Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Το Bella Ciao από έναν παπά



Una mattina mi son svegliato,
o bella, ciao! bella, ciao!
bella, ciao, ciao, ciao!
Una mattina mi son svegliato,
e ho trovato l'invasor.
O partigiano, portami via,
o bella, ciao! bella, ciao!
bella, ciao, ciao, ciao!
O partigiano, portami via,
ché mi sento di morir.
E se io muoio da partigiano,
o bella, ciao! bella, ciao! bella, ciao, ciao, ciao!
 E se io muoio da partigiano,
 tu mi devi seppellir.
E seppellire lassù in montagna,
o bella, ciao! bella, ciao!
 bella, ciao, ciao, ciao!
E seppellire lassù in montagna,
sotto l'ombra di un bel fior.
E le genti che passeranno,
o bella, ciao! bella, ciao!
 bella, ciao, ciao, ciao!
E le genti che passeranno,
Mi diranno «Che bel fior!»
«È questo il fiore del partigiano»,
 o bella, ciao! bella, ciao!
bella, ciao, ciao, ciao!
«È questo il fiore del partigiano,
morto per la libertà!»

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Εορταστική Χριστουγεννιάτικη Αθήνα του 1960



(Άρθρο του Κώστα Μπαλάφα στο ένθετο Επτά Ημέρες της Καθημερινής – ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ βουνά στο σχήμα του ουρανού (22 Μαίου 2005) -  με τίτλο « Ειν’ η πατρίδα μας …»  

Τα Τζουμέρκα είναι μια γη ματωμένη και περήφανη, με έναν λαό ίδια σκληρό, ζυμωμένο με τη στρουρνανόπετρα της γης που τον γέννησε, φιλόξενο και φιλότιμο, γεμάτο ειλικρίνεια, που ορκίζεται και τιμά τη φιλία και το ψωμί.
Οι γυναίκες του, ίσιες με τους άνδρες στην πάλη της ζωής, είναι μανάδες στοργικές, που μοχθούν ολημερίς με την πέτρινη μοίρα τους, καλλιεργώντας τη στέρφα γη, κι άλλοτε, νύχτα, βιαστικά ζαλικωμένες τη λιγοστή πραμάτεια, τρέχουν να βρεθούν χαράματα στην αγορά, για να στηρίξουν οικογένεια και να σπουδάσουν παιδιά. Στον αγώνα τους για τα απαραίτητα, σκυμμένες στη δουλειά, στύβουν, θαρρείς, στα δυο τους χέρια το λιγοστό χώμα και το ποτίζουν με ιδρώτα για να το κάμουν να καρπίσει – όπως τόσο παραστατικά, μιλάει ο ποιητής του τόπου μας Γιώργος Κοτζιούλας:
Φτωχά χωράφια βολεμένα σε πεζούλια
κι άπιαστες γίδες που κρέμονται σε γκρεμούς
αυτήν είν’ η πατρίδα μας, μα η πούλια
δε λάμπει πιο καθαρά σ’ άλλους ουρανούς
Κι όταν οι περιστάσεις κρίθηκαν δύσκολες για τον τόπο, και πάλι οι κάτοικοι αυτής της γης πρώτοι ξεσηκώθηκαν και θυσιάστηκαν για την πατρίδα, με την ελπίδα πως θα άλλαζαν και τη δική τους μοίρα, για να ξαναθυμηθούμε και πάλι τα λόγια του Κοτζιούλα:
Πεθάνατε γι’ αυτό της γης μας το κομμάτι
Για της πατρίδας ακέρια την τιμή
Κι ακόμα για το δίκιο το Άγιο του χωριάτη
Για της φτωχολογιάς τ’ ατίμητο ψωμί
Στον τόπο τον δικό μας, μείναμε με βούλες
Στην τρυπημένη σας μανδύα εδώ και εκεί
Θα σας σκεπάσουν με τη χλόη τους οι ραχούλες
Και θα σας κλαιν με τη φλογέρα οι πιστικοί
Αυτός ο κόσμος του μόχθου και της στέρησης είχε το κουράγιο να αγωνιστεί εκεί και να κρατήσει στον τόπο τη ζωή, κι ακόμα να ανδρώσει οικογένειες με τις μητριαρχικές αρετές της φυλής που δίκαια χάρισαν στην Ήπειρο το ζηλευτό επίθετο «εύανδρος».
Είναι σκληρός αυτός ο τόπος και κακοτράχαλος σπαρμένος από πέτρες με ονόματα και ιστορία.
Όλος πέτρα και πόνο είναι αυτός ο τόπος.
Πέτρα που δίδαξε ο Πατρο–Κοσμάς.
Πέτρα που ο Κατσαντώνης αγνάντευε κατά τα Γιάννινα τα φουσάτα του Βέλη-Γκέκα.
Πέτρες του Σέλτσου και του Σταυρού, ταμπούρια απ΄ τα απομεινάρια των Σουλιωτών.
Πέτρες που ακόμα ανασαίνουν τον πόνο της θυσίας και το μεγαλείο της φυλής να μην αναγνωρίζει δικαίωμα στους τρανούς να πατούν τον αδύνατο, να υπερασπίζει τα όσια και ιερά που συνθέτουν την ουσία του Ελληνισμού.
Όσο μας τυραννάει ο τόπος όπου πρωτοείδαμε το φως του ήλιου, τόσο πιο πολύ τον αγαπάμε. Γι’ αυτό κι όλοι μαζευόμαστε εδώ, σε χρονιάρες μέρες, για να ανταμώσουμε απ’ τον καιρό που μας σκορπίσανε οι ανάγκες του βιοπορισμού και να τιμήσουμε τον τόπο απ’ όπου ξεκινήσαμε αναζητώντας την προκοπή.
Είναι χρέος και άγραφος νόμος σ’ όλους εμάς τους ξενιτεμένους να τιμούμε εκείνους που βρήκαν το κουράγιο να παλέψουν με τις τόσες δυσκολίες και να μείνουν στα χωριά τα σκαρφαλωμένα στα ριζοβούνια, τα ξακουστά κι από παλιά ονομαστά για τους Αγώνες τους Τζουμέρκα. 

Αλλες φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα 
 (Στις 6 Δεκεμβρίου 1944 ο Άρης Βελουχιώτης με τον Στέφανο Σαράφη μέσω Περάματος και των οδών Ανεξαρτησίας – Αβέρωφ φθάνουν στην κεντρική πλατεία των Ιωαννίνων, όπου τους γίνεται αποθεωτική υποδοχή.
Οι δυνάμεις του Ζέρβα με τη βοήθεια αγγλικών πλοίων από Ηγουμενίτσα και Πρέβεζα καταφεύγουν στην Κέρκυρα.)