Σάββατο, Φεβρουαρίου 27, 2010
Ο Γ. Φλέσσας για την εθνική επικοινωνιακή μας κρίση
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 26, 2010
Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης: η ομοφοβία ως "προστασία ανηλίκων"
To 2004, το ΕΣΡ συνέχισε την ομοφοβική τακτική του, επιβάλλοντας πρόστιμο στην εκπομπή «Athens Gay and Lesbian Show» της Μαρίας Cyber, θεωρώντας την «αναμφισβητήτως» υποβαθμισμένη (απόφαση 408/2004). Ο λόγος; Διαφήμιζε ένα γκέι μπαρ και μία μάρκα προφυλακτικών. Για το ΕΣΡ, τα γκέι μπαρ και οι διαφημίσεις προφυλακτικών συνιστούν υποβάθμιση!
Το 2007, το ΕΣΡ ασχολήθηκε με την εκπομπή «Ζούγκλα», που πρόβαλε με απαξιωτικό τρόπο στοιχεία από το προφίλ στο gaydar ενός ταξίαρχου, διασύροντάς τον για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Το ΕΣΡ επέβαλε πρόστιμο στην εκπομπή όχι επειδή εξευτέλισε έναν πολίτη λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, αλλά επειδή «ενθαρρύνει τον εξευτελισµό, την κοινωνική αποµόνωση και τις δυσµενείς διακρίσεις εις βάρος προσώπων στα οποία αποδίδονται ιδιορρυθµίες» (απόφαση 241/2007 ). Για το ΕΣΡ, το να έχεις προφίλ στο gaydar συνιστά «ιδιορρυθμία»!
Το 2009 το ΕΣΡ ασχολήθηκε με την εκπομπή «Η Στιγμή της Αλήθειας» και εστίασε σε αποσπάσματα της εκπομπής που αφορούν την ομοφυλοφιλία παικτών και επέβαλε πρόστιμο στον σταθμό για υποβάθμιση προγράμματος (απόφαση 105-2009). Στο σκεπτικό του αναπαράγει την ίδια πουριτανική και σκανδαλολογική νοοτροπία που διέπει την εκπομπή, ψέγοντάς την επειδή επιδιώκει την «αποκάλυψη των εκτροπών του, των παρανόµων πράξεών του [παίκτη], των σκανδαλωδών περιστατικών της ζωής του και των ανοµολογήτων επιθυµιών και επιδιώξεών του µε αποτέλεσµα την αποδόµηση της προσωπικότητάς του και τον ευτελισµό του». (βλ. και άρθρο "Η στιγμή της αλήθειας για το ΕΣΡ" στο 10%).
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 24, 2010
Αποκαθιστώντας τον ακρωτηριασμό της Αφροδίτης της Μήλου
Κυριακή, Φεβρουαρίου 14, 2010
Η βουλευτική ασυλία ως περιορισμός ανθρώπινου δικαιώματος
Ο θεσμός του ανεύθυνου και ακαταδίωκτου των βουλευτών που προβλέπεται στο Σύνταγμα (άρθρα 61 και 62) συνιστά στην ουσία έναν περιορισμό του ατομικού δικαιώματος για παροχή δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Σ.). Διότι ο πολίτης όταν έχει θιγεί από κάποιον που απέκτησε τη βουλευτική ιδιότητα, δεν μπορεί να έχει δικαστική προστασία αν προηγούμενως η Βουλή δεν δώσει την σχετική άδεια. Αυτός ο κανόνας όμως δεν μπορεί να είναι ανεξαίρετος, δεδομένου ότι πρόκειται για περιορισμό ατομικού δικαιώματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να προβλέπονται από το Σύνταγμα (ή το νόμο) και “να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Επομένως ακόμα και οι συνταγματικά προβλεπόμενοι περιορισμοί ατομικών δικαιωμάτων, όπως εν προκειμένω η βουλευτική ασυλία, πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση, ως προς τη συμβατότητά τους προς την αρχή της αναλογικότητας.
Διότι η ορθή εφαρμογή του Συντάγματος επιβάλλει, όταν οι διατάξεις του – που έχουν όλες τις ίδια τυπική ισχύ, άρα δεν επιτρέπεται ο πλήρης εξοβελισμός της μίας υπέρ της άλλης – έρχονται σε “σύγκρουση”, να επιδιώκει ο ερμηνευτής τη διάσωση του περιεχομένου, με σκοπό την ισόρροπη συνεφαρμογή τους.
Η αρχή της αναλογικότητας θέτει ως κριτήριο απόφασης τον σκοπό της θέσπισης μιας διάταξης, σε σχέση με τη συγκεκριμένη εφαρμογή της. Ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας αφορά την προστασία του κύρους του πολιτεύματος -στην Κοινοβουλευτική του διάσταση- από καταχρηστικές μηνύσεις ή ακόμα και “προσβλητικές” δικαστικές αποφάσεις (!) που θα οδηγούσαν στην φυλακή τους βουλευτές. Γι' αυτό τίθεται ως “φίλτρο” η απόφαση του Σώματος των βουλευτών.
Ωστόσο, για τις πράξεις που τέλεσε κάποιος πριν λάβει τη βουλευτική ιδιότητα, αμφισβητείται σοβαρά κατά πόσον ο σκοπός προστασίας του κύρους του πολιτεύματος υπηρετείται από την βουλευτική ασυλία. Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί μάλιστα δύο φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επειδή η άκαμπτη εφαρμογή του θεσμού της βουλευτικής ασυλίας οδήγησε σε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως το ανθρώπινο αυτό δικαίωμα κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρόκειται για την αντανάκλαση του άρθρου 20 του δικού μας Συντάγματος, στην ορολογία του ευρωπαϊκού δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Συγκεκριμένα, στην υπόθεση “Τσαλκιτζής κατά Ελλάδας”, το ΕΔΔΑ ανέφερε στην απόφασή του:
«48. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αίτηση προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του Κ.Τ., υπεβλήθη για τα αδικήματα της εκβιάσεως, της παραβάσεως καθήκοντος και της δωροδοκίας. Τα αδικήματα αυτά διαπράχθηκαν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, το 1997, δηλαδή πριν από την εκλογή, το 2000, του Κ.Τ. ως βουλευτή. Έτσι, οι αποδιδόμενες στον Κ.Τ. πράξεις τελέσθηκαν περίπου τρία χρόνια πριν από την εκλογή του ως βουλευτή. Ως εκ τούτου, οι επίμαχες πράξεις δεν ηδύναντο να σχετίζονται με την άσκηση, από τον Κ.Τ., κοινοβουλευτικών καθηκόντων. Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αποδιδόμενη στον Κ.Τ. συμπεριφορά μάλλον εμπίπτει στο πεδίο του ποινικού σκέλους διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, σχετικά με την τέλεση αδικημάτων με ιδιαιτέρως άνομο περιεχόμενο. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά του Κ.Τ. προδήλως δεν ενέπιπτε στο πεδίο των βουλευτικών καθηκόντων του. Ωστόσο, σε παρόμοια περίπτωση, δεν θα ήταν δυνατό να δικαιολογηθεί άρνηση προσβάσεως στη δικαιοσύνη ακόμα και στην υποθετική περίπτωση που η διαφορά μεταξύ του προσφεύγοντος και του Κ.Τ. θα εντασσόταν σε πολιτικό πλαίσιο (βλ., προς την κατεύθυνση αυτή, Cordova κατά της Ιταλίας (no 1), προαναφερθείσα, § 62).
Κατά το Δικαστήριο, η απουσία προφανούς σχέσεως με βουλευτική δραστηριότητα απαιτεί μία κατά γράμμα ερμηνεία της έννοιας της αναλογικότητας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και στα χρησιμοποιούμενα μέσα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση κατά την οποία οι περιορισμοί στο δικαίωμα προσβάσεως απορρέουν από μία απόφαση πολιτικού οργάνου. Ένα διαφορετικό συμπέρασμα θα ισοδυναμούσε με περιορισμό, κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το άρθρο 6 § 1 της Συμβάσεως, του δικαιώματος προσβάσεως των ιδιωτών σε δικαστήριο κάθε φορά που οι καταγγελλόμενες ενώπιον της δικαιοσύνης πράξεις έχουν τελεσθεί από βουλευτή (mutatis mutandis, Cordova κατά της Ιταλίας (no 1), προαναφερθείσα, § 63).
50. Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Κυβέρνηση δεν αναπτύσσει επαρκώς το επιχείρημά της, σύμφωνα με το οποίο ο προσωρινός χαρακτήρας της βουλευτικής ασυλίας δεν θα εμπόδιζε τον προσφεύγοντα να ανανεώσει το αίτημά του, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη, μετά τη λήξη της θητείας του Κ.Τ. Πράγματι, το επιχείρημα αυτό ερείδεται επί της υποθέσεως ότι ο Κ.Τ. θα έπαυε πλέον να είναι βουλευτής. Ωστόσο, η Κυβέρνηση δεν παρέχει κάποιο στοιχείο ως προς την ισχύουσα κατάσταση του Κ.Τ. Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό Σύνταγμα δεν προβλέπει περιορισμό ως προς την ανανέωση της κοινοβουλευτικής θητείας. Ως εκ τούτου, μπορούσε ο Κ.Τ. να εκλέγεται συνεχώς βουλευτής στο μέλλον, αποστερώντας έτσι οριστικώς τον προσφεύγοντα από το δικαίωμά του να αιτηθεί την άσκηση ποινικής διώξεως. Τέλος, το Δικαστήριο φρονεί ότι η αναστολή πάσης ποινικής διώξεως σε βάρος βουλευτού κατά την κοινοβουλευτική θητεία του, θα είχε ως συνέπεια την παρέλευση σημαντικού χρονικού διαστήματος ανάμεσα στην τέλεση των επίμαχων πράξεων και στην έναρξη της ποινικής διώξεως, καθιστώντας την ποινική δίωξη αβέβαιη, ειδικότερα όσον αφορά την απόδειξη. Όπως έχει ήδη διαπιστώσει το Δικαστήριο σε άλλη περίπτωση, ο χρόνος ο οποίος απαιτείται για την εξέταση προσφυγής, μπορούσε να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητά της (βλ., mutatis mutandis, Ganci κατά της Ιταλίας, no 41576/98, § 30, CEDH 2003-XI).
51. Εν όψει των όσων εκτίθενται ανωτέρω, το Δικαστήριο άγεται στο συμπέρασμα ότι η άρνηση του Προέδρου της Βουλής να άρει τη βουλευτική ασυλία του Κ.Τ. παραβίασε το δικαίωμα προσβάσεως του προσφεύγοντος σε δικαστήριο. Υπήρξε, επομένως, παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Συμβάσεως.»
Επιπλέον, στην πρόσφατη απόφαση Συγγελίδης κατά Ελλάδος, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ασυλία πρέπει να αφορά πράξεις που συνδέονται με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων. Αναφέρει λοιπόν:
«46. Σε σχέση με αυτό, το Δικαστήριο σημειώνει πως, αν ερμηνευθεί σωστά στα πλαίσια του Άρθρου 6.1, το Άρθρο 62 του Συντάγματος της Ελλάδας επιτρέπει στη Βουλή των Ελλήνων να αρνείται τη χορήγηση άδειας για ποινική δίωξη μόνο όταν οι ενέργειες στις οποίες βασίζεται η δίωξη έχουν εμφανή σχέση με τα βουλευτικά καθήκοντα.»
Καθίσταται έτσι σαφές ότι η ορθή εφαρμογή του Συντάγματος επιβάλλει αυτό τον έλεγχο αναλογικότητας έτσι ώστε να διασφαλίζεται τόσο το κύρος του πολιτεύματος, όσο και η ενάσκηση του ανθρώπινου δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. H βουλευτική ασυλία δεν είναι λοιπόν ανεξαίρετος κανόνας, πράγμα που ο εφαρμοστής του δικαίου στην ολότητά του (Σύνταγμα + ΕΣΔΑ) δεν μπορεί πλέον να εξακολουθεί να παραβλέπτει χωρίς να οδηγείται σε αντιεπιστημονικά συμπεράσματα που θίγουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 11, 2010
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: οι δικηγόροι έχουν δικαίωμα δημόσιου σχολιασμού αποφάσεων της Δικαιοσύνης
Τρίτη, Φεβρουαρίου 09, 2010
Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά: ο νόμος περί Τύπου δεν εφαρμόζεται στα blogs
Αριθμός Απόφασης
4980/2009
***
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Τζιμπλάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Παναγιώτα Μιχαήλ, Πρωτοδίκη, Μαρία Σκάρπου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Σαπφώ Ράπτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 13η Μαϊου 2009 για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ***, κατοίκου ***, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του *** .
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Mιχαήλ Αγγελόπουλου του Αλεξίου, κατοίκου Κερατσινίου, ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σωτηρόπουλο.
Ο ενάγων κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τη με αριθμ. εκθ. κατάθεσης .../2009 αγωγή του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 11-3-2009 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά της δίκης.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 14 παρ. 1 Συντ. καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του Τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους. Κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α' και β' της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης για τη προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (κυρ. Ν. 53/1974). “παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν της γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως των δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων”. Περαιτέρω, ο Τύπος κατά την έννοια του άρθρου 14 παρ. 2 εδ. 1 Συντ. περιλαμβάνει όλα τα έντυπα που είναι κατάλληλα και προορισμένα για διάδοση. Κατά το άρθρο 1 εδ. 1 του ΑΝ 1092/1938 περί Τύπου “τύπος και έντυπον” είναι “παν ό,τι εκ τυπογραφίας ή οιουδήποτε άλλου μηχανικού ή χημικού μέσου παράγεται εις όμοια αντίτυπα και χρησιμεύει εις πολλαπλασιασμόν ή διάδοσιν χειρογράφων, εικόνων ή παραστάσεων μετά ή άνευ σημειώσεων ...”. Ο ορισμός που κρατεί πλέον είναι ότι έντυπο είναι κάθε κείμενο, κάθε όχι απλώς διακοσμητική εικαστική παράσταση, κάθε εγγραφή μουσικού έργου με κείμενο ή επεξηγήσεις και κάθε ηχητικό αποτυπωμα απλού ή μελωδικού λόγου, εφόσον έχει παραχθεί με μηχανική ή φυσικοχημική ή ηλεκτρονική διαδικασία κατάλληλη για παραγωγή σημαντικού αριθμού αντιτύπων και προορίζεται για διάδοση (Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα, τ.1 1991, σελ. 451 επ.). Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του μοναδικού άρθρου του ν.1178/1981 “περί αστικής ευθύνης του τύπου”, ως αυτό ισχύει ορίζεται ότι ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα που θίγει την τιμή ή την υπόληψη παντός προσώπου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 του ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή, εάν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή το διευθυντή συντάξεως του εντύπου. Εξάλλου, με το άρθρο 4 παρ. 10 ν.2328/1995 “νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης και της τοπικής ραδιοφωνίας...”, ορίστηκε ότι στο μοναδικό άρθρο του ν.1178/1981, όπως ισχύει, υπάγονται και οι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί και στα κατά το άρθρο αυτό “δημοσιεύματα” περιλαμβάνονται και οι τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές. Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 2 του μοναδικού άρθρου του ν.1178/1981 ως αυτός ισχύει, ορίζεται ότι η κατά το άρθρο 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις ορίζεται, εφόσον αυτές τελέσθηκαν δια του Τύπου, κατά την κρίση του δικαστή, όχι κατώτερη των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών για τις Ημερήσιες Εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης καθώς και για τα περιοδικά που κυκλοφορούν μέσω των Πρακτορείων Εφημερίδων και των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών για τις άλλες εφημερίδες ή περιοδικά, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό και αυτό ανεξάρτητα από την απαίτηση προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία. Σημειώνεται ότι η διάταξη αυτή καθορίζει ελάχιστα όρια για την χρηματική ικανοποίηση που επιδικάζεται εις βάρος του ιδιοκτήτη του εντύπου, του εκδότη, του διευθυντή αλά και του συντάκτη του δημοσιεύματος, ενώ τα ως άνω ελάχιστα όρια χρηματικής ικανοποίησης που ορίζει η παραπάνω διάταξη δεν αφορούν όσους δεν έχουν τις προαναφερόμενες ιδιότητες, ιδιοκτήτη ή εκδότη ή διευθυντή του εντύπου ή συντάκτη του δημοσιεύματος, η δε ευθύνη τους εις ολόκληρον μετά των εν λόγω προσώπων νοείται μόνο στο μέτρο που οι υποχρεώσεις τους καλύπτονται (ΑΠ 8/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Επίσης με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν.2328/1995 (ΦΕΚ Α' 159), ορίζεται ότι το κατά την παράγραφο 2 του άρθρου μόνου του ν.1178/1981, όπως ισχύει, ελάχιστο ποσό χρηματικής ικανοποίησης προκειμένου για τηλεοπτικούς σταθμούς καθορίζεται σε εκατό εκατομμύρια (100.000.000) δραχμές προκειμένου για σταθμούς τοπικής ή περιφερειακής εμβέλειας. Τα ποσά αυτά, προκειμένου για ραδιοφωνικούς σταθμούς με δικτύωση σε περισσότερους νομούς, καθορίζονται σε πενήντα εκατομμύρια (50.000.0000) δραχμές και προκειμένου για ραδιοφωνικούς σταθμούς που δεν διαθέτουν δικτύωση σε είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές. Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 3 του μοναδικού άρθρου του ως άνω ν.1178/1981 ορίζεται ότι ο ιδιοκτήτης κάθε εφημερίδας ή περιοδικού υποχρεούται να ορίζει εκδότη και διευθυντή φυσικά πρόσωπα που έχουν τη μόνιμη κατοικία και διαμονή τους στην Ελλάδα και να μην καλύπτονται από ασυλία, ετεροδικία ή άλλο λόγο που αίρει το αξιόποινο ή παρακωλύει την ποινική του δίωξη, ενώ ορίζει ότι η σύμπρωση αμφοτέρων των ως άνω ιδιοτήτων στο αυτό πρόσωπο επιτρέπεται. Ποινική ευθύνη εις βάρος του ιδιοκτήτου του εντύπου υφίσταται μόνο εάν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι ιδιότητες του εκδότη ή του διευθυντή ή εφόσον δεν έχει ορίσει εκδότη ο δε ορισμός του εκδότη ή του διευθυντή φαίνεται μόνο από την αναγραφή επί του φύλου του εντύπου. Στην περίπτωση που δεν έχει ορισθεί εκδότης, ως εκδότης τεκμαίρεται ο ιδιοκτήτης. Εξάλλου, προκειμένου για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, ως εκδότης νοείται ο νόμιμος ή οι περισσότεροι νόμιμοι εκπρόσωποι της αδειούχου εταιρίας, ως διευθυντής νοείται ο υπεύθυνος προγράμματος και προκειμένου για ειδησεογραφικές εκπομπές ο διευθυντής του τμήματος ειδήσεων, ως συντάκτης δε του δημοσιεύματος νοείται ο παραγωγής ή ο δημοσιογραφικός υπεύθυνος ή ο δημοσιογράφος συντονιστής ή παρουσιαστής της εκπομπής, αναλόγως του είδους και της δομής της (ΑΠ 195/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το άρθρο 681Δ ΚπολΔ καθιερώνεται ειδική διαδικασία εκδίκασης των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου αυτού, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667 παρ. 1-3, 672 και 673-676 ΚπολΔ δικάζονται από το καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο όλες οι διαφορές που αφορούν σε αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης που προκλήθηκε δια του τύπου ή με ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές και οι συναφείς προς αυτές αξιώσεις προστασίας της προσωπικότητας των προσβληθέντων. Από την ευρύτητα της διατύπωσης του άρθρου 681Δ παρ. 1 ΚπολΔ συνάγεται ότι στην εν λόγω ειδική διαδικασία υπάγονται όλες οι αγωγές που αποσκοπούν στην αποκατάσταση κάθε περιουσιακής ζημίας ή στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης καθώς και οι κάθε μορφής αξιοώσεις προστασίας των προσώπων των οποίων η περιουσία ή η προσωπικότητα προσεβλήθη από δημοσίευμα ή τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή του έντυπου ή ηλεκτρονικού τύπου, ασχέτως της ιδιότητας του εναγομένου, ο οποίος, του νόμου μη διακρίνοντος, είναι αδιάφορο αν είναι ιδιοκτήτης ή εκδότης του εντύπου ή συντάκτης του επιλήψιμου δημοσιεύματος (ΑΠ 1900/2006, ΕφΠειρ 914/2005, αμφότερες δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά με τα προβλήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή των ως άνω κανόνων δικαίου στον κυβερνοχώρο, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Το διαδίκτυο αποτελεί στο σύγχρονο κόσμο το πιο εξελιγμένο μέσο μαζικής επικοινωνίας και μάλιστα αμφίδρομης. Συνδυάζει το στοιχείο της μαζικότητας, καθώς απευθύνεται σε μεγάλο και, καταρχήν, απροσδιόριστο αριθμό προσώπων, αλλά και το στοιχίεο της ενημέρωσης αφού παρέχει γνώμες, πληροφορίες, γνώσεις και ψυχαγωγία στους αποδέκτες. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι οι ιστοσελίδες περιέχουν συνήθως κείμενα που παράγονται με ένα συνδυασμό μηχανικής, φυσικοχημικής και ηλεκτρονικής διαδικασίας και προορίζονται για διάδοση μέσω του Διαδικτύου καθώς και το ότι κάθε ανάκληση του συγκεκριμένου υλικού από κάποιον χρήστη ουσιαστικά συνιστά “αντίτυπο” (θεωρία του εικονικού αντιτύπου), γίνεται σαφές ότι ένα σημαντικό τμήμα του υλικού που διακινείται στο Διαδίκτυο συνιστά τύπο (βλ. σχετικά Ι. Καράκωστας, Δίκαιο & Ίντερνετ, β' εκδ. Αθήνα 2003, σελ. 45). Τόσο ο ν.1178/1981, όπως ισχύει, όσο και το άρθρο 681Δ ΚπολΔ δεν ρυθμίζουν την εξ απόψεως ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, αντίστοιχα, μεταχείριση των νέων μορφών ενημέρωσης που δημιουργήθηκαν λόγω των τεχνολογικών δυνατοτήτων του διαδικτύου. Η νομολογία χρησιμοποιεί επανειλημμένως τον όρο ηλεκτρονικό τύπο συνήθως κατ' αντιδιαστολή προς το γραπτό και , κυρίως, για να χαρακτηρίσει τα πιο σύγχρονα μέσα ενημέρωσης και ιδίως την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Ωστόσο, ευχερώς δύναται να συναχθεί ότι οι προαναφερόμενες περί τύπου διατάξεις μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά και επί προσβολών προσωπικότητας, οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων, δηλαδή με τη διαδικτυακή μορφή των ήδη υπαρχόντων μέσων ενημέρωσης, ήτοι των ιστοσελίδων των εφημερίδων, των περιοδικών, των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, που λειτουργούν και προορίζονται ως μέσο διακίνησης πληροφοριών (ΕφΑθ 8962/2006 ΕλλΔνη 48.1518). Όμως, σε σχέση με το ζήτημα, εάν στα ιστολόγια του διαδικτύου, τα οποία είναι περισσότερο γνωστά με τον όρο της αγγλικής γλώσσας blogs, συνιστούν έντυπα ή εκπομπές υπαγόμενες στις ανωτέρω διατάξεις και έτσι οι αγωγές για αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και γενικώς παροχής έννομης προστασίας στα προσβληθέντα από το περιεχόμενό τους πρόσωπα υπάγονται εξ απόψεως ουσιαστικού δικαίου στο πεδίο του ν.1178/1981 και εκδικάζονται εξ απόψεως δικονομικού δικαίου κατά την ειδική διαδικασία που καθιερώνεται με το άρθρο 681Δ ΚπολΔ, το ζήτημα εμφανίζεται πιο πολύπλοκο, καθόσον θα πρέπει πρωτίστως να διερευνηθεί εάν στην περίπτωσή τους υπάρχει βάση αναλογίας των περί τύπου διατάξεων, ήτοι εάν αυτά δύνανται να συμπεριληφθούν στην κατηγορία των ηλεκτρονικών εντύπων, καθόσον εμφανίζονται να έχουν ουσιώδεις διαφορές από τις ιστοσελίδες που διατηρούν τα μέσα ενημέρωσης στο διαδίκτυο. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να γίνει αναφορά ότι για να λάβει χώρα αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί τύπου στα διαδικτυακά ημερολόγια θα πρέπει μεθοδολογικά να διαπιστωθεί η ύπαρξη κενού και μάλιστα ακούσιου, επιγενόμενου και εμφανούς στις σχετικές περί τύπου διατάξεις, προκειμένου στη συνέχεια να ερευνηθεί η δυνατότητα πλήρωσης αυτού με τη μέθοδο της αναλογίας. Στην περίπτωση του επιγενόμενου κενού υπάγονται οι περιπτώσεις εκείνες όπου η εμφάνιση της νομοθετικής ατέλειας οφείλεται στο γεγονός ότι, συνεπεία της τεχνικής εξελίξεως και της μεταβολής των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών που είχαν αποτελέσει τη βάση ορισμένης νομοθετικής ρύθμισης, ανεφάνησαν νέα ζητήματα που κατά την εγγενή στο νόμο τελολογία πρέπει τώρα να βρουν κι αυτά την αντίστοιχη ρύθμισή τους. Έτσι, υπάρχει εμφανές κενό όταν ο νόμος δεν περιέχει καμία ρύθμιση για μια κατηγορία σχέσεων, μολονότι αυτή θα έπρεπε, βάσει της εγγενούς στο νόμο τελολογίας, να ρυθμίζεται ως αξιολογικά ουσιωδώς όμοια με ήδη ρυθμιζόμενες στο νόμο κατηγορίες σχέσεων. Στη νομοθετική ατέλεια αυτής της μορφής την κανονιστική της ποιότητα ως κενού του νόμου είναι προφανές ότι την προσδίδει η αρχή της ίσης μεταχείρισης αξιολογικά ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων οπότε και η μέθοδος πληρώσεως των εμφανών κενών είναι η αναλογία. Στην αναζήτηση της βάσεως αναλογίας πρέπει να διαγνωστεί η ουσιώδης ομοιότητα των συγκεκριμένων δύο περιπτώσεων. Και είναι φυσικά βέβαιο ότι η αρρύθμιστη περίπτωση που παριστά τη νομοθετική ατέλεια, αναφορικά με την οποία ερωτάται αν ορισμένη υφιστάμενη ρύθμιση εμφανίζει κενό, δεν είναι βέβαια ποτέ ακριβώς όμοια με την ήδη ρυθμιζόμενη στο νόμο περίπτωση. Σε ορισμένα σημεία θα εμφανίζει ομοιότητα προς αυτήν, ως προς κάποια άλλα όμως είναι φυσικό να παραλλάσσει. Για να αναζητηθεί η ύπαρξη μιας βάσεως αναλογίας μεταξύ της ρυθμιζόμενης και της αρρύθμιστης περίπτωσης θα πρέπει να καταδειχθεί η ύπαρξη ενός εμφανούς κενού, το οποίο συντρέχει όταν η ομοιότητα μεταξύ των συγκρινόμενων πραγματικών που αποτελεί τη βάση της αναλογίας είναι αξιολογικά ουσιώδης. Τούτο σημαίνει ότι η κατάσταση των συμφερόντων και στις δύο περιπτώσεις θα πρέπει να είναι τέτοια που να μπορεί, από σκοπιά της αρχής της ίσης μεταχείρισης, να δικαιολογεί την κρίση ότι η νομοθετική αξιολόγηση, την οποία εκφράζει η υφιστάμενη ρύθμιση, όσον αφορά στην πρόσδοση ορισμένων έννομων συνεπειών στο ρυθμιζόμενο συγκεκριμένο περιστατικό, ήτοι η ratio legis, ευσταθεί και αναφορικά με την αρρύθμιστη περίπτωση, διάγνωση που θα χωρήσει με τη χρήση των ερμηνευτικών κριτηρίων, ιδίως δε της ρυθμιστικής προθέσεως του ιστορικού νομοθέτη και των αντικειμενικών τελολογικών κριτηρίων, δηλαδή την αναγωγή στο σκοπό της διάταξης που ρυθμίζει το ένα πραγματικό και την προσεκτική, υπό το φως του σκοπού αυτού, στάθμιση των συμφερόντων στις δύο περιπτώσεις. Αν μεταξύ των συγκρινόμενων δύο πραγματικών δεν υφίσταται ουσιώδης ομοιότητα με την ως άνω αξιολογική έννοια, κενό τότε στο νόμο δεν υπάρχει και η απάντηση που προσήκει στο αρρύθμιστο ζήτημα θα πρέπει να στηριχθεί στο επιχείρημα εξ αντιδιαστολής που υπαγορεύει τη μη μεταφορά των προβλεπομένων για το ρυθμιζόμενο πραγματικό έννομων συνεπειών στο αρρύθμιστο (Για όλα τα ανωτέρω βλ. Παναγιώτη Παπανικολάου, Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών εκδ. 2000, σελ. 240 αρ. 343 αρ 348., σελ. 246.247 αρ. 254,355 και σελ. 250 αρ. 361,362, σελ. 252 αρ. 364). Ενόψει των ανωτέρω λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Τα ιστολόγια (blogs) είναι επιγραμμικά διαδικτυακά ημερολόγια που περιλαμβάνουν υπερζεύξεις και καταχωρήσεις απόψεων. Οι καταχωρήσεις σε ένα διαδικτυακό ημερολόγιο εμφανίζονται κατά χρονολογική σειρά, με τις πιο πρόσφατες προσθήκες να παρουσιάζονται πρώτες. Τα διαδικτυακά ημερολόγια είναι “καταχωρησεο-κεντρικά”, δηλαδή η καταχώρηση είναι η βασική μονάδα τους και όχι “σελιδο-κεντρικά”, όπως συμβαίνει με τους πιο παραδοσιακούς ιστοτόπους. Ο κάτοχος – διαχειριστής του διαδικτυακού ημερολογίου (blogger), ο οποίος λόγω του εξειδικευμένου λογισμικού τους δεν είναι ανάγκη να διαθέτει ιδιαίτερο τεχνικό υπόβαθρο για να το ενημερώνει ή να το διατηρεί, καταγράφει, ανακοινώνει και καταθέτει τις απόψεις του για διάφορα ζητήματα που τον απασχολούν και που αυτός επιλέγει, ενώ τα ιστολόγια είναι δυνατό να συνδέονται με άλλους ιστότοπους και άλλα blogs και πολλά επιτρέπουν στους αναγνώστες τους, ανταποκρινόμενοι στα ερεθίσματα που λαμβάνουν από την ανάγνωση των απόψεων του κατόχου – διαχειριστή του ιστολογίου, να απαντήσουν στις απόψεις του γράφοντος, ανακοινώνοντας, στο ίδιο ιστολόγιο, τα δικά τους σχόλια, τα οποία είναι επίσης αναγνώσιμα καθώς και να σχολιάσουν την αρχική θέση του κατόχου – διαχειριστή. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο ενισχύονται οι συζητήσεις και οι ανταλλαγές απόψεων μεταξύ του κατόχου και των αναγνωστών. Τα ιστολόγια τα συντηρούν οι χρήστες τους, οι οποίοι αποκαλούνται bloggers και σε αυτά μπορεί να παρουσιάζουν την προσωπική τους εμπειρία και άποψη για γεγονότα που τους απασχολούν, ως μέρη ενός κοινωνικού συνόλου, να μοιράζονται τεχνογνωσία σχετικά με διάφορα θέματα και να συμμετέχουν ή να εκκινούν συζητησεις για πολυποίκιλα θέματα που μπορεί να φανταστεί κανείς. Τα διαδικτυακά ημερολόγια συνδέονται μεταξύ τους στενά και έτσι έχουν αναπτύξει το δικό τους πολιτισμό, ενώ για το χαρακτηρισμό όλων των ημερολογίων του ιστού, ως κοινότητας και ως κοινωνικού δικτύου χρησιμοποιείται ο όρος “blogosphere”. Στη συνείδηση των χρηστών του διαδικτύου, τα ιστολόγια έχουν τη θέση του μέσου όπου η ελευθερία της έκφρασης εφαρμόζεται στην απόλυτη μορφή της. Οι χρήστες του blog γράφουν στο χώρο που θεωρούν δικό τους και απευθύνονται, συνήθως προς τους ομοϊδεάτες τους, αποκαλύπτοντας συχνά τις ενδόμυχες σκέψεις τους για ζητήματα που τους απασχολούν (βλ. σχετικά Σπύρο Τάσση “Διαδίκτυο και ελευθερία έκφρασης – το πρόβλημα των Blogs, ΔιΜΕΕ 2006, σελ. 518). Επομένως, το ιστολόγιο είναι διαδραστικό μέσο και στο σημείο αυτό διαφέρει από τις ιστοσελίδες που διατηρούν τα μέσα ενημέρωσης στο διαδίκτυο, διότι η διαμόρφωση του περιεχομένου του δεν αποφασίζεται μόνο από τον κύριο και τους δημοσιογράφους του μέσου ενημέρωσης, αλλά από όλους τους χρήστες του διαδικτύου οι οποίοι είναι αναγνώστες του ιστολογίου. Ο κάτοχος – διαχειριστής κατά κανόνα δεν έχει τη δυνατότητα να επιλέγει τους αναγνώστες του ιστολογίου του ούτε και να αποφασίζει, εάν και ποιοι από αυτούς επιτρέπεται να ανακοινώσουν τα δικά τους σχόλια σε αυτό και, έτσι, η επέμβασή του είναι συνήθως κατασταλτική, δεδομένου ότι η δυναόττητα αυτή εξαρτάται από το εκάστοτε λογισμικό που χρησιμοποιείται για το κάθε ιστολόγιο. Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση που με τη χρήση στοιχείων πρόσβασης ο κάτοχος – διαχειριστής δύναται να επιλέξει ποιοι από τους αναγνώστες επιτρέπεται να ανακοινώσουν τα δικά τους σχόλια στο ιστολόγιό του, δεν είναι πάντα σε θέση να ελέγξει το αληθές ή όχι των χορηγούμενων από τον εκάστοτε αναγνώστη προσωπικών του δεδομένων, αφού είναι πολύ πιθανό ότι ο αναγνώστης, ασκώντας ουσιαστικά το δικαίωμα της ανωνυμίας του, είναι πιθανό να μη χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα, αλλά ένα ψευδώνυμο, με αποτέλεσμα η αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας αυτού να καθίσταται δυσχερέστατη και δυνατή μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, ο σκοπός της δημιουργίας και ο προορισμός της λειτουργίας των blogs και ιδίως μάλιστα όσων δεν έχουν ειδησεογραφικό περιεχόμενο, δεν είναι η διάδοση πληροφοριών με σκοπό τη μαζική ενημέρωση, στοιχείο, κατά τα προαναφερόμενα, απαραίτητο για το χαρακτηρισμό ενός εντύπου (γραπτού ή ηλεκτρονικού) ως τύπου αλλά η ανταλλαγή απόψεων, ιδεών, σκέψεων και αναλύσεων, μέσω ενός μηχανισμού δυναμικής επικοινωνίας και με τη χρήση ενός μέσου που λόγω της φύσεώς του έχει μεν πράγματι ως άμεσο και αναγκαίο επακόλουθο να καθίσταται το περιεχόμενο των κειμένων τους προσβάσιμο σε απεριόριστο αριθμό ατόμων, δίχως όμως αυτό να αποτελεί τον αυτοσκοπό του διαχειριστή και κατόχου τους ως και των αναγνωστών τους. Επομένως, σύμφωνα με το γράμμα των προαναφερόμενων πείρ τύπου διατάξεων και τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη, κριτήριο για την εφαρμογή των πείρ τύπου διατάξεων και στα κείμενα που δημοσιεύονται στα διαδικτυακά ημερολόγια, δεν είναι μόνο το αντικειμενικό γεγονός ότι το κείμενο αυτό έχει παραχθεί με μηχανική ή φυσικοχημική ή ηλεκτρονική διαδικασία κατάλληλη για την παραγωγή σημαντικού αριθμού αντιτύπων αλλά θα πρέπει παράλληλα και η κατά προορισμό χρήση του να είναι η διάδοση, γεγονός που, κατά κανόνα δεν συντρέχει στα διαδικτυακα ημερολόγια. Συνεπώς, οι συγκρινόμενες περιπτώσεις, εν προκειμένω ομοιάζουν καθόσον πράγματι και στο διαδικτυακό ημερολόγιο τα κείμενα που καταχωρούνται είναι, υπό συνθήκες, προσιτά σε απεριόριστο αριθμό ατόμων, πλην όμως αξιολογικά σπουδαιότερη και νομικά κρισιμότερη στην προκειμένη περίπτωση είναι η υφιστάμενη μεταξύ αυτών διαφορά, ως προς το γεγονός ότι στις μεν περί του Τύπου διατάξεις απαιτείται σκοπός και προορισμός του κειμένου προς διάδοση και μαζική ενημέρωση προϋπόθεση που, ως προαναφέρθηκε, απουσιάζει από τη δημιουργία και τη λειτουργία των ιστολογίων. Στην κρίση άλλωστε ότι μεταξύ των ως άνω περιπτώσεων υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές άγεται το παρόν Δικαστήριο και από το γράμμα, το πνεύμα και το σκοπό του μοναδικού άρθρου του Ν.1178/1981, ως αυτό προεκτέθηκε, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται αντικειμενική ευθύνη αποζημιώσεως στον ιδιοκτήτη κάθε εντύπου, σε περίπτωση που η υπαιτιότητα συντέρχει στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος (ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς του παραγωγού, του δημοσιογραφικού υπεύθυνου ή του δημοσιογράφου συντονιστή), εφόσον αυτός είναι γνωστός, ή, αν ο συντάκτης είναι άγνωστος, στον εκδότη ή τον διευθυντή συντάξεως του εντύπου (ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς στον εκπρόσωπο της αδειούχου εταιρίας ή στον υπεύθυνο προγράμματος ή ειδήσεων). Υπό ανάλογες δε προϋποθέσεις όμοια αντικειμενική ευθύνη φέρει ο εκδότης ή ο διευθυντής συντάξεως του εντύπου (ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς ο εκπρόσωπος της αδειούχου εταιρίας ή ο υπεύθυνος προγράμματος ή ειδήσεων), μόνο όμως εφόσον ο ιδιοκτήτης είναι άγνωστος. Η προαναφερόμενη αστική αντικειμενική ευθύνη αφορά αρχικά τον ιδιοκτήτη του εντύπου, εφόσον αυτός είναι γνωστός, πάντα όμως υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει πταίσμα του συντάκτης ( ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς του παραγωγού, του δημοσιογραφικού υπευθύνου ή του δημοσιογράφου συντονιστή) ή , αν είναι άγνωστος, του εκδότη ή του διευθυντή συντάξεως και δεν αφορά στο συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος ή τον εκδότη ή διευθυντή συντάξεως. Εξάλλου, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπονται, ως προαναφέρθηκε, τα ως άνω αναφερόμενα κατά περίπτωση ποσά ως η ελάχιστη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις, ποσά που επιδικάζονται σε βάρος τόσο του ιδιοκτήτη του εντύπου, του εκδότη, του διευθυντή όσο και του συντάκτη του δημοσιεύματος, ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς σε βάρος τόσο του εκπροσώπου της αδειούχου εταιρίας ή του υπεύθυνου προγράμματος ή ειδήσεων όσο και του παραγωγού, του δημοσιογραφικού υπεύθυνου ή του δημοσιογράφου συντονιστή, ενώ σύμφωνα με την παρ. 3 προβλέπεται η υποχρέωση του ιδιοκτήτη κάθε εφημερίδας ή περιοδικού προς ορισμό εκδότη και διευθυντή ως φυσικά πρόσωπα που έχουν τη μόνιμη κατοικία και διαμνονή τους στην Ελλάδα με τις προβλεπόμενες, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, στο ίδιο άρθρο συνέπειες. Είναι δε προφανές ότι ο δικαιολογητικός λόγος της θέσπισης της αντικειμενικής ευθύνης του ιδιοκτήτη του εντύπου έχει προβλεφθεί λόγω του γεγονότος ότι τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν επιχειρηματική διάρθρωση. Ο ιδιοκτήτης του εντύπου, εξ ορισμού οικονομικά ισχυρότερος και ως εκ τούτου σε θέση να καταβάλει τα ως άνω προβλεπόμενα ποσά ηθικής βλάβης, εν αντιθέσει με τον συντάξαντα, ο οποίος συνήθως έχει περιορισμένη οικονομική επάιφνεια προς αποκατάσταση της ενδεχόμενης ζημίας ή ηθικής βλάβης που θα προκληθεί κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, ευθύνεται ανεξάρτητα από δήικ του υπαιτιότητα, αρκεί η γνώση η υπαίτια άγνοια ή η υπαιτόιτητα να συντρέχει στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος στο πρόσωπο του εκδότη ή διευθυντή της εφημερίδας, ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς στα ως άνω αναφεόρμενα, σε κάθε περίπτωση, αντίστοιχα πρόσωπα. Ο ιδιοκτήτης υπέχει ευθύνη για τα δημοσιεύματα και τις δραστηριότητες των προσώπων που απασχολεί εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προστήσεως και, κυρίως, το στοιχείο “εξαρτήσεως” που απαιτεί την ένταξη του προστιθέντος στο πεδίο δράσεως του προστήσαντος, δεδομένου ότι ο ιδιοκτήτης ως προστήσας, αποκομίζει τα οφέλη από την δραστηριότητα του προστηθέντος και από αυτή καθίσταται εφικτή η επέκταση του κύκλου δραστηριότητας του και επιρροής του, η διεύρυνση των εργασιών του και η συνακόλουθη αποκομιδή κερδών με αποτέλεσμα η ευθύνη του για τους κινδύνους από το πλέγμα αυτών των δραστηριοτήτων να εμφανίζεται αυτονόητη. Η ιδιαιτερότητα του νόμου περί αστικής ευθύνης του τύπου συνίσταται όχι απλώς στην διασαφήνιση της αστικής ευθύνης του ιδιοκτήτη, αλλά στο ότι το πρόσωπο του προστηθέντος ορίζεται κατά τρόπο εναλλακτικό. Εάν ο συντάκτης είναι γνωστός (διότι το δημοσίευμα φέρει την υπογραφή του) θεωρείται και προστηθείς του φέροντος την ευθύνη ιδιοκτήτη. Σε περίπτωση όμως που είναι άγνωστος, ορίζοντας ο νόμος ότι κατά τα άρθρο 914 κλπ ΑΚ υπαιτιότητα πρέπει να υπάρχει στο πρόσωπο του εκδότη ή του διευθυντή θεωρεί αυτούς προστηθέντες του ιδιοκτήτη του εντύπου. Η ευθύνη του ιδιοκτήτη και φορέα της επιχειρήσεως, ανεξάρτητα απο τη συμμετοχή του ή όχι στις δραστηριότητές της, είναι σύμφωνη προς την αρχή της “επιχειρηματικής ευθύνης”. Η σύγχρονη τάση δημιουργίας δημοσιογραφικών οργανισμών και η συγκέντρωση του κάθε είδους δραστηριοτήτων του τύπου στα χέρια περιορισμένου αριθμού προσώπων δικαιολογεί την αντιμετώπιση των δημοσιογραφικών επιχειρήσεων κατά τρόπο ανάλογο προς τις μεγάλες οικονομικές μονάδες. Ο εκδότης νομιμοποιείται παθητικά για τις πράξεις τρίτων προσώπων εφ' όσον υπάρχει σχέση “εξαρτήσεως” (υπό την έννοια της ΑΚ 922), συνεπεία της οποίας ευθύνεται για την επιλογή, τον έλεγχο και την καθοδήγησή τους κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Η σχέση “εξαρτήσεως” δεν είναι απαραίτητο να πηγάζει από σύμβαση εργασίας, όπως γίνεται δεκτό, κατά την κρατούσα άποψη, για τους ελεύθερους δημοσιογράφους. Ως προστηθέντες μπορούν να θεωρηθούν οι συντάκτες, είτε συνδέονται με σύμβαση εργασίας είτε όχι, οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, είτε εργάζονται επί παραγγελία είτε λαμβάνουν εντολές. Η ευθύνη του διευθυντή προκύπτει από την ιδιότητά του ως οργάνου του νομικού προσώπου. Με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου μόνου του νόμου 1178/1981, ο διευθυντής δεν μπορεί να θεωρηθεί προστηθείς του ιδιοκτήτη, ούτε όμως και προστήσας. Η ευθύνη του προκύπτει από την ιδιότητά τους ως οργάνου του νομικού προσώπου επιφορτισμένου με την ευθύνη επιλογής, κατευθύνσεως και ελέγχου και εποπτείας του περιεχομένου του εντύπου. Ο διευθυντής διαθέτει ευρεία εξουσία λήψεως αποφάσεων. Τα σχετικά με τη σύνταξη της εφημερίδας καθήκοντά του, καθιστούν το διευθυντή υπεύθυνο όχι για την επιλογή των προσώπων αλλά για την επιλογή των κειμένων, τα οποία βεβαίως προέρχονται από ένα συγκεκριμένο συντάκτη, ο οποίος υπέχει προσωπική ευθύνη (Καράκωστας εκδ. 2003 Το Δίκαιο των ΜΜΕ, σελ. 287, 288). Οι ως άνω όμως δικαιολογητικοί λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση των προαναφερόμενων διατάξεων δεν συντρέχουν στην περίπτωση των ιστολογίων, τα οποία δεν παρουσιάζουν επιχειρηματική διάρθρωση ενός παραδοσιακού εντύπου ούτε έχουν ιεραρχική δομή οργάνωσης ώστε να εμπίπτουν στις ρυθμίσεις τους, εκτός από τον παραγωγό και τον συντάκτη του επίμαχου κειμένου (εάν μπορεί να γίνει στο πρόσωπο του συντάκτη απόψεων, χρήστη – επισκέπτη του ιστολογίου ανάλογη εφαρμογή του συντάκτη ή του συντονιστή δημοσιογράφου) και ο ιδιοκτήτης, διαχειριστής και κάτοχος του ιστολογίου (εάν μπορεί να γίνει στο πρόσωπό του ανάλογη εφαρμογή του εκδότη ή διευθυντή έκδοσης), ως φορέας της μετάδοσης που προσφέρει στην υπηρεσία φιλοξενίας του επίμαχου σχολίου και απόψεως καθώς και ο προμηθευτής των υπηρεσιών του Διαδικτύου και ο ιδιοκτήτης του server, ήτοι εκείνοι που φιλοξενούν το επίμαχο ιστολόγιο και εκείνοι που παρέχουν πρόσβαση σε αυτό. Έτσι πέραν της δυσχέρειας ως προς την ταυτιση των προσώπων που συμμετέχουν στη λειτουργία του ιστολογίου, είτε πρόκειται για τον κάτοχο και τον διαχειριστή αυτού, είτε για τους αναγνώστες του που συμμετέχουν αναγράφοντας σχόλια και απόψεις σε αυτό, μετ τα ως άνω πρόσωπα του ιδιοκτήτη, εκδότη, διευθυντή σύνταξης και συντάκτη του άρθρου μόνου του ν.1178/1981 ή τα πρόσωπα που, κατά τα ανωτέρω, αντιστοιχούν σε αυτούς όταν προκειται για τηλεοπτικούς ή ραδιοφωνικούς σταθμούς, σε κάθε περίπτωση η αποδοχή ότι υπάρχει πεδίο εφαρμογής του ως άνω άρθρου και στους φορείς παροχής των υπηρεσιών του διαδικτύου καθώς και στους κατόχους και διαχειριστές των ιστολογίων για καταγραφές των απόψεων των χρηστών αυτών, οι οποίες εξάλλου είναι κατά κανόνα ανώνυμες, δεν ανταποκρίνεται στο σκοπό και στον δικαιολογητικό λόγο της θέσπισης του ως άνω άρθρου, αφού στο ιστολόγιο δεν υπάρχει η , κατά τα προαναφερόμενα, σχέση εξάρτησης μεταξύ των ως άνω φορέων και του χρήστη που θα είναι και ο παραγωγός – συντάκτης του επίμαχου σχολίου, η δε τυχόν αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε αναπότρεπτα στο κοινωνικά αφόρητο αποτέλεσμα να ευθύνονται αντικειμενικά φορείς και μάλιστα με κίνδυνο καταβολής μεγάλων ποσών αποζημιώσεως, στο πρόσωπο των οποίων δεν συντρέχει οιοσδήποτε εκ των ως άνω δικαιολογητικών λόγων ευθύνης που οδήγησαν τον ιστορικό νομοθέτη στη θέσπιση του μοναδικού άρθρου του ν.1187/1981, αφου το πρόσωπο που θα ταυτίζεται με τον ιδιοκτήτη και φορέα της επιχειρήσεως δεν θα αποτελεί προστήσαντα του προσώπου που θα ταυτίζεται με τον συντάκτη ή τον εκδότη του επιλήψιμου στο ιστολόγιο κειμένου και, έτσι, η τυχόν ευθύνη του δεν θα είναι σύμφωνη με την αρχή της “επιχειρηματικής ευθύνης”, ως αυτή προεκτέθηκε, ενώ ούτε και στο πρόσωπο που θα ταυτίζεται με τον εκδότη θα συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος ευθύνης του, αφού λόγω της φύσεως και της λειτουργίας του ιστολογίου, ως αυτή μνημονεύθηκε ανωτέρω, αυτός στερείται της ουσιαστικής δυνατότητας επιλογής, ελέγχου και καθοδήγησης του προσώπου που θα ταυτίζεται με το συντάκτη του επιλήψιμου κειμένου, ως προς την άσκηση του δικαιώματος έκφρασής του. Και είναι μεν αληθές ότι εξεδόθη το ΠΔ 131/2003, το οποίο ενσωμάτωσε στο ημεδαπό δίκαιο την οδηγία 2000/31 για το ηλεκτρονικό εμπόριο και την κοινωνία της πληροφορίας, σύμφωνα με το οποίο ορίζεται μεταξύ άλλων (άρθρο 11) “Απλή μετάδοση 1. Σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας συνισταμένης στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών ή στην παροχή πρόσβασης στο δίκτυο επικοινωνιών, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τις μεταδιδόμενες πληροφορίες, υπό τους όρους ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών: α) δεν αποτελεί την αφετηρία μετάδοσης των πληροφοριών, β) δεν επιλέγει τον αποδέκτη της μετάδοσης και γ) δεν επιλέγει και δεν τροποποιεί τις μεταδιδόμενες πληροφορίες. 2. Οι δραστηριότητες μετάδοσης και παροχής πρόσβασης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των μεταδιδόμενων πληροφοριών, στο βαθμό που η αποθήκευση εξυπηρετεί αποκλειστικά την πραγματοποίηση της μετάδοσης στο δίκτυο επικοινωνιών και η διάρκειά της δεν υπερβαίνει το χρόνο που είναι ευλόγως απαραίτητος για τη μετάδοση. 3. Το παρόν άρθρο δεν θίγει την δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά στον φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή η πρόληψη της παράβασης.”, (άρθρο 13) “Φιλοξενία 1. Σε περίπτωση παροχής μια υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας συνισταμένης στην αποθήκευση πληροφοριών παρεχομένων από ένα αποδέκτη υπηρεσίας, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής της υπηρεσίας για τις πληροφορίες που αποθηκεύονται μετά από αίτηση αποδέκτη της υπηρεσίας, υπό τους όρους ότι: (α) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας δεν γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία ή (β) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας, μόλις αντιληφθεί τα προαναφερθέντα, αποσύρει ταχέως τις πληροφορίες ή καθιστά την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη. 2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν ο αποδέκτης της υπηρεσίας ενεργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχο του φορέα παροχής της υπηρεσίας. 3. Το παρόν άρθρο δεν θίγει την δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά στο φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή η πρόληψη της παράβασης”, (άρθρο 14 παρ. 1) “Απουσία γενικής υποχρέωσης ελέγχου 1. Οι φορείς παροχής υπηρεσιών δεν έχουν για την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στα άρθρα 10, 11 και 12 του παρόντος γενική υποχρέωση ελέγχου των πληροφοριών που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν ούτε γενική υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες.” Ωστόσο, από το ως άνω ΠΔ προκύπτει εμφανώς ότι μεταξύ αφενός του εντύπου και ηλεκτρονικού τύπου και των ΜΜΕ και αφετέρου του ιστολογίου, στο οποίο απουσιάζει παντελώς η επιχειρηματική διάρθρωση, η οποία υφίσταται στις ιστοσελίδες των εφημερίδων, των περιοδικών, των ραδιοφωνικών και των τηλεοπτικών σταθμών που λειτουργούν και προορίζονται ως μέσο διακίνησης πληροφοριών, υφίσταται ουσιώδης διαφορά, αφού εάν από το συνδυασμό των ως άνω άρθρων γίνει αποδεκτό ότι η εφαρμογή του νόμου περί τύπου τίθεται ουσιαστικά εκποδών για τον ιδιοκτήτη, διαχειριστή και κάτοχο του ιστολογίου καθώς και για την εταιρία που φιλοξενεί αυτόν στους υπολογιστές της, υπό την έννοια ότι για αυτούς θα αίρεται η οποιαδήποτε ευθύνη, τότε ουσιαστικά η εφαρμογή των διατάξεων περί τύπου θα περιορίζεται μόνο για τον τυχόν επωνύμως συντάξαντα το επιλήψιμο κείμενο ή άποψη χρήστη σε βάρος του οποίου και θα απειλείται η επιβολή των ως άνω υπέρογκων ποσών χρηματικών αποζημιώσεων που ορίζονται στο άρθρο του ν.1178/1981, οι οποίες ναι μεν καθορίστηκαν από τον ιστορικό νομοθέτη στα ως άνω ελάχιστα όρια εξαιτίας του μεγέθους της προσβολής που, θεωρητικά, υφίσταται ο θιγόμενος λογω του χρησιμοποιούμενου εκ μέρους του υπαιτίου μέσου, πλην όμως είναι προφανές ότι κατά τον καθορισμό τους ελήφθη υπόψη και το γεγονός της εις ολόκληρον αντικειμενικής ευθύνης του ιδιοκτήτη, υπό το πρίσμα ότι αυτός ο οικονομικά ισχυρότερος θα έχει τη δυνατότητα να καλύψει τα ως άνω ποσά, προς αποτροπή της δημιουργίας αφόρητων συνεπειών προς τον συντάξαντα, προϋπόθεση που ουδόλως θα συντρέχει στην περίπτωση των ιστολογίων. Έτσι θα οδηγηθούμε και πάλι σε ένα κοινωνικά αφόρητο αποτέλεσμα να εφαρμοστεί ο νόμος περί τύπου με τις υπέρογκες αποζημιώσεις σε έναν απλό πολίτη που είτε ως διαχειριστής και κάτοχος του ιστολογίου είτε ως χρήστης εξέφρασε την άποψή του σε αυτό και μάλιστα δίχως να αποσκοπεί στη διάδοσή της και ο οποίος, κατά κανόνα, ουδόλως θα έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθεί στην καταβολή των ως άνω ποσών και ούτε θα βρίσκεται υπό την αιγίδα άλλου, οικονομικά ισχυρότερου και αντικειμενικά ευθυνόμενου, ως προς την κάλυψη του ως άνω ποσού για λογαριασμό του. Εξάλλου, ακόμα και στην περίπτωση αυτή που είτε ο τυχόν επώνυμος κάτοχος ή διαχειριστής του ιστολογίου, ο οποίος κατά κανόνα θα είναι ένας απλός πολίτης που ουδεμία σχέση έχει με τη δημοσιογραφία, είτε πολύ περισσότερο, ο επωνύμως συντάξας το επίμαχο σχόλιο ή άποψη πολίτης εναχθούν σύμφωνα με τις διατάξεις περί τύπου είναι μάλλον αδύνατο να τύχουν της προστασίας που τυγχάνουν οι φορείς του τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε αντίστοιχες περιπτώσεις, επικαλούμενοι την ένσταση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος υπό την έννοια της εκ μέρους τους εκπλήρωσης της κοινωνικής αποστολής του τύπου αφού είναι ιδιαιτέρως δυσχερές να αναγνωριστεί σε έναν απλό πολίτη, ως είναι ο κάτοχος και διαχειριστής του ιστολογίου και πολύ δε περισσότερο ο επισκέπτης αυτού, ότι αυτός, κατά τη σύνταξη της απόψεως του, σχολίου του και της επίμαχης κρίσης του επιτελούσε το κοινωνικό έργο και την αποστολή του τύπου που είναι η ενημέρωση της κοινής γνώμης, αποστολή που ίεναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό ότι επιτελεί ένα άτομο που ούτε την ιδιότητα του δημοσιογράφου έχει αλλά που ούτε καν ασχολείται με αυτήν, έστω και ερασιτεχνικά. Επομένως, η παραδοχή ότι στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται βάση αναλογικής εφαρμοήγς των ως άνω περί τύπου διατάξεων και στα ιστολόγια δεν θα ανταποκρινόταν στην αρχή της εξισωτικής δικαιοσύνης και η λύση αυτή δεν θα εμφανιζόταν δίκαιη, αφού σταθμίζοντας τα δικαιολογημένα συμφέροντα αμφοτέρων των αντιμαχόμενων μερών παριστά μία άνιση κατανομή των συνδεόμενων με την κρινόμενη διαφορά βαρών και πλεονεκτημάτων, δεδομένου μάλιστα ότι ο θιγόμενος από το επίμαχο κείμενο δεν στερείται εννόμου προστασίας, αφού δύναται να προστατευθεί έναντι του υπαιτίου με τις κοινές διατάξεις (άρθρα 57, 59, 914, 932 ΑΚ) και κατά την τακτική διαδικασία, επιτυγχάνοντας ουσιαστικά παρόμοιο αποτέλεσμα. Σημειώνεται δε ότι ένα επιπλέον επιχείρημα ότι μεταξύ αφενός του εντύπου και του ηλεκτρονικού τύπου και αφετέρου των ιστολογίων (blogs) υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές ώστε να μην υφίσταται βάση αναλογίας δύναται να συναχθεί και από την έκθεση της Β' Διεύθυνσης επιστημονικών μελετών του τμήματος νομοτεχνικής επεξεργασίας σχεδίων και προάτσεων νόμων που εξεδόθη επί του νομοσχεδίου που αφορούσε τη ρύθμιση θεμάτων δημοσκόπησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το τότε σχέδιο νόμου, το οποίο τελικά ψηφίστηκε οπότε και δημοσιεύθηκε ο υπ' αρ. 3603/8.8.2007 (ΦΕΚ 188/8.8.2007) νόμος για τη “Ρύθμιση θεμάτων δημοσκόπησης”, στο άρθρο 1 με τίτλο “Πεδίο εφαρμογής” ορίζεται ότι “1. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες διενεργούνται από οποιονδήποτε φορέα ή επιχείρηση για τη διερεύνηση των τάσεων της κοινής γνώμης και έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με κοινοβουλευτικές εκλογές, δημοψηφίσματα, εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, νομαρχιακές, δημοτικές και κοινοτικές εκλογές, ανεξαρτήτως του χρόνου διενέργειάς του. Αν οι ως άνω δημοσκοπήσεις δεν δημοσιοποιούνται στον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο, διενεργούνται χωρίς να υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.......”. Σχετικά δε με την έκθεση που συνετάχθη από την ως άνω Διεύθυνση και σχετικά με τις παρατηρήσεις που περιελάμβανε αυτή επί του άρθρου 1 παρ. 1 αναφερόταν είπ λέξει ότι “Συμφώνως προς τη δεύτερη παράγραφο της παρ. 1, στην περίπτωση που οι εν λόγω δημοσκοπήσεις δεν δημοσιοποιούνται στον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο, διενεργούνται χωρίς να υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού. Εν προκειμένω, θα ήταν, ενδεχομένως, σκόπιμο να διευκρινισθεί σε ποιο καθεστώς θα υπάγονται οι εν λόγω δημοσκοπήσεις στην περίπτωση που δεν δημοσιοποιηθούν στον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο αλλά, επί παραδείγματι, στις ιστοσελίδες των φορέων ή των επιχειρήσεων που τις διενεργούν, ή στις ιστοσελίδες πολιτικών κομμάτων ή υποψηφίων, ή ακόμη και σε προσωπικές ιστοσελίδες ή σε “blogs”. Από την ως άνω παρατήρηση που περιλαμβάνεται στην προμνημονευόμενη έκθεση προκύπτει ευθέως ότι το αρμόδιο τμήμα της νομοτεχνικής επεξεργασίας του ως άνω νόμου προβαίνει σε σαφή διαχωρισμό μεταξύ του τύπου (εντύπου ή ηλεκτρονικού) ήτοι των ΜΜΕ και των ιστολογίων, τα οποία δεν αντιμετωπίζονται ως τύπος και δεν περιλαμβάνονται στην ως άνω ρύθμιση ακόμα και όταν το αντικείμενο των δημοσιεύσεων αφορά σε δημοσκοπήσεις, ήτοι σε έρευνες που εξ ορισμού επηρεάζουν την κοινή γνώμη. Σημειώνεται δε ότι το γεγονός ότι στη προκειμένη περίπτωση φέρεται προς κρίση υπόθεση όπου ο συντάκτης του επίδικου κειμένου είναι και ο κάτοχος – διαχειριστής του ιστολογίου δεν δύναται να οδηγήσει το Δικαστήριο σε άλλη κρίση, καθόσον η ενδεχόμενη προκατανόηση αναφορικά με την προκριτέα σε κάθε ατομική περίπτωση ως δίκαιη ερμηνευτική εκδοχή, ως παράγων που καθορίζει το ερμηνευτικό αποτέλεσμα, είναι μεθοδολογικά θεμιτή τότε μόνο όταν η λύση που επιλέγεται κατ' αυτόν τον τρόπο είναι ορθή με βάση τα κριτήρια του θετικού δικαίου και όταν διασφαλίζει ικανοποιητικά την προβλεπτότητα, ελεγξιμότητα και την ισότητα στην εφαρμογή του δικαίου ως προς όλες τις εκφάνσεις του νόμου (βλ. Παναγιώτης Παπανικολάου, ό.π., σελ. 215 αρ. 298, 299). Ενόψει των ανωτέρω και κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο κρίνει ορθότερη στην περίπτωση των ιστολογίων δεν υφίσταται βάση αναλογικής εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας σχετικά με τον τύπο αλλά θα εφαρμοστούν οι κοινές διατάξεις και οι σχετικές υποθέσεις θα εκδικασθούν κατά την τακτική διαδικασία, η δε ενδεχόμενη διαφορετική αντιμετώπιση του ακανθώδους αυτού ζητήματος αποτελεί έργο του νομοθέτη, του οποίου τα πρωτεία στην συγκεκριμενοποίηση της αρχής της δικαιοσύνης ο εφαρμοστής του δικαίου οφείλει, κατ' αρχήν, να σεβαστεί, καθόσον η δική του νομοθετική παρέμβαση είναι εκείνη η οποία θα συμβάλλει αποτελεσματικά στην διαμόρφωση ενός πλαισίου ασφάλειας δικαίου σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Εξάλλου, κατ' άρθρο 591 παρ. 2 ΚπολΔ αν η υπόθεση δεν υπάγεται στην διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι' αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκασή της κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η δικαστική διαταγή για την εκδίκαση της υπόθεσης με την προσήκουσα διαδικασία, δεν παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση προς εκδίκαση με την αρμόζουσα διαδικασία, αλλά παρέχει την ευχέρεια στο δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση ή να την κρατήσει και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, εφόσον βεβαίως δεν επιβάλλεται από άλλη δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση, για προπαρασκευή των διαδίκων. Το δικαστήριο πρέπει να ερευνά το περιεχόμενο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο για να κρίνει αν η διαδικασία στην οποία έχει εισαχθεί καλύηπτει τις προϋποθέσεις της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοστεί, οπότε σε μεν καταφατική περίπτωση προβαίνει σε εφαρμογή της και εκδικάζει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία ακόμη και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης (ΕφΑθ 1999/2000 ΕΔΠΟΛ 2002, 182), σε δε αποφατική παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση με την προσήκουσα διαδικασία. Επίσης από τις διατάξεις των άρθρων 159, 544 και 559 ΚπολΔ προκύπτει ότι η εκδίκαση μιας υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία αντί της προσήκουσας ειδικής και γενικώς η μη τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας, αυτή καθεαυτή, μη συνιστώσα έλλειψη ίδιας διαδικαστικής προϋπόθεσης, δεν δημιουργεί καμία ακυρότητα ή απαράδεκτο, εφόσον βέβαια η διαφορά υπάγεται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου, εκτός αν δεν εφαρμόστηκε ειδικός σ' αυτή δικονομικός κανόνας που θα έπρεπε να εφαρμοστεί και ο οποίος, πρόδηλα, περιέχει ευνοϊκότερες για τον εναγόμενο ή αυστηρότερες για τον ενάγοντα διατάξεις (ΟλΑΠ 402/1981, ΑΠ 14/2007, ΑΠ 922/1999 όλες δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 214 Α ΚπολΔ “Αγωγές που έχουν ως αντικείμενό τους διαφορές ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, για τις οποίες επιτρέπεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο να συνομολογηθεί συμβιβασμός, δεν μπορεί να συζητηθούν, αν δεν προηγηθεί απόπειρα εξώδικης επίλυσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων .....”.
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος ανάρτησε στο προσωπικό του ιστολόγιο (blog) http//***.blogspot.com ενυπόγραφο άρθρο συνοδευόμενο από φωτογραφία του και υπό τον τίτλο τυπωμένο με έντονα μαύρα ευμεγέθη και ευδιάκριτα γράμματα “Ποιος θα βάλει Φρένο στον Παράνομο Νομάρχη” το περιεχόμενο του οποίου παραθέτει αυτούσιο στο υπό κρίση δικόγραφο. Ότι όσα αναφέρονται στο κείμενο αυτό είναι αναληθή και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, την οποία εσκεμμένα διαστρέβλωσε ο εναγόμενος, προκειμένου να δημιουργήσει εντυπώσεις στο αναγνωστικό του κοινό και να κλονίσει την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του (ενάγοντος). Ότι ο εναγόμενος είχε πλήρη γνώση της αναλήθειας όσων αναφέρει στο δημοσίευημα, πλην όμως δια του προσωπικού του ιστολογίου ενήργησε προκειμένου να πλήξει την τιμή, την υπόληψη και το κύρος του και να αμαυρώσει την δημόσια εικόνα του. Ότι ο εναγόμενος δεν περιορίστηκε στην παραπάνω ενέργεια. Ότι το εν λόγω δημοσίευμα κατέστησε γνωστό με την από 23-9-2008 επιστολή του σε όλα τα μέλη του Νομαρχιακού Συμβουλίου της Νομαρχίας ***, με κοινοποίηση της επιστολής αυτής στην κατοικίας τους, στοχεύοντας στο να λάβει περαιτέρω δημοσιότητα η υπόθεση, προσθέτοντας επιπλέον σ' αυτό και το αναφερόμενο στο δικόγραφο πρόσθετο κείμενο, το οποίο είναι ομοίως ψευδές, δυσφημηστικό και υβριστικό. Ότι το άρθρο ειναι συκοφαντικό και υβριστικό καθόσον περιλαμβάνει τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αγωγή ως ψευδή γεγονότα, τα οποία ο εναγόμενος ανέφερε εν γνώσει της αναληθείας τους, προκειμένου να βλάψει την τιμή και υπόληψη του ως προσώπου αλλά και ως κρατικού λειτουργού ενώ επίσης περιέλαβε και μειωτικούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς οι οποίοι, επίσης, θίγουν την τιμή και την υπόληψή του. Ότι τα περιστατικά που αναφέρει στα ως άνω κείμενα ο εναγόμενος είναι ψευδή και συκοφαντικά καθόσον η αλήθεια είναι διάφορη των αναφερομένων ως αναλυτικά αν τικρούει αυτά ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή. ΄Οτι ο εναγόμενος αν και γνώριζε όλα τα ανωτέρω, αφού ήταν υπάλληλος της Νομαρχίας ***, εν τούτοις παραποίησε την αλήθεια με την επιστολή του και οαρίστως χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα περιστατικά και γεγονότα, του καταμαρτυρεί τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν αποσκοπώντας στην συκοφάντηση και δυσφήμησή του στους Νομαρχιακούς Συμβούλους ***, στο προσωπικό της Νομαρχίας, αλλά και γενικά στο κοινό που εισερχόταν στο ιστολόγιό του (blog). Ότι ο εναγόμενος τον εξέθεσε στους συνεργάτες του και στους συναδέλφους του Νομάρχες όλης της χώρας, αλλά και στους Νομαρχιακούς Συμβούλους της Νομαρχίας *** και ότι έγινε στόχος πολιτικών επικρίσεων από πολιτικούς αντιπάλους αλλά και από πολιτικούς του χώρου, στον οποίο ανήκει, με συνέπεια να έχει υποστεί τεράστια ζημία και να έχει τεθεί σε κίνδυνο η πολιτική του πορεία. Ότι εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου υπέστη ηθική βλάβη καθόσον επλήγη η προσωπικότητά του και δη η ηθική του υπόσταση και ότι προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης θα πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ν ατου καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 150.000 ευρώ. Ότι στην προκειμένη περίπτωση ισχύουν οι περί τύπου διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως και επί προσβολών προσωπικότητας που συντελούνται στο διαδίκτυο, μέσω ιστοσελίδων που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών και ότι η υπόθεση πρέπει να δικασθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άθρορ 681Δ ΚπολΔ. Ότι κατά την παραγρ. 6 του άρθρου μόνου του Ν.1178/1981, όπως αντικαταστάθηκε από την παράγρ. 1 του άρθρου 32 του Ν.1941/1991 και από την παράγρ. 4 του άρθρου μόνου του Ν.2243/1994 το δικαστήριο, εφόσον γίνει δεκτή η αγωγή σε βάρος της εφημερίδας ή του περιοδικού που έχει δημοσιευθεί το επιλήψιμο άρθρο, διατάσσει με την καταψηφιστική του απόφαση τη δημοσίευση περιλήψεως της απόφασης στην εν λόγω εφημερίδα ή περιοδικό ενώ συγχρόνως καθορίζεται με την απόφαση χρηματική ποινή για κάθε ημέρα καθυστέρησης δημοσιεύσεως που επιδικάζεται με την ίδια απόφαση. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων αιτείται α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 150.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί, β) να διαταχθεί η καταχώρηση στο ιστολόγιο (blog) της εκδοθησόμενης απόφασης εντός δέκα ημερών από την επίδοσή της, με το περιεχόμενο της παρ. 6 του άρθρου μόνου του Ν.1178/1981 καθώς και να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή ίση με το 1/10 της αποζημίωσης που θα επιδικασθεί για κάθε ημέρα καθυστέρησης της δημοσιεύσης, γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να απέχει στο μέλλον από οποιαδήποτε προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητά του με δημοσιεύματα συναφούς περιεχομένου ή ύφους, με απειλή χρηματικής ποινής 5.000 ευρώ για κάθε παράβαση. Περαιτέρω, αιτείται να απαγγελθεί προσωπική κράτηση έξι μηνών κατά του εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης, λόγω της αδικοπραξίας του, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή δεν υπάγεται στην ειδική διαδικασία του άρθρου 681Δ ΚπολΔ με την οποία και εισάγεται για συζήτηση αλλά στην τακτική διαδικασία, η οποία είναι και η προσήκουσα, καθόσον σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, η επικαλούμενη από τον ενάγοντα δυσφήμιση ή εξύβριση του προσώπου του και γενικότερα η προσβολή της προσωπικότητάς του που φέρεται να έλαβε χώρα με το κείμενο που συνέταξε ο εναγόμενος το οποίο και ανάρτησε στο ιστολόγιό του (blog) καθώς και με την επιστολή του δεν συνιστούν προσβολή που έλαβε χώρα με δημοσίευμα του εντύπου ή ηλεκτρονικού τύπου, αλλά με άλλο τρόπο, με αποτέλεσμα η υπό κρίση διαφορά να πρέπει να εκδικασθεί κατά τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας. Το παρόν δε Δικαστήριο δεν δύναται να κρατήσει την υπόθεση και να διατάξει την εκδίκασή της με την προσήκουσα τακτική διαδικασία, καθόσον δεν τηρήθηκαν όλοι οι απαιτούμενοι δικονομικοί κανόνες για την εκδίκασή της με την τακτική διαδικασία, ενόψει του ότι δεν τηρήθηκε η, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς του άρθρου 214Α ΚπολΔ. Συνεπώς η συζήτηση της ως άνω αγωγής πρέπει να παραπεμφθεί κατ' αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου, σε άλλη συνεδρίασή του προκειμένου να συζητηθεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία.
Σημειώνεται δε ότι ο εναγόμενος με τις προτάσεις του που κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 30.3.2009 άσκησε κατά του ενάγοντος της κύριας αγωγής ανταγωγή, σύμφωνα με την οποία επικαλούμενος ότι ο ενάγων – αντεναγόμενος, υπό τις εκτιθέμενες στις προτάσεις – ανταγωγή του συνθήκες, επιχειρεί με την άσκηση της ως άνω κύριας αγωγής του να περιορίσει τα δικαιώματά του (αντενάγοντος), προσβάλλοντας την προσωπικότητά του καθώς και να επιτύχει την οικονομική, κοινωνική, πολιτική, σωματική και βιολογική εξόντωσή του και την τρομοκράτησή του ώστε να σταματήσει να σχολείται με το πνευματικό έργο της ενημέρωσης του ιστολογίου του και να σταματήσει να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του και να ασκεί την κριτική του στα πολιτικά τεκταινόμενα της Νομαρχίας ***. Ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ενάγοντος-αντεναγόμενου υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 12.000 ευρώ, ποσό το οποίο αιτείται να υποχρεωθεί ο ενάγων-αντεναγόμενος να του καταβάλει, εντός από την άσκηση της ανταγωγής και μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση, ενώ περαιτέρω αιτείται να καταδικασθεί ο τελευταίος στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Η ανταγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα δεν υπάγεται στην ειδική διαδικασία του άρθρου 681Δ ΚπολΔ με την οποία και εισάγεται για συζήτηση αλλά στην τακτική διαδικασία, η οποία είναι και η προσήκουσα, καθόσον η επικαλούμενη από τον αντενάγοντα προσβολή της προσωπικότητάς του εκ μέρους του αντεναγόμενου φέρεται να έχει τελεσθεί με την άσκηση εκ μέρους του τελευταίου της ως άνω κύριας αγωγής, η οποία προφανώς κια δεν συνιστά δημοσίευμα του έντυπου ή ηλεκτρονικού τύπου με αποτέλεσμα η υπό κρίση διαφορά να πρέπει να εκδικασθεί κατά τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, η συζήτηση της ως άνω ασκηθείσας με τις προτάσεις ανταγωγής οτυ εναγόμενου – αντενάγοντος πρέπει να παραπεμφθεί, κατ' αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου, προς συνεκδίκασή της και με την κύρια αγωγή, σε άλλη συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου, προκειμένου να συζητηθεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, διότι η προκείμενη απόφαση δεν είναι οριστική κατά την έννοια των άρθρων 308 παρ. 1 και 309 ΚπολΔ, αφού το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται για την υλική αρμοδιότητα αυτού (βλ. Μπέη Πολ.Δικ. άρθρο 513 σελ. 1908, άρθρο 591, σελ.12, ΑΠ 1711/1980 Δ.12.312, ΕφΑθ 6521/989 ΕλλΔνη 33.861, ΕφΑθ 6348/1988 Δ.20.305, ΕφΑθ 18/1982 ΝοΒ 30.831).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει τη συζήτηση της από *** και με αριθμό καταθέσεως *** αγωγής του *** κατά του Μιχαήλ Αγγελόπουλου καθώς και της ασκηθείας με τις από *** προτάσεις ανταγωγή του Μιχαήλ Αγγελόπουλου κατά του *** σε άλλη συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου, προκειμένου να συζητηθούν κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία.
[...]
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαγόρευση λειτουργίας καμπάνας ναού λόγω ηχορύπανσης
Σε υπόθεση που εκπροσωπώ τον θιγόμενο πολίτη, μετά από 2 προσωρινές διαταγές, το Πρωτοδικείο Καλαμάτας εξέδωσε και απόφαση ασφαλιστικών μ...