Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πέτρος Αποστολίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πέτρος Αποστολίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Πέτρος Αποστολίδης: Γκάρνιζον Ουσιάκ 1922-23


Ο Πέτρος Αποστολίδης (1896-1988) γεννήθηκε στην Καλουτά Ζαγορίου της Ηπείρου. Τελείωσε τη Ζωσιμαία Σχολή στα Γιάννινα και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Υπηρέτησε στον Στρατό, ως έφεδρος ανθυπίατρος, τον τελευταίο χρόνο 1922-23, αιχμάλωτος των Τούρκων στο Γκαρνιζόν Ουσιάκ.
Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι όπου απέκτησε την ειδικότητα του δερματολόγου – αφροδισιολόγου.
Εργάστηκε στα Γιάννενα από το 1923 μέχρι το 1967 με ενδιάμεσες διακοπές.
Επιστρατευμένος γιατρός στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων 1939-1941.

Από το 1924 πήρε μέρος στους αγώνες της Αριστεράς, φυλακίστηκε και εξορίστηκε επανειλημμένα, την τελευταία φορά στη Γυάρο τον Απρίλιο του 1967.

Το 1944 εκλέχτηκε Δήμαρχος Ιωαννίνων(Δήμαρχος της απελευθέρωσης, μετά από την Γερμανική κατοχή – για λίγους μήνες από τον Δεκέμβριο 1944 μέχρι 26 Μαρτίου 1945) εκλεγμένος από τα εργατικά και επαγγελματικά σωματεία, εν απουσία του, ενώ ήταν όμηρος του ΕΔΕΣ στην Πρέβεζα.

Σε εξορίες από το 1945 μέχρι το 1950 (Λήμνος, Αη Στράτης, Ικαριά, Μακρόνησος) και ξανά τον Απρίλη 1967 στη Γυάρο.
Συνταξιοδοτήθηκε το 1969.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Αμπιντί Ιμπεχτσί για το 1983.
Έγραψε τις αναμνήσεις του (από τον πολυτάραχο περασμένο αιώνα) σε δυο τόμους Όσα Θυμάμαι 1900-1969 Α - Όσα Θυμάμαι Β 1900-1969 - που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος το 1981, 1983 αντίστοιχα)

 



Γράφει ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης ( 1896 - 1988)
αιχμάλωτος στην Τουρκία, στο Γκαρνιζιόν Ουσιάκ 1922-1923,
στο βιβλίο του ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ.
……έδινα οδηγίες ένα απιογιοματάκι στους νοσοκόμους και εμφανίζεται ένας ψηλός ως εκεί πάνω επιλοχίας.
«Καλησπέρα σας», λέει ελληνικά, «πούθι είσι κυρ-γιατρέ:» σε ατόφια γιαννιώτικη προφορά.
«Από τα Γιάννενα», του απαντώ, «Ξέρετε ελληνικά;»
«Απού τα Γιάννινα;» με χαιρετάει φιλικότατα και ..
« Αμ, απού τα Γιάννινα είμι κι ιγώ». Μου λέει ότι ο πατέρας του ήταν μπίμπαση ντοκτόρ (επίατρος) στο Μπιζιάνι και ότι τώρα εγκαταστάθηκαν και μένουν με την οικογένειά του στο Αφιόν.
«Μη στενοχωριέσαι», μου λέει, «εγώ θα ‘ρχομαι να σε βλέπω κάθε μέρα».
Το σπίτι που έμειναν με τη γυναίκα του –δεν την είδα ποτέ- ήταν στη γειτονιά πιο πέρα από το νοσοκομείο μας. Το όνομά του ήταν Μουζαφέρ.
Μου έρχονταν στο γραφείο – δωμάτιό μου κάθε βράδυ. Πολλές φορές έρχονταν στο νοσοκομείο και την ημέρα, επισκέπτονταν τους αρρώστους, τους πρόσφερε τσιγάρα και τους διάβαζε καμιά καλή είδηση από την τουρκική εφημερίδα, ότι θα υπογραφεί γρήγορα ειρήνη και θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Η μόνη ενόχληση που μου ‘φερνε ήταν τα βράδια έρχονταν έχοντας μαζί του πάντα ένα μπουκάλι ρακή, άδειαζε μονάχος του το μπουκάλι μέχρι σταγόνα και τον έστελνα αργά τη νύχτα στο σπίτι του μ’ ένα νοσοκόμο και ένα φρουρό να τον κρατούν να μη τσακιστεί στα γκαλντερίμια.
Ήταν καλόψυχος άνθρωπος, εμένα δε με καμάρωνε σαν πατριώτη του. Κατέβαινα πολλές φορές στην αγορά με τον συνοδό μου και αν τύχαινε να βρίσκεται σε κανένα καφενείο της αγοράς και με έβλεπε να περνώ στο δρόμο, σηκώνονταν μόλις πλησίαζα και με χαιρετούσε στρατιωτικά.
Και όταν οι γύρω του τον ρωτούσαν με απορία «νε ντηρ μπού; (ποιος είναι αυτός) και τον χαιρετάς έτσι», τους απαντούσε με υπερηφάνεια: «είναι ένας μπενήμ μεμλεκέτ ντοκτόρ (πατριώτης γιατρός)».
Έρχεται μια μέρα: «Μπορείς, γιατρέ μου, να ρθεις μια στιγμή στο σπίτι να ιδείς την αδελφή μου; Γέννησε αυτή – είναι τα ίδια λόγια του- και έχει πυρετό και οι δικοί μας γιατροί δεν ξέρουν τίποτε».
«Ευχαρίστως», έρχομαι του λέω, «έρχομαι, αλλά χρειάζομαι άδεια από τον στρατιωτικό Διοικητή».
Παίρνει την άδεια και έρχεται την άλλη μέρα, «Πάμε», λέει. Στην πόρτα του Νοσοκομείου βλέπω σταματημένο ένα αμάξι.
«Τι το θέλεις αυτό;» τον ρωτώ . «Είναι τόσο μακριά;», «Όχι», λέει, «αλλά θα πάμε με αμάξι».
Ο Μουζαφέρ τον πατριώτη του γιατρό ήθελε να τον πάει με αμάξι, επισήμως.
Φθάνουμε στο σπίτι, μπαίνουμε στο πλακόστρωτο χαγιάτι, ανεβαίνουμε την ξύλινη σκάλα, ανοίγει μια πόρτα, «μπουγιουρούμ» (περάστε), περνώ κι αυτός κλείνει την πόρτα και ξανακατεβαίνει στο χαγιάτι.
Κατά το μουσουλμανικό έθιμο, από τη στιγμή που θα παντρευτεί η αδελφή, δεν επιτρέπεται να την ιδεί ξεμπούλωτη, χωρίς φερετζέ δηλαδή, ούτε ο αδελφός.
… Στο ντιβάνι του δωματίου ήταν καθισμένη μια μεσόκοπη χανούμ ντυμένη το γνωστό μου από τα Γιάννενα μαύρο κουστούμι που φορούσαν οι Τουρκάλες, όχι τουμάνια (βράκες) όπως στην Ανατολή, αλλά χωρίς φερετζέ. Στο πάτωμα μπροστά της ήταν στρωμένοι δύο παχιοί σελτέδες (στρώματα γεμισμένα με μαλλί) όπου ήταν ξαπλωμένη η άρρωστη, ντυμένη με καθαρότατα κομπιναιζόν και εσώρουχα και σκεπασμένη με χρυσοποίκιλτο πάπλωμα, η αδελφή του Μουζαφέρ, νεαρότατη και νόστιμη κοπέλα και πλάι της, στη μικρή του κούνια, το σκαφιδάκι – κοπανέλι το λέγαμε στην Ήπειρο – το μωράκι, που κοιμούνταν μακαρίως.
«Σαμπάχ χαϊρ ολσούν (καλημέρα)», λέω μπαίνοντας.
«Καλημέρα», μου απαντάει ελληνικά η χανούμ. «Δεν μιλάς καημένε ελληνικά;»
«Μπα …. ξέρετε ελληνικά;»
«Πως πιδίμ, ιγώ είμι η γυναίκα του μπέη…» και μου λέει ένα όνομα, «από την Κόνιτσα».
«Μωρέ που να το ξερα ότι θα βρω πατριώτες μου στο Αφιόν!»
«Αυτή είναι η άρρωστη» και μου δείχνει τη νεαρή κοπέλα που είναι ξαπλωμένη πάνω στο διπλό σελτέ.
Γονατίζω δίπλα στην άρρωστη και «νε χασταληκ βαρ (τι έχετε)», τι ενοχλήσεις έχετε θέλω να πω, αλλά δεν ξέρω καλά τα τούρκικα.
«Δεν μιλάς καημένε ελληνικά», επαναλαμβάνει η άλλη.
«Αχ» λέω, ξέχασα ότι είναι η αδελφή του Μουζαφέρ και ξέρει ελληνικά». Προσέχω τα λόχια, κανονικά, καμιά δυσοσμία, ούτε άλλο τίποτε ανώμαλο, βάζω το θερμόμετρο και κάθομαι στο ντιβάνι.
Σε μισό λεπτό ανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται ένας συμπαθητικός νεαρός υπολοχαγός με καλπάκι αξιωματικού του επιτελείου, ήταν ο σύζυγος της λεχώνας. Τις συστάσεις τις κάνει η χανούμ από την Κόνιτσα.
Ήξερα ότι στους Τούρκους ο γιατρός είναι ελεύθερος να εξετάζει την άρρωστη γυναίκα σε οποιοδήποτε σημείο του σώματός της απαιτεί η ανάγκη, αλλά με τακτ και να μην πολυψαχουλεύει την άρρωστη. Και όταν πέρασαν τα πέντε λεπτά παρακαλώ τον υπολοχαγό: «μου παίρνετε σας παρακαλώ το θερμόμετρο;» - για να μην ξαναβάλω το χέρι μου στο στήθος της. Το θερμόμετρο έδειχνε 37,5.
«Δεν είναι τίποτε» λέω, «συμβαίνει τις πρώτες μέρες του τοκετού να έχουμε λίγα δέκατα. Όμως για κάθε ενδεχόμενο ας πάρει λίγα κουφέτα κινίνο, μπορεί να πέρασε στο παρελθόν ελονοσία».
Σερβιρίστηκε το απαραίτητο γλυκό και ο βαρύς γλυκός και αρχίσαμε την κουβέντα. Ο νεαρός υπολοχαγός ήταν από το Ικόνιο και δεν ήξερε ελληνικά και τον διερμηνέα έκανε η χανούμ. Εν τω μεταξύ είχε έρθει και η μάνα του Μουζαρέφ και της λεχώνας.
Αυτή δεν είχε καταφέρει να μάθει καθόλου τουρκικά, δεν ήξερε λέξη- στα Γιάννενα οι Τούρκοι μιλούσαν μόνο ελληνικά.
Γυρίζει κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα η χανούμ από τη Κόνιτσα και μου λέει, δείχνοντας με κούνημα της κεφαλής τον υπολοχαγό, το γαμπρό τους. «Τι να κάναμε παιδί μου, δε βρήκαμε κανέναν δικό μας να τη δώσουμε και την παντρέψαμε μ’ αυτόν». Με σοκάρισε. Δηλαδή εγώ ήμουν πιο δικός τους από το γαμπρό τους. Ξεδιαλέξτε μου τώρα εχθρούς και φίλους.
………………………………….
Με τους Τούρκους που από τη Ρούμελη και γενικά την Ελλάδα είχαν εγκατασταθεί μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στην Ανατολή, παρατηρήθηκε τούτο το περίεργο. Ενώ περιμέναμε να είναι πιο σκληροί εναντίον μας και πιο φανατικοί, τουναντίον οι περισσότεροι μας φέρονταν σαν πατριώτες. Εκτός από τον Μουζαφέρ και τους δικούς του και ένα παράδειγμα με τους Τουρκοκρητικούς:
Οι απελευθερωτικοί αγώνες στην Κρήτη βάσταξαν χρόνια, ήταν σκληροί και πολυαίμακτοι, τα δε μίση μεταξύ των Ελλήνων και των Τουρκοκρητικών ήταν άγρια. Το ξέραμε και γι’ αυτό, αν κανένας Τούρκος ρωτούσε μήπως είναι μαζί σας κανένας Κρητικός, οι αιχμάλωτοι του απαντούσαν ότι δεν ξέρουν κανέναν.
Μια μέρα όμως κάποιος Τούρκος στρατιώτης ρωτάει έξω από τα σύρματα έναν αιχμάλωτο που τότε γύριζε από την αγγαρία:
«Μώρ’ συ, μπάσι και ξέρεις κανέναν Κρητικό μαζί σας;»
«Εγώ είμαι Κρητικός», του απαντάει αυτός.
«Από ποιο μέρος της Κρήτης;»
«Από το Ρέθυμνος».
Ακούει Ρέθυμνος ο Τούρκος, πέφτει πάνω του τον αγκαλιάζει:
«Γειά σου μωρέ πατριώτη, κι εγώ είμαι από το Ρέθυμνος», τον παίρνει και πάνε σε κάποιο καφενείο και τον κερνάει γλυκό και καφέ σαν παλιός φίλος.

Όπως παρατήρησα και στη συνέχεια, οι Τούρκοι που προέρχονταν από την Ελλάδα με μεγάλη νοσταλγία και αγάπη αναθυμούνταν την παλιά τους πατρίδα και τη θεωρούσαν ανώτερη από τη νέα πατρίδα και ζωή.
Με εντυπωσίασε η φράση του Μουζαφέρ «…γιατί οι δικοί μας γιατροί δεν ξέρουν τίποτε». Την κάθε στιγμή διαισθανόμουν ότι οι Τούρκοι, στρατιώτες και πολίτες, μας θεωρούσαν ανώτερούς τους σε πολιτισμό και σε γνώσεις και πλουσιότερους σαν κράτος.
Ήταν μήπως κι αυτό ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας δηλαδή, που τους έσπρωχνε να φέρονται τόσο σκληρά, κτηνόδικα, στους αιχμαλώτους τους πρώτους μήνες;
Μπορεί, κατά ελάχιστο όμως ποσοστό.
Εγώ πιστεύω ότι η διαταγή της εξόντωσης δόθηκε από πάνω και οργίασαν ύστερα η βαρβαρότητα των επιμέρους διοικητών και η αλητεία που αφέθηκε ασύδοτη.
Ο τούρκικος λαός ούτε κακός κατά βάθος είναι, και ευκολότατα πειθαρχεί.

…………………………..

ΣΤΗ ΓΥΑΡΟ ΑΠΡΙΛΗΣ του 1967..
Σηκώνεται ο μουσαμάς κι ανοίγει σιγά σιγά η πόρτα. Κάποιος φωνάζει: Η Γυάρος!
Αντικρίζω πρασινάδα και χαίρομαι, περίμενα ξεραΐλα.
Όταν όμως πρόσεξα καλύτερα, η χαρά μου πήγε περίπατο. Το αρματαγωγό είχε φουντάρει στο μικρό όρμο που βρισκόταν το Νοσοκομείο και είχαν φυτεμένα εκεί κάτι κακτοειδή που απλώνουν στη γη σαν κισσός και συγκρατούν το χώμα. Μαζέψαμε τα πράγματά μας κι αρχίσαμε να βγαίνουμε.
Περνούσαμε ένα άνοιγμα μαντρότοιχου κι άλλος τραβούσε μπροστά, άλλος δεξιά, άλλος αριστερά, κανένας δε σου λεγε προς τα που να πας.
Πήρα μαζί μ’ άλλους κατεύθυνση προς τα δεξιά και σε κάποιο λοφίσκο μας σταματούν οι χωροφύλακες. Εκεί βρισκόταν αφημένες κάτω μερικές κωνικές σκηνές με τους πασσάλους τους, φτυάρια και σκαπάνες.
Χωριστήκαμε μόνοι μας σε ομάδες, πήραμε από μια σκηνή κι αρχίσαμε να στήνουμε. Στην ομάδα μου έτυχαν πιο πολλοί Κερκυραίοι.
Δύσκολα έμπαιναν πάσσαλοι, το έδαφος όλο πέτρα, αλλά τα καταφέραμε.
Ύστερα καθαρίσαμε από μέσα τις πέτρες, στρώσαμε κάτω αφάνες – κάτι αγκαθωτούς μικρούς θάμνους – από πάνω χαρτόνια από τα χαρτοκιβώτια μας και μετά τις κουβέρτες μας, ήταν σαν σομιές έτσι.
Το νερό. Η Γυάρος είναι ξερονήσι, το νερό το έφερνε υδροφόρο από τον Πειραιά. Κάτι πηγάδια, που ‘χαν ανοίξει οι παλιοί εξόριστοι, είχαν νερό υφάλμυρο, πινόταν, αλλά από την εγκατάλειψη ήταν γεμάτο ακαθαρσίες.
Εμείς βρήκαμε νερό καθαρό, οι πρώτοι, όμως, που είχαν φτάσει οι περισσότεροι απ’ την Αθήνα, βρήκαν τη μεγάλη δεξαμενή της φυλακής γεμάτη σκουπίδια, τους θαλάμους με ακαθαρσίες, και μέχρι να καθαρίσουν έπιναν νερό με πετρέλαιο, γιατί τους το φέρναν σε σιδερένια βαρέλια που μόλις είχαν αδειάσει το πετρέλαιο.
Ύστερα από δυό τρεις μέρες να κι ένα ελικόπτερο προσγειώνεται στην πλατεία μπροστά από τη φυλακή προς τη θάλασσα.
Οι Πατακός και Τοτόμης μας τιμούν με την υψηλή παρουσία τους.
Δεν μας χωρούσε, τόσες χιλιάδες που μας είχαν μαζέψει εκεί, το τεράστιο συγκρότημα των φυλακών, που οι παλιοί εξόριστοι είχαν κτίσει με αίμα και ιδρώτα – κάπου εκεί παραπέρα βρισκόταν κι ένα νεκροταφείο – γι’ αυτό στήσαμε σκηνές και στους γύρω λόφους.
Δεν ήξεραν τι να μας κάνουν και πώς να δικαιολογηθούν στον έξω κόσμο, γι’ αυτό και η «αγάπη» τους. Πέρασαν κι απ’ το δικό μας λόφο και μας μίλησαν.
Δεν ήξερα τα μούτρα τους να τους ξεχωρίσω, και το βραδάκι που ’πλενα τα πόδια μου στη θάλασσα με ρωτάει κάποιος Κρητικός δικηγόρος: «Ποιος σας μίλησε;»
Δεν ήξερα. «Ποιος από τους δυο έλεγε τα περισσότερα, αυτός ήταν ο Πατακός. Τον ξέρουμε από την Κρήτη, αυτός λέει τις μεγαλύτερες κοτσάνες».
Μας άρχισε ο Πατακός: «Τώρα που σας φέραμε δω, είδαμε ότι ήταν περιττό. Έφτανε ο Στρατιωτικός Νόμος, όμως, τέλος πάντων. Για να γυρίσετε στα σπίτια σας θέλουμε μια δήλωσή σας. Δε σας ζητάμε να αποκηρύξετε τα πολιτικά σας φρονήματα – πιστέψτε ό,τι θέλετε.
Εμείς ζητάμε να μας δηλώσετε ότι γυρίζοντας θα μένετε ήσυχοι και δε θα μπερδεύεστε στην πολιτική, τίποτε άλλο.
Βγαίνει μπροστά ο συμπατριώτης μου Τσακελίδης.
--Εγώ ζούσα ήσυχα και κοίταζα μονάχα τη δουλειά μου. Και για να μην παρεξηγηθώ, απόφευγα τις επισκέψεις σε φίλους μου που τους θεωρούσαν αριστερούς.
Γιατί λοιπόν με πιάσατε και με κουβαλήσατε δω χάμω;
--Φαίνεσαι που είσαι αναρχικός, είπε ο Πατακός.
--Εγώ αναρχικός; Έξαλλος ο Τσακελίδης, ή εσείς που δε σεβαστήκατε ούτε Σύνταγμα ούτε Νόμους και κουβαλήσατε εδώ όλη την Ελλάδα;
--Εδώ θ’ αφήσεις τα κόκαλά σου.
Και πραγματικά, έφυγε από τους τελευταίους.
Έκανα τότε τη σκέψη ότι η πρόταση αυτή ήταν παγίδα. «Δε δηλώνεις ότι θα καθίσεις ήσυχα; Καλά λοιπόν σε φέραμε στη Γυάρο».
Την άλλη μέρα για την ίδια δήλωση μας μίλησε κι ο διοικητής Συνταγματάρχης της Χωροφυλακής Γυάρου – σε λίγες μέρες τον μεταθέσανε.
Πολλοί τότε έτρεξαν να κάνουν δήλωση.
Εμφανίστηκαν όμως οι «υπερεπαναστάτες»: να μην κάνει κανείς!
Μόνο ο Ηλιού, καθώς άκουσα, τους είπε:
«Αφήστε αυτό τον κόσμο που χρόνια τώρα ταλαιπωρείται» - κι έβλεπες εκεί πατέρα και γιό ή δυο και τρία αδέρφια με κλειστά τα μαγαζιά που μόλις είχαν στήσει, με οικογένειες αφημένες στο έλεος του Θεού – «αφήστε τον να γυρίσει σπίτι του, μια που η δήλωση είναι κάπως λιγότερο ταπεινωτική».
Αλλά η Ασφάλεια, βλέποντας το κύμα των αθρόων δηλώσεων, ζητούσε τώρα και αποκήρυξη αρχών, κόμματος κ.τ.λ. όπως παλιά.
Υποψιάστηκαν μάλιστα, ότι το κόμμα έδωσε εντολή να υπογράψουν όλοι τις ανώδυνες δηλώσεις.
Οι αιώνιοι όμως στενοκέφαλοι κι αρτηριοσκληρωτικοί, όχι μόνον επέμεναν, αλλά και κυκλοφόρησαν την εντολή ν’ αποδοκιμάσουμε εκείνους που φεύγανε, τη στιγμή που θα μπαίνανε στο καράβι. Πως σκέφτονταν αυτοί οι άνθρωποι;
Να διώξουμε όλο αυτό το δικό μας κόσμο!
Κανένας όμως, κανένας απολύτως, δεν τους άκουσε κι έβλεπες το ωραίο θέαμα, δάσος τα μαντίλια πάνω στο καράβι που’ φευγε και δάσος τα μαντίλια από την παραλία ασφυκτικά γεμάτη και «στο καλό παιδιά, καλό ταξίδι, γεια σας, συναγωνιστές, γρήγορα και σεις κάτω, σας περιμένουμε»
Δεν ξέρω τι σκέψεις έκαναν οι υπερεπαναστάτες μας, οι χωροφύλακες όμως παρακολουθούσαν σιωπηλοί και κατάπληκτοι, σίγουρα θα περίμεναν κι αυτοί, όπως κι οι δογματικοί μας, γιουχαΐσματα. Τα άκρα συναντιόνται.

……………………….
Παπάς δεμένος γράφ’ και ξέγραφ’.
Σε ένα καλυβάκι μέναμε με τον Κώστα Μανωλάκη. Έναν εξαιρετικό νέο από τη Ρόδο. Οι πατριώτες του όλοι είχαν φύγει με δήλωση, είχε μείνει μονάχα αυτός ο φτωχότερος.
Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν λίγα χρόνια και στο σπίτι του – η σοδειά έρημη στα χωράφια – έμενε η γριά μάνα του και τα δυο παιδιά του
Ένα βράδυ μου λέει:
---Γιατρέ, σε θεωρώ σαν πατέρα και σου ζητώ τη γνώμη σου.
Στο σπίτι άφησα τη μάνα και τα παιδιά μου. Πως τα βολεύουν με τα χτήματα, ένας Θεός το ξέρει. Βρίσκομαι σε απελπισία, να κάνω δήλωση και να πάω να συμμαζέψω το διαλυμένο μου νοικοκυριό;
--Μανωλάκη μου, εσύ είσαι ένας απλός και τίμιος αγωνιστής. Με μένα το πράγμα κάπως διαφέρει, έτυχε να μου αναθέσουν κάποιο σημαντικό πόστο και μια δήλωση δική μου μπορεί να ΄χει ίσως κάποια επίδραση, μια δική σου όμως όχι τόσο.
Ύστερα όλοι ξέρουν πως παίρνονται αυτές οι δηλώσεις.
Ο Αλή Πασάς, έπιασε κάποιον παπά Σουλιώτη και τον υποχρέωσε να γράψει στους συμπατριώτες του να παραδοθούν. Τι να κάνει ο φουκαράς. Τους έστειλε γράμμα, αλλά σαν υστερόγραφο έγραφε: «Παπάς δεμένος γράφ’ και ξεγραφ΄»
Οι αγωνιστές δε χάνονται με δηλώσεις δια της βίας.
Υπόγραψε και σε λίγες μέρες έχανα τη συντροφιά μου. Έμενα μόνος στο σκυλοκάλυβο……
  
Η ψυχολογική μου κατάσταση
Δεν ήμουν πρωτάρης. Χρόνια είχα γευτεί τις εξορίες. Η τροφή εδώ ήταν ασύγκριτα καλύτερη, παίρναμε μερίδα στρατιώτη που ήταν αρκετή, τρώγαμε πότε πότε και κανένα φρούτο.
Η συμπεριφορά των χωροφυλάκων καλή, ούτε βρισιές ούτε αγγαρείες. Είχα και πάνω μου λεφτά. Όμως η εξορία της Γυάρου με πίεζε πολύ ψυχικά. Ήταν η κόπωση τόσα χρόνια φτιάσε – χάλασε δουλειά, οι απανωτές διώξεις και εξορίες, τα «κολέγιά μου»; Μήπως η πίκρα και η αγανάχτηση, που, μετά από τόσα και τόσα, καταντήσαμε αιχμάλωτοι τριών φασουλήδων; Η γιατί βρισκόμουν φυλακισμένος πάνω σ’ έναν ξερόβραχο, στη μέση του πελάγου, μακριά από τους ανθρώπους μου; Πάντως ένιωθα το ίδιο να είναι και για τους άλλους γύρω μου.
Η ζωή σιγά - σιγά οργανωνόταν. Φτιάχτηκε ραφείο, κουρείο, παπουτσίδικο και καθώς το κτίριο της φυλακής ήταν απέραντο, οργανώνονταν κρυφά διαλέξεις και θεατρικές παραστάσεις. Δίνονταν σ’ έναν από τους θαλάμους και γύρω – γύρω κρατούσαν τσίλιες. Με την εμφάνιση χωροφύλακα ή σε ύποπτη κίνηση διαλυόμαστε στη στιγμή κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Κάθε Κυριακή λειτουργία, δεν ήταν όμως υποχρεωτική η παρουσία σου. Κάποιος παπάς μας έφερε και μια κινηματογραφική ταινία από τα μοναστήρια του Αγίου όρους.
Το μεγάλο πανηγύρι ήταν οι ομιλίες του Παπαδόπουλου από το μεγάφωνο. Δε μας μάζευαν υποχρεωτικά, πηγαίναμε μόνοι μας. Έτσι που μιλούσε τσιριχτά και πετούσε τις ασύνταχτες κι ασυνάρτητες εκείνες κοτσάνες, γίνονταν πικάντικα και απρόοπτα σχόλια γύρω. Ήταν μια σπάνια ψυχαγωγία.
Όταν βρισκόμουν στις σκηνές, πήγαινα συχνά στον καταυλισμό που ‘μεναν ο εκλεκτός εκείνος άνθρωπος κι επιστήμονας, υφηγητής της Παιδιατρικής Γιώργος Σπηλιόπουλος, κι ο νομικός ο Αλέκος Σακελλαρόπουλος, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, για ν’ αλλάξω καμιά κουβέντα. Όταν αυτοί έφυγαν με μεταγωγή, γύρισα κι εγώ στο κτίριο των φυλακών.
Εδώ βρήκα μια ωραιότατη συντροφιά, το συγγραφέα ιστορικό Νίκο Ψυρούκη, το βουλευτή της ΕΔΑ Κατριβάνο και το χημικό από τη Θήβα Λουκά Αγγελίνα.
Φυλακή και Νοσοκομείο είχαν ηλεκτρικό φως όλη τη νύχτα – με ειδική μηχανή – και σουλατσάραμε στο διάδρομο μπροστά στην είσοδο συζητώντας πέρα απ’ τα μεσάνυχτα.
Σε λίγο παίρνουν μεταγωγή τον Κατριβάνο και φοβόμουν μη χάσω και τους άλλους. Φύγαμε όμως την ίδια μέρα μαζί με τον Ψυρούκη, ο Αγγελίνας αργότερα.
………………………………

Ένας παπάς αλλιώτικος
Ο παπάς που μας έστειλαν εδώ, δεν ήταν σαν τους άλλους. Καλλιεργημένος άνθρωπος, ευγενικός, κι έδειχνε κατανόηση για την περιπέτεια των εξόριστων. Πολλοί εκεί λέγαν «υποκρισία», το αποκλείω. Συζητούσε δεν έκανε κήρυγμα. Ήταν έξυπνος και καταλάβαινε ότι άνθρωποι, που αγωνίζονται και μαρτυρούν για ιδέες, δεν ακούν κηρύγματα.
Μια μέρα τον βρίσκω να κάθεται στην αμμουδιά. Συχνά συνήθιζε ν’ ανακατεύεται με τους εξόριστους και να κουβεντιάζει μαζί τους. Τον καλημερίζω, κάθομαι κοντά του και πιάνουμε κουβέντα.
--Επιτρέψτε μου, πάτερ. Συναναστρέφεστε κι είστε ευγενικός μαζί μας και σας ευχαριστούμε. Νομίζω ότι η αριστερή ιδεολογία, εσφαλμένα – δε λέω εσκεμμένα- έχει παρερμηνευθεί από τα ιερατείο. Αλλά αυτό τα’ αφήνω, άλλο ζήτημα. Θα σας πω όμως ειλικρινά τι σκεφτόμαστε για τον κλήρο.
Δεν είχαμε την απαίτηση η Εκκλησία να είναι με το μέρος μας, την περιμέναμε όμως τουλάχιστον ουδέτερη. Θέλαμε τον Αρχιεπίσκοπο να σηκώσει τα χέρια του και ναπέι: «Ε, εσείς, κι από δώ κι από κεί, σταματήστε να σκοτώνετε αδελφός τον αδελφό».
Τέτοια Εκκλησία και τέτοιον κλήρο, ποιος μπορεί να μην τιμάει και να μη σέβεται;»
Όμως πήγε ανοικτά με το μέρος των διωκτών και βασανιστών μας. Κι άκουγες τον παπά του ΒΕΤΟ της Μακρονήσου να φωνάζει από τα μεγάφωνα, παροτρύνοντας και δικαιολογώντας τους βασανιστές. Ή τον παλιό παπά στη Γυάρο – δεν είχα την τιμή να τον γνωρίσω-, που του παραπονούνταν οι εξόριστοι και του ΄δειχναν το συσσίτιο με τις σκουληκιασμένες φακές κι αυτός έλεγε: «Αχ, παιδάκια μου, εσείς μεν θα φάτε τας ωραίας φακάς, εμείς δε τους βρωμερούς ιχθείς».
Κι αναρωτιέμαι πάτερ: Πιστεύει στ’ αλήθεια η ιεραρχία μας ότι με τέτοια νοοτροπία και συμπεριφορά των αντιπροσώπων της γίνεται σεβαστή η Εκκλησία και η ίδια η θρησκεία, όχι από μας, που μας θεωρεί αντιπάλους της, αλλά και από τους φίλους της τους βασανιστές μας;
Έμεινε σκεπτικός χωρίς να πει λέξη. Ας αλλάξουμε θέμα σκέφτηκα.
--Κοιτάξτε, λέω, τους γλάρους, πως βουτάνε στο νερό σαν στούκας!
Σε λίγο με καληνύχτισε κι έφυγε.
Ο τελευταίος του λόγος από το μεγάφωνο ήταν πολύ ασυνήθιστος. «Φεύγω, είπε, φεύγω λυπημένος, γιατί έλπιζα να φύγουμε μαζί. Όμως εκεί που θα πάω, θα μιλήσω σ’ αυτιά που μπορούν να μ’ ακούσουν, θα μιλήσω για τον πόνο και τις στενοχώριες σας κι ελπίζω να μ’ ακούσουν».
Δεν ξέρω αν και που μίλησε, κι αν εκείνοι είχαν τρύπα στ’ αυτιά, όπως έλεγε ο Γιάννης ο Κατσιούρας από το χωριό μου, ξέρω όμως ότι για πρώτη φορά άκουγες ανθρώπινη κουβέντα από παπά στην εξορία.
Κάποια μέρα με καλούν επιτέλους να ετοιμάσω τα πράγματά μου για την επιστροφή. Αθήνα και συνέχεια λεωφορείο για τα Γιάννενα.
Τώρα τι κάνουμε; Η κατάσταση στην Ελλάδα μαύρη και σκοτεινή. Να συνεχίσω τη δουλειά μου; Οι καλοθελητές κι η Ασφάλεια δε θα μ’ άφηναν ήσυχο.
Είχα συμπληρώσει σαράντα χρόνια από επάγγελμα, υπόβαλα τα χαρτιά μου στο Ταμείο Συντάξεων Υγειονομικών κι έγινα συνταξιούχος.
Αργότερα πούλησα τμήμα από το οικόπεδο του σπιτιού μου, αγόρασα ένα δυάρι στην Αθήνα κι έτσι βρισκόμουν μακριά από τους «άσπονδους» φίλους μου των Γιαννίνων, αλλά προπαντός κοντά στο γιό μου, στη χαρά της Αθηνάς και στην οικογένειά μου. Ήταν το 1969.


ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Η ζωή είναι ένας δρόμος μ’ εμπόδια, ή τα περνάς ή πεθαίνεις. Ένας αγώνας, αλλά κι ένα μάθημα μαζί, με ποιόν τρόπο μπορεί να τη φτιάξουμε καλύτερη.
Οι μεγαλύτερες δυσκολίες είναι αυτές που έστησε ο ίδιος ο άνθρωπος, η απληστία του, το «δικό μου» κι όχι «δικό μας»
Η γενιά μου έζησε σε μια εποχή που ο λαός, ύστερα από την πάλη με τρεις κατακτητές, συνειδητοποίησε τα δικαιώματά του και δε δεχόταν πια να τον σέρνουν οι αφεντάδες του. Αυτοί με τους ξένους τον χτύπησαν – κι η σύγκρουση ήταν τρομερή.
Διάλεξα (γραφεί ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης) την πλευρά των αδικημένων.
Μπορούσα να είμαι με τους άλλους κι αυτοί πολύ το ζητούσαν, αλλά έτσι διάλεξα.
Ο καθένας ακολουθεί μια ιδεολογία, κάνει μια πολιτική.
Θέλω να πω: Αν βάλεις για σκοπό σου να κερδίσεις χρήματα και αξιώματα, δε χρειάζεται παρά λίγο μυαλό και μερικές ευκαιρίες για να πετύχεις.
Θα χρειασθεί όμως να πατήσεις σε πτώματα και να βουλώνεις τ’ αυτιά σου να μην ακούς το θρήνο.
Γύρω σου θα νοιώθεις να σε φοβούνται, καμιά όμως εκτίμηση και φιλία.
Δε θα νοιώθεις πουθενά ασφάλεια, θα φοβάσαι πιο πολύ εσύ κι έτσι θα γίνεσαι χειρότερος και σκληρότερος.
Αν όμως βάλεις για σκοπό να κάνεις τη δουλειά που ‘μαθες όσο γίνεται καλύτερα και να χαίρεσαι την προσφορά σου, την εκτίμηση και την αγάπη των γύρω σου, τότε κι ας μην έχεις χρήματα και οφίκια, θα κοιμάσαι χωρίς εφιάλτες.
Η συμπεριφορά σου αυτή μπορεί να ζημιώσει καμιά φορά τους προνομιούχους και να βρεθείς στη φυλακή. Όμως και στη φυλακή θα νοιώθεις ελεύθερος.
Τώρα αν με ρωτήσετε, τι θα ‘κανα αν γινόταν να ξαναζήσω τη ζωή μου, απαντώ αδίσταχτα: Θα ‘κανα πάλι τα ίδια. Είναι μεγάλη ευτυχία και ικανοποίηση να μην ντρέπεσαι τον εαυτό σου.

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Ο Μουζαφέρ και η Χανούμ από την Κόνιτσα, στο Αφιόν


Γράφει ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης ( 1896 - 1988)
<και για δυό τρεις μήνες Δήμαρχος Ιωαννίνων, Χειμώνας 1944 - Μάρτης 1945, μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς>
αιχμάλωτος στην Τουρκία, στο Γκαρνιζιόν Ουσιάκ 1922-1923,
στο βιβλίο του ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ.
……έδινα οδηγίες ένα απιογιοματάκι στους νοσοκόμους και εμφανίζεται ένας ψηλός ως εκεί πάνω επιλοχίας.
«Καλησπέρα σας», λέει ελληνικά, «πούθι είσι κυρ-γιατρέ:» σε ατόφια γιαννιώτικη προφορά.
«Από τα Γιάννενα», του απαντώ, «Ξέρετε ελληνικά;»
«Απού τα Γιάννινα;» με χαιρετάει φιλικότατα και ..
« Αμ, απού τα Γιάννινα είμι κι ιγώ». Μου λέει ότι ο πατέρας του ήταν μπίμπαση ντοκτόρ (επίατρος) στο Μπιζιάνι και ότι τώρα εγκαταστάθηκαν και μένουν με την οικογένειά του στο Αφιόν.
«Μη στενοχωριέσαι», μου λέει, «εγώ θα ‘ρχομαι να σε βλέπω κάθε μέρα».
Το σπίτι που έμειναν με τη γυναίκα του –δεν την είδα ποτέ- ήταν στη γειτονιά πιο πέρα από το νοσοκομείο μας. Το όνομά του ήταν Μουζαφέρ.
Μου έρχονταν στο γραφείο – δωμάτιό μου κάθε βράδυ. Πολλές φορές έρχονταν στο νοσοκομείο και την ημέρα, επισκέπτονταν τους αρρώστους, τους πρόσφερε τσιγάρα και τους διάβαζε καμιά καλή είδηση από την τουρκική εφημερίδα, ότι θα υπογραφεί γρήγορα ειρήνη και θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Η μόνη ενόχληση που μου ‘φερνε ήταν τα βράδια έρχονταν έχοντας μαζί του πάντα ένα μπουκάλι ρακή, άδειαζε μονάχος του το μπουκάλι μέχρι σταγόνα και τον έστελνα αργά τη νύχτα στο σπίτι του μ’ ένα νοσοκόμο και ένα φρουρό να τον κρατούν να μη τσακιστεί στα γκαλντερίμια.
Ήταν καλόψυχος άνθρωπος, εμένα δε με καμάρωνε σαν πατριώτη του. Κατέβαινα πολλές φορές στην αγορά με τον συνοδό μου και αν τύχαινε να βρίσκεται σε κανένα καφενείο της αγοράς και με έβλεπε να περνώ στο δρόμο, σηκώνονταν μόλις πλησίαζα και με χαιρετούσε στρατιωτικά.
Και όταν οι γύρω του τον ρωτούσαν με απορία «νε ντηρ μπού; (ποιος είναι αυτός) και τον χαιρετάς έτσι», τους απαντούσε με υπερηφάνεια: «είναι ένας μπενήμ μεμλεκέτ ντοκτόρ (πατριώτης γιατρός)».
Έρχεται μια μέρα: «Μπορείς, γιατρέ μου, να ρθεις μια στιγμή στο σπίτι να ιδείς την αδελφή μου; Γέννησε αυτή – είναι τα ίδια λόγια του- και έχει πυρετό και οι δικοί μας γιατροί δεν ξέρουν τίποτε».
«Ευχαρίστως», έρχομαι του λέω, «έρχομαι, αλλά χρειάζομαι άδεια από τον στρατιωτικό Διοικητή».
Παίρνει την άδεια και έρχεται την άλλη μέρα, «Πάμε», λέει. Στην πόρτα του Νοσοκομείου βλέπω σταματημένο ένα αμάξι.
«Τι το θέλεις αυτό;» τον ρωτώ . «Είναι τόσο μακριά;», «Όχι», λέει, «αλλά θα πάμε με αμάξι».
Ο Μουζαφέρ τον πατριώτη του γιατρό ήθελε να τον πάει με αμάξι, επισήμως.
Φθάνουμε στο σπίτι, μπαίνουμε στο πλακόστρωτο χαγιάτι, ανεβαίνουμε την ξύλινη σκάλα, ανοίγει μια πόρτα, «μπουγιουρούμ» (περάστε), περνώ κι αυτός κλείνει την πόρτα και ξανακατεβαίνει στο χαγιάτι.
Κατά το μουσουλμανικό έθιμο, από τη στιγμή που θα παντρευτεί η αδελφή, δεν επιτρέπεται να την ιδεί ξεμπούλωτη, χωρίς φερετζέ δηλαδή, ούτε ο αδελφός.
… Στο ντιβάνι του δωματίου ήταν καθισμένη μια μεσόκοπη χανούμ ντυμένη το γνωστό μου από τα Γιάννενα μαύρο κουστούμι που φορούσαν οι Τουρκάλες, όχι τουμάνια (βράκες) όπως στην Ανατολή, αλλά χωρίς φερετζέ. Στο πάτωμα μπροστά της ήταν στρωμένοι δύο παχιοί σελτέδες (στρώματα γεμισμένα με μαλλί) όπου ήταν ξαπλωμένη η άρρωστη, ντυμένη με καθαρότατα κομπιναιζόν και εσώρουχα και σκεπασμένη με χρυσοποίκιλτο πάπλωμα, η αδελφή του Μουζαφέρ, νεαρότατη και νόστιμη κοπέλα και πλάι της, στη μικρή του κούνια, το σκαφιδάκι – κοπανέλι το λέγαμε στην Ήπειρο – το μωράκι, που κοιμούνταν μακαρίως.
«Σαμπάχ χαϊρ ολσούν (καλημέρα)», λέω μπαίνοντας.
«Καλημέρα», μου απαντάει ελληνικά η χανούμ. «Δεν μιλάς καημένε ελληνικά;»
«Μπα …. ξέρετε ελληνικά;»
«Πως πιδίμ, ιγώ είμι η γυναίκα του μπέη…» και μου λέει ένα όνομα, «από την Κόνιτσα».
«Μωρέ που να το ξερα ότι θα βρω πατριώτες μου στο Αφιόν!»
«Αυτή είναι η άρρωστη» και μου δείχνει τη νεαρή κοπέλα που είναι ξαπλωμένη πάνω στο διπλό σελτέ.
Γονατίζω δίπλα στην άρρωστη και «νε χασταληκ βαρ (τι έχετε)», τι ενοχλήσεις έχετε θέλω να πω, αλλά δεν ξέρω καλά τα τούρκικα.
«Δεν μιλάς καημένε ελληνικά», επαναλαμβάνει η άλλη.
«Αχ» λέω, ξέχασα ότι είναι η αδελφή του Μουζαφέρ και ξέρει ελληνικά». Προσέχω τα λόχια, κανονικά, καμιά δυσοσμία, ούτε άλλο τίποτε ανώμαλο, βάζω το θερμόμετρο και κάθομαι στο ντιβάνι.
Σε μισό λεπτό ανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται ένας συμπαθητικός νεαρός υπολοχαγός με καλπάκι αξιωματικού του επιτελείου, ήταν ο σύζυγος της λεχώνας. Τις συστάσεις τις κάνει η χανούμ από την Κόνιτσα.
Ήξερα ότι στους Τούρκους ο γιατρός είναι ελεύθερος να εξετάζει την άρρωστη γυναίκα σε οποιοδήποτε σημείο του σώματός της απαιτεί η ανάγκη, αλλά με τακτ και να μην πολυψαχουλεύει την άρρωστη. Και όταν πέρασαν τα πέντε λεπτά παρακαλώ τον υπολοχαγό: «μου παίρνετε σας παρακαλώ το θερμόμετρο;» - για να μην ξαναβάλω το χέρι μου στο στήθος της. Το θερμόμετρο έδειχνε 37,5.
«Δεν είναι τίποτε» λέω, «συμβαίνει τις πρώτες μέρες του τοκετού να έχουμε λίγα δέκατα. Όμως για κάθε ενδεχόμενο ας πάρει λίγα κουφέτα κινίνο, μπορεί να πέρασε στο παρελθόν ελονοσία».
Σερβιρίστηκε το απαραίτητο γλυκό και ο βαρύς γλυκός και αρχίσαμε την κουβέντα. Ο νεαρός υπολοχαγός ήταν από το Ικόνιο και δεν ήξερε ελληνικά και τον διερμηνέα έκανε η χανούμ. Εν τω μεταξύ είχε έρθει και η μάνα του Μουζαρέφ και της λεχώνας.
Αυτή δεν είχε καταφέρει να μάθει καθόλου τουρκικά, δεν ήξερε λέξη- στα Γιάννενα οι Τούρκοι μιλούσαν μόνο ελληνικά.
Γυρίζει κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα η χανούμ από τη Κόνιτσα και μου λέει, δείχνοντας με κούνημα της κεφαλής τον υπολοχαγό, το γαμπρό τους. «Τι να κάναμε παιδί μου, δε βρήκαμε κανέναν δικό μας να τη δώσουμε και την παντρέψαμε μ’ αυτόν». Με σοκάρισε. Δηλαδή εγώ ήμουν πιο δικός τους από το γαμπρό τους. Ξεδιαλέξτε μου τώρα εχθρούς και φίλους.
………………………………….
Με τους Τούρκους που από τη Ρούμελη και γενικά την Ελλάδα είχαν εγκατασταθεί μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στην Ανατολή, παρατηρήθηκε τούτο το περίεργο. Ενώ περιμέναμε να είναι πιο σκληροί εναντίον μας και πιο φανατικοί, τουναντίον οι περισσότεροι μας φέρονταν σαν πατριώτες. Εκτός από τον Μουζαφέρ και τους δικούς του και ένα παράδειγμα με τους Τουρκοκρητικούς:
Οι απελευθερωτικοί αγώνες στην Κρήτη βάσταξαν χρόνια, ήταν σκληροί και πολυαίμακτοι, τα δε μίση μεταξύ των Ελλήνων και των Τουρκοκρητικών ήταν άγρια. Το ξέραμε και γι’ αυτό, αν κανένας Τούρκος ρωτούσε μήπως είναι μαζί σας κανένας Κρητικός, οι αιχμάλωτοι του απαντούσαν ότι δεν ξέρουν κανέναν.
Μια μέρα όμως κάποιος Τούρκος στρατιώτης ρωτάει έξω από τα σύρματα έναν αιχμάλωτο που τότε γύριζε από την αγγαρία:
«Μώρ’ συ, μπάσι και ξέρεις κανέναν Κρητικό μαζί σας;»
«Εγώ είμαι Κρητικός», του απαντάει αυτός.
«Από ποιο μέρος της Κρήτης;»
«Από το Ρέθυμνος».
Ακούει Ρέθυμνος ο Τούρκος, πέφτει πάνω του τον αγκαλιάζει:
«Γειά σου μωρέ πατριώτη, κι εγώ είμαι από το Ρέθυμνος», τον παίρνει και πάνε σε κάποιο καφενείο και τον κερνάει γλυκό και καφέ σαν παλιός φίλος.

Όπως παρατήρησα και στη συνέχεια, οι Τούρκοι που προέρχονταν από την Ελλάδα με μεγάλη νοσταλγία και αγάπη αναθυμούνταν την παλιά τους πατρίδα και τη θεωρούσαν ανώτερη από τη νέα πατρίδα και ζωή.
Με εντυπωσίασε η φράση του Μουζαφέρ «…γιατί οι δικοί μας γιατροί δεν ξέρουν τίποτε». Την κάθε στιγμή διαισθανόμουν ότι οι Τούρκοι, στρατιώτες και πολίτες, μας θεωρούσαν ανώτερούς τους σε πολιτισμό και σε γνώσεις και πλουσιότερους σαν κράτος.
Ήταν μήπως κι αυτό ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας δηλαδή, που τους έσπρωχνε να φέρονται τόσο σκληρά, κτηνόδικα, στους αιχμαλώτους τους πρώτους μήνες;
Μπορεί, κατά ελάχιστο όμως ποσοστό.
Εγώ πιστεύω ότι η διαταγή της εξόντωσης δόθηκε από πάνω και οργίασαν ύστερα η βαρβαρότητα των επιμέρους διοικητών και η αλητεία που αφέθηκε ασύδοτη.
Ο τούρκικος λαός ούτε κακός κατά βάθος είναι, και ευκολότατα πειθαρχεί.


Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Ένας τότε μαθητής Γυμνασίου γράφει για την απελευθέρωση του 1913


Αναμνήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Αποστολίδη ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ 1900-1969 Δεύτερος Τόμος
Για τον Α τόμο του βιβλίου (ΓΚΑΡΝΙΖΟΝ ΟΥΣΙΑΚ) πατήστε ΕΔΩ

….ήμουν στη Β Γυμνασίου όταν πολιορκούνταν το Μπιζάνι. Βρισκόμουν στο χωριό (την Καλουτά στο Ζαγόρι) το γυμνάσιο κλειστό και παρέες - παρέες βγαίναμε στην κορυφή στο βουνό στο Μιτσικέλι και βλέπαμε τις οβίδες να σκάζουν στο Μπιζάνι και γύρω, ακούγαμε τους κρότους. Είχα ανακαλύψει σε κάποια κασέλα ένα πιστόλι του πατέρα μου, χωρίς φυσίγγια, το κρέμασα στη ζώνη μου και μαζί με άλλους παριστάναμε τους παλικαράδες.
Πριν μερικές μέρες είχε περάσει από το χωριό μας ένα τάγμα τούρκικος στρατός προς το Τρίστενο που είχε απελευθερωθεί, δεν ενόχλησαν όμως τους κατοίκους στο χωριό, μόνο ψωμί ζήτησαν και τους έδωκε η κοινότητα. Τους έστησαν όμως ενέδρα Κρητικοί αντάρτες, τους τσάκισαν και γύρισαν πίσω στα Γιάννενα κουβαλώντας και κάποιον βαριά τραυματισμένο, το δύστυχο το Βασίλη, απ’ τους Βορειοηπειρώτες που είχαν επιστρατεύσει.
Ο Τούρκος ταγματάρχης παρακάλεσε τους μουχταροδημογέροντες του χωριού:
Ο άνθρωπος αυτός, δικός σας είναι – δηλαδή χριστιανός. Είναι βαριά τραυματισμένος στο στήθος. Να τον μεταφέρω στα Γιάννενα καβάλα στο μουλάρι, θα μου πεθάνει στο δρόμο έξι εφτά ώρες στο ζώο. Εσείς εδώ γιατρό έχετε, ας μείνει εδώ κι αν γίνει καλά έρχεται στα Γιάννενα. Έτσι έμεινε στο χωρίο μας.
Τραυματίας πολέμου! Πρώτη φορά βλέπαμε τέτοιο πράγμα κι όλο το χωριό ήταν περίεργο. Τον είχαν βάλει σ’ ένα δωμάτιο στην Καζάρμα και τον περιποιόταν η κυρά Φίλπαινα. Πήγα την άλλη μέρα το πρωϊ να τον δω από περιέργεια κι από ικανοποίηση, γιατί τον είχαν χτυπήσει οι δικοί μας.
Τον είχε ξαπλωμένο στο μπάσι, ανασηκωμένο σε δυό τρία μαξιλάρια, γιατί ο άμοιρος ανάπνεε με δυσκολία και ήταν κατάχλωμος, προφανώς από αιμορραγία στο θώρακα.
Θυμόμουν αργότερα με ντροπή, και τώρα ακόμη, ότι όχι μόνο δεν ένοιωσα λύπη μπροστά στον πόνο και στην αγωνία του ανθρώπου, αλλά σκέφτηκα, καλά να του γίνει, αφού πήγε με τους Τούρκους να πολεμήσει τους δικούς μας. Τον κοίταξα για λίγες στιγμές, το πολύ-πολύ όπως βλέπεις ένα άσχημα χτυπημένο σκυλί, γύρισα τις πλάτες μου κι έφυγα. Στο σπίτι βρήκα τη μάνα μου να πλένει τα πιάτα και της είπα για τον τραυματία το Βασίλη.
--Και πως θα πάει τάχα;
--Πάει αυτός, δε θα ζήσει.
Η κυρά Σεβαστή, με την καρδιά της μάνας, άρχισε σαν να μοιρολογάει:
--Τον κακομοίρη, ποια μάνα και ποια αδελφή να τον περιμένουν.
--Τι;, για το Βασίλη κλαίς, που πήγε με τους Τούρκους να χτυπήσει τους δικούς μας; Δεν ντρέπεσαι!
Η μάνα μου, όμως, αδιαφορώντας για τα δικά μου «υψηλά πατριωτικά αισθήματα», εξακολουθούσε να μονολογεί: «Ποια μάνα και ποια αδελφή να τον περιμένουν τον άμοιρο».
Έφυγα αγαναχτισμένος με τη νοοτροπία της, αλλά όταν βρέθηκα μακριά, άρχισα ν’ αναρωτιέμαι: Εγώ σκέφτομαι σωστά ή η απλοϊκή μάνα μου;
Ήταν το πρώτο αλλά και το πιο δυνατό χτύπημα στον ηλίθιο σωβινισμό μου. Το θυμόμουν σ’ όλη μου τη ζωή το οδυνηρό αυτό μάθημα ανθρωπιάς.
Τούρκους δε βλέπαμε στα χωριά μας, στην Μπάγια (Κήποι Ζαγορίου) έμεινε κάποιος Μπεκήρ αγάς μ’ ένα λόχο, αλλά σε αδράνεια. Μόνο μια συμμορία Κουτσόβλαχοι με επικεφαλής κάποιον Βασίλη κι έναν που ‘λεγε πως είναι ανθυπολοχαγός, ο Τραγιάν. Τριγύριζαν οπλισμένοι και πλιατσικολογούσαν λίρες χρυσές και είδη ρουχισμού. Αντάρτες με επικεφαλής τον Καραγιώργη σε μια ενέδρα τους σκότωσαν και τους δυό.
Η μάνα μου από φόβο μ’ έστειλε με την οικογένεια του γιατρού Στεφάνου κι άλλους χωριανούς στα Τρίκαλα.
Ξεκινήσαμε. Το πρώτο βράδυ στο μοναστήρι στη Βουτσά. Το πρωϊ Γρεβενήτι, Τρίστενο, και περνώντας ένα πελώριο δάσος από ψηλές οξιές, τις Πολτσιές, το βράδυ στο Μέτσοβο. Εκεί για πρώτη φορά έβλεπα Έλληνες στρατιώτες και τους καμάρωνα. Μείναμε τέσσερις πέντε μέρες και μέσο Ζυγού, πάντα με τα πόδια, περνώντας το κατεβασμένο από τις βροχές ποτάμι Σαλαμπριά, εγώ στα καπούλια ενός αλόγου, φτάσαμε στα Τρίκαλα.
Εκεί σαν πρόσφυγες, μας δίναν μισή κουραμάνα ψωμί τη μέρα, πήγαινα το πρωί και έπαιρνα στην πλάτη μου το τσουβάλι με τις ζεστές κουραμάνες. Μείναμε μέχρι που έπεσε το Μπιζάνι και την άνοιξη γυρίσαμε στο χωριό. Θυμάμαι στο Ζυγό το χιόνι, καθώς είχαν ανοίξει δρόμο δεξιά κι αριστερά σαν τοίχος δυό μέτρα ύψος.
Βιαζόμουν να δω τα Γιάννενα λεύτερα και πήγα το γρηγορότερο.
Συνεχίσαμε τη δεύτερη τάξη του Γυμνασίου που είχαμε διακόψει, τέλειωσα την Τρίτη και την Τετάρτη τάξη και πήρα το απολυτήριό μου με λίαν καλώς.
Είχε έρθει κι ο πατέρας μου από τη Ρουμανία κι ο θείος μου ο Πέτσας από τη Μικρά Ασία και συζητούσαμε τι να σπουδάσω τώρα.
Εγώ ήθελα να γίνω μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος, με μάγευαν τα πειράματα που κάναμε στη φυσική, αλλά η Λιέγη, που ήθελα να πάω, είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς, άσε που τα οικονομικά του πατέρα μου δεν έφταναν. Ο θείος μου πρότεινε την Ανωτάτη Γεωπονική της Λάρισας, δεν το ήθελα.
Βρισκόταν στο χωριό για διακοπές ο Γιώργος ο Αθανασούλας, τριτοετής της Ιατρικής, και μ’ έπεισε να σπουδάσω γιατρός. Έτσι γράφτηκα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας.

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Εγώ αναρχικός, ή εσείς που δε σεβαστήκατε ούτε Σύνταγμα, ούτε Νόμους και κουβαλήσατε εδώ όλη την Ελλάδα;

Ο Πέτρος Αποστολίδης (1896-1988) γεννήθηκε στην Καλουτά Ζαγορίου της Ηπείρου. Τελείωσε τη Ζωσιμαία Σχολή στα Γιάννινα και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Υπηρέτησε στον Στρατό, ως έφεδρος ανθυπίατρος, τον τελευταίο χρόνο 1922-23, αιχμάλωτος των Τούρκων στο Γκαρνιζόν Ουσιάκ.
Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι όπου απέκτησε την ειδικότητα του δερματολόγου – αφροδισιολόγου.
Εργάστηκε στα Γιάννενα από το 1923 μέχρι το 1967 με ενδιάμεσες διακοπές.
Επιστρατευμένος γιατρός στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων 1939-1941.


Από το 1924 πήρε μέρος στους αγώνες της Αριστεράς, φυλακίστηκε και εξορίστηκε επανειλημμένα, την τελευταία φορά στη Γυάρο τον Απρίλιο του 1967.

Το 1944 εκλέχτηκε Δήμαρχος Ιωαννίνων(Δήμαρχος της απελευθέρωσης, μετά από την Γερμανική κατοχή – για λίγους μήνες από τον Δεκέμβριο 1944 μέχρι 26 Μαρτίου 1945) εκλεγμένος από τα εργατικά και επαγγελματικά σωματεία, εν απουσία του, ενώ ήταν όμηρος του ΕΔΕΣ στην Πρέβεζα.


Σε εξορίες από το 1945 μέχρι το 1950 (Λήμνος, Αη Στράτης, Ικαριά, Μακρόνησος) και ξανά τον Απρίλη 1967 στη Γυάρο.
Συνταξιοδοτήθηκε το 1969.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Αμπιντί Ιμπεχτσί για το 1983.
Έγραψε τις αναμνήσεις του (από τον πολυτάραχο περασμένο αιώνα) σε δυο τόμους Όσα Θυμάμαι 1900-1969 Α - Όσα Θυμάμαι Β 1900-1969 - που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος το 1981, 1983 αντίστοιχα)


(με όχημα το γλαφυρό λόγο του γιατρού Αποστολίδη θα θυμηθoύμε τα χρόνια 1967-1975, επι τη επετείω της ¨Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως(!) της 21ης Απριλίου" του 1967, πριν σαρανταδυό χρόνια, σαν νάταν χτές)





Πλησίαζε το Πάσχα του 67 και σαν πασχαλινό δώρο μας ήρθε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Περίμενα, αλλά δε μου ‘καναν την τιμή να με πιάσουν απ’ τους πρώτους, αυτούς τους μετέφεραν στην Πρέβεζα.
Έχασα την ευχαρίστηση να ξαναδώ τον Επίσκοπο Πρεβέζης, που τους επισκέφτηκε και τους μίλησε κατά τη μέθοδό του στο ΒΕΤΟ της Μακρονήσου.
Το Μεγάλο Σάββατο γύριζα από το φούρνο μ’ ένα χριστόψωμο στο χέρι.
Στην αυλή διευθυνόταν προς το ιατρείο ένας υπομοίραρχος κι ένας με πολιτικά, νόμισα ήταν πελάτες.
--Μια στιγμή, κύριοι, να δώσω το ψωμί πάνω κι έρχομαι.
Παίρνω το στενό διάδρομο δεξιά γύρω από την κουζίνα. Τρέχει από κοντά μου κι εκείνος με τα πολιτικά.
--Σας ζητούν μια στιγμή στην Ασφάλεια.
Κατάλαβα, ήρθε σκέφτηκα η στιγμή για νέο ταξίδι, φορώ την καπαρντίνα μου τον ακολουθώ.
Η Ασφάλεια στεγαζόταν στο μέγαρο Αδαμίδη, απέναντι απ’ το Άλσος. Μ’ έβαλαν στο γραφείο. Δίπλα είχαν αρκετούς άλλους.
Σε λίγο μας λένε να ειδοποιήσουμε τους δικούς μας να μας στείλουν ρούχα και κουβέρτες. Πάμε για ταξίδι, πιθανό Γυάρος.
Ήμασταν συγκεντρωμένοι στο δρόμο στην είσοδο και βλέπω να ‘ρχονται βιαστικές η Γεωργία, η κοπέλα που μας βοηθούσε, κουβαλώντας βαλίτσα και κουβέρτες, μαζί κι η Αθηνά. Την ενθάρρυνα, ήταν αναστατωμένη.
Μη φοβάσαι, γρήγορα θα γυρίσω και πάλι, μαθημένοι είμαστε εμείς από τέτοια.
Στο χέρι της κρατούσε πέντ’ έξι χιλιάρικα, είχα φύγει χωρίς λεφτά.
Πάω να πάρω μόνο ένα, «τ’ άλλα κρατήστε τα για τις ανάγκες σας» είπα, αλλά επεμβαίνει ο υπομοίραρχος που βρισκόταν δίπλα μου: «Κρατήστε τα, κύριε, δρόμο έχετε, μπορεί να σας χρειαστούν».
Ο άνθρωπος μιλούσε με συμπόνια στην έκφρασή του κι όπως παρατήρησα στη συνέχεια, η Χωροφυλακή δε φαινόταν να βλέπει ευχάριστα το νέο κύμα εκτοπίσεων. Άκουσα πάντως τη συμβουλή του και τα κράτησα.
Αποχαιρέτησα την Αθηνά και τη Γεωργία και ανέβηκα στο αυτοκίνητο.
Φτάσαμε νύχτα στην Ηγουμενίτσα. Μας επέτρεψαν και καθίσαμε στα καφενεία της παραλίας για καφέ. Περιμέναμε αρκετή ώρα, ήρθε το φέρι –μποτ και περάσαμε στην Κέρκυρα. Ήταν μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, ξημέρωνε Πάσχα και λίγος κόσμος στους δρόμους, οι πολλοί βρίσκονταν στη λειτουργία της Ανάστασης.
Γρήγορα - γρήγορα μας οδηγούν κοπάδι στις περίφημες μεσαιωνικές φυλακές από στενούς δρομάκους, για να μην βλέπει ο κόσμος.
Οι λιγοστοί που συναντούσαμε, γύριζαν με τις λαμπάδες τους αναμμένες και μας κοίταζαν περίεργα να διαβαίνουμε.
Φτάσαμε στις φυλακές. Εδώ κατά τον κανονισμό έπρεπε να παραδώσουμε όλα μας τα χρήματα και τα μικροπράγματα στο γραφείο, με απόδειξη όμως – όχι όπως στο ΒΕΤΟ του Τζανετάτου – και τις ζωστήρες και τις τιράντες ακόμα, μη μας κατεβεί η έμπνευση και κρεμαστούμε. Μας μοίρασαν στις διάφορες ακτίνες και σε μένα έλαχε να πάω στην απομόνωση που προορίζεται για τους βαρυποινίτες πάνω τσιμέντο, τοίχοι ψηλοί κι ένας φεγγίτης κοντά στο ταβάνι.

Το πρωί μας πήραν και μας έβαλαν όλους μαζί σε μία άλλη ακτίνα, μαζί μας και μερικούς Κερκυραίους, που ήταν για εκτόπιση. Κόντευε μεσημέρι και βγήκαμε στο προαύλιο για περίπατο.
Βλέπουμε τρία τέσσερα κορίτσια να σηκώνουν καλάθια και μπροστά ο Δήμαρχος της Κέρκυρας. (ΣΗΜ. Δήμαρχος Κερκυραίων ήταν τότε ο Σπύρος Ραθ, που παραιτήθηκε στις 26-7-1967 λόγω αντίθεσής του προς την δικτατορία)
Μπαίνουν στο προαύλιο, αποθέτουν τα καλάθια, τ’ ανοίγουν και προσφέρουν στον καθένα μας ένα χριστόψωμο κι ένα κόκκινο αυγό, μαζί με την ευχή: «Καλή Ανάσταση και γρήγορα λεύτεροι στα σπίτια σας»
Ήταν μια έκπληξη, μια απρόσμενη χειρονομία ανθρωπιάς.
Μπράβο Δήμαρχε, έδωσες ένα γερό χαστούκι στους ένοπλους φασουλήδες.

ΣΤΟ ΑΡΜΑΤΑΓΩΓΟ
(στη φωτογραφία το οχηματαγωγό Κρυσταλλίδης στο δρομολόγιο της άγονης γραμμής Κέρκυρα, Πρέβεζα, Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος, Κατάκωλο, Γυάρος - τον Απρίλη του 1967)

Ύστερα από τρεις τέσσερις μέρες μας επιστρέφουν τα μικροπράγματα που είχαμε παραδώσει και μας οδηγούν στην παραλία, όπου μας περίμενε ένα αρματαγωγό.
Ο βιβλιοπώλης Σάκης Κουμπλομάτης είχε παρουσιάσει αιματουρία, τον μεταφέραμε εκεί σε μια κουβέρτα και τον είχαμε ξαπλωμένο κάτω.
Πιο πέρα ήταν μερικοί αξιωματικοί, προχωρώ και απευθύνομαι σε κάποιον ταγματάρχη:
--Είμαι γιατρός και τούτος εδώ από χθες έχει αιματουρία, θα μας πεθάνει στο δρόμο. Νομίζω ότι είναι για Νοσοκομείο.
--Περιμείνατέ με εδώ, λέει και τραβάει προς τους ανωτέρους του.
Κάτι είπαν μεταξύ τους και γυρίζει:
--Τώρα δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Αλλά εκεί που θα πάτε θα’ χετε και Νοσοκομείο και γιατρούς.
Εμένα μου λες. Ευτυχώς η αιμορραγία σταμάτησε μόνη της σιγά σιγά.
Μας μπάζουν στο αρματαγωγό και ξεκινάμε.
Πιάνουμε Πρέβεζα, φορτώνουμε καμπόσους, Λευκάδα άλλους, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο κι όλο πληθαίνουμε.
Στο Κατάκωλο της Ηλείας καθυστερήσαμε αρκετά, ήταν πολλοί.
Άθελα έκανε στη σκέψη: «Μωρέ, δεν είμαστε εμείς κι εμείς, μαζί μας όλη η Ελλάδα. Πως μας έπιασαν στον ύπνο; Και τι έκανε η πολιτική μας ηγεσία; Κοιμόταν τον Επιμενίδειο;
Τώρα πια ήμαστε σαν σαρδέλες, το τεράστιο αμπάρι του αρματαγωγού είχε παραγεμίσει. Βρισκόμουν πλάι στο Σωμάκο, είχε πολλές κουβέρτες, μου δάνεισε μια και ξάπλωσα δίπλα του.
Το φοβερότερο όμως πράγμα ήταν το αποχωρητήριο.
Έπρεπε να μπεις σε μια γραμμή, δυο χιλιάδες άνθρωποι και τ’ αποχωρητήρια μόνο τέσσερα.
Η φρουρά με επικεφαλής ένα λοχία – τον γνώριζαν μερικοί, ήταν από τους Χίτες του Θησείου- βρήκαν τρόπο να διασκεδάσουν.
Περίμεναν δυο τρεις μπροστά στ’ αποχωροτήρια, άρπαζαν όποιον τους γουστάριζε, κατά προτίμηση νεαρούς, και τον ξυλοφόρτωναν άγρια. Πολλοί γύριζαν με μαυρισμένα μάτια.
Τότε έγινε κάτι που δεν περιμέναμε. Οι ναύτες βλέποντας αυτά αγανάκτησαν και παραπονέθηκαν στον Πλοίαρχο.
Φώναξε το λοχία, εκείνος του αντιμίλησε κι ο Πλοίαρχος του λέει: «Στο βαπόρι διοικώ εγώ κι απαγορεύω να κακοποιούνται οι άνθρωποι».
Καλεί τους ναύτες του να πάρουν τα όπλα και να επέμβουν στο παραμικρό.
Στη στιγμή σταμάτησαν οι βανδαλισμοί και κάποιος αξιωματικός του πλοίου χώθηκε ανάμεσά μας μοιράζοντας τσιγάρα και καραμέλες.
Κλεισμένοι μέσα στο αμπάρι, ακούγαμε μόνο τις μηχανές να δουλεύουν και δεν ξέραμε νύχτα είναι ή μέρα.
Αν τραβιόταν ο μουσαμάς, βλέπαμε κάνα κομμάτι ουρανού.
Κάποια στιγμή ριπές πολυβόλου στο κατάστρωμα. Τι συμβαίνει; Τίποτε.
Ο «γενναίος» λοχίας μας για να διασκεδάσει, έβαλε στο σημάδι τους γλάρους.
Καμιά φορά νιώθουμε το πλοίο να κάνει στροφή κι οι μηχανές σιγά - σιγά σταματούν.

ΣΤΗ ΓΥΑΡΟ
Σηκώνεται ο μουσαμάς κι ανοίγει σιγά σιγά η πόρτα. Κάποιος φωνάζει: Η Γυάρος!
Αντικρίζω πρασινάδα και χαίρομαι, περίμενα ξεραΐλα.
Όταν όμως πρόσεξα καλύτερα, η χαρά μου πήγε περίπατο. Το αρματαγωγό είχε φουντάρει στο μικρό όρμο που βρισκόταν το Νοσοκομείο και είχαν φυτεμένα εκεί κάτι κακτοειδή που απλώνουν στη γη σαν κισσός και συγκρατούν το χώμα. Μαζέψαμε τα πράγματά μας κι αρχίσαμε να βγαίνουμε.
Περνούσαμε ένα άνοιγμα μαντρότοιχου κι άλλος τραβούσε μπροστά, άλλος δεξιά, άλλος αριστερά, κανένας δε σου λεγε προς τα που να πας.
Πήρα μαζί μ’ άλλους κατεύθυνση προς τα δεξιά και σε κάποιο λοφίσκο μας σταματούν οι χωροφύλακες. Εκεί βρισκόταν αφημένες κάτω μερικές κωνικές σκηνές με τους πασσάλους τους, φτυάρια και σκαπάνες.
Χωριστήκαμε μόνοι μας σε ομάδες, πήραμε από μια σκηνή κι αρχίσαμε να στήνουμε. Στην ομάδα μου έτυχαν πιο πολλοί Κερκυραίοι.
Δύσκολα έμπαιναν πάσσαλοι, το έδαφος όλο πέτρα, αλλά τα καταφέραμε.
Ύστερα καθαρίσαμε από μέσα τις πέτρες, στρώσαμε κάτω αφάνες – κάτι αγκαθωτούς μικρούς θάμνους – από πάνω χαρτόνια από τα χαρτοκιβώτια μας και μετά τις κουβέρτες μας, ήταν σαν σομιές έτσι.
Το νερό. Η Γυάρος είναι ξερονήσι, το νερό το έφερνε υδροφόρο από τον Πειραιά. Κάτι πηγάδια, που ‘χαν ανοίξει οι παλιοί εξόριστοι, είχαν νερό υφάλμυρο, πινόταν, αλλά από την εγκατάλειψη ήταν γεμάτο ακαθαρσίες.
Εμείς βρήκαμε νερό καθαρό, οι πρώτοι, όμως, που είχαν φτάσει οι περισσότεροι απ’ την Αθήνα, βρήκαν τη μεγάλη δεξαμενή της φυλακής γεμάτη σκουπίδια, τους θαλάμους με ακαθαρσίες, και μέχρι να καθαρίσουν έπιναν νερό με πετρέλαιο, γιατί τους το φέρναν σε σιδερένια βαρέλια που μόλις είχαν αδειάσει το πετρέλαιο.
Ύστερα από δυό τρεις μέρες να κι ένα ελικόπτερο προσγειώνεται στην πλατεία μπροστά από τη φυλακή προς τη θάλασσα.
Οι Πατακός και Τοτόμης μας τιμούν με την υψηλή παρουσία τους.
Δεν μας χωρούσε, τόσες χιλιάδες που μας είχαν μαζέψει εκεί, το τεράστιο συγκρότημα των φυλακών, που οι παλιοί εξόριστοι είχαν κτίσει με αίμα και ιδρώτα – κάπου εκεί παραπέρα βρισκόταν κι ένα νεκροταφείο – γι’ αυτό στήσαμε σκηνές και στους γύρω λόφους.
Δεν ήξεραν τι να μας κάνουν και πώς να δικαιολογηθούν στον έξω κόσμο, γι’ αυτό και η «αγάπη» τους. Πέρασαν κι απ’ το δικό μας λόφο και μας μίλησαν.
Δεν ήξερα τα μούτρα τους να τους ξεχωρίσω, και το βραδάκι που ’πλενα τα πόδια μου στη θάλασσα με ρωτάει κάποιος Κρητικός δικηγόρος: «Ποιος σας μίλησε;»
Δεν ήξερα. «Ποιος από τους δυο έλεγε τα περισσότερα, αυτός ήταν ο Πατακός. Τον ξέρουμε από την Κρήτη, αυτός λέει τις μεγαλύτερες κοτσάνες».
Μας άρχισε ο Πατακός: «Τώρα που σας φέραμε δω, είδαμε ότι ήταν περιττό. Έφτανε ο Στρατιωτικός Νόμος, όμως, τέλος πάντων. Για να γυρίσετε στα σπίτια σας θέλουμε μια δήλωσή σας. Δε σας ζητάμε να αποκηρύξετε τα πολιτικά σας φρονήματα – πιστέψτε ό,τι θέλετε.
Εμείς ζητάμε να μας δηλώσετε ότι γυρίζοντας θα μένετε ήσυχοι και δε θα μπερδεύεστε στην πολιτική, τίποτε άλλο.
Βγαίνει μπροστά ο συμπατριώτης μου Τσακελίδης.
--Εγώ ζούσα ήσυχα και κοίταζα μονάχα τη δουλειά μου. Και για να μην παρεξηγηθώ, απόφευγα τις επισκέψεις σε φίλους μου που τους θεωρούσαν αριστερούς.
Γιατί λοιπόν με πιάσατε και με κουβαλήσατε δω χάμω;
--Φαίνεσαι που είσαι αναρχικός, είπε ο Πατακός.
--Εγώ αναρχικός; Έξαλλος ο Τσακελίδης, ή εσείς που δε σεβαστήκατε ούτε Σύνταγμα ούτε Νόμους και κουβαλήσατε εδώ όλη την Ελλάδα;
--Εδώ θ’ αφήσεις τα κόκαλά σου.
Και πραγματικά, έφυγε από τους τελευταίους.
Έκανα τότε τη σκέψη ότι η πρόταση αυτή ήταν παγίδα. «Δε δηλώνεις ότι θα καθίσεις ήσυχα; Καλά λοιπόν σε φέραμε στη Γυάρο».
Την άλλη μέρα για την ίδια δήλωση μας μίλησε κι ο διοικητής Συνταγματάρχης της Χωροφυλακής Γυάρου – σε λίγες μέρες τον μεταθέσανε.
Πολλοί τότε έτρεξαν να κάνουν δήλωση.
Εμφανίστηκαν όμως οι «υπερεπαναστάτες»: να μην κάνει κανείς!
Μόνο ο Ηλιού, καθώς άκουσα, τους είπε:
«Αφήστε αυτό τον κόσμο που χρόνια τώρα ταλαιπωρείται» - κι έβλεπες εκεί πατέρα και γιό ή δυο και τρία αδέρφια με κλειστά τα μαγαζιά που μόλις είχαν στήσει, με οικογένειες αφημένες στο έλεος του Θεού – «αφήστε τον να γυρίσει σπίτι του, μια που η δήλωση είναι κάπως λιγότερο ταπεινωτική».
Αλλά η Ασφάλεια, βλέποντας το κύμα των αθρόων δηλώσεων, ζητούσε τώρα και αποκήρυξη αρχών, κόμματος κ.τ.λ. όπως παλιά.
Υποψιάστηκαν μάλιστα, ότι το κόμμα έδωσε εντολή να υπογράψουν όλοι τις ανώδυνες δηλώσεις.
Οι αιώνιοι όμως στενοκέφαλοι κι αρτηριοσκληρωτικοί, όχι μόνον επέμεναν, αλλά και κυκλοφόρησαν την εντολή ν’ αποδοκιμάσουμε εκείνους που φεύγανε, τη στιγμή που θα μπαίνανε στο καράβι. Πως σκέφτονταν αυτοί οι άνθρωποι;
Να διώξουμε όλο αυτό το δικό μας κόσμο!
Κανένας όμως, κανένας απολύτως, δεν τους άκουσε κι έβλεπες το ωραίο θέαμα, δάσος τα μαντίλια πάνω στο καράβι που’ φευγε και δάσος τα μαντίλια από την παραλία ασφυκτικά γεμάτη και «στο καλό παιδιά, καλό ταξίδι, γεια σας, συναγωνιστές, γρήγορα και σεις κάτω, σας περιμένουμε»
Δεν ξέρω τι σκέψεις έκαναν οι υπερεπαναστάτες μας, οι χωροφύλακες όμως παρακολουθούσαν σιωπηλοί και κατάπληκτοι, σίγουρα θα περίμεναν κι αυτοί, όπως κι οι δογματικοί μας, γιουχαΐσματα. Τα άκρα συναντιόνται.

……………………….
Παπάς δεμένος γράφ’ και ξέγραφ’.
Σε ένα καλυβάκι μέναμε με τον Κώστα Μανωλάκη. Έναν εξαιρετικό νέο από τη Ρόδο. Οι πατριώτες του όλοι είχαν φύγει με δήλωση, είχε μείνει μονάχα αυτός ο φτωχότερος.
Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν λίγα χρόνια και στο σπίτι του – η σοδειά έρημη στα χωράφια – έμενε η γριά μάνα του και τα δυο παιδιά του
Ένα βράδυ μου λέει:
---Γιατρέ, σε θεωρώ σαν πατέρα και σου ζητώ τη γνώμη σου.
Στο σπίτι άφησα τη μάνα και τα παιδιά μου. Πως τα βολεύουν με τα χτήματα, ένας Θεός το ξέρει. Βρίσκομαι σε απελπισία, να κάνω δήλωση και να πάω να συμμαζέψω το διαλυμένο μου νοικοκυριό;
--Μανωλάκη μου, εσύ είσαι ένας απλός και τίμιος αγωνιστής. Με μένα το πράγμα κάπως διαφέρει, έτυχε να μου αναθέσουν κάποιο σημαντικό πόστο και μια δήλωση δική μου μπορεί να ΄χει ίσως κάποια επίδραση, μια δική σου όμως όχι τόσο.
Ύστερα όλοι ξέρουν πως παίρνονται αυτές οι δηλώσεις.
Ο Αλή Πασάς, έπιασε κάποιον παπά Σουλιώτη και τον υποχρέωσε να γράψει στους συμπατριώτες του να παραδοθούν. Τι να κάνει ο φουκαράς. Τους έστειλε γράμμα, αλλά σαν υστερόγραφο έγραφε: «Παπάς δεμένος γράφ’ και ξεγραφ΄»
Οι αγωνιστές δε χάνονται με δηλώσεις δια της βίας.
Υπόγραψε και σε λίγες μέρες έχανα τη συντροφιά μου. Έμενα μόνος στο σκυλοκάλυβο……



Η ψυχολογική μου κατάσταση
Δεν ήμουν πρωτάρης. Χρόνια είχα γευτεί τις εξορίες. Η τροφή εδώ ήταν ασύγκριτα καλύτερη, παίρναμε μερίδα στρατιώτη που ήταν αρκετή, τρώγαμε πότε πότε και κανένα φρούτο.
Η συμπεριφορά των χωροφυλάκων καλή, ούτε βρισιές ούτε αγγαρείες. Είχα και πάνω μου λεφτά. Όμως η εξορία της Γυάρου με πίεζε πολύ ψυχικά. Ήταν η κόπωση τόσα χρόνια φτιάσε – χάλασε δουλειά, οι απανωτές διώξεις και εξορίες, τα «κολέγιά μου»; Μήπως η πίκρα και η αγανάχτηση, που, μετά από τόσα και τόσα, καταντήσαμε αιχμάλωτοι τριών φασουλήδων; Η γιατί βρισκόμουν φυλακισμένος πάνω σ’ έναν ξερόβραχο, στη μέση του πελάγου, μακριά από τους ανθρώπους μου; Πάντως ένιωθα το ίδιο να είναι και για τους άλλους γύρω μου.
Η ζωή σιγά - σιγά οργανωνόταν. Φτιάχτηκε ραφείο, κουρείο, παπουτσίδικο και καθώς το κτίριο της φυλακής ήταν απέραντο, οργανώνονταν κρυφά διαλέξεις και θεατρικές παραστάσεις. Δίνονταν σ’ έναν από τους θαλάμους και γύρω – γύρω κρατούσαν τσίλιες. Με την εμφάνιση χωροφύλακα ή σε ύποπτη κίνηση διαλυόμαστε στη στιγμή κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Κάθε Κυριακή λειτουργία, δεν ήταν όμως υποχρεωτική η παρουσία σου. Κάποιος παπάς μας έφερε και μια κινηματογραφική ταινία από τα μοναστήρια του Αγίου όρους.
Το μεγάλο πανηγύρι ήταν οι ομιλίες του Παπαδόπουλου από το μεγάφωνο. Δε μας μάζευαν υποχρεωτικά, πηγαίναμε μόνοι μας. Έτσι που μιλούσε τσιριχτά και πετούσε τις ασύνταχτες κι ασυνάρτητες εκείνες κοτσάνες, γίνονταν πικάντικα και απρόοπτα σχόλια γύρω. Ήταν μια σπάνια ψυχαγωγία.
Όταν βρισκόμουν στις σκηνές, πήγαινα συχνά στον καταυλισμό που ‘μεναν ο εκλεκτός εκείνος άνθρωπος κι επιστήμονας, υφηγητής της Παιδιατρικής Γιώργος Σπηλιόπουλος, κι ο νομικός ο Αλέκος Σακελλαρόπουλος, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, για ν’ αλλάξω καμιά κουβέντα. Όταν αυτοί έφυγαν με μεταγωγή, γύρισα κι εγώ στο κτίριο των φυλακών.
Εδώ βρήκα μια ωραιότατη συντροφιά, το συγγραφέα ιστορικό Νίκο Ψυρούκη, το βουλευτή της ΕΔΑ Κατριβάνο και το χημικό από τη Θήβα Λουκά Αγγελίνα.
Φυλακή και Νοσοκομείο είχαν ηλεκτρικό φως όλη τη νύχτα – με ειδική μηχανή – και σουλατσάραμε στο διάδρομο μπροστά στην είσοδο συζητώντας πέρα απ’ τα μεσάνυχτα.
Σε λίγο παίρνουν μεταγωγή τον Κατριβάνο και φοβόμουν μη χάσω και τους άλλους. Φύγαμε όμως την ίδια μέρα μαζί με τον Ψυρούκη, ο Αγγελίνας αργότερα.
………………………………

Ένας παπάς αλλιώτικος
Ο παπάς που μας έστειλαν εδώ, δεν ήταν σαν τους άλλους. Καλλιεργημένος άνθρωπος, ευγενικός, κι έδειχνε κατανόηση για την περιπέτεια των εξόριστων. Πολλοί εκεί λέγαν «υποκρισία», το αποκλείω. Συζητούσε δεν έκανε κήρυγμα. Ήταν έξυπνος και καταλάβαινε ότι άνθρωποι, που αγωνίζονται και μαρτυρούν για ιδέες, δεν ακούν κηρύγματα.
Μια μέρα τον βρίσκω να κάθεται στην αμμουδιά. Συχνά συνήθιζε ν’ ανακατεύεται με τους εξόριστους και να κουβεντιάζει μαζί τους. Τον καλημερίζω, κάθομαι κοντά του και πιάνουμε κουβέντα.
--Επιτρέψτε μου, πάτερ. Συναναστρέφεστε κι είστε ευγενικός μαζί μας και σας ευχαριστούμε. Νομίζω ότι η αριστερή ιδεολογία, εσφαλμένα – δε λέω εσκεμμένα- έχει παρερμηνευθεί από τα ιερατείο. Αλλά αυτό τα’ αφήνω, άλλο ζήτημα. Θα σας πω όμως ειλικρινά τι σκεφτόμαστε για τον κλήρο.
Δεν είχαμε την απαίτηση η Εκκλησία να είναι με το μέρος μας, την περιμέναμε όμως τουλάχιστον ουδέτερη. Θέλαμε τον Αρχιεπίσκοπο να σηκώσει τα χέρια του και ναπέι: «Ε, εσείς, κι από δώ κι από κεί, σταματήστε να σκοτώνετε αδελφός τον αδελφό».
Τέτοια Εκκλησία και τέτοιον κλήρο, ποιος μπορεί να μην τιμάει και να μη σέβεται;»
Όμως πήγε ανοικτά με το μέρος των διωκτών και βασανιστών μας. Κι άκουγες τον παπά του ΒΕΤΟ της Μακρονήσου να φωνάζει από τα μεγάφωνα, παροτρύνοντας και δικαιολογώντας τους βασανιστές. Ή τον παλιό παπά στη Γυάρο – δεν είχα την τιμή να τον γνωρίσω-, που του παραπονούνταν οι εξόριστοι και του ΄δειχναν το συσσίτιο με τις σκουληκιασμένες φακές κι αυτός έλεγε: «Αχ, παιδάκια μου, εσείς μεν θα φάτε τας ωραίας φακάς, εμείς δε τους βρωμερούς ιχθείς».
Κι αναρωτιέμαι πάτερ: Πιστεύει στ’ αλήθεια η ιεραρχία μας ότι με τέτοια νοοτροπία και συμπεριφορά των αντιπροσώπων της γίνεται σεβαστή η Εκκλησία και η ίδια η θρησκεία, όχι από μας, που μας θεωρεί αντιπάλους της, αλλά και από τους φίλους της τους βασανιστές μας;
Έμεινε σκεπτικός χωρίς να πει λέξη. Ας αλλάξουμε θέμα σκέφτηκα.
--Κοιτάξτε, λέω, τους γλάρους, πως βουτάνε στο νερό σαν στούκας!
Σε λίγο με καληνύχτισε κι έφυγε.
Ο τελευταίος του λόγος από το μεγάφωνο ήταν πολύ ασυνήθιστος. «Φεύγω, είπε, φεύγω λυπημένος, γιατί έλπιζα να φύγουμε μαζί. Όμως εκεί που θα πάω, θα μιλήσω σ’ αυτιά που μπορούν να μ’ ακούσουν, θα μιλήσω για τον πόνο και τις στενοχώριες σας κι ελπίζω να μ’ ακούσουν».
Δεν ξέρω αν και που μίλησε, κι αν εκείνοι είχαν τρύπα στ’ αυτιά, όπως έλεγε ο Γιάννης ο Κατσιούρας από το χωριό μου, ξέρω όμως ότι για πρώτη φορά άκουγες ανθρώπινη κουβέντα από παπά στην εξορία.
Κάποια μέρα με καλούν επιτέλους να ετοιμάσω τα πράγματά μου για την επιστροφή. Αθήνα και συνέχεια λεωφορείο για τα Γιάννενα.
Τώρα τι κάνουμε; Η κατάσταση στην Ελλάδα μαύρη και σκοτεινή. Να συνεχίσω τη δουλειά μου; Οι καλοθελητές κι η Ασφάλεια δε θα μ’ άφηναν ήσυχο.
Είχα συμπληρώσει σαράντα χρόνια από επάγγελμα, υπόβαλα τα χαρτιά μου στο Ταμείο Συντάξεων Υγειονομικών κι έγινα συνταξιούχος.
Αργότερα πούλησα τμήμα από το οικόπεδο του σπιτιού μου, αγόρασα ένα δυάρι στην Αθήνα κι έτσι βρισκόμουν μακριά από τους «άσπονδους» φίλους μου των Γιαννίνων, αλλά προπαντός κοντά στο γιό μου, στη χαρά της Αθηνάς και στην οικογένειά μου. Ήταν το 1969.


ΠΗΓΕΣ 1) Όσα θυμάμαι 1900-1969 Α Γκαρνιζιόν Ουσιάκ 1922 -1923 Πέτρος Αποστολίδης – Εκδόσεις Κέδρος 1981.
2) Όσα θυμάμαι 1900-1969 Β Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 1900-1922 και 1923-1969 Πέτρος Αποστολίδης – Εδόσεις Κέδρος 1983.
3) Ιστοσελίδες, Ιστολόγια διαδυκτίου
4) Φωτογραφίες – Εφημερίδες.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Η ζωή είναι ένας δρόμος μ’ εμπόδια, ή τα περνάς ή πεθαίνεις. Ένας αγώνας, αλλά κι ένα μάθημα μαζί, με ποιόν τρόπο μπορεί να τη φτιάξουμε καλύτερη.
Οι μεγαλύτερες δυσκολίες είναι αυτές που έστησε ο ίδιος ο άνθρωπος, η απληστία του, το «δικό μου» κι όχι «δικό μας»
Η γενιά μου έζησε σε μια εποχή που ο λαός, ύστερα από την πάλη με τρεις κατακτητές, συνειδητοποίησε τα δικαιώματά του και δε δεχόταν πια να τον σέρνουν οι αφεντάδες του. Αυτοί με τους ξένους τον χτύπησαν – κι η σύγκρουση ήταν τρομερή.
Διάλεξα (γραφεί ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης) την πλευρά των αδικημένων.
Μπορούσα να είμαι με τους άλλους κι αυτοί πολύ το ζητούσαν, αλλά έτσι διάλεξα.
Ο καθένας ακολουθεί μια ιδεολογία, κάνει μια πολιτική.
Θέλω να πω: Αν βάλεις για σκοπό σου να κερδίσεις χρήματα και αξιώματα, δε χρειάζεται παρά λίγο μυαλό και μερικές ευκαιρίες για να πετύχεις.
Θα χρειασθεί όμως να πατήσεις σε πτώματα και να βουλώνεις τ’ αυτιά σου να μην ακούς το θρήνο.
Γύρω σου θα νοιώθεις να σε φοβούνται, καμιά όμως εκτίμηση και φιλία.
Δε θα νοιώθεις πουθενά ασφάλεια, θα φοβάσαι πιο πολύ εσύ κι έτσι θα γίνεσαι χειρότερος και σκληρότερος.
Αν όμως βάλεις για σκοπό να κάνεις τη δουλειά που ‘μαθες όσο γίνεται καλύτερα και να χαίρεσαι την προσφορά σου, την εκτίμηση και την αγάπη των γύρω σου, τότε κι ας μην έχεις χρήματα και οφίκια, θα κοιμάσαι χωρίς εφιάλτες.
Η συμπεριφορά σου αυτή μπορεί να ζημιώσει καμιά φορά τους προνομιούχους και να βρεθείς στη φυλακή. Όμως και στη φυλακή θα νοιώθεις ελεύθερος.
Τώρα αν με ρωτήσετε, τι θα ‘κανα αν γινόταν να ξαναζήσω τη ζωή μου, απαντώ αδίσταχτα: Θα ‘κανα πάλι τα ίδια. Είναι μεγάλη ευτυχία και ικανοποίηση να μην ντρέπεσαι τον εαυτό σου.

ΣΧΕΤΙΚΑ Τι μύριζε από το Παρίσι στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1969