Ο
|
πατέρας πάντοτε φεύγει.
Εγώ
πάντοτε του φωνάζω και δεν ακούω τη φωνή μου. Έχω την αγωνία της κραυγής μου,
την παραμόρφωση στο πρόσωπο, το μορφασμό, το τέντωμα στο στήθος. Ξέρω ότι θα
φύγει, όπως κάνει πάντοτε. Όμως, εγώ του φωνάζω.
Θέλω
να τον κρατήσω;
Θέλω
να τον κάνω να με δει;
Ο
πατέρας με ακούει, το ξέρω. Δεν χρειάζεται τον ήχο της φωνής μου. Δεν
χρειάζεται κανέναν ήχο, καμιά δόνηση, καμιά ένταση. Με ακούει και δεν μου γυρνά
ούτε ένα βλέμμα. Σα να βιάζεται. Πάντοτε βιάζεται και πάντοτε φεύγει.
Είναι
όπως όταν αποχωρίζεσαι έναν αγαπημένο φίλο μετά από μια τραυματική συνάντηση.
Ειπώθηκαν πολλά κι όμως αρκούσαν πολύ λιγότερα για να σκοτώσει ο ένας τον άλλο.
Κι ο αποχωρισμός έχει ανάστημα και σκιά και πόνο. Αλλά έχει και χαρά. Δεν
ήθελες πραγματικά να σκοτώσεις κανέναν. Ήθελες απλά να είσαι εκεί. Ορατός,
ψηλαφητός, σαρκικός. Όχι με τη σκέψη ή το πνεύμα σου. Καμιά παράξενη ενέργεια,
κανένας απροσδιόριστος καημός. Καμιά ανάσα.
Παρουσία…
Είναι
όπως όταν αποχωρίζεσαι έναν αγαπημένο μετά από μια αιματηρή συνάντηση.
Ήταν
αιματηρή, βέβαια… μα μην ξεχνάς, ήταν
συνάντηση…
Μη
βλέπεις εκείνο που διαλύεται στο τέλος της, κράτα το μεγαλείο της παρουσίας όσο
εκείνη υπήρχε…
Κράτα
το δώρο κι ας λείπει εκείνος που στο χάρισε…
Το
φως που πάλλει κι ας χάθηκε η πηγή του… αλλόκοτο…
Παρουσία…