά το
άρθρο 25 του Συντάγματος, οι περιορισμοί που επιτρέπεται να επιβάλλονται σε συνταγματικά δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται από το Σύνταγμα ή από το νόμο και να "σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Επομένως, ο Έλληνας νομοθέτης περιορίζεται στην αρμοδιότητά του ως προς την θέσπιση ενός νόμου three strikes, λόγω πρόσκρουσης στην αρχή της αναλογικότητας: το να σου κόψουν την σύνδεση πρέπει να ελεγχθεί σε σχέση με την αποτελεσματικότητα και αναγκαιότητα ενός τέτοιου μέτρου. Αν το μέτρο δεν κρίνεται αποτελεσματικό και αναγκαίο, τότε ο περιορισμός θα είναι αντισυνταγματικός.
Ωστόσο, όταν μιλάμε για "θεμελιώδη" δικαιώματα, υπαινισσόμαστε και μια οικουμενικότητα ισχύος, πέραν των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Μπορεί η δομή να είναι η ίδια επί της ουσίας (ότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να το περιορίσει όπως ένα άλλο, απλό δικαίωμα του κοινού δικαίου), αλλά καθίσταται η πρόσβαση στο Διαδίκτυο ένα "φυσικό" δικαίωμα; Το Ελληνικό Σύνταγμα μπορεί να περιέχει το παραπάνω δικαίωμα, είναι όμως αυτό "θεμελιώδες"; [Αυτή η συζήτηση περί "φυσικού" δικαιώματος έχει τον κίνδυνο να διολισθήσει σε παράλογες αναζητήσεις, τύπου "και με τα κεριά βλέπαμε". Αρνούμαι να εμπλακώ σε ένα διάλογο που θα προέτασσε ότι "η πρόσβαση στο ηλεκτρικό ρεύμα δεν έχει αναγνωριστεί ως θεμελιώδες δικαίωμα, οπότε γιατί κατευθείαν το Διαδίκτυο;", γιατί τον θεωρώ εκτός πεδίου. Εξάλλου και ο "φυσικός δικαστής" δεν φυτρώνει στα δέντρα, αλλά η κρίση από αυτόν αντιστοιχεί σε θεμελιώδες δικαίωμα.]
Ας δούμε λοιπόν και τις διεθνείς συμβάσεις και χάρτες των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των
Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η ελευθερία της έκφρασης περιέχει ως συνιστώσα της την ελευθερία της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών (χωρίς να προσδιορίζεται το μέσο αυτής της λήψης και μετάδοσης). Η διατύπωση είναι η εξής:
’Αρθρo 10 . Ελευθερία έκφρασης
1. Παv πρόσωπov έχει δικαίωµα εις τηv ελευθερίαv εκφράσεως. Τo δικαίωµα τoύτo περιλαµβάvει τηv ελευθερίαv γvώµης ως και τηv ελευθερίαv λήψεως ή µεταδόσεως πληρoφoριώv ή ιδεώv, άvευ επεµβάσεως δηµoσίωv αρχώv και ασχέτως συvόρωv. Τo παρόv άρθρov δεv κωλύει τα Κράτη από τoυ vα υπoβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιoφωvίας, κιvηµατoγράφoυ ή τηλεoράσεως εις καvovισµoύς εκδόσεως αδειώv λειτoυργίας.
2. Η άσκησις τωv ελευθεριώv τoύτωv, συvεπαγoµέvωv καθήκovτα και ευθύvας δύvαται vα υπαχθή εις ωρισµέvας διατυπώσεις, όρoυς, περιoρισµoύς ή κυρώσεις, πρoβλεπoµέvoυς υπό τoυ vόµoυ και απoτελoύvτας αvαγκαία µέτρα εv δηµoκρατική κoιvωvία δια τηv εθvικήv ασφάλειαv, τηv εδαφικήv ακεραιότηταv ή δηµoσίαv ασφάλειαv, τηv πρoάσπισιv της τάξεως και πρόληψιv τoυ εγκλήµατoς, τηv πρoστασίαv της υπoλήψεως ή τωv δικαιωµάτωv τωv τρίτωv, τηv παρεµπόδισιv της κoιvoλoγήσεως εµπιστευτικώv πληρoφoριώv ή τηv διασφάλσισιv τoυ κύρoυς και αµερoληψίας της δικαστικής εξoυσίας.
Η διατύπωση δεν περιλαμβάνει λοιπόν το μέσο με το οποίο ασκείται η ελευθερία. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η ενάσκηση αυτών των δικαιωμάτων μέσω του Τύπου ή της ραδιοτηλεόρασης δεν γνωρίζει θεμελίωση σε αυτό το δικαίωμα. Επομένως, γιατί όχι και μέσω του Διαδικτύου;
Στο Διαδίκτυο όμως δεν ασκείται μόνο η ελευθερία της έκφρασης, δηλαδή η δημοσιοποίηση απόψεων και η άντληση πληροφοριών. Ασκείται και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, αυτή η τόσο ευαίσθητη αξίωση για ιδιωτικότητα των πληροφοριών που επιλέγει να αντλήσει ή να μεταδώσει κάποιος, χωρίς να γίνεται αυτό γνωστό. Φυσικά και η ιδιωτικότητα αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, στο οποίο επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών. Σχετικά προβλέπει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ:
’Αρθρo 8 . Δικαίωµα σεβασµoύ της ιδιωτικής και oικoγεvειακής ζωής
1. Παv πρόσωπov δικαιoύται εις τov σεβασµόv της ιδιωτικής και oικoγεvειακής ζωής τoυ, της κατoικίας τoυ και της αλληλoγραφίας τoυ.
2. Δεv επιτρέπεται vα υπάρξη επέµβασις δηµoσίας αρχής εv τη ασκήσει τoυ δικαιώµατoς τoύτoυ, εκτός εάv η επέµβασις αύτη πρoβλέπεται υπό τoυ vόµoυ και απoτελεί µέτρov τo oπoίov, εις µίαv δηµoκρατικήv κoιvωvίαv, είvαι αvαγκαίov δια τηv εθvικήv ασnάλειαv, τηv δηµoσίαv ασφάλειαv, τηv oικovoµικήv ευηµερίαv της χώρας, τηv πρoάσπισιv της τάξεως και τηv πρόληψιv πoιvικώv παραβάσεωv, τηv πρoστασίαv της υγείας ή της ηθικής, ή τηv πρoστασίαv τωv δικαιωµάτωv και ελευθεριώv άλλωv.
Αυτά είναι τα δύο ανθρώπινα δικαιώματα που ασκούνται ταυτόχρονα κατά την πρόσβασή μας στο διαδίκτυο: ελεύθερη λήψη και μετάδοση πληροφοριών, αλλά και αξίωση για σεβασμό της ιδιωτικής μας ζωής. Συνεπώς, η πρόσβασή μας στο Διαδίκτυο, προστατεύεται από δύο ρητώς κατοχυρωμένες θεμελιώδεις ελευθερίες.
Ενώ όμως το Σύνταγμα προβλέπει ξεκάθαρα το δικαίωμα καθενός για "συμμετοχή στην Κοινωνία της Πληροφορίας", η κατοχύρωση στην ΕΣΔΑ και στον
Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν περιέχει χωριστή κατοχύρωση. Το γεγονός ότι ένα εθνικό σύνταγμα έχει ειδική πρόβλεψη για την Κοινωνία της Πληροφορίας, ενώ τα ευρωπαϊκά κείμενα όχι, αποτελεί άραγε λόγο για τον οποίο δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα θεμελιώδες δικαίωμα πρόσβασης στο Διαδίκτυο;
Το ερώτημα μου θυμίζει ένα άλλο παρεμφερες. Ενώ ο ΧΘΔΕΕ και το Ελληνικό Σύνταγμα περιέχουν ειδικό άρθρο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, πέραν του άρθρου για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, η ΕΣΔΑ δεν περιέχει ειδική μνεία και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αξιολογεί τις παραβιάσεις των προσωπικών δεδομένων υπό το φως της παράβασης του άρθρου 8 περί σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Στη θεωρία γίνεται δεκτό ότι η ιδιωτικότητα αποτελεί έναν όρο ευρύτερο, αλλά και στενότερο σε σχέση με την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ευρύτερο με την έννοια ότι υπάρχει και ιδιωτικότητα που δεν αφορά δεδομένα (λ.χ. το άσυλο της κατοικίας), αλλά κι επειδή υπάρχουν προσωπικά δεδομένα που δεν αφορούν την ιδιωτική ζωή ενός ατόμου (λ.χ. η είσοδος ενός βουλευτή στο χώρο του Κοινοβουλίου). Το ερώτημα λοιπόν είναι: αποτελεί η προστασία προσωπικών δεδομένων "θεμελιώδες δικαίωμα"; Κατά τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ναι: προβλέπεται μάλιστα ρητά στο άρθρο 8. Μπορεί όμως να πει κάποιος ότι η προστασία προσωπικών δεδομένων δεν αποτελεί "θεμελιώδες δικαίωμα" κατά την ΕΣΔΑ; Ενδεχομένως, αφού δεν προβλέπεται ρητώς από αυτήν κι ενώ το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει θεσπίσει από το 1981 την Σύμβαση για την προστασία προσωπικών δεδομένων, χωρίς να έχει αναθέσει την εφαρμογή της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αυτό όμως, όπως είπαμε, δεν εμπόδισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να εκδικάσει υποθέσεις παραβίασης προσωπικών δεδομένων, υπό το φως του άρθρου για την ιδιωτικότητα.
Έτσι κάπως, η συζήτηση γινεται εντελώς φορμαλιστική - εάν κάποιος πει ότι η πρόσβαση στο Διαδίκτυο δεν αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα μόνο και μόνο επειδή δεν υπάρχει σε ένα άρθρο του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων είναι σαν να εξισώνει τα "δικαιώματα" με τα "άρθρα" του Χάρτη. Πρόκειται για προσβολή κάθε έννοιας σοβαρής ανάγνωσης ενός νομικού κειμένου: τα δικαιώματα δεν είναι όσα τα άρθρα, αφού σε ένα άρθρο μπορεί να περιλαμβάνονται περισσότερα δικαιώματα, αλλά και ένα δικαίωμα μπορεί να εδράζεται σε περισσότερα άρθρα. Για παράδειγμα, το άρθρο 11 (με τίτλο "Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας") περιλαμβάνει πολλά θεμελιώδη δικαιώματα: δικαίωμα μεταβολής θρησκεύματος, ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεών του, ατομικά ή συλλογικά, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, με τη λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές και δικαίωμα αντίρρησης συνειδήσεως. Ταυτόχρονα, ορισμένα από αυτά τα δικαιώματα αποτελούν συνιστώσες άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων: έκφρασης, συνάθροισης, ιδιωτικότητας, τα οποία συνισχύουν και ενισχύουν τα θρησκευτικά θεμελιώδη δικαιώματα.
Έτσι λοιπόν, η έλλειψη ενός άρθρου που θα προβλέπει ρητώς και κατηγορηματικώς την πρόσβαση στο Διαδίκτυο ως "θεμελιώδες δικαίωμα" δεν σημαίνει ότι αυτό το δικαίωμα δεν υπάρχει. Το δικαίωμα υπάρχει και αποτελείται από βασικές και ρητές συνιστώσες κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και η προστασία της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων.
Άραγε δεσμεύει όλη αυτή η ανάλυση την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.
Η Συνθήκη της ΕΕ αναγνωρίζει λοιπόν ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν είναι απλώς κατοχυρώσει της ΕΣΔΑ, αλλά και απόρροια των κοινών συνταγματικών παραδόσεων (όχι απλώς διατυπώσεων Συνταγμάτων) των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι βέβαια ίσως νωρίς να μιλάμε για "παράδοση" όταν αναφερόμαστε σε συνταγματικά δικαιώματα. Αποτελεί αναμφισβήτητα όμως κοινή συνταγματική αρχή των κρατών μελών της ΕΕ το σύνολο της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε ζητήματα λήψης και μετάδοσης πληροφοριών καθώς και προστασίας προσωπικών δεδομένων. Η υπεροχή της ρητής κατοχύρωσης ενός θεμελιώδους δικαιώματος σαφώς δεν είναι αμελητέα - ενόψει κυρίως της ασφάλειας δικαίου - αλλά η νομική αναγνώριση της ύπαρξής του δικαιώματος είναι κάτι που δεν μπορεί να αποκλειστεί από έναν φορμαλιστικό θετικισμό που εξισώνει τα δικαιώματα με τα άρθρα των διεθνών συνθηκών, ιδίως την στιγμή που οι ίδιες συνθήκες αναφέρονται σε μη κειμενικές κατοχυρώσεις όπως είναι η κοινή ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση.
Όλη η συζήτηση επαναφέρει κλασικά ερωτήματα της γενικής θεωρίας, της μεθοδολογίας και της φιλοσοφίας του δικαίου, όπως εξάλλου συμβαίνει γενικά με την νομική αντιμετώπιση κάθε νέου φαινομένου που αφορά την κοινωνική μας ζωή. Το Διαδίκτυο είναι ίσως το κεντρικότερο από αυτά τα νέα φαινόμενα που έχει αλλάξει την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο. Η ανάλυση των σχέσεων που διαμορφώνονται από τη λειτουργία του Διαδικτύου έρχεται να τεστάρει κατά πόσον τελικά η νομική είναι μια επιστήμη που διαθέτει επαρκή "εργαλεία" για να εκπληρώσει την αποστολή της στο σύγχρονο κόσμο.