Είχα κάποτε ένα σπίτι…
Ήταν χτισμένο πάνω σε ένα παράξενο μόρφωμα από αρχαίους
βράχους, σε ένα γκρεμό, πάνω απ’τη θάλασσα.
Ή ίσως πάλι να ήταν μέσα στη θάλασσα…
Χτίστηκε, ναι… Δεν ξέρω από ποιους, δεν ξέρω πότε. Ήξερα όμως
πως ήταν δικό μου και είχα το προνόμιο να το έχω ισόβιο ενδιαίτημα. Αν το
επιθυμούσα, για όσο το επιθυμούσα. Παράξενο, αλλά δεν το αμφισβήτησα ποτέ αυτό.
Ίσως γιατί κανείς δεν εμφανίστηκε ποτέ να το διεκδικήσει, να το ενοικήσει αντί
για μένα… ή έστω, μαζί με μένα…
Και είχε το σπίτι αυτό μια θαυμάσια αρχιτεκτονική… απλή και
λειτουργική, όπως συμβαίνει συνήθως με τα δημιουργήματα της φύσης… δεν μπορείς
να διανοηθείς ότι θα ήταν κάπως αλλιώς… γιατί είναι τέλεια… ώσπου κάποτε, μετά
από χιλιάδες χρόνια να έχουν αλλάξει κι αυτά… ως και η τελειότητα εξελίσσεται…
χλευάζει το χτες και προχωράει…
Θυμάμαι τέσσερις μεγάλες κολώνες… χοντρές όπως οι κορμοί
χιλιόχρονων δέντρων. Και δεν θυμάμαι τοίχους πλήρωσης ή δοκάρια να φεύγουν από
κάπου και να πηγαίνουν κάπου… δεν θυμάμαι στέγες, οροφές ή πατώματα… παράξενο… μονάχα
αυτές τις κολώνες θυμάμαι σαν μηρούς κάποιου γίγαντα που γεννήθηκε πριν από τον
άνθρωπο και θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά… ως πότε αναρωτιόμουν καμιά φορά…
ως πότε μπορεί να ζει οτιδήποτε;
Ως πότε θέλει να
ζει οτιδήποτε;
Ζούσα όμορφα, ήσυχα και ειρηνικά γιατί το σπίτι μου το
επέτρεπε. Οι βράχοι που είχε θεμελιωθεί μού το επέτρεπαν, η σχεδόν πάντα
αγριεμένη θάλασσα που έσκαγε στη βάση αυτών των βράχων μού το επέτρεπε… το ίδιο
το αλλόκοτο αυτό σπίτι μού του επέτρεπε… αλλά ήξερα, κάπως το ήξερα πως αυτό
δεν θα κρατούσε για πάντα… κάποια στιγμή το σπίτι θα με έδιωχνε… το προνόμιό
μου θα έπαυε να έχει ισχύ, θα ήμουν ίσως πια ανεπιθύμητος, ένα περιττό φορτίο
γι αυτές τις θεόρατες κολώνες…
Ζούσα ήρεμα και ειρηνικά… προστατευμένος μέσα σ’αυτό το
αρχαίο παράξενο σπίτι… και μπορούσα να δω τα πάντα… μπορούσα να δω ολόγυρα αν
γυρνούσα το κεφάλι μου… περιορισμοί δεν υπήρχαν… μπορούσα να δω τους βράχους,
τη θάλασσα ύστερα τον ορίζοντα, ύστερα πάλι βράχους… μονάχα που κάποιες μέρες
το σπίτι έκλεινε τα πάντα και δεν μού επέτρεπε να δω τίποτα… ένιωθα το σπίτι…
θλιμμένο… ναι, αυτή είναι η λέξη… το ένιωθα να κλείνει σα στρείδι και να
συρρικνώνεται… ο αέρας άλλαζε, γινόταν πιο βαρύς… το φως σκοτείνιαζε, χωνόμουν
σε μια ζωντανή φυλακή που ήθελε να με αποκλείσει από οτιδήποτε…
Βρισκόμουν τότε σε ένα σιωπηλό, ζωντανό, αρχαίο τάφο… αλλά δε
φοβόμουν… κάποτε κάποτε ανησυχούσα λίγο… περισσότερο συμπονούσα τούτο το σπίτι
που υπέφερε από μιαν άγνωστη αιτία… ψηλαφούσα το σκοτάδι, άγγιζα μια μια τις
κολώνες και τις αγκάλιαζα με το ανάπτυγμα των χεριών μου παρότι θα χρειάζονταν
τρεις ακόμα για να κλείσουν μονάχα μια απ'αυτές…
Κι άλλες φορές όλα ήταν τόσο διαφορετικά… χαρούμενα, φωτεινά,
τραγουδιστά… μπορούσα να τα δω όλα να χαμογελούν, ως και τους βράχους να είναι
λιγότερο συμπαγείς, ως και τη θάλασσα να είναι πιο φιλική… ο αέρας με
πλημμύριζε με μια αίσθηση ηδονική… ήταν οι μέρες της χαράς, οι μέρες που το
σπίτι με αγαπούσε και…
Και κάποια μέρα εμφανίστηκε ο πρόβολος…
Εμφανίστηκε από το πουθενά και με έκανε να ριγήσω. Ξεπρόβαλλε
μέσα στο σπίτι σαν φαλλός ενός γίγαντα σειληνού και κατάλαβα πως αυτή ήταν η
αρχή του τέλους για μένα. Έπρεπε να εγκαταλείψω το σπίτι μου και να αναζητήσω
στέγη κάπου αλλού… που όμως; Δεν είχα βγει ποτέ απ’το σπίτι… δεν χρειάστηκε,
δεν το επιθύμησα, δεν το σκέφτηκα καν…
Ο πρόβολος ήταν ένα κυκλώπειο παλούκι που διαπερνούσε το
σπίτι σαν κάρφος από την μια άκρη ως την άλλη και έμοιαζε να το έχει πληγώσει
θανάσιμα… αυτό μπορούσα να το νιώσω… μπορούσα να νιώσω τους παλμούς του να
αργοσβήνουν… μπορούσα να αισθανθώ την αγωνία του… μπορούσα ακόμη και να δω το
αίμα του να τρέχει πάνω στις όμορφες κολώνες του… ο πρόβολος ήταν το μαχαίρι
που το σκότωνε σιγά σιγά και απειλούσε και τη δική μου ύπαρξη…
Κάτι ακόμα πιο παράξενο είναι πως ποτέ δεν αναρωτήθηκα πώς
εμφανίστηκε αυτός ο πρόβολος, αν είχε λόγο ύπαρξης, αν συμβόλιζε κάτι, αν ήταν
αληθινός ή γέννημα της φαντασίας μου… της δική μου ή του σπιτιού… τον
αποδέχτηκα σαν ένα φυσικό γεγονός… σαν κάτι τρομερό που δεν εύχεσαι να συμβεί
ποτέ αλλά όταν συμβεί δεν παλεύεις να το ερμηνεύσεις. Μονάχα να το
αντιμετωπίσεις. Αν μπορείς. Ή αν θέλεις…
Κάποια μέρα ξύπνησα βρεγμένος… πανικοβλήθηκα… η θάλασσα είχε
εισβάλλει στο σπίτι ή το σπίτι βυθιζόταν στην αγκαλιά της… δεν ξέρω… σιγά σιγά
η στάθμη της ανέβαινε και πάλευε να πνίξει μέσα της τα πάντα… ο πρόβολος είχε
αλλάξει διεύθυνση αλλά δεν είχε αλλάξει ούτε μέγεθος ούτε είχε απομακρυνθεί…
άλλαζε συνεχώς τον άξονά του… πότε οριζόντιος, πότε με κάποια κλίση… η θάλασσα
κάποια στιγμή εγκατέλειψε την προσπάθεια να μας αφανίσει και αποσύρθηκε… την
επομένη ήμουν πάλι στην ίδια κατάσταση…
Ύστερα προσπάθησαν οι βράχοι… χώθηκαν μέσα στο σπίτι, έπιασαν
τις γωνιές και απείλησαν να συνθλίψουν τον πρόβολο… χωρίς αποτέλεσμα… ο
πρόβολος, με ζηλευτή ευελιξία, λες κι έπαιζε μαζί τους, άλλαζε θέση και κλίση
και τους χλεύαζε κατάμουτρα… τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να τον σκοτώσει…
Το σπίτι πέθαινε και έπρεπε να βγω από κει μέσα…
Και τότε έγινε!
Ονειρεύτηκα!
Ήταν το πρώτο όνειρο που είχα ποτέ μου!
Ονειρεύτηκα έναν απέραντο, βαθυγάλαζο ουρανό… ένα στερέωμα απεριόριστο
πάνω απ’το σπίτι… κι εγώ μπορούσα να πετάω ελεύθερος και να ταξιδεύω με μια μου
σκέψη, με μια εικόνα όπου ήθελα!
Ρίγος!
Ξαφνικά, δεν ήμουν πια μέσα στο σπίτι, αιχμάλωτος, έγκλειστος,
δέσμιος μιας άλλης οντότητας… μπορούσα να πάω και να κάνω ό,τι θέλω, να
επινοήσω τις πτήσεις μου, να φανταστώ τον εαυτό μου, να ξεκινώ και να σταματώ
όποτε το θέλω…
Και από μακριά είδα τη φρίκη και το δράμα.
Είδα τον πρόβολο να έχει θεριέψει σαν δηλητηριώδες φυτό και
να έχει εμβολίσει πέρα ως πέρα το σπίτι μου που πια έμοιαζε με ένα ανόητο
παιχνίδι στις ορέξεις ενός τρελού.
Πόνεσα τόσο που η πτήση μου ακυρώθηκε. Ξύπνησα κάθιδρος μέσα
στην αγωνία μου και βρέθηκα ξανά μέσα στη φυλακή μου.
Το σπίτι πέθαινε και μαζί του θα πέθαινα κι εγώ.
Ένιωθα στο λαιμό μου το ρόγχο του. Ένιωθα τις φλέβες του να
μην χτυπούν πια δυνατά, ένιωθα την ομορφιά του να μαραζώνει.
Ως και το ονειρικό μου ταξίδεμα δεν είχε πια δύναμη. Οι
πτήσεις μου έμειναν παρθενικά βιώματα, συναρπαστικά αλλά καταδικασμένα να
ματαιωθούν. Η ανάσα μου βάρυνε, η ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι γινόταν τοξική, το
οξυγόνο λιγόστευε, όλα τελείωναν πια…
Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα τον πρόβολο.
Αποφάσισα, ο τρελός, σαν ύστατη κίνηση ενός απελπισμένου, να
προσπαθήσω να τον αγγίξω. Αν άπλωνα το χέρι μου θα τον έπιανα. Δεν το είχα
σκεφτεί ως τότε! Ας ήταν και η τελευταία πράξη που θα έκανα ποτέ.
Και το έκανα!
Ο πρόβολος αντέδρασε όπως ένα ρόδο που το χαϊδεύει η πρωινή
αύρα. Ήταν ζωντανός, μοναχικός, δυστυχισμένος!
Τον συμπόνεσα ως τα έγκατα της ψυχής μου. Για να εισβάλλει
σαν κατακτητής στο κάστρο μου και να αρνείται να το εγκαταλείψει, σήμαινε πως
αναζητούσε τις συντεταγμένες του, τον σκοπό της ύπαρξής του, κάποιο νόημα στην
όποια ζωή του.
Και είχε ζωή.
Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πότε, έχασα τις αισθήσεις μου… χωρίς να
φοβάμαι πια ούτε να πονάω για το χαμένο μου σπίτι, ξύπνησα σε μια αμμουδιά…
Κάποτε…
…σηκώθηκα και κοίταξα ολόγυρα…
Είχα γένια λευκά και τα χέρια μου δεν ήταν όπως τα θυμόμουν… είχα
γεράσει, έβλεπα τις φλέβες ανάγλυφες και φουσκωμένες κάτω απ’το δέρμα μου. Γύρισα
το βλέμμα και δεξιά είδα κάτι που άγγιξε την καρδιά μου.
Περπάτησα ως εκεί, σκαρφάλωσα με κόπο γιατί δεν είχα τις δυνάμεις
ενός νέου ανθρώπου.
Σε κάποιο πλάτωμα, πάνω από ένα παράξενο μόρφωμα των βράχων, κάτι
εξείχε από το χώμα.
Πλησίασα.
Ήταν μια πλάκα από μάρμαρο χωμένη κάθετα πάνω στο έδαφος.
Διάβασα κάτι που ήταν έγγλυφο στην επιφάνειά της.
Δάκρυσα και χαμογέλασα.
Χαμογέλασα και δάκρυσα ξανά.
Κι έμεινα εκεί, δίπλα της… αναπαυμένος
δεν θυμάμαι πια πόσο…
Ιουν2015