υμάμαι
ακόμη εκείνη την παγωμένη ημέρα στο ορεινό χωριό στα νότια της
Αρκαδίας. Είχε προκύψει μια επείγουσα υψομέτρηση και αποτύπωση μιας
χάραξης οδοποιίας που είχε προβλήματα. Κι έπρεπε να γίνει αυθημερόν.
Ξεκινήσαμε νύχτα από το γραφείο για να φτάσουμε ξημέρωμα στο χωριό. Και
πιάσαμε δουλειά αμέσως. Αρχίσαμε από ψηλά, ο συνάδελφός μου κι εγώ και
κατεβαίναμε τον φιδωτό δρόμο. Στόχος ως το τέλος της μέρας να έχουμε
φτάσει εκεί που η χάραξη συναντούσε το δημόσιο δρόμο. Κάπου στη μέση της
διαδρομής, υπήρχε ένα μικρό χωριό. Έρημο, σχεδόν
εγκαταλελειμμένο. Αναζητήσαμε κάποιο καφενείο για λίγο νερό και κάτι να
φάμε και μας υποδέχθηκε ένας γέροντας που καθόταν σε ένα παγκάκι κάτω
από έναν θεόρατο πλάτανο.
Η
σκηνή ήταν για κινηματογράφηση. Ένας μοναχικός υπέργηρος κάτοικος ενός
χωριού – φαντάσματος που καθόταν στο παγκάκι μέσα στο κρύο. Τον πλησίασα
κουβαλώντας το όργανο και κάποια εργαλεία. Δίπλα μου ήταν ο συνάδελφος
με τον τρίποδα και το ακόντιο.
«Γεια σας», του είπα και μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Ήρθατε
για το δρόμο ε;», με ρώτησε και σηκώθηκε. «Πάμε στο σπίτι, να δείτε τη
γυναίκα», μου είπε μετά και κοίταξα με νόημα το φίλο μου.
«Λίγο νερό θα θέλαμε μόνο και θα συνεχίσουμε, πρέπει να τελειώσουμε απόψε και…»
«Πάμε, πάμε», είπε και ήδη είχε προηγηθεί.
Τον
ακολουθήσαμε. Προσπέρασε δυο τρία σπίτια κι άνοιξε μια παμπάλαια πόρτα
και μπήκε στο δικό του. Στο ζεστό εσωτερικό με το τζάκι αναμμένο νιώσαμε
να ξαναβρίσκουμε την επαφή με τον εαυτό μας. Είχαμε ξεπαγιάσει τόσες
ώρες στο βουνό και δεν το είχαμε αντιληφθεί.
Η κυρά του εμφανίστηκε αμέσως. Μας είχε δει να ερχόμαστε και έφερε ένα δίσκο με κρασί και μεζέδες.
«Μην
πιούμε πολύ, έχουμε άλλο τόσο ως κάτω», είπα αλλά το κρασί ήταν υπέροχο
και οι μεζέδες οι νοστιμότεροι που είχα δοκιμάσει στη ζωή μου.
Με
το κρασί και το κρέας δεν υπάρχει τίποτε ιδανικότερο από μια ωραία
συζήτηση. Αποφασίσαμε να μην βιαστούμε τελικά. Το κρύο συνηγορούσε σε
μια τέτοια απόφαση. Ήξερα το φίλο μου. Λίγο ακόμη και θα τον έπαιρνε
πάνω στο τραπέζι. Εγώ όμως ήθελα να μιλήσω με τους μοναχικούς αυτούς
ανθρώπους που τους έβλεπα σαν ακρίτες, σαν φύλακες ενός συνοριακού,
μακρινού φυλακίου.
Το
κρασί κατέβαινε εύκολα και η συζήτηση σε λίγο πήρε τις μόνες διαστάσεις
που αξίζουν. Αυτές της εξομολόγησης. Το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν είχε
αφήσει ποτέ το χωριό για να πάει οπουδήποτε. Όλη τους τη ζωή είχαν
ξοδέψει στο μικρό χωριό τους βλέποντας τα ίδια δέντρα, τους ίδιους
ανθρώπους, τις ίδιες εικόνες με την αδιάκοπη εναλλαγή αμέτρητων εποχών.
«Κάποτε
είχαμε σχολείο εδώ, παιδιά, φασαρία… ίσαμε 600 ψυχές… σήμερα, να, όσους
μετράς εδώ…» είπε ο άντρας και χαμογέλασε πικρά. Η γυναίκα του δεν
μιλούσε. Σιωπηλή κοιτούσε τη φωτιά και πότε πότε άλλαζε το κρασί ή μας
ρωτούσε αν θέλαμε και κάτι άλλο.
Ο φίλος μου δεν άντεξε και κούρνιασε στο μπαουλοντίβανο. Σε δευτερόλεπτα άκουγα το ροχαλητό του.
«Και είσαστε μαζί… όλα αυτά τα χρόνια…» είπα.
«Εξήντα χρόνια!», μίλησε για πρώτη φορά η γυναίκα προλαβαίνοντας τον άντρα της.
«Εξήντα δυο», τη διόρθωσε εκείνος.
Σοκαρίστηκα όταν άκουσα το νούμερο.
«Εδώ, πάντα μαζί…»
«Και μη τη βλέπεις έτσι… κι εμένα… ούτε να με φτύσεις δεν είμαι, έ;», μου είπε ο γέροντας και γέλασε. «Αυτήν όμως… αυτήν έπρεπε να δεις… αυτήν… πως ήταν τότε… πώς κατέβαινε ο
λαιμός της…», είπε με μια αποστροφή όχι μονάχα ποιητική αλλά και εξόχως
αισθαντική… αυτό το ‘κατέβαινε’ είχε μέσα του την πιο ‘γλυπτική’
περιγραφή που είχα ακούσει. Και τον έκανε για λίγο να σαστίσει καθώς
ταξίδεψε σε κείνη την εικόνα που τον αναστάτωνε.
«Χαραμίστηκε μαζί μου… αυτό σου λέω…»
Χαραμίστηκε… η λέξη κόλλησε στο κεφάλι μου.
Η γηραιά οικοδέσποινα δεν μιλούσε.
«Μα όμως δεν ήταν αλλιώς να γίνει», είπε ξαφνικά.
Την κοίταξα με μεγάλη προσοχή.
«Τι θέλετε να πείτε;», τη ρώτησα και το μετάνιωσα. Είχα γίνει αδιάκριτος.
«Η ευθύνη… αυτή να… τα σκέπασε όλα…» είπε η γερόντισσα και αισθάνθηκα ένα ρίγος.
«Η ευθύνη;»
«Πώς
ο ένας να ξυπνήσει και ο άλλος να μην τον νιώθει δίπλα του; Πώς εκείνος
να φύγει και μέχρι να πάει στη γωνιά να μην με σκεφτεί εμένα; Πώς
αυτός να μπορεί να φύγει αλλά να μένει;»
Είχα
σταματήσει να τρώω και να πίνω και απλά την άκουγα. Ο σύζυγός της
νομίζω είχε αυτή την υγρασία στα μάτια που επιτρέπουν οι μεγάλοι άντρες
στον εαυτό τους χωρίς να ντρέπονται.
Η γυναίκα ήθελε να πει. Ήθελε να μιλήσει. Ήθελε να ακουστούν όσα είχε αποθησαυρίσει ως πανάκριβη σοφία ζωής.
«Κι
αν δεν είχαμε το διάολο μέσα μας; Όμως… αυτό λέω… κι ας μ’ακούσουνε τα
ροκανίδια… να μην περάσει ο ήλιος μια μέρα και να σκοτεινιάσει χωρίς
ν’ακούσω τη φωνή του… λέω θα έχω την ευθύνη εγώ… γιατί δεν γίνεται αλλιώς… τον δρόμο δεν αντέχεις να
τον ανεβείς αλλιώς…», είπε την τελευταία της φράση και γύρισε για
μοναδική φορά και με κοίταξε… Για μια στιγμή είχε ακινητοποιηθεί ο
χρόνος, είχαν σωπάσει όλα και άκουγα την ανάσα μου βαριά και το αίμα να
βροντάει στις φλέβες μου. Το σκηνικό ολόγυρά μου είχε εξαφανιστεί και
ένιωθα πίεση στ’αυτιά μου καθώς οι λέξεις χώνονταν μέσα μου μια μια και
με πονούσαν… με πονούσαν όμορφα όμως…
«Άντε,
να φέρω κανά μεζέ ακόμα», είπε ύστερα και το σκηνικό ξανάγινε αυτό που
ήταν μονομιάς κι εγώ πέρασα σε φάση αποσυμπίεσης… Συνήλθα, ξύπνησα τον
συνάδελφό μου, ευχαριστήσαμε τους ανθρώπους για την θεσπέσια φιλοξενία
και βγήκαμε ξανά στο απογευματινό ψύχος να συνεχίσουμε απρόθυμα τη
δουλειά.
«Τι λέγατε τόση ώρα;», μου είπε κάποια στιγμή ενώ χασμουριόταν μεγαλοπρεπώς.
«Διάφορα»,
είπα για ν’αποφύγω την απάντηση και περπατούσα επηρεασμένος βαθιά από
όσα είχα ακούσει, όσα είχα νιώσει και δούλευαν ήδη μέσα μου.
«Που
τη βρίσκεις την όρεξη για πάρλα ρε φίλε;», μου είπε ξανά κάποια στιγμή.
«Εγώ ευχαρίστως θα κοιμόμουν ως το βράδυ σε αυτή τη ζέστη… δίπλα στο
τζάκι… φαί, πιοτί… τέλεια ήταν»
Δεν είπαμε άλλα. Ριχτήκαμε στη δουλειά καθώς είχαμε αργήσει. Μας πήρε το βράδυ για να ολοκληρώσουμε όλη τη χάραξη.
Και
όταν γυρίσαμε μετά από ώρες κατάκοποι στην Αθήνα, έτρεξα στο σπίτι,
παράτησα τη τσάντα μου στο κρεβάτι, άνοιξα το σημειωματάριο για να
αποτυπώσω κάποιες σκέψεις που με τυραννούσαν. Ό,τι προλάβαινα, ό,τι
κατάφερνα να σώσω…
Σχετιζόμαστε…
Το ότι σχετιζόμαστε… Οι σχέσεις… Το μεγάλο αίνιγμα, το μεγάλο σκάνδαλο
και μαζί το μεγάλο θαύμα… Τι μεταβολίζει το δηλητήριο σε δροσερό νερό;
Και το αντίστροφο… ποια είναι η απάντηση; Πώς ο μοναχικός αχνίζοντας
εαυτός επιτρέπει την κοινωνία με τον άλλο; Πέρα απ’την απόλαυση, πέρα
απ’τις ηδονές, πέρα απ’τις χαρές και τις λύπες… πώς αντέχεται τούτη η
δοκιμασία για 20 ή 30 ή 60 χρόνια;
Το
ότι επιβιώνουμε, το ότι λαχταράμε αυτή την περιπέτεια που φτάνει ως την
εξόντωση και το ότι μέσα από αυτή αποκτούμε ίσως, αν είμαστε τυχεροί
και ικανοί, την μέγιστη αρετή από όλες: να γίνουμε όντα ευθύνης…
φωτο: http://e-parembasis.blogspot.gr/