Ώ |
ρες σαν κι αυτές, με το σφίξιμο στο στομάχι και αυτή την παράξενη μελαγχολία που αφήνει η απώλεια ενός δικού σου ανθρώπου που κι αν δεν ήταν ο προσωπικός φίλος υπήρξε κάτι μεγαλύτερο και ευρύτερο, ένας ‘διδάσκαλος στην ατραπό’, τούτες τις ώρες λέω, δεν μπορείς και δεν πρέπει να πεις πολλά. Χιλιάδες πράγματα γίνονται μέσα σου, μια περιδίνηση, μια αναστάτωση, όπως όταν μετακομίζεις και γίνεται ένας μικρός χαλασμός, πρέπει να φύγεις από κάπου που γνώριζες και οδεύεις προς κάτι που δεν ξέρεις… από το οικείο στο ανοίκειο… και κάτι βαθύτερο, από το ιερό στο ανίερο… και αίφνης χωρίς προστάτη, χωρίς παραστάτη, χωρίς συνοδοιπόρο… και αίφνης χωρίς τον στέρεο και έμπεδο στοχασμό ενός γίγαντα που ήταν όμως προσηνής, ενός πρωτοπόρου που όμως σου προσέφερε το χέρι για να τον προσεγγίσεις, ενός ζεστού ανθρώπου με χαμόγελο που όμως δεν πρέπει να σε ξεγελά. Γιατί μέσα σ’αυτό το ζεστό πλατύ χαμόγελο υπήρχε και πίκρα και απογοήτευση τολμώ να πω και μαρασμός.
Και τα ισορροπούσε όλα αυτό το φωτεινό, ανήσυχο βλέμμα. Το βλέμμα είναι η ταυτότητα και το έμπυρο ανάγλυφο αποτύπωμά μας στα πράγματα και στους ανθρώπους. Το βλέμμα είναι το αρχέγονο λίκνο και ο γενέθλιος καημός μας. Το βλέμμα είναι ο οικοδεσπότης και ο απαιτητικός διδάσκαλος. Αυτό επιθεωρεί, αυτό επιβλέπει, αυτό δέχεται ή αρνείται, αυτό συγκατατίθεται, αυτό σφαλίζει και απορρίπτει τον έξω κόσμο.
Ποτέ του δεν μας αρνήθηκε το βλέμμα ο καθηγητής Γιανναράς. Ποτέ του δεν πήρε την απόφαση να αρνηθεί τον κόσμο της χονδροειδούς ύλης, τον κόσμο της απάτης και αυταπάτης, τον κόσμο των ειδώλων για να αποσυρθεί στην ασφάλεια των μελετημάτων και των διανοημάτων του… γιατί ο αληθινός διδάσκαλος δεν λησμονεί να επιστρέψει στο σκοτεινό σπήλαιο για να προσφέρει τον αφυπνισμένο εαυτό του στους –πνευματικά- αλυσοδεμένους συνανθρώπους του. Με όποιο κόστος, με κάθε τίμημα…
Θα σε θυμάμαι πάντα και θα σε μνημονεύω Χρ. Γιανναρά…