Στο λόφο «Καστρί» (υψ.761 μ.), στην περιοχή του χωριού Μεγάλο Γαρδίκι του Δήμου Πασσαρώνας, 10-11 χλμ. βόρεια-βορειοδυτικά της πόλης των Ιωαννίνων, σώζονται κατάλοιπα οχυρωμένης αρχαίας πόλης, ενώ στις παρυφές του λόφου, 2 χλμ. βόρεια της ακρόπολης, σώζονται λείψανα αρχαίου ναού. Στην περιοχή έχουν γίνει περιορισμένες συστηματικές ανασκαφές και επιφανειακές έρευνες από τον Δ. Ευαγγελίδη με συνεργάτη τον Σ. Δάκαρη υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Μικρής έκτασης διερευνητική ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε επίσης από τη ΙΒ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηπείρου.
Η θέση είναι φύσει και θέσει οχυρή με εξέχουσα στρατηγική σημασία καθώς δεσπόζει και ελέγχει το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, τη φυσική δίοδο προς την κοιλάδα του άνω ρου του Καλαμά αλλά και τα ορεινά περάσματα προς βορρά. Το ισχυρό τείχος ακολουθεί τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους και περιβάλλει την επίπεδη κορυφή του κωνικού λόφου (διαστ. 260Χ150 μ.). Έχει μήκος 800 μ., πλάτος που κυμαίνεται από 3.20 μ. στη νότια πλευρά έως 3.60 μ. στις υπόλοιπες και σώζεται καλύτερα στο ανατολικό και νότιο τμήμα του.
Το νότιο, δυτικό και βόρειο σκέλος του τείχους σχηματίζουν μία καμπύλη (οφιοειδή στα βόρεια) γραμμή με ορθογώνιους πύργους και γωνιώδεις θλάσεις κατά διαστήματα, που διακόπτεται από δύο έως τέσσερα ανοίγματα-πυλίδες. Οι πύργοι έχουν πλάτος 6-7 μ., προέχουν κατά 4.20-6.00 μ. και φέρουν λαξευτή ταινία στις δύο ελεύθερες γωνίες. Το πιο βατό σημείο της θέσης, όπου καταλήγει ο τουρκικός δρόμος, είναι στη βόρεια πλευρά, όπου διακρίνονται μόνον ίχνη από το τείχος. Στη δυτική πλευρά διασώζονται δύο μικρές πυλίδες, η μία στη βορειοδυτική γωνία με πύργο στη μία της πλευρά, πλάτ. 1.60 μ., και μία νοτιότερα.
Το ανατολικό σκέλος του τείχους, που σε ορισμένα τμήματα σώζεται σε ύψος έως 3 μ., είναι αρτιότερα οχυρωμένο με πυκνότερους πύργους και θλάσεις καθώς στο τμήμα αυτό το ύψωμα παρουσιάζει ηπιότερες κλίσεις. Συγχρόνως εδώ βρίσκεται η κύρια πύλη της ακρόπολης που προστατεύεται από έναν ισχυρό πύργο ενισχυμένο στο εσωτερικό με δύο ζεύγματα σε σχήμα σταυρού. Στην πλευρά του πύργου προς την είσοδο διατηρείται ένα μεγάλο ορθογώνιο άνοιγμα για την ασφάλιση της πύλης με τη βοήθεια δοκαριού. Λίγα μέτρα δυτικά της πύλης διασώζεται μία θλάση και ένας άλλος πύργος. Μία άλλη πιθανή πύλη υπήρχε στη νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου.
Η καταστροφή του κτηρίου, όπως και όλης της ακρόπολης, συνδέεται με τη καταστροφή της Ηπείρου το 167 π.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα τα οποία με απόφαση της ρωμαϊκής Συγκλήτου κατέστρεψαν 70 πόλεις, τις περισσότερες μολοσσικές, και οδήγησαν ως δούλους στην Ιταλία 150000 νέους και νέες για να κοσμήσουν το θρίαμβο του Αιμιλίου Παύλου (Στράβ. VII 7,3 [322], Πολύβ. 30, 15, Liv. XLV 34, Plin. NH IV 39). Στους χρόνους του Αυγούστου τοποθετείται η επαναχρησιμοποίηση του χώρου, πιθανόν ως έδρα τοπικού διοικητή. Οι μεσαιωνικές ταφές, που αποκαλύφθηκαν ανάμεσα στα αρχαία ερείπια και τα μεταγενέστερα επί τουρκοκρατίας οχυρωματικά έργα, είναι ενδεικτικές για τη διαχρονική εγκατάσταση στο χώρο και τη μεγάλη στρατηγική σημασία της θέσης.
Εμπρός από τη βόρεια πύλη του τείχους, στη φυσική κλίση της πλαγιάς, έχουν διαπιστωθεί από τον Σ. Δάκαρη κατάλοιπα διαμόρφωσης κοίλου ιδιότυπου θεάτρου, διαμέτρου περίπου 50 μ., που πιθανόν έφερε ξύλινα ικριώματα. Δεν αποκλείεται επίσης η ύπαρξη αγοράς στο εσωτερικό της ακρόπολης και γυμνασίου, όπως υποδεικνύει αναθηματική επιγραφή, στην οποία αναφέρεται κάποιος Αντιγονεύς αγωνοθέτης.
Για την ασφαλή ταύτιση της ακρόπολης στο λόφο «Καστρί» του Γαρδικίου με την αρχαία Πασσαρώνα οι φιλολογικές μαρτυρίες δεν είναι επαρκείς και τα ανασκαφικά δεδομένα παραμένουν πενιχρά. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς (Πλούτ. Πύρρος 5.2) η Πασσαρών ήταν πρωτεύουσα του κράτους των Μολοσσών και έδρα του βασιλικού οίκου των Αιακιδών. Στην Πασσαρώνα πρέπει να κατέφυγε στα 465 π.Χ. ο νικητής της Σαλαμίνας Θεμιστοκλής αναζητώντας καταφύγιο στο βασιλιά Άδμητο ο οποίος σεβάστηκε τον ικέτη, γιατί μέγιστον ην ικέτευμα τούτο (Θουκ. Ι 136), δεν τον παρέδωσε στους απεσταλμένους Αθηναίους και Λακεδαιμονίους και τον φυγάδευσε δια ξηράς στις Μακεδονικές ακτές απ’ όπου δια θαλάσσης έφθασε στην Ασία. Επίσης είναι πιθανό στην Πασσαρώνα να δίδαξε ο Ευριπίδης την Ανδρομάχη στην πρώτη δεκαετία του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τα σχόλια του στίχ. 445.
Με την Πασσαρώνα συνδέεται άμεσα και ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος (Πλούτ. Πύρρος 5) όχι μόνον στο πλαίσιο της ευρύτερης αμυντικής του πολιτικής αλλά επειδή επρόκειτο για το κέντρο των γενεαλογικών παραδόσεων των Μολοσσών και την έδρα της μολοσσικής εξουσίας, όπου παρέμειναν βασιλιάς και άρχοντες. Ωστόσο το 295 π.Χ ο Πύρρος, παρά τη στενή σύνδεσή του με την αρχέγονη πρωτεύουσα των Μολοσσών και τον κατ’ εξοχήν σεβαστό θεό, τον Άρειο Δία, δεν δίστασε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους από την Πασσαρώνα στην Αμβρακία για να εξυπηρετήσει το πολιτικό και ιδεολογικό του πρόγραμμα και να διατηρήσει την ισχυρή του θέση μεταξύ των άλλων βασιλέων στο πλαίσιο των γενικότερων πολιτικών του επιδιώξεων (Στράβων VII. 7. 6.). Ωστόσο η Πασσαρών και το Ιερό του Αρείου Διός πρέπει να παρέμειναν το κέντρο των συνελεύσεων του Κοινού των Μολοσσών, σύμφωνα με τη ρητή βεβαίωση του Πλουτάρχου (Πύρρος 5): ειώθησαν οι βασιλείς εν Πασσαρώνι...ορκωμοτείν.
Ο Σ. Δάκαρης έχει ταυτίσει την αρχαία Πασσαρώνα με την ακρόπολη του Γαρδικίου με βάση τις παραπάνω φιλολογικές μαρτυρίες και τους παρακάτω ιστορικούς και τοπογραφικούς συσχετισμούς: Στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, νοτιoανατολικά και βορειοδυτικά της λίμνης Παμβώτιδας, διασώζονται δύο σημαντικές ακροπόλεις με ισχυρά τείχη, η ακρόπολη της Καστρίτσας και η ακρόπολη του Γαρδικίου, όπου πιθανόν υπήρχε κάποιος πυρήνας προϊστορικής ζωής. Εξάλλου, κατά μία άποψη, το τοπωνύμιο Πασσαρών υποδηλώνει λιμναίο οικισμό και πιθανόν συνδέει την προϊστορική εγκατάσταση στην περιοχή με τους πρώτους Μολοσσούς της λεκάνης των Ιωαννίνων, οι οποίοι κατά τον Σ. Δάκαρη προέρχονται από τη Δυτική Μακεδονία, πιθανόν από την περιοχή της Καστοριάς, όπου έχουν διαπιστωθεί λιμναίοι οικισμοί.
Το πλήρες κείμενο ΕΔΩ (Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία)
Μικρής έκτασης διερευνητική ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε επίσης από τη ΙΒ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηπείρου.
Η θέση είναι φύσει και θέσει οχυρή με εξέχουσα στρατηγική σημασία καθώς δεσπόζει και ελέγχει το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, τη φυσική δίοδο προς την κοιλάδα του άνω ρου του Καλαμά αλλά και τα ορεινά περάσματα προς βορρά. Το ισχυρό τείχος ακολουθεί τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους και περιβάλλει την επίπεδη κορυφή του κωνικού λόφου (διαστ. 260Χ150 μ.). Έχει μήκος 800 μ., πλάτος που κυμαίνεται από 3.20 μ. στη νότια πλευρά έως 3.60 μ. στις υπόλοιπες και σώζεται καλύτερα στο ανατολικό και νότιο τμήμα του.
Το νότιο, δυτικό και βόρειο σκέλος του τείχους σχηματίζουν μία καμπύλη (οφιοειδή στα βόρεια) γραμμή με ορθογώνιους πύργους και γωνιώδεις θλάσεις κατά διαστήματα, που διακόπτεται από δύο έως τέσσερα ανοίγματα-πυλίδες. Οι πύργοι έχουν πλάτος 6-7 μ., προέχουν κατά 4.20-6.00 μ. και φέρουν λαξευτή ταινία στις δύο ελεύθερες γωνίες. Το πιο βατό σημείο της θέσης, όπου καταλήγει ο τουρκικός δρόμος, είναι στη βόρεια πλευρά, όπου διακρίνονται μόνον ίχνη από το τείχος. Στη δυτική πλευρά διασώζονται δύο μικρές πυλίδες, η μία στη βορειοδυτική γωνία με πύργο στη μία της πλευρά, πλάτ. 1.60 μ., και μία νοτιότερα.
Το ανατολικό σκέλος του τείχους, που σε ορισμένα τμήματα σώζεται σε ύψος έως 3 μ., είναι αρτιότερα οχυρωμένο με πυκνότερους πύργους και θλάσεις καθώς στο τμήμα αυτό το ύψωμα παρουσιάζει ηπιότερες κλίσεις. Συγχρόνως εδώ βρίσκεται η κύρια πύλη της ακρόπολης που προστατεύεται από έναν ισχυρό πύργο ενισχυμένο στο εσωτερικό με δύο ζεύγματα σε σχήμα σταυρού. Στην πλευρά του πύργου προς την είσοδο διατηρείται ένα μεγάλο ορθογώνιο άνοιγμα για την ασφάλιση της πύλης με τη βοήθεια δοκαριού. Λίγα μέτρα δυτικά της πύλης διασώζεται μία θλάση και ένας άλλος πύργος. Μία άλλη πιθανή πύλη υπήρχε στη νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου.
Η καταστροφή του κτηρίου, όπως και όλης της ακρόπολης, συνδέεται με τη καταστροφή της Ηπείρου το 167 π.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα τα οποία με απόφαση της ρωμαϊκής Συγκλήτου κατέστρεψαν 70 πόλεις, τις περισσότερες μολοσσικές, και οδήγησαν ως δούλους στην Ιταλία 150000 νέους και νέες για να κοσμήσουν το θρίαμβο του Αιμιλίου Παύλου (Στράβ. VII 7,3 [322], Πολύβ. 30, 15, Liv. XLV 34, Plin. NH IV 39). Στους χρόνους του Αυγούστου τοποθετείται η επαναχρησιμοποίηση του χώρου, πιθανόν ως έδρα τοπικού διοικητή. Οι μεσαιωνικές ταφές, που αποκαλύφθηκαν ανάμεσα στα αρχαία ερείπια και τα μεταγενέστερα επί τουρκοκρατίας οχυρωματικά έργα, είναι ενδεικτικές για τη διαχρονική εγκατάσταση στο χώρο και τη μεγάλη στρατηγική σημασία της θέσης.
Εμπρός από τη βόρεια πύλη του τείχους, στη φυσική κλίση της πλαγιάς, έχουν διαπιστωθεί από τον Σ. Δάκαρη κατάλοιπα διαμόρφωσης κοίλου ιδιότυπου θεάτρου, διαμέτρου περίπου 50 μ., που πιθανόν έφερε ξύλινα ικριώματα. Δεν αποκλείεται επίσης η ύπαρξη αγοράς στο εσωτερικό της ακρόπολης και γυμνασίου, όπως υποδεικνύει αναθηματική επιγραφή, στην οποία αναφέρεται κάποιος Αντιγονεύς αγωνοθέτης.
Για την ασφαλή ταύτιση της ακρόπολης στο λόφο «Καστρί» του Γαρδικίου με την αρχαία Πασσαρώνα οι φιλολογικές μαρτυρίες δεν είναι επαρκείς και τα ανασκαφικά δεδομένα παραμένουν πενιχρά. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς (Πλούτ. Πύρρος 5.2) η Πασσαρών ήταν πρωτεύουσα του κράτους των Μολοσσών και έδρα του βασιλικού οίκου των Αιακιδών. Στην Πασσαρώνα πρέπει να κατέφυγε στα 465 π.Χ. ο νικητής της Σαλαμίνας Θεμιστοκλής αναζητώντας καταφύγιο στο βασιλιά Άδμητο ο οποίος σεβάστηκε τον ικέτη, γιατί μέγιστον ην ικέτευμα τούτο (Θουκ. Ι 136), δεν τον παρέδωσε στους απεσταλμένους Αθηναίους και Λακεδαιμονίους και τον φυγάδευσε δια ξηράς στις Μακεδονικές ακτές απ’ όπου δια θαλάσσης έφθασε στην Ασία. Επίσης είναι πιθανό στην Πασσαρώνα να δίδαξε ο Ευριπίδης την Ανδρομάχη στην πρώτη δεκαετία του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τα σχόλια του στίχ. 445.
Με την Πασσαρώνα συνδέεται άμεσα και ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος (Πλούτ. Πύρρος 5) όχι μόνον στο πλαίσιο της ευρύτερης αμυντικής του πολιτικής αλλά επειδή επρόκειτο για το κέντρο των γενεαλογικών παραδόσεων των Μολοσσών και την έδρα της μολοσσικής εξουσίας, όπου παρέμειναν βασιλιάς και άρχοντες. Ωστόσο το 295 π.Χ ο Πύρρος, παρά τη στενή σύνδεσή του με την αρχέγονη πρωτεύουσα των Μολοσσών και τον κατ’ εξοχήν σεβαστό θεό, τον Άρειο Δία, δεν δίστασε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους από την Πασσαρώνα στην Αμβρακία για να εξυπηρετήσει το πολιτικό και ιδεολογικό του πρόγραμμα και να διατηρήσει την ισχυρή του θέση μεταξύ των άλλων βασιλέων στο πλαίσιο των γενικότερων πολιτικών του επιδιώξεων (Στράβων VII. 7. 6.). Ωστόσο η Πασσαρών και το Ιερό του Αρείου Διός πρέπει να παρέμειναν το κέντρο των συνελεύσεων του Κοινού των Μολοσσών, σύμφωνα με τη ρητή βεβαίωση του Πλουτάρχου (Πύρρος 5): ειώθησαν οι βασιλείς εν Πασσαρώνι...ορκωμοτείν.
Ο Σ. Δάκαρης έχει ταυτίσει την αρχαία Πασσαρώνα με την ακρόπολη του Γαρδικίου με βάση τις παραπάνω φιλολογικές μαρτυρίες και τους παρακάτω ιστορικούς και τοπογραφικούς συσχετισμούς: Στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, νοτιoανατολικά και βορειοδυτικά της λίμνης Παμβώτιδας, διασώζονται δύο σημαντικές ακροπόλεις με ισχυρά τείχη, η ακρόπολη της Καστρίτσας και η ακρόπολη του Γαρδικίου, όπου πιθανόν υπήρχε κάποιος πυρήνας προϊστορικής ζωής. Εξάλλου, κατά μία άποψη, το τοπωνύμιο Πασσαρών υποδηλώνει λιμναίο οικισμό και πιθανόν συνδέει την προϊστορική εγκατάσταση στην περιοχή με τους πρώτους Μολοσσούς της λεκάνης των Ιωαννίνων, οι οποίοι κατά τον Σ. Δάκαρη προέρχονται από τη Δυτική Μακεδονία, πιθανόν από την περιοχή της Καστοριάς, όπου έχουν διαπιστωθεί λιμναίοι οικισμοί.
Το πλήρες κείμενο ΕΔΩ (Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία)