Η Αυτοκατάργηση του Γενικού Λυκείου και η υποβάθμιση του Δημόσιου Σχολείου
του Κώστα Φ. Μαραγιάννη,
Φιλολόγου, Δημοτικού Συμβούλου Θέρμου
Η παρακάτω σύντομη ανάλυση γράφτηκε με αφορμή τη λήξη του σχολικού έτους και την εξομολόγηση ενός συναδέλφου εκπαιδευτικού, που διδάσκει σε Γενικό Λύκειο μεγάλης πόλης: «την ώρα της ιστορίας αρκετοί μαθητές κοιμούνται πάνω στο θρανίο και έτσι μπορώ να διδάξω το μάθημα στους υπόλοιπους». Όσο κι αν η παραπάνω κυνική παραδοχή εκφράζει έναν πλήρη εκφυλισμό της διδασκαλίας και της μαθησιακής διαδικασίας, αφού με βάση τις κοινές εκτιμήσεις των παιδαγωγών, η μάθηση συντελείται, όταν υπάρχει μια ανάγκη, ένα ενδιαφέρον, μια επιθυμία από τους διδασκόμενους, πρόκειται για μια παραδοχή της αποτυχίας του θεσμού του Γενικού Λυκείου να ανταποκριθεί στους παιδαγωγικούς του στόχους και να εκπληρώσει, ως έναν τουλάχιστον βαθμό, τις μαθησιακές ανάγκες των μαθητών. Η εκτίμηση είναι ότι το Λύκειο με το προηγούμενο σύστημα των Δεσμών και με το σημερινό των Κατευθύνσεων και της εξέτασης των έξι μαθημάτων, υποβαθμίστηκε και σταδιακά οδηγείται στην πλήρη απαξίωσή του. Μια πραγματικότητα, που από όλους επισημαίνεται, αλλά καμιά ουσιαστική και συγκεκριμένη πρόταση δεν διατυπώνεται για έξοδο από αυτή την κρίση. Όλοι, καθηγητές –γονείς -πολιτεία, καλυπτόμαστε και κρυβόμαστε συγχρόνως, πίσω από γενικές και αόριστες προτάσεις του τύπου: παιδαγωγική και μορφωτική αυτονομία του Λυκείου, αποδέσμευση από την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο, ελεύθερη είσοδος στο Πανεπιστήμιο, όχι φροντιστηριακός χώρος προπαρασκευής των μαθητών, κ.ά.
του Κώστα Φ. Μαραγιάννη,
Φιλολόγου, Δημοτικού Συμβούλου Θέρμου
Η παρακάτω σύντομη ανάλυση γράφτηκε με αφορμή τη λήξη του σχολικού έτους και την εξομολόγηση ενός συναδέλφου εκπαιδευτικού, που διδάσκει σε Γενικό Λύκειο μεγάλης πόλης: «την ώρα της ιστορίας αρκετοί μαθητές κοιμούνται πάνω στο θρανίο και έτσι μπορώ να διδάξω το μάθημα στους υπόλοιπους». Όσο κι αν η παραπάνω κυνική παραδοχή εκφράζει έναν πλήρη εκφυλισμό της διδασκαλίας και της μαθησιακής διαδικασίας, αφού με βάση τις κοινές εκτιμήσεις των παιδαγωγών, η μάθηση συντελείται, όταν υπάρχει μια ανάγκη, ένα ενδιαφέρον, μια επιθυμία από τους διδασκόμενους, πρόκειται για μια παραδοχή της αποτυχίας του θεσμού του Γενικού Λυκείου να ανταποκριθεί στους παιδαγωγικούς του στόχους και να εκπληρώσει, ως έναν τουλάχιστον βαθμό, τις μαθησιακές ανάγκες των μαθητών. Η εκτίμηση είναι ότι το Λύκειο με το προηγούμενο σύστημα των Δεσμών και με το σημερινό των Κατευθύνσεων και της εξέτασης των έξι μαθημάτων, υποβαθμίστηκε και σταδιακά οδηγείται στην πλήρη απαξίωσή του. Μια πραγματικότητα, που από όλους επισημαίνεται, αλλά καμιά ουσιαστική και συγκεκριμένη πρόταση δεν διατυπώνεται για έξοδο από αυτή την κρίση. Όλοι, καθηγητές –γονείς -πολιτεία, καλυπτόμαστε και κρυβόμαστε συγχρόνως, πίσω από γενικές και αόριστες προτάσεις του τύπου: παιδαγωγική και μορφωτική αυτονομία του Λυκείου, αποδέσμευση από την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο, ελεύθερη είσοδος στο Πανεπιστήμιο, όχι φροντιστηριακός χώρος προπαρασκευής των μαθητών, κ.ά.
Και η κρίση καλά κρατεί.Κάνουμε όλοι ότι διδάσκουμε, ότι προετοιμάζουμε τους μαθητές για το Πανεπιστήμιο και αισθανόμαστε και υπερήφανοι. Μάλιστα, κάποιοι συνάδελφοι επιδιώκουν να διδάσκουν μόνιμα στο Λύκειο και δεν αλλάζουν με τίποτα αυτή τη θέση, γιατί πιστεύουν ότι αυτό τους ενισχύει κοινωνικά…χωρίς το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα να μπορεί να διασφαλίσει την εναλλαγή των εκπαιδευτικών από το Γυμνάσιο στο Λύκειο και αντίστροφα, αν και αυτό προβλέπονταν σε παλαιότερες διατάξεις.
Τηρούμε, κατά γράμμα, το Αναλυτικό πρόγραμμα και «αγωνιούμε» για να διδαχθεί η καθορισμένη ύλη, πράγμα για το οποίο δεν ενδιαφέρονται καθόλου οι μαθητές, αφού αυτοί, ως γνωστόν ,έχουν τους δικούς του ρυθμούς στο φροντιστήριο.
Φαίνεται ότι δεν μας ενοχλεί καθόλου, ή εν πάση περιπτώσει, το συνηθίσαμε, το ότι οι μαθητές κοιτάζουν συνεχώς το ρολόι και περιμένουν την ολοκλήρωση του βαρετού σχολικού προγράμματος για να συνεχίσουν το απόγευμα τη μάθησή τους στο επίσημο, πλέον, σχολείο που είναι το φροντιστήριο ή το ιδιαίτερο. Και οι ίδιοι οι γονείς συχνά ζητούν διευκολύνσεις και περισσότερες άδειες και απουσίες για τα παιδιά τους, για να μπορέσουν να φύγουν νωρίτερα από το σχολείο ,αφού το φροντιστήριο τους περιμένει. Και όπως λένε συχνά, αν γίνει κάποια συζήτηση με τον καθηγητή της τάξης, σχετικά με την επίδοση του μαθητή: δεν είχε διαβάσει αυτήν την ενότητα ή το μάθημα ,γιατί διαβάζει για το φροντιστήριο.
Σε τέτοια υπόληψη έχουν το δημόσιο σχολείο. Πρόκειται για μια σταδιακή διαδικασία αυτοκατάργησης του Λυκείου, που βρίσκεται, ίσως, στην τελευταία της φάση και θα έχει οδυνηρές συνέπειες για το μέλλον της δημόσιας εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Και πραγματικά, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο υπερβολής, στην παραπάνω εκτίμηση. Απλούστατα, όλοι σιωπάμε και βολευόμαστε ή απλώς, τα λέμε μεταξύ μας, αφού ο καθένας μας το βιώνει καθημερινά στην τάξη, ενώ, οι ίδιοι οι γονείς, το θεωρούν ως κάτι φυσιολογικό και υφίστανται σοβαρές οικονομικές θυσίες για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των Πανελλαδικών εξετάσεων. Η απουσία των μαθητών της Γ’ Λυκείου από το σχολείο, τις τελευταίες βδομάδες και η αξιοποίηση στο έπακρο όλων των προβλεπόμενων απουσιών, επιβεβαιώνει τις παραπάνω εκτιμήσεις και δείχνει ότι το μόνο που κρατάει τους μαθητές στο σχολείο είναι ο υποχρεωτικός του χαρακτήρας και οι διαδικασίες που έχουν σχέση με τη συμμετοχή στις Πανελλαδικές εξετάσεις και την έκδοση του Απολυτηρίου.
Και αυτό μπορεί να το επιβεβαιώσει ο καθένας, αν, κατά τη διάρκεια της χρονιάς, επιτρέψει στους μαθητές της Γ΄ ή της Β΄ Λυκείου, να απουσιάσουν μια βδομάδα, χωρίς να χρεωθούν οι αντίστοιχες απουσίες. Είναι σίγουρο ότι ο καθηγητής θα βρεθεί μέσα σε κενές αίθουσες.
Για να μην αναφερθούμε και στην περίπτωση των Ιδιωτικών σχολείων, στα οποία τα μαθήματα που δεν εξετάζονται Πανελλαδικά, είναι στο περιθώριο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, οι ώρες τους συνήθως διατίθενται για τα μαθήματα των κατευθύνσεων και στο τέλος οι μαθητές παίρνουν ως εξεταστέα ύλη, σχεδόν τα θέματα των εξετάσεων.
Και το γεγονός αυτό είναι, βέβαια, γνωστό σε όλους τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ.Παράλληλα, μπορούμε να επισημάνουμε ότι οι παραπάνω εκτιμήσεις και διαπιστώσεις δεν αποκλείουν τις περιπτώσεις επαρχιακών και περιφερειακών σχολείων, στα οποία δεν έχει διαρραγεί, ακόμη, η παραδοσιακή παιδαγωγική σχέση και οι μαθητές προσβλέπουν στη βοήθεια που προσφέρει το σχολείο, όσον αφορά στην προετοιμασία τους στις εξετάσεις εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο.
Καταλυτική, επίσης, είναι η λογική της εξεταστικά χρήσιμης γνώσης, αφού μαθήματα που δεν εξετάζονται Πανελλαδικά έχουν πλήρως απαξιωθεί ,ο μαθητής δεν ενδιαφέρεται καθόλου και τα θεωρεί ως πάρεργο. Ακόμη και τα μαθήματα της Ιστορίας ,της Φυσικής Γενικής παιδείας, που θεωρούνται σημαντικά και ιστορικά έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην εκπαίδευση, επειδή έγιναν μαθήματα επιλογής και πολλοί λίγοι μαθητές τα δηλώνουν, ως έκτο μάθημα επιλογής, παραμερίστηκαν και κανένας δεν τους δίνει σημασία.
Παράλληλα, η παρατεταμένη περίοδος των Προαγωγικών και Απολυτήριων εξετάσεων, διάρκειας ενός μηνός, δημιουργεί μια κατάσταση διάλυσης στο Λύκειο, αφού οι μαθητές αποδιοργανώνονται και σταδιακά, όσο περνούν οι μέρες, το ενδιαφέρον τους μειώνεται.
Και μετά το δίωρο της εξέτασης, περιφέρονται στην πόλη, χωρίς να έχουν καμιά οργανική σχέση με το σχολείο, που λειτουργεί για την περίοδο αυτή, ως ένας διεκπεραιωτικός εξεταστικός μηχανισμός. Θα μπορούσε, άνετα, η περίοδος αυτή του μηνός, να ενταχθεί στη συνολική εκπαιδευτική περίοδο και να υπάρχει συνδυασμός της διδασκαλίας με την εξέταση. Ο κάθε καθηγητής, να οργανώνει εξετάσεις σε κάθε μάθημα που διδάσκει και για το οποίο είναι υπεύθυνος. Έτσι, ο ίδιος ο εκπαιδευτικός, σε συνεργασία με τους μαθητές, θα αναζητούσε τους τρόπους και τις δυνατότητες διερεύνησης των αποκτηθεισών γνώσεων των μαθητών, με εξετάσεις σε ευρύτερες ενότητες, με ανάλυση, στη συνέχεια, των θεμάτων μέσα στην τάξη, σε μια διαδικασία ανατροφοδότησης και συνεχούς ανανέωσης της γνώσης. Οι ίδιοι οι μαθητές, θα εντόπιζαν και θα παραδέχονταν τα σημεία της άγνοιάς τους και τις ελλείψεις τους και θα επιτυγχάνονταν ένα καλύτερο συνολικό αποτέλεσμα. Σε αντίθεση, βέβαια, με τις σημερινές εξετάσεις που είναι απρόσωπες και ο μαθητής δεν μαθαίνει ποτέ ,γιατί πήρε τον έναν ή τον άλλο βαθμό.
Άλλωστε, ο όρος αξιολόγηση του μαθητή, δεν μπορεί να περιορίζεται στους όρους, εξετάσεις, μέτρηση, βαθμολόγηση. Είναι όρος ευρύτερος, επιβάλλει ποικιλία στη χρήση των μεθόδων αξιολόγησης και κυρίως προυποθέτει τη συνεργασία σε μια ομάδα, όπου δάσκαλος και μαθητής, θα είναι συνευρετές των όρων και των μεθόδων για μια πιο δίκαιη και αντικειμενική αξιολόγηση.Σε αντίθετη περίπτωση, οι εξετάσεις μπορούν να εξελιχθούν σε φραγμό στη μάθηση και μέσο αποκλεισμού και κοινωνικής επιλογής.