Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 07, 2023

Ο τόπος αυτός που μας πληγώνει και μας ευτελίζει...

 

Τετάρτη, 5 Ιανουαρίου [1938], Αθήνα.

Ο τόπος αυτός που μας πληγώνει και μας ευτελίζει.

Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση, όταν συλλογίζομαι τον Ελληνισμό. Ό,τι από την Ελλάδα μ’εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί.

Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες: ήταν για να μπορέσει ν’αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης ο Ελληνισμός –αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα…

…πιστεύω σε δυο τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερα από χιλιάδες χρόνια σ’αυτή τη γλώσσα.

Γι’ αυτές τις δυο – τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα…

 

Γιώργος Σεφέρης

Μέρες Γ΄(16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940), Ίκαρος 1977

Τρίτη, Ιουλίου 19, 2022

Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν...

 

«…Μια φορά, μάς λέει ο Πλούταρχος, ήρθαν στους Δελφούς άνθρωποι από τα ξένα για να ρωτήσουν το Μαντείο. Έγινε η προκαταρκτική δοκιμή με την αίγα που θα έδειχνε αν η μέρα ήταν ευοίωνη για να χρησμοδοτήσει η Πυθία. Αλλά το ζώο δεν αναρρίγησε όταν το ράντισαν με κρύο νερό. Δεν ήταν καλό το σημείο. Ωστόσο οι ξένοι πρέπει να ήταν σπουδαίοι και, για να τους ευχαριστήσουν, οι ιερείς ξεπέρασαν το μέτρο της φιλοτιμίας. Ώσπου το ζώο ολωσδιόλου μουσκεμένο έδωσε κάτι σημάδια ρίγους. Τότε η Πυθία κατέβηκε στο ιερό του ναού ‘άκουσα και απρόθυμος’. Μόλις έδωσε τις πρώτες αποκρίσεις, συνεχίζει ο Πλούταρχος, η αγριάδα της φωνής της φανέρωσε πως ήταν συνεπαρμένη από ένα άλαλο και κακό πνεύμα. Έμοιαζε σαν ανεμόδαρτο καράβι –‘δίκην νεώς επειγομένης’. Τέλος, ολωσδιόλου έξαλλη, με φοβερές κραυγές τινάχτηκε στην έξοδο. Ο προφήτης Νίκανδρος, οι ιερείς, οι ξένοι έφυγαν τρομαγμένοι. Γύρισαν σε λίγο και πήραν την Πυθία αλλόφρενη ακόμα. Πέθανε λίγες μέρες αργότερα.

Το επεισόδιο, καθώς μάς λένε, πρέπει να το θεωρήσει κανείς αυθεντικό. Έγινε στα χρόνια του Πλουτάρχου και ο αυτόπτης προφήτης Νίκανδρος ήταν φίλος του. Μάς δείχνει πως το λειτούργημα της Πυθίας ήταν ζωντανό ακόμα σ’εκείνον τον 1ο αιώνα. Μας κάνει ακόμη να γυρίσουμε στο αιώνιο ερώτημα που όλοι, όσοι έχουν στοχαστεί τον τόσο σημαντικό ρόλο –θρησκευτικό, πολιτικό, ιδιωτικό- που έπαιξε το Μαντείο στην αρχαία ελληνική ζωή, έχουν θέσει στον εαυτό τους: αν όλες αυτές οι μαντείες και οι χρησμοί ήταν σκηνοθεσίες και απάτες πανούργων ιερέων ή μήπως υπήρχε μια ειλικρίνεια στο βάθος αυτών των πραγμάτων, κάτι που ξεπερνά τη συνηθισμένη λογική μας.

Η αφήγηση του Πλουτάρχου θα μας έκανε να συλλογιστούμε πως δεν είναι πολύ πιθανό ο συγκλονισμός μιας γυναίκας, που καταλήγει στο θάνατο, να είναι απλή ηθοποιία. Φυσικά υπήρχαν οι ιερείς που ερμήνευαν τα λόγια της Πυθίας –πόσο έναρθρα, κανείς δεν το ξέρει- και τα παράδιναν ταχτοποιημένα σε εξάμετρα, τρίμετρα, ή πρόζα στους πιστούς. Ήταν, δεν υπάρχει αμφιβολία, καιροσκόποι, ευλύγιστοι, επιφυλακτικοί, μαστόροι της αμφιλογίας. Αλλά, όπως και στα χρόνια μας, άλλο πράγμα είναι να κοιτάζεις κάτι τέτοιες υποθέσεις της ψυχής από την πλευρά του Θεού και άλλο από την πλευρά των υπηρετών του.

Είπαν ότι το φαινόμενο της Πυθίας θα έπρεπε να το συμπεριλάβουμε στα φαινόμενα του πράγματος που λέμε σήμερα πνευματισμό. Ίσως. Τότε όμως το λιγότερο που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι ότι η Πυθία μοιάζει με ένα σύγχρονο μέντιουμ όσο ο Ηνίοχος με ένα σύγχρονο άγαλμα μέσης τέχνης. Ας πούμε του Jacob Epstein. Αυτό κάνει τη διαφορά. Με αυτά θέλω να πω ότι έχει απομείνει στο άδυτο του Απόλλωνα ένα μυστήριο που μας υπερβαίνει, όπως και στην τέχνη του Ηνιόχου. Δεν ξέρω. Εκείνο όμως που μπορεί να στοχαστεί κανείς με περισσότερη ενάργεια, είναι ότι αν το Μαντείο παρακίνησε πραγματικά τη σκέψη του Σωκράτη, με τον τρόπο που μας διδάσκει ο Πλάτων στην Απολογία, η συμβολή του στην ανάπτυξη της ανθρώπινης σκέψης θα ήταν τόση που θα άξιζε τον κόπο να είχε ιδρυθεί μόνο γι’αυτό.

Η αφήγηση του Πλουτάρχου συμπίπτει περίπου με το γεγονός που τερματίζει τον κόσμο των ειδώλων. Έπειτα το Μαντείο του Απόλλωνα στεγνώνει σιγά – σιγά με μικρές σπιθοβολές και σβήνει κουρασμένο. Κάποτε ψιθυρίζει φράσεις που θυμίζουν το ‘Αποθανείν θέλω’ της Σίβυλας εκείνης που λέει ο Πετρώνιος. Τριακόσια τόσα χρόνια ακόμη μέσα στις ρυτίδες και τις τυπικές χειρονομίες του ιερατείου, που επαναλαμβάνουν, δεν δημιουργούν. Η μέριμνα που μοιάζει να το απασχολεί ακόμη, είναι μήπως σταματήσει η παλιά συνήθεια της αποστολής δώρων στον Απόλλωνα. Έτσι, ως την ακροτελεύτια απόκριση του Μαντείου στον τραγικό Ιουλιανό:

Είπατε τω βασιλήι, χαμαί πέσε δαίδαλο αυλά.

Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφναν,

Ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ.

Κι όμως, μολονότι το Μαντείο μοιάζει σα να γράφει μόνο του την τελευταία σελίδα της ιστορίας του, και να κατεβαίνει αυτόβουλα στον τάφο, οι θεωρητικοί της νέας θρησκείας βρήκαν πως άξιζε τον κόπο να ξοδέψουν αρκετή σκέψη και μελάνι για να το πολεμήσουν. Και το περίεργο είναι ότι δεν καταπιάνονται να αποδείξουν ότι κάτι τέτοιες χρησμοδοσίες είναι έργα τσαρλατάνων. Αναγνωρίζουν τη μαντική δύναμη των Δελφών, όμως γι’αυτούς αυτά τα πράγματα είναι έργα του Σατανά και των δυνάμεων του σκότους. Και ο Απόλλων μεταμορφωμένος διάβολος.

Εδώ, στη Φωκίδα, πέρα στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, ένας ψηφιδωτός Παντοκράτωρ, πάνω από το ανώφλι της δυτικής θύρας, δείχνει την επιγραφή: ‘Εγώ ειμί τα φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τω σκότει’. Η φύση αποστρέφεται τα κενά».

Δελφοί – Αμοργός, Αύγουστος 1961

 

 

Γ. Σεφέρης , Δελφοί

[Δοκιμές, β’ τόμος, 1948-1971, Ίκαρος, Αθήνα]

Κυριακή, Ιουλίου 25, 2021

Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν…

 

«…Μια φορά, μάς λέει ο Πλούταρχος, ήρθαν στους Δελφούς άνθρωποι από τα ξένα για να ρωτήσουν το Μαντείο. Έγινε η προκαταρκτική δοκιμή με την αίγα που θα έδειχνε αν η μέρα ήταν ευοίωνη για να χρησμοδοτήσει η Πυθία. Αλλά το ζώο δεν αναρρίγησε όταν το ράντισαν με κρύο νερό. Δεν ήταν καλό το σημείο. Ωστόσο οι ξένοι πρέπει να ήταν σπουδαίοι και, για να τους ευχαριστήσουν, οι ιερείς ξεπέρασαν το μέτρο της φιλοτιμίας. Ώσπου το ζώο ολωσδιόλου μουσκεμένο έδωσε κάτι σημάδια ρίγους. Τότε η Πυθία κατέβηκε στο ιερό του ναού ‘άκουσα και απρόθυμος’. Μόλις έδωσε τις πρώτες αποκρίσεις, συνεχίζει ο Πλούταρχος, η αγριάδα της φωνής της φανέρωσε πως ήταν συνεπαρμένη από ένα άλαλο και κακό πνεύμα. Έμοιαζε σαν ανεμόδαρτο καράβι –‘δίκην νεώς επειγομένης’. Τέλος, ολωσδιόλου έξαλλη, με φοβερές κραυγές τινάχτηκε στην έξοδο. Ο προφήτης Νίκανδρος, οι ιερείς, οι ξένοι έφυγαν τρομαγμένοι. Γύρισαν σε λίγο και πήραν την Πυθία αλλόφρενη ακόμα. Πέθανε λίγες μέρες αργότερα.

Το επεισόδιο, καθώς μάς λένε, πρέπει να το θεωρήσει κανείς αυθεντικό. Έγινε στα χρόνια του Πλουτάρχου και ο αυτόπτης προφήτης Νίκανδρος ήταν φίλος του. Μάς δείχνει πως το λειτούργημα της Πυθίας ήταν ζωντανό ακόμα σ’εκείνον τον 1ο αιώνα. Μας κάνει ακόμη να γυρίσουμε στο αιώνιο ερώτημα που όλοι, όσοι έχουν στοχαστεί τον τόσο σημαντικό ρόλο –θρησκευτικό, πολιτικό, ιδιωτικό- που έπαιξε το Μαντείο στην αρχαία ελληνική ζωή, έχουν θέσει στον εαυτό τους: αν όλες αυτές οι μαντείες και οι χρησμοί ήταν σκηνοθεσίες και απάτες πανούργων ιερέων ή μήπως υπήρχε μια ειλικρίνεια στο βάθος αυτών των πραγμάτων, κάτι που ξεπερνά τη συνηθισμένη λογική μας.

Η αφήγηση του Πλουτάρχου θα μας έκανε να συλλογιστούμε πως δεν είναι πολύ πιθανό ο συγκλονισμός μιας γυναίκας, που καταλήγει στο θάνατο, να είναι απλή ηθοποιία. Φυσικά υπήρχαν οι ιερείς που ερμήνευαν τα λόγια της Πυθίας –πόσο έναρθρα, κανείς δεν το ξέρει- και τα παράδιναν ταχτοποιημένα σε εξάμετρα, τρίμετρα, ή πρόζα στους πιστούς. Ήταν, δεν υπάρχει αμφιβολία, καιροσκόποι, ευλύγιστοι, επιφυλακτικοί, μαστόροι της αμφιλογίας. Αλλά, όπως και στα χρόνια μας, άλλο πράγμα είναι να κοιτάζεις κάτι τέτοιες υποθέσεις της ψυχής από την πλευρά του Θεού και άλλο από την πλευρά των υπηρετών του.

Είπαν ότι το φαινόμενο της Πυθίας θα έπρεπε να το συμπεριλάβουμε στα φαινόμενα του πράγματος που λέμε σήμερα πνευματισμό. Ίσως. Τότε όμως το λιγότερο που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι ότι η Πυθία μοιάζει με ένα σύγχρονο μέντιουμ όσο ο Ηνίοχος με ένα σύγχρονο άγαλμα μέσης τέχνης. Ας πούμε του Jacob Epstein. Αυτό κάνει τη διαφορά. Με αυτά θέλω να πω ότι έχει απομείνει στο άδυτο του Απόλλωνα ένα μυστήριο που μας υπερβαίνει, όπως και στην τέχνη του Ηνιόχου. Δεν ξέρω. Εκείνο όμως που μπορεί να στοχαστεί κανείς με περισσότερη ενάργεια, είναι ότι αν το Μαντείο παρακίνησε πραγματικά τη σκέψη του Σωκράτη, με τον τρόπο που μας διδάσκει ο Πλάτων στην Απολογία, η συμβολή του στην ανάπτυξη της ανθρώπινης σκέψης θα ήταν τόση που θα άξιζε τον κόπο να είχε ιδρυθεί μόνο γι’αυτό.

Η αφήγηση του Πλουτάρχου συμπίπτει περίπου με το γεγονός που τερματίζει τον κόσμο των ειδώλων. Έπειτα το Μαντείο του Απόλλωνα στεγνώνει σιγά – σιγά με μικρές σπιθοβολές και σβήνει κουρασμένο. Κάποτε ψιθυρίζει φράσεις που θυμίζουν το ‘Αποθανείν θέλω’ της Σίβυλας εκείνης που λέει ο Πετρώνιος. Τριακόσια τόσα χρόνια ακόμη μέσα στις ρυτίδες και τις τυπικές χειρονομίες του ιερατείου, που επαναλαμβάνουν, δεν δημιουργούν. Η μέριμνα που μοιάζει να το απασχολεί ακόμη, είναι μήπως σταματήσει η παλιά συνήθεια της αποστολής δώρων στον Απόλλωνα. Έτσι, ως την ακροτελεύτια απόκριση του Μαντείου στον τραγικό Ιουλιανό:

Είπατε τω βασιλήι, χαμαί πέσε δαίδαλο αυλά.

Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφναν,

Ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ.

Κι όμως, μολονότι το Μαντείο μοιάζει σα να γράφει μόνο του την τελευταία σελίδα της ιστορίας του, και να κατεβαίνει αυτόβουλα στον τάφο, οι θεωρητικοί της νέας θρησκείας βρήκαν πως άξιζε τον κόπο να ξοδέψουν αρκετή σκέψη και μελάνι για να το πολεμήσουν. Και το περίεργο είναι ότι δεν καταπιάνονται να αποδείξουν ότι κάτι τέτοιες χρησμοδοσίες είναι έργα τσαρλατάνων. Αναγνωρίζουν τη μαντική δύναμη των Δελφών, όμως γι’αυτούς αυτά τα πράγματα είναι έργα του Σατανά και των δυνάμεων του σκότους. Και ο Απόλλων μεταμορφωμένος διάβολος.

Εδώ, στη Φωκίδα, πέρα στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, ένας ψηφιδωτός Παντοκράτωρ, πάνω από το ανώφλι της δυτικής θύρας, δείχνει την επιγραφή: ‘Εγώ ειμί τα φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τω σκότει’. Η φύση αποστρέφεται τα κενά».

Δελφοί – Αμοργός, Αύγουστος 1961

 

 

Γ. Σεφέρης , Δελφοί

[Δοκιμές, β’ τόμος, 1948-1971, Ίκαρος, Αθήνα]