Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Νοεμβρίου 05, 2024

Κόκκινες καρέκλες

 

 

Τ

ο ξέρω πια… το νιώθω… όλο μου το είναι το φιλοξενεί σαν ξενιστής που έχει καταληφθεί από μια βρόμικη ανάσα… αυτό που ένιωθες κι εσύ… κι ας μην το εξέφραζες πια… ειδικά τα τελευταία χρόνια… γιατί από ένα σημείο και μετά πέρασες μέσα στο μεγάλο σύμπαν της σιωπής… δεν είχες κάτι άλλο πια να φωνάξεις, δεν είχες κάτι για να διαμαρτυρηθείς… όλη σου η αγωνία, όλος σου ο σπαραγμός έγινε τούτο που νιώθω κι εγώ… αμηχανία… υπόρρητο ‘γιατί’ που δεν έχει απάντηση, που δεν θα έχει ποτέ του απάντηση…

Το νιώθω και όταν με τυλίγει είναι σαν να αγκαλιαζόμαστε… όπως εκείνες τις τελευταίες φοβερές ημέρες πριν πάρεις το στερνό μονοπάτι προς το Μεγάλο Άγνωστο… όπως εκείνο το στερνό πρωινό που μας αγκάλιασε ο πυρετός… το νιώθω και σαν με τυλίγει δεν έχω μονάχα το ρίγος της Ύπαρξης αλλά και της Ανυπαρξίας που κάνει την ψυχή να δυσφορεί ή να αναζητά το χαμένο της σπίτι… τη γενέθλια μήτρα της…

Η αγκαλιά τούτη είναι μια παρηγοριά κι ας έχει φόβο και ανασφάλεια και αγωνία… ναι, αγωνία… σαν ένα απέραντο σκοτεινό σεντόνι που σκεπάζει όλα τα στερεώματα… κάποιες φορές όταν σε κοιτούσα αναρωτιόμουν πώς να είναι να ζεις κάτω απ’το δικό σου στερέωμα… τότε δεν μπορούσα να απαντήσω… τότε δεν ήθελα και δεν τολμούσα να απαντήσω… ούτε τώρα το γνωρίζω ως τα βαθύτερα του είναι μου… μα έχω την ποιότητα και την ανάσα αυτού του βιώματος που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε απ’όσα έχω νιώσει στη ζωή μου…

Πρόσφατα βρέθηκα σε κείνο το γνωστό χώρο που οι δυο μας επισκεπτόμασταν τόσο συχνά τα τελευταία χρόνια… είδα τις καρέκλες άδειες… εκείνες τις κόκκινες καρέκλες… όμως ξαφνικά σα να διέκρινα τη φιγούρα σου… καθόσουν εκεί, όπως πάντα και γύρισες το κεφάλι… με είδες και μου χαμογέλασες… μέσα απ’την αγωνία σου… όπως πάντα… αυτή η αγωνία τα γέννησε όλα και τα κατάπιε όλα…

Σε κοιτάζω ίσια στα μάτια τώρα αδελφέ μου και πάλι δεν τολμώ να πιστέψω ακόμα ότι έχω μάτια και βλέμμα αλλά όχι εσένα…

Κι από το θάρρος τούτο που σιγά σιγά ξεθυμαίνει με το πέρασμα των ημερών και των χρόνων, δεν έχει σηκωθεί ακόμη αυτός ο άνθρωπος που θα μπορέσει να αρθρώσει ολόκληρο το λόγο… όχι ακόμη… κι αν δεν προλάβει να το πράξει, τούτο θα είναι γιατί δεν είχε ποτέ τη δύναμη… και την ανδρεία και το κουράγιο…

Αναζητώ κουράγιο από σένα… όπως σε βλέπω καθισμένο σε κείνη την καρέκλα να με κοιτάς με την ψυχή στα όμορφά σου μάτια…

Κι ακόμα αντλώ κι ακόμα δεν μου φτάνει…

 

Πέμπτη, Οκτωβρίου 03, 2024

Το να είσαι ευτυχισμένος είναι μια πράξη τρέλας!

 


Έ
νας από τους πιο κρυφούς και αθέατους εσωτερικούς μηχανισμούς άμυνας που διαθέτουμε είναι η αντίσταση στη… χαρά! Θα έλεγε κανείς πως αυτό μοιάζει ταυτόσημο με την αντίσταση στην ίδια τη ζωή. Ή πως έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το ένστικτο της επιβίωσης. Κι όμως δεν είναι έτσι. Και δεν έρχεται σε αντίθεση με τίποτε. Η χαρά έρχεται σε αντίθεση με την εγγενή ροπή του οργανισμού, όλου του είναι προς την επιβίωση!
Παραδέχομαι πως το θέμα αυτό ενέχει αρκετές παραδοξότητες επειδή ακριβώς βιο-φιλοσοφικά ‘μαθαίνουμε’ από νέοι να αναζητούμε τη χαρά, την ευδαιμονία, το ευζήν… Με τι όρους όμως; Με ποιες ορίζουσες; Εκεί ακριβώς θα συναντήσει κάποιος αργά ή γρήγορα, θέλει δεν θέλει, τούτο το μηχανισμό και είναι βέβαιο πως στην αρχή δεν θα τον αναγνωρίσει, δεν τον περιλαμβάνει στον προγραμματισμό του, δεν τον περιέχει το λεξιλόγιό του. Όμως κάποια στιγμή, ο ίδιος ο μηχανισμός αποκαλύπτεται σε όλο του το… μοχθηρό μεγαλείο και μάλιστα ανάγλυφα. Καθώς είναι ένας ακόμη μηχανισμός διατήρησης. Ένα ακόμη ‘λογισμικό’ που προσωπικά τοποθετώ στη χωρία των ελιγμών επιβίωσης. Η χαρά δεν είναι ελιγμός επιβίωσης. Ούτε η θλίψη. Η χαρά είναι απόπειρα καταστροφής του λογισμικού. Είναι υπέρβαση, είναι μια πράξη τρέλας.
Η πρωτογενής ένσταση είναι πως όταν είμαστε ‘καλά’, όταν είμαστε ‘ευτυχείς’ είμαστε και υγιείς. Όταν νιώθουμε καλά τότε η ζωή μοιάζει όμορφη, τα προβλήματα ξεπερνιούνται, όλα λύνονται, όλα βαίνουν καλώς… Αυτή βέβαια είναι μια ‘καλολογική’ ψευδαίσθηση, ένας ευφημισμός, ένα βάπτισμα του κρέατος σε ψάρι… Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε σχεδόν για τίποτε… άρα μπορούμε κάλλιστα να προσποιηθούμε ότι κάνουμε τα πάντα για τα πάντα… το αποτέλεσμα είναι το ίδιο… θεωρούμε όμως ότι έχουμε πάρει έναν άλλο δρόμο, ότι ‘ζούμε τη στιγμή’ κατά το ελεεινολόγημα του συρμού, έχουμε τον έλεγχο όσων μας συμβαίνουν ή ακόμα χειρότερα και με ύψιστη οίηση και άθλια ύβρη οντολογικών διαστάσεων, ‘εμείς φτιάχνουμε τη μοίρα μας’… Λες και η Ειμαρμένη, η Μοίρα ή το Πεπρωμένο δίνει δεκάρα αν πιστεύουμε πως έχουμε την παραμικρή επιρροή στις συμπαντικές του καθολικές δράσεις… έστω…
Οι χριστιανοί ασκητές, οι ‘αθλητές της ερήμου’, οι αναζητητές της Αλήθειας, οι ανατολίτες αναχωρητές, οι πρίγκιπες της μοναξιάς, μέσα από τις αναρίθμητες καθημέριες μάχες τους ενάντια σε οτιδήποτε εναντιώνεται στην Αναλογία, το Εν, τον Άχρονο, την Ισορροπία, την Αρμονία, το Αχανές –όπως κι αν το ονομάζουν οι παραδόσεις και τα θρησκευτικά σχήματα- διέτρεξαν όλες αυτές τις διαδρομές, χαρτογράφησαν όλες τις επικίνδυνες περιοχές, πέρασαν αμέτρητες νύχτες και μέρες σε κοιλάδες θλίψης και υψώθηκαν σε κορυφές απροσμέτρητης μοναξιάς από όπου η θέαση των ανθρωπίνων προκαλεί ίλιγγο… ούτε χαρά, ούτε λύπη… δέος, τρόμο και σιωπή… Οι περισσότεροι από τους λεγόμενους ‘φυσιολογικούς’ ή ‘κανονικούς’ ανθρώπους δεν μπορούν ούτε να διανοηθούν το εύρος και τη δύναμη αυτών των τρομακτικών εμπειρώσεων και δεν ενδιαφέρονται άλλωστε. Οι ελάχιστοι τολμητίες μπαίνουν στο στίβο και εξέρχονται σχεδόν αυτοστιγμεί. Καθώς το άθλημα ετούτο δεν σε εξαντλεί απλώς. Σε εξοντώνει, κυριολεκτικά. Βιολογικά και πνευματικά. Γι αυτό και δεν περιλαμβάνεται στο ‘default’ πακέτο προγραμματισμού με το οποίο είμαστε εφοδιασμένοι ερχόμενοι στο φως των αισθητών πραγμάτων. Πάει να πει όταν εξερχόμαστε στον κόσμο της χονδροειδούς ύλης κλαίοντες ενώ ολόγυρα επικρατεί ένας περίπου ανεξήγητος ενθουσιασμός.
Γνωρίζουμε όμως κάποιους ανθρώπους που το επιχείρησαν και πραγμάτωσαν κάτι, έφτασαν κάπου, ‘είδαν’ πράγματα και τα κατάφεραν να επιστρέψουν… έγραψαν γι αυτά, μίλησαν γι αυτά… συνήθως ψιθυριστά και σε ανθρώπους απόλυτης εμπιστοσύνης… αν διαβάσουμε προσεκτικά κάποιους ποιητές, πίσω από τις γραμμές και τους στίχους, πίσω από τις λέξεις και τα σχήματα, θα αισθανθούμε, θα νιώσουμε το εγκατιαίο ρίγος που υπαγόρευσε αυτές τις εξομολογήσεις, αυτές τις προειδοποιήσεις, αυτές τις συμβουλές… έχω την πεποίθηση ότι οι μεγαλύτεροι ποιητές μέσα σε όλους τους ανθρώπινους αιώνες, δεν έγραψαν ούτε από ‘ανάγκη’, ούτε από τέρψη, ούτε για οτιδήποτε άλλο. Έγραψαν για να μας προειδοποιήσουν. Έγραψαν κρυπτογραφικά, με κώδικες, σε ‘ποιητικό λόγο’, σε μεταμφιεσμένη γλώσσα για να μας προφυλάξουν… Οι μεγάλοι ποιητές ήταν ανιχνευτές… έφευγαν πάντα πρώτοι και πολύ μακριά από όλους τους υπόλοιπους στις άγνωστες και αχαρτογράφητες περιοχές του υπερ-είναι και όσοι κατάφερναν να ‘επιστρέψουν’ –οι περισσότεροι ‘τρελάθηκαν’ ή έζησαν το υπόλοιπο του βίου τους μέσα στη σιγή- αποτύπωσαν μέσα από τον οργανωμένο ποιητικό λόγο την μέγιστη και απόλυτη προειδοποίηση προς όλη την ανθρωπότητα των ‘φυσιολογικών’ και ανυποψίαστων… προς όλες τις γενεές του παρόντος και του μέλλοντος… Ποια ήταν αυτή; Ποια είναι αυτή;
Καλείται ο καθένας από εμάς να στοχαστεί… καλείται να κοιτάξει βαθιά μέσα του και γύρω του… Καλείται να αρχίσει επιτέλους να αγγίζει, να παρατηρεί, να νοιάζεται, να αποδέχεται. Δεν είναι απαραίτητο να αγαπά. Να αποδέχεται. Να εναγκαλίζεται. Να δίνει χώρο στον άλλο. Να συγχωρεί. Κι ας μην κατανοεί. Να μην καταλαβαίνει, δεν έχει τόση σημασία. Να προσπαθεί όμως να κατανοεί.
Κι έτσι αντιλαμβάνομαι το θεραπευτικό και όχι διδακτικό ρόλο της χαράς. Μια απόδραση φευγαλέα, μια δράση εξωτερίκευσης, ανοιχτοσύνης, μοιράσματος… δεν είναι λίγο, δεν είναι ασήμαντο… δεν μπορεί να είναι όμως η απόλυτη στοχοθεσία… δεν μπορεί να αποτελεί ‘στόχο ζωής’… Η ζωή είναι κάτι πολύ πιο πολύπλοκο, μην το ευτελίζουμε βάζοντας τόσο ταπεινούς στόχους…
Η ευτυχία είναι μια πράξη τρέλας… τούτο σε διδάσκει και η τρέλα και η λογική… καμιά κατάσταση δεν είναι διαρκής, είναι κατάσταση, δεν είναι διάσταση…
Να μπορείς να σηκώνεσαι κάθε πρωί και να έχεις επιείκεια για όλους και ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπο… να η μεγίστη υπέρβαση… να η σύνθεση χαράς και θλίψης ετών…
Και να κάνεις με τόλμη το πρώτο βήμα της κάθε μέρας…


The hulunbuir prairie
Shanyewuyu

Κυριακή, Μαρτίου 24, 2024

Έξοδος...


 
Δ
εν υπάρχει μεγαλύτερη στιγμή του Αγώνα από την Έξοδο. Κι αυτό δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί ή να τεκμηριωθεί. Πολλές είναι οι τρομακτικές καταστροφές, οι δηώσεις, οι σφαγές, οι αφανισμοί (Κάσος, Χίος, Ψαρά…) που συγκλονίζουν και σήμερα ακόμη, 200 χρόνια μετά… πολλές είναι οι Μεγάλες Στιγμές αυτού του ‘παραλόγου’ Αγώνα (Αλαμάνα, Γραβιά, Τριπολιτζά, Δερβενάκια, Σούλι…),  όμως η Έξοδος αποτελεί το Μέγα Ύψος του ανθρώπου, το Ύψος εκείνο που έφτασαν εκείνοι οι Ήρωες και που άλλωστε αποτέλεσε και τον ισχυρότερο καταλύτη για να κινητοποιηθούν, επιτέλους, οι πάντες σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο και να αποφασίσουν να βάλουν φραγμό σε κείνο τον great assassin, όπως κάποτε, πολλά χρόνια αργότερα, αποκάλεσε ο Γκλάντστον τον Σουλτάνο.
Διαβάζει κάποιος σήμερα για εκείνη την εποχή, συνολικά και αναρωτιέται… με τι μοιάζαμε τότε; Μοιάζαμε με κάποιον που ζει σε ένα υπόγειο μιας μεγάλης οικίας που κάποτε ήταν δική του μα που από χρόνια έχει πέσει σε χέρια άλλων. Έκλεισαν το νοικοκύρη στο υπόγειο και δεν τον αφάνισαν παρότι προσπάθησαν. Τον έκλεισαν για να τον τυραννάνε, να τον σκοτώνουν σιγά σιγά, να τον ‘λεπίζουν’ λίγο λίγο, να τον ‘τελειώσουν’ ιστορικά, από μέσα προς τα έξω. Να του φάνε την ψυχή κι έπειτα το σώμα. Μα ο πεισματάρης νοικοκυραίος είχε αντοχές παράξενες και πίστη και δεν πέθαινε. Περίμενε. Και η καρτερία είναι νίκη και ζωή και αιωνιότητα. Κι ήρθε η στιγμή που δεν πήγαινε άλλο… και έκανε την έξοδό του για να διεκδικήσει ξανά ό,τι ήταν κάποτε δικό του… να ξαναγίνει νοικοκύρης στο σπίτι του, να διαφεντεύει το βιος του, να μπορεί να ανασαίνει ελεύθερος, να βλέπει τον ήλιο, να χαίρεται αυτή την μαγική ψευδαίσθηση που είναι η ζωή… για όσο κρατάει… και κρατάει λίγο…
Όλο τούτο το παράλογο, το υπέρ-λογο που ήταν ο Αγώνας δεν κατανοείται εύκολα από τον σημερινό άνθρωπο. Μπορεί μονάχα αναγωγές να κάνει στη δική του ζωή. Στα δικά του αδιέξοδα, το δικό του πόνο, τις δικές του απώλειες. Το σύμβολο που τον βοηθά σε τούτο το εσωτερικό ταξίδι κατανόησης δεν είναι άλλο από την Έξοδο. Αν κλείσει τα μάτια και φέρει εμπρός του τις εικόνες, τις περιγραφές, τα πρόσωπα, τους ήρωες, τις γυναίκες και τα παιδιά, το Μεσολόγγι, την μυρωδιά του μπαρουτιού στον αέρα, τη μυρωδιά της αθανασίας, την αύρα της αιωνιότητας στα λιπόσαρκα κορμιά των ολίγιστων που όρμησαν προς το Αχανές, ίσως να μπορέσει να αναγεννήσει το ρίγος… και το ρίγος είναι ο δρόμος και η μυητική ατραπός που αλάθητα σε οδηγεί προς το Φως…
Μάθαμε να ‘τιμούμε’ τη μεγαλύτερη εθνική εορτή της πατρίδας μας στα σχολεία, μέσα από βαρετές γιορτές, απαγγελίες ποιημάτων και παρελάσεις. Κάποιοι σηκώνουν και τη σημαία στο μπαλκόνι τους. Κάποιοι χλευάζουν τον Παπαφλέσσα βλέποντας τον ‘μαγουλά’ Παπαμιχαήλ στην ομώνυμη ταινία. Μάθαμε να ‘τιμούμε’ τους ήρωες μέσα από ταινίες, καφετέριες και χασκογελώντας. Μέσα μας δεν μάθαμε να τιμούμε τίποτα. Μέσα μας παραμένει ο Αγώνας άγνωστος… βλέπουμε ντοκιμαντέρ, διαβάζουμε άρθρα ή βιβλία, ακούμε τον εθνικό ύμνο του Σολωμού που δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στο Μεσολόγγι όπως έκανε ο Μπάιρον και προσέφερε τη ζωή του. Μέσα μας μένει ακόμη να συντελεστεί εκείνη η ‘έκρηξη’ που συγκλόνισε τότε όλους αυτούς τους ‘παρανοϊκούς’ που τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι στην Πύλη. Μέσα μας εκκρεμεί ακόμη το ‘άλμα’…
Δεν είναι μια ιστορία ‘μελό’ η Έξοδος. Δεν είναι το συναίσθημα που σε οδηγεί στην αφύπνιση, στην υπερ-κατανόηση, την ευρεία αντίληψη… είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο… χρειάζεται να περάσεις πάνω από τα ‘φουσάτα’ και τις μπορμπάρδες και τα λαγούμια και τις ντάπιες και τους χιλιάδες ανθρώπους που ορμάνε σε μια χρονική ρωγμή του Απείρου προς την Ελευθερία… χρειάζεται να κάνεις μια πτήση… εσωτερική… προσκυνηματική αλλά και οντολογική… όλη σου η ύπαρξη θα πρέπει να περάσει στην απέναντι όχθη… εκεί που οι ήρωες δεν πέθαναν, δεν πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα, δεν τινάχτηκαν στον αέρα μαζί με τον Καψάλη στην πυριδιταποθήκη… σε αυτή την όχθη οι ήρωες ζουν μέσα στο φως της αιώνιας δόξας τους… ζουν για πάντα… και περιμένουν… όχι τη δικαίωσή τους… δεν είναι φαντάσματα που στοιχειώνουν τους ζωντανούς… είναι οδηγοί και διδάσκαλοι που απλώνουν το χέρι… είναι εκείνοι οι μύστες που αν αφεθείς με εμπιστοσύνη, μπορείς να επιφέρεις την αλλαγή στη συνείδηση και στη ζωή σου… όχι για να γίνεις άνθρωπος που θα ζει σαν ήρωας… αλλά ήρωας που θα ζει σαν άνθρωπος...

Σάββατο, Αυγούστου 26, 2023

Και η εποχή του Οφιόμορφου ανθρώπου ανατέλλει…

 


Ποιος θα είναι ο κόσμος που έρχεται;
Αυτοί που τον έχουν ήδη ετοιμάσει χαμογελούν σαδιστικά από μακριά και κάνουν νεύματα και χειρονομίες άσεμνες και ξερνούν χυδαιότητα και κυνισμό.
Ο κόσμος που θα έρθει θα είναι ένα ντελίριο κυνισμού. Σε κάθε τι, ως και την ελάχιστη λεπτομέρεια, την πιο κρυφή, την πιο αθέατη.
Αυτοί που απεργάζονται την αποκτήνωση, την αποθηρίωση των ανθρώπων, το προσκύνημα, την υποδούλωση, την αφαίμαξη, την απόλυτη κένωση…
είναι ήδη εδώ…
Πάντοτε ήταν… ποτέ δεν έφυγαν… μονάχα που σε κάποιες εποχές ανάσας κρύβονταν, λούφαζαν σε τρύπες, οργάνωναν την επιστροφή τους…
τη δυναμική, κυριαρχική, εκδικητική επιστροφή τους…
Κι όλοι εμείς τους βλέπαμε, τους νιώθαμε, τους ξέραμε αλλά δεν κάναμε το παραμικρό για να τους αντιμετωπίσουμε… γιατί με μια έννοια τους περιείχαμε, τους νταντεύαμε σαν παιδιά μας, τους κανακεύαμε με παραμύθια… τους ποτίζαμε με ιχώρ και γάλα της ψυχής μας…
Ήμασταν οι ξενιστές της ίδιας μας της φρίκης…
Και τώρα οι ρόλοι άλλαξαν ξανά…
Και η εποχή του Οφιόμορφου ανθρώπου ανατέλλει…
Κι εμείς έκπληκτοι, αδρανείς και αθωράκιστοι…
Ως την αυγή ενός άλλου ήλιου… αυτή τη φορά όχι με δάνειο φως… αλλά δικό μας!

Ίσως… 


Foto: http://albertoparada.electrofolio.com/en/c42/The-dawn-of-man#/gallery.4.People


Σάββατο, Ιουλίου 08, 2023

Ζήτημα ύψους...

  [κάποιες σκέψεις…]

Nicholas Javed
Come and Get Me

 

Θεωρώ ότι δεν είμαι εκτός πυρήνα αν ισχυριστώ ότι βάσει του ελληνο-ρωμαϊκού κοσμοειδώλου –σε μια αναγκαστικά πεπλατυσμένη και γενικευμένη θεώρηση- ο ‘κόσμος’ ισορροπεί ή ανισορροπεί μαζί με τον άνθρωπο. Η ατομική ευθύνη είναι ταυτόχρονα και συλλογική, η κοινοτική είναι ταυτόχρονα πολιτική και η πολεμική είναι μαζί και επιβιωτική-ειρηνική. Τούτο, σε μια πρόχειρη συλλογιστική, σημαίνει απλά πως ο μη στρεφόμενος ένδον αλλά ο καλά αγκυρωμένος από την Τάξη και την Ιεραρχία άνθρωπος δεν είχε να φοβηθεί ή να απελπιστεί από τίποτε αφού δεν επρόκειτο για την εξύψωση ή καταποντισμό του ‘εαυτού’ αλλά το προχώρημα, την προαγωγή του Όλου. 

Μπορεί να το κατανοήσει ο μετά τον Λοκ άνθρωπος αυτό; Μετά την περίφημη ‘αποδεσμευμένη νόηση’ του ανθρώπου του διαφωτισμού αυτό; Μπορεί ο σημερινός άνθρωπος, όλοι εμείς οι δοξολόγοι του εκφρασιοκεντρισμού να κατανοήσουμε ότι κάποτε ο κάθε ένας, η κάθε μονάδα, το ‘άτομο’ ήταν υπεύθυνο για το Όλο, όχι γιατί εκπαιδεύτηκε, έμαθε και εφαρμόζει στην πράξη αλλά γιατί γεννήθηκε και ζει έτσι και όχι διαφορετικά;

Για να ξεκαθαρίσω το τοπίο, δεν είμαι καθόλου ενάντια στον ‘έλλογο πράκτη’ του υποκειμενιστικού σύμπαντος. Δεν θα είχαμε ούτε επιστήμη ούτε τέχνη, δεν θα είχαμε καμιά θεώρηση αυτονομίας διαφορετικά. Οι άνθρωποι του χθες ζούσαν υπό την απόλυτη ετερονομική αρχή της ‘αλυσίδας’ που ενώνει τα πάντα, από το πετραδάκι στην παραλία ως τον Μέγα Όλυμπο… όμως η αναστροφή του κώνου τείνει πλέον να καθορίσει και τον πάταγο της πτώσης του.

Ο έλλογος και υπεύθυνος, ο μετα-μετα μοντέρνος αυτονομημένος και ‘δικαιωματικά’… δικαιωμένος άνθρωπος δεν έχει αναφορές άλλες από τον εαυτό του. Ας σκεφτεί κανείς πόσο τρομακτικό είναι αυτό… το ρίγος είναι αρκετό να δικαιολογήσει την πανούκλα της κατάθλιψης και των κρίσεων πανικού.

Η απάντηση δεν είναι η εκ νέου αναστροφή κανενός κώνου. Η απάντηση, υποχρεωτικά πλέον –και μετά τον Αυγουστίνο και τους Καππαδόκες Πατέρες οπωσδήποτε- θα δοθεί πάλι ένδον… εκεί στραφήκαμε κάποτε, από κει ξεχύθηκε η κόλαση, εκεί θα αναζητηθεί η απάντηση…

Ζήτημα ύψους είναι, πράγματι… και βάθους… γιατί μετά τους ψυχαναλυτές μάθαμε ότι έχουμε και ‘εσωτερικό βάθος’… ζήτημα ιλίγγου είναι… και αντοχών να τον αντέξουμε… ποιον; Τον εαυτό μας ίσως που ‘έριξε μπόι’ μεγαλύτερο απ’όσο του αναλογούσε…

 

Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2023

…καλόν γὰρ τὸ ἆθλον καὶ ἡ ἐλπὶς μεγάλη…

 Nicolai Abraham Abildgaard| Socrates in Prison

Nicolai Abraham Abildgaard | Socrates in Prison

 

   …καλόν γρ τ θλον καὶ ἡ ἐλπὶς μεγλη… 

(Πλάτων, Φαίδων)

  

Έ

τσι βεβαίωνε κάποτε εκείνος ο ‘φρονιμώτατος και δικαιώτατος’ άνθρωπος που πορευόταν τα έσχατα μέτρα ως την αναχώρησή του από αυτόν τον κόσμο όχι ζητώντας αλλά δίνοντας θάρρος στους περίλυπους φίλους και θρηνούντες μαθητές του. Είναι το λοιπόν καλό το έπαθλο και η ελπίδα μεγάλη… όταν ζήσεις αυτή τη ζωή ως αληθινός φιλόσοφος να προσδοκάς μια καλή, μια εξαιρετική τύχη στην επόμενη… αν έζησες με ‘αγνότητα’ και ‘σύνεση’, αν έζησες ‘ευσεβώς’… αλλά από κει και πέρα αρχίζει ένας ανελέητος υποκειμενισμός, ένας ακαταγώνιστος ψηλομύτικος περσοναλισμός, μια ατομική ερμηνευτική της κάθε λέξης, της κάθε φράσης, της κάθε έννοιας… γιατί τα μέτρα του φιλοσόφου είναι αυστηρά, οι ορίζουσες στενές και οι προϋποθέσεις απαιτητικές… σχεδόν ‘απάνθρωπες’… ο άνθρωπος είναι γραπωμένος από τη σανίδα της επιβίωσης, δεν έχει το ανάστημα ή το κουράγιο να αναζητήσει κορυφές και επιτεύξεις…

Μνημονεύουμε πλέον τους ανθρώπους αυτούς που έτσι ή αλλιώς ήταν ‘εξαιρέσεις’ σε κάθε εποχή λες και πρόκειται για ‘εξωγήινους’ ή ‘υπερανθρώπους’ που έδωσαν έναν τύπο, μια τάξη, ένα ύψος αλλά παραμένουν εξαιρέσεις. Το πρόβλημα δεν είναι στη σημερινή εποχή των ‘βιαστών’ του σκουπιδο-Μπιγκ Μπράδερ ότι θεώνται ως κάτι το ιδιαίτερο και απρόσιτο αυτές οι ‘στάσεις ζωής’ αλλά πως έχουν πλήρως αφανιστεί από τον ‘ορίζοντα των γεγονότων’ μας… Στο λυκόφως του Μεσαίωνα και καθώς αχνοχάραζε η Αναγέννηση, οι άνθρωποι αυτοί χρησίμευσαν ως πρότυπα για έναν άλλο ανθρωπισμό που έμελλε να είναι επαναστατικός, πλούσιος και μεμειγμένος βέβαια με τα αιτήματα των εποχών και των τόπων. Όμως ο ορίζοντας υπήρχε, οι φιλόσοφοι ενέπνεαν, οι μεγάλες σχολές ανταγωνίζονταν μεταξύ τους σε σφρίγος και ρώμη καθώς κυλούσε στις φλέβες το πνευματικό αίμα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Πλωτίνου, του Αυγουστίνου.

Θα έπρεπε να το αναφέρω στην αρχή μα δεν πειράζει και τώρα, στέκεται ατόφιο. Μακριά από μένα λόγοι ‘παραινετικοί’, ‘προτρεπτικοί’ ή ‘πομαντικοί’ με δαψίλεια ηθικολογίας και περίσσεια ‘αποστασιοποιημένης’ υποκρισίας κάποιου κοσμικού ‘εγκρατίτη’. Δεν με αφορά το ηθικολογικό έλλειμμα, από αυτό δεν πάσχει κανείς μας. Αποτυπώνω το σχόλιό μου με πόνο καρδιάς… και το κάνω όλο και πιο σπάνια πλέον… η πραγματικότητα μοιάζει με μια θύελλα και η φωνή μου σαν εύθραυστο κλαράκι λυγίζει αλλά δεν σπάει. Ίσως δεν ακούγεται αλλά δεν πέθανε ακόμη.

Έστω όμως…

«…όσοι φιλοσοφούν σωστά, αποφεύγουν τις επιθυμίες του σώματος και δείχνουν καρτερικότητα και δεν παραδίδουν τον εαυτό τους σ’αυτές. Ούτε φοβούνται καθόλου την κατάρρευση της οικογένειάς τους ή τη φτώχεια, όπως πολλοί και φιλοχρήματοι. Ούτε πάλι φοβούνται την κοινή περιφρόνηση και αδοξία της κοινωνικής θέσεως όπως οι αρχομανείς και οι φιλόδοξοι. Αυτοί αδιαφορούν για τέτοια ζητήματα…»

Να μου συγχωρεί ο Διδάσκαλος που απομόνωσα ένα φραγμέντο από τον ωραιότερο και πιο συγκινητικό ίσως διάλογό του –αν και πολλοί διεκδικούν τούτη την πρωτιά, υποκειμενική είναι η προσέγγιση είπαμε- αλλά το επέβαλλαν οι περιστάσεις, καθώς λένε. Ο μεγάλος Φλωρεντινός Φικίνος (Ficino, 1433–1499) έλεγε πως ‘όποιος διαβάζει σοβαρά τα έργα του Πλάτωνα θα βρεί μέσα σε αυτά τα πάντα’. Δεν χρειαζόμαστε τα πάντα, ψήγματα είναι πια αρκετά.

Κι αυτά όχι δυσεύρετα αλλά ‘καλά θαμμένα’…

 

Τρίτη, Ιανουαρίου 24, 2023

Να μπορείς να φύγεις αλλά να μένεις...

 

 
Θ
υμάμαι ακόμη εκείνη την παγωμένη ημέρα στο ορεινό χωριό στα νότια της Αρκαδίας. Είχε προκύψει μια επείγουσα υψομέτρηση και αποτύπωση μιας χάραξης οδοποιίας που είχε προβλήματα. Κι έπρεπε να γίνει αυθημερόν. Ξεκινήσαμε νύχτα από το γραφείο για να φτάσουμε ξημέρωμα στο χωριό. Και πιάσαμε δουλειά αμέσως. Αρχίσαμε από ψηλά, ο συνάδελφός μου κι εγώ και κατεβαίναμε τον φιδωτό δρόμο. Στόχος ως το τέλος της μέρας να έχουμε φτάσει εκεί που η χάραξη συναντούσε το δημόσιο δρόμο. Κάπου στη μέση της διαδρομής, υπήρχε ένα μικρό χωριό. Έρημο, σχεδόν εγκαταλελειμμένο. Αναζητήσαμε κάποιο καφενείο για λίγο νερό και κάτι να φάμε και μας υποδέχθηκε ένας γέροντας που καθόταν σε ένα παγκάκι κάτω από έναν θεόρατο πλάτανο.

Η σκηνή ήταν για κινηματογράφηση. Ένας μοναχικός υπέργηρος κάτοικος ενός χωριού – φαντάσματος που καθόταν στο παγκάκι μέσα στο κρύο. Τον πλησίασα κουβαλώντας το όργανο και κάποια εργαλεία. Δίπλα μου ήταν ο συνάδελφος με τον τρίποδα και το ακόντιο.
«Γεια σας», του είπα και μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Ήρθατε για το δρόμο ε;», με ρώτησε και σηκώθηκε. «Πάμε στο σπίτι, να δείτε τη γυναίκα», μου είπε μετά και κοίταξα με νόημα το φίλο μου.
«Λίγο νερό θα θέλαμε μόνο και θα συνεχίσουμε, πρέπει να τελειώσουμε απόψε και…»
«Πάμε, πάμε», είπε και ήδη είχε προηγηθεί.
Τον ακολουθήσαμε. Προσπέρασε δυο τρία σπίτια κι άνοιξε μια παμπάλαια πόρτα και μπήκε στο δικό του. Στο ζεστό εσωτερικό με το τζάκι αναμμένο νιώσαμε να ξαναβρίσκουμε την επαφή με τον εαυτό μας. Είχαμε ξεπαγιάσει τόσες ώρες στο βουνό και δεν το είχαμε αντιληφθεί.
Η κυρά του εμφανίστηκε αμέσως. Μας είχε δει να ερχόμαστε και έφερε ένα δίσκο με κρασί και μεζέδες.
«Μην πιούμε πολύ, έχουμε άλλο τόσο ως κάτω», είπα αλλά το κρασί ήταν υπέροχο και οι μεζέδες οι νοστιμότεροι που είχα δοκιμάσει στη ζωή μου.
Με το κρασί και το κρέας δεν υπάρχει τίποτε ιδανικότερο από μια ωραία συζήτηση. Αποφασίσαμε να μην βιαστούμε τελικά. Το κρύο συνηγορούσε σε μια τέτοια απόφαση. Ήξερα το φίλο μου. Λίγο ακόμη και θα τον έπαιρνε πάνω στο τραπέζι. Εγώ όμως ήθελα να μιλήσω με τους μοναχικούς αυτούς ανθρώπους που τους έβλεπα σαν ακρίτες, σαν φύλακες ενός συνοριακού, μακρινού φυλακίου.

Το κρασί κατέβαινε εύκολα και η συζήτηση σε λίγο πήρε τις μόνες διαστάσεις που αξίζουν. Αυτές της εξομολόγησης. Το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν είχε αφήσει ποτέ το χωριό για να πάει οπουδήποτε. Όλη τους τη ζωή είχαν ξοδέψει στο μικρό χωριό τους βλέποντας τα ίδια δέντρα, τους ίδιους ανθρώπους, τις ίδιες εικόνες με την αδιάκοπη εναλλαγή αμέτρητων εποχών.
«Κάποτε είχαμε σχολείο εδώ, παιδιά, φασαρία… ίσαμε 600 ψυχές… σήμερα, να, όσους μετράς εδώ…» είπε ο άντρας και χαμογέλασε πικρά. Η γυναίκα του δεν μιλούσε. Σιωπηλή κοιτούσε τη φωτιά και πότε πότε άλλαζε το κρασί ή μας ρωτούσε αν θέλαμε και κάτι άλλο.
Ο φίλος μου δεν άντεξε και κούρνιασε στο μπαουλοντίβανο. Σε δευτερόλεπτα άκουγα το ροχαλητό του.
«Και είσαστε μαζί… όλα αυτά τα χρόνια…» είπα.
«Εξήντα χρόνια!», μίλησε για πρώτη φορά η γυναίκα προλαβαίνοντας τον άντρα της.
«Εξήντα δυο», τη διόρθωσε εκείνος.
Σοκαρίστηκα όταν άκουσα το νούμερο.
«Εδώ, πάντα μαζί…»
«Και μη τη βλέπεις έτσι… κι εμένα… ούτε να με φτύσεις δεν είμαι, έ;», μου είπε ο γέροντας και γέλασε. «Αυτήν όμως… αυτήν έπρεπε να δεις… αυτήν… πως ήταν τότε… πώς κατέβαινε ο λαιμός της…», είπε με μια αποστροφή όχι μονάχα ποιητική αλλά και εξόχως αισθαντική… αυτό το ‘κατέβαινε’ είχε μέσα του την πιο ‘γλυπτική’ περιγραφή που είχα ακούσει. Και τον έκανε για λίγο να σαστίσει καθώς ταξίδεψε σε κείνη την εικόνα που τον αναστάτωνε.
«Χαραμίστηκε μαζί μου… αυτό σου λέω…»
Χαραμίστηκε… η λέξη κόλλησε στο κεφάλι μου.
Η γηραιά οικοδέσποινα δεν μιλούσε.
«Μα όμως δεν ήταν αλλιώς να γίνει», είπε ξαφνικά.
Την κοίταξα με μεγάλη προσοχή.
«Τι θέλετε να πείτε;», τη ρώτησα και το μετάνιωσα. Είχα γίνει αδιάκριτος.
«Η ευθύνη… αυτή να… τα σκέπασε όλα…» είπε η γερόντισσα και αισθάνθηκα ένα ρίγος.
«Η ευθύνη
«Πώς ο ένας να ξυπνήσει και ο άλλος να μην τον νιώθει δίπλα του; Πώς εκείνος να φύγει και μέχρι να πάει στη γωνιά να μην με σκεφτεί εμένα; Πώς αυτός να μπορεί να φύγει αλλά να μένει;»
Είχα σταματήσει να τρώω και να πίνω και απλά την άκουγα. Ο σύζυγός της νομίζω είχε αυτή την υγρασία στα μάτια που επιτρέπουν οι μεγάλοι άντρες στον εαυτό τους χωρίς να ντρέπονται.
 Η γυναίκα ήθελε να πει. Ήθελε να μιλήσει. Ήθελε να ακουστούν όσα είχε αποθησαυρίσει ως πανάκριβη σοφία ζωής.
«Κι αν δεν είχαμε το διάολο μέσα μας; Όμως… αυτό λέω… κι ας μ’ακούσουνε τα ροκανίδια… να μην περάσει ο ήλιος μια μέρα και να σκοτεινιάσει χωρίς ν’ακούσω τη φωνή του… λέω θα έχω την ευθύνη εγώ… γιατί δεν γίνεται αλλιώς… τον δρόμο δεν αντέχεις να τον ανεβείς αλλιώς…», είπε την τελευταία της φράση και γύρισε για μοναδική φορά και με κοίταξε… Για μια στιγμή είχε ακινητοποιηθεί ο χρόνος, είχαν σωπάσει όλα και άκουγα την ανάσα μου βαριά και το αίμα να βροντάει στις φλέβες μου. Το σκηνικό ολόγυρά μου είχε εξαφανιστεί και ένιωθα πίεση στ’αυτιά μου καθώς οι λέξεις χώνονταν μέσα μου μια μια και με πονούσαν… με πονούσαν όμορφα όμως…
«Άντε, να φέρω κανά μεζέ ακόμα», είπε ύστερα και το σκηνικό ξανάγινε αυτό που ήταν μονομιάς κι εγώ πέρασα σε φάση αποσυμπίεσης… Συνήλθα, ξύπνησα τον συνάδελφό μου, ευχαριστήσαμε τους ανθρώπους για την θεσπέσια φιλοξενία και βγήκαμε ξανά στο απογευματινό ψύχος να συνεχίσουμε απρόθυμα τη δουλειά.
«Τι λέγατε τόση ώρα;», μου είπε κάποια στιγμή ενώ χασμουριόταν μεγαλοπρεπώς.
«Διάφορα», είπα για ν’αποφύγω την απάντηση και περπατούσα επηρεασμένος βαθιά από όσα είχα ακούσει, όσα είχα νιώσει και δούλευαν ήδη μέσα μου.
«Που τη βρίσκεις την όρεξη για πάρλα ρε φίλε;», μου είπε ξανά κάποια στιγμή. «Εγώ ευχαρίστως θα κοιμόμουν ως το βράδυ σε αυτή τη ζέστη… δίπλα στο τζάκι… φαί, πιοτί… τέλεια ήταν»
Δεν είπαμε άλλα. Ριχτήκαμε στη δουλειά καθώς είχαμε αργήσει. Μας πήρε το βράδυ για να ολοκληρώσουμε όλη τη χάραξη.

Και όταν γυρίσαμε μετά από ώρες κατάκοποι στην Αθήνα, έτρεξα στο σπίτι, παράτησα τη τσάντα μου στο κρεβάτι, άνοιξα το σημειωματάριο για να αποτυπώσω κάποιες σκέψεις που με τυραννούσαν. Ό,τι προλάβαινα, ό,τι κατάφερνα να σώσω…

Σχετιζόμαστε… Το ότι σχετιζόμαστε… Οι σχέσεις… Το μεγάλο αίνιγμα, το μεγάλο σκάνδαλο και μαζί το μεγάλο θαύμα… Τι μεταβολίζει το δηλητήριο σε δροσερό νερό; Και το αντίστροφο… ποια είναι η απάντηση; Πώς ο μοναχικός αχνίζοντας εαυτός επιτρέπει την κοινωνία με τον άλλο; Πέρα απ’την απόλαυση, πέρα απ’τις ηδονές, πέρα απ’τις χαρές και τις λύπες… πώς αντέχεται τούτη η δοκιμασία για 20 ή 30 ή 60 χρόνια;

Το ότι επιβιώνουμε, το ότι λαχταράμε αυτή την περιπέτεια που φτάνει ως την εξόντωση και το ότι μέσα από αυτή αποκτούμε ίσως, αν είμαστε τυχεροί και ικανοί, την μέγιστη αρετή από όλες:  να γίνουμε όντα ευθύνης



φωτο: http://e-parembasis.blogspot.gr/

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2022

Παλίμψηστο...

 

Οι πλείστοι άνθρωποι κακοί

Βίας Τευταμίδου Πριηνεύς

(εκ των 7 σοφών παρακαλώ)

 

Δ

ιαβάζω τελευταία ένα μυθιστόρημα από αυτά που κάποτε δεν τους έριχνα δεύτερη ματιά και σήμερα ανακαλύπτω ότι μάλλον τα είχα αδικήσει. Συγγραφέας είναι κάποιος Τας Ο, Μαλαισιανο-κινέζος -ή κάτι τέτοιο- και οφείλω να παραδεχθώ ότι ο μπαγάσας, από τις πρώτες γραμμές κέρδισε την προσοχή μου και το χρόνο μου –και δεν μου συμβαίνει να τα χαρίζω πλέον, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ο τίτλος είναι ‘Μεταξουργείο Η Αρμονία’. Τώρα θα αναρωτηθεί κανείς, προς τι όλη αυτή η αναφορά στον κύριο αυτό και στο πόνημά του; Γιατί ως συνήθως ‘εν βυθώ’ κρύβεται η αλήθεια όπως θα έλεγε και ο Δημόκριτος και όποιος βιάζεται σκοντάφτει, συμπληρώνω εγώ. Λοιπόν, έλεγα ότι ο κύριος αυτός ‘το κατέχει’ το άθλημα, πάει να πει είναι ωραίος μάστορας, γραφιάς δυνατός, έχει ευχέρεια, το βλέπεις αυτό από τις πρώτες λέξεις, από τις πρώτες σελίδες. Και ακόμη αντιλαμβάνεσαι –αν έχεις και κάποιες χιλιάδες ώρες πτήσης στις αναγνώσεις και στις μελέτες κάθε είδους- ότι ο άνθρωπος το κάνει κέφι, του αρέσει να γράφει, απλώνεται όμορφα η αφήγηση, δεν σε βιάζει, δεν σε τεντώνει, δεν σε ‘στενοχωρεί’, αν γίνεται αντιληπτό αυτό που προσπαθώ να αποδώσω που δεν αποδίδεται τόσο εύκολα καθώς έχει να κάνει με την αίσθηση περισσότερο που σου δίνουν οι λέξεις, οι φράσεις, οι εικόνες, οι περιγραφές, το ξεδίπλωμα μιας ιστορίας από το μηδέν που φυσικά περιμένεις να περιλαμβάνει πολλά πρόσωπα –ένα ή δυο βασικά όμως- πολλά τοπία, αναρίθμητους χώρους και σκηνές και χρόνους και πήγαιν’έλα από το χτες στο σήμερα και άντε πάλι πίσω κλπ.

Το δύσκολο λοιπόν σε έναν άνθρωπο που μοιραία ‘πλατειάζει’ γιατί πρόκειται να εκταθεί σε 500 σελίδες και όχι σε 10 ή σε 20, είναι ότι όσο κέφι και όρεξη και τάλαντο να έχει, μπορεί εύκολα να την πατήσει και από τη μέση και μετά να κάνει μια ‘κοιλιά’ μεγάλη και τελικώς όλο το εγχείρημα να ‘κρεμάσει’ και να εγκαταλείψεις την ανάγνωση γιατί έχεις και ένα σωρό άλλους που περιμένουν –και είναι και ονόματα πολύ μεγάλα και βαριά και ήδη έχουν μουτρώσει που τους απαράτησες για κάποιον κύριο Τας Ο από τις Μαλαισίες και τις περιπέτειες του πατέρα του που ήταν ένα κάθαρμα και μισό. Όμως ο άνθρωπος αυτός δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία και οι σελίδες φεύγουνε ‘νεράκι’ και η αφήγηση έχει ενδιαφέρον και οι ιστορίες του πατέρα του που από το μηδέν έγινε κάποτε πολύ πλούσιος και ιδιοκτήτης ενός αμαρτωλού μαγαζιού, του Μεταξουργείου Η Αρμονία που μόνο Μεταξουργείο δεν ήταν και μόνο Αρμονία, λέμε τώρα, δεν υποσχόταν η επίσκεψη στα εσωτερικά του.

Μα πάω ακόμα παραπέρα και όσοι με διαβάζετε χρόνια τώρα στο Νημερτή, κοντά 15 πλέον –να έχετε την ευκή μου- με ξέρετε καλά ότι για να πιάσω πληκτρολόγιο και να ασχοληθώ με κάτι ή κάποιον, κάτι σημαίνει, κάτι άλλο τελικά εργάζομαι, σε κάποια άλλα ανήλιαγα υπόγεια στοχασμών έχω χωθεί.

Εκείνο που συναντήθηκε με τα συγγραφικά ταξιδέματα του συγκεκριμένου ανθρώπου είναι ένας επίμονος στοχασμός για το πώς αντιλαμβανόμαστε εν τέλει το κάθε τι γύρω μας και μάλιστα το αποτυπώνουμε οι αθεόφοβοι στα χαρτιά και στις οθόνες. Και δεν πρωτοτυπώ ίσως αν διατυπώσω τον αφορισμό πως στην κυριολεξία αυτή είναι μια σωτήρια πράξη που μας ανακουφίζει εσωτερικά από το άχθος του βίου και το σπουδαιότερο ακόμα, μας προφυλάσσει από ψυχικά νοσήματα που παραμονεύουν κάπου στο βάθος. Γιατί ο τρόπος που εμείς οι πεπροικισμένοι χαρισματικοί απόγονοι ή επίγονοι του Αδάμ, μόνοι εμείς ανάμεσα σε όλα τα ζώα και έμβια της Δημιουργίας, επινοούμε και κατασκευάζουμε πραγματικότητες επάλληλες και ζούμε τη ζωή μας σαν ένα παλίμψηστο, καθώς λέει και ένας από τους ήρωες του βιβλίου, είναι το κλειδί που μας ανοίγει τις πόρτες εξόδου από τούτο το ‘ενθαδικό’ γίγνεσθαι στο… Αληθές. Στο Αληθές, που όπως θα έλεγε και ο πολύς Λακάν, ‘επιστρέφει πάντα στη θέση του’ –σε αντίθεση με το φαντασιακό και το συμβολικό. Δηλαδή, αν μεταφέρω με ενάργεια αυτό το στοχασμό που με γαργαλάει εδώ και λίγες ημέρες, η μόνη δίοδος προς το αληθινό περνάει μέσα από το… ψεύδος.

Φαντάζομαι ότι αυτό δεν είναι καμιά ατομική βόμβα που έσκασε μέσα στο δωμάτιό σας καθώς διαβάζετε αυτές τις γραμμές, σε μένα όμως έγινε κάτι σαν την ‘εκκάλυψη’ του Χάϊντεγγερ και έχοντας βγει προσωρινά στο ‘ξέφωτο’ αισθάνομαι τον ήλιο να με καίει και αυτός ο ήλιος είναι κάτι σαν ‘αντιπρόσωπος’ του πλατωνικού Αγαθού και μιλώ πολύ σοβαρά τώρα.

Γιατί η αλήθεια εκ-καλύπτεται και αυτό μας το δίδαξε καλά ο Ηράκλειτος (φύσις κρύπτεσθαι φιλεί) και δεν της αρέσει καθόλου να εκ-καλύπτεται, να ξεγυμνώνεται, να παρουσιάζεται ενώπιόν μας.

Καμιά φορά διαβάζουμε σε δηλώσεις συγγραφέων –περισσότερο σε εξομολογήσεις τους το ψαρεύουμε οι αδιάκριτοι- ότι γράφουν για να διηγηθούν μια ιστορία. Ψέματα. Γράφουν ελπίζοντας να οδηγηθούν στην αλήθεια. Πώς; Ακόμα και με την εξαιρετικά λεπτομερή περιγραφή –μέχρις εξοντώσεως- ενός αργόσυρτου απογεύματος στη φύση, ενός ηλιοβασιλέματος σε κάποια ακρογιαλιά, μιας κοινότοπης ερωτικής σκηνής δυο ανθρώπων, μιας συναρπαστικής καταδίωξης μέσα σε κάποιο χαοτικό και θορυβώδες άστυ ή απλά με την ψυχογραφική αποτύπωση μιας στάσης, μιας ψυχικής κατάστασης, μιας τρομερής Ντοστογιεφσκικής μεταιχμιακής προσωπικότητας που έχει φτάσει στο ‘μη παρέκει’ της κόκκινης ζώνης και είναι έτοιμη ή να πέσει στον γκρεμό της κόλασης ή να… βγάλει φτερά αγγέλου. Με άλλα λόγια, το μεγαλύτερο κάθαρμα όλων των αιώνων ας είσαι, έχεις συσσωρεύσει την απαιτούμενη ενέργεια για να πετάξεις ως τον Παράδεισο, να ‘σωθείς’… ένας χλιαρός μπάμιας ‘του μέσου όρου’ αν είσαι που ‘δεν πείραξε ποτέ του ούτε κουνούπι’, δεν έχεις ενέργεια ούτε για τον παράδεισο των… κουνουπιών…

Το θέμα είναι πολύ ενδιαφέρον όπως ίσως αντιλαμβάνονται όσοι έκαναν τον κόπο να ακολουθήσουν περισσότερο τα κρυφά ίχνη αυτού του στοχασμού και φυσικά περνάει και από εκείνη την ασύλληπτη στιγμή όπου πάνω σε δυο σταυρούς που ήταν δίπλα δίπλα, παίχτηκε το παιγνίδι της σωτηρίας, ανάμεσα σε κείνον που πήγαινε βουρ για το χαμό και Εκείνον που δεν είχε ανάλογό Του ή όμοιό Του γνωρίσει αυτός εδώ ο κόσμος της φθοράς και της σαπίλας. Και το παιγνίδι κράτησε μονάχα τόσο ώστε να ψελλίσει ο ένας ‘Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου’ και ο Άλλος να τον αιφνιδιάσει ριπαία απαντώντας το αδιανόητο και –για πολλούς- σκανδαλώδες Αμήν αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω”!!! Ο πρώτος οικιστής του Παραδείσου… ποιος; Η έκπληξη! Ο ‘κακός’… το ‘κάθαρμα’… το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη… και όμως…

Νιώθω ότι ‘απλώθηκα’ κι εγώ αρκετά, για πρώτη γραφή… αλλά ίσως επανέλθω… γιατί όλα τούτα γεννούν άλλα με τη σειρά τους κι αυτά χρειάζονται άλλα και δεν έχει τέλος το κομπολόι των στοχασμών…

Να λοιπόν τι μπορεί να προσφέρει –εκτός της τρυφής και της απόλαυσης της ανάγνωσης μιας καλογραμμένης και καλοχτισμένης ιστορίας- η περιήγηση στις σελίδες ενός ‘άλλου’ κόσμου… άλλου όμως όχι αλλόκοτου ή ξένου… γιατί στο τέλος της τελευταίας γραμμής της τελευταίας σελίδας… εμείς μένουμε πάντα μόνοι με τις σκέψεις μας, τα συναισθήματα και τα φρεσκοσκαλισμένα βιώματά μας… εμείς και ο στοχασμός που πάντα λέω ότι είναι το πανάκριβο διαμάντι που… κρύπτεσθαι φιλεί