Αγαπημένη μου…
Σου γράφω τώρα, στα μέσα του καλοκαιριού… ενός ακόμα καλοκαιριού που μας
αγνοεί και επιμένει ερωτικά να απλώνεται νωχελικά πάνω στις αράδες των
γραφιάδων, τις νότες των μουσικών, τους καμβάδες των ζωγράφων… και σκέφτομαι,
τι όμορφα που μας αγνοεί το καλοκαίρι και δεν υπόσχεται τίποτε πέρα από το
μαγικό αιώνιο κάλεσμά του να το αναζητήσουμε εμείς…
… έχω χρόνια να σου γράψω, το ξέρω… αναρωτιέσαι που χάθηκα όλο τούτο το
διάστημα, αν είμαι καλά, τι συνέβη μέσα μου που με άρπαξε από το σβέρκο της ψυχής
μου και με κάθισε στο απόμερο, μοναχικό παγκάκι που ακόμα βρίσκομαι… ε, λοιπόν,
είναι τόσα που θέλω να σου πω γι’αυτά τα μεγάλα και ασήμαντα χρόνια, τα πελώρια
και μικρά, τα θανατηφόρα και υπέροχα… με ξέρεις πια, στο μέσο όρο δεν ανασαίνω,
στο ενδιάμεσο πάντοτε δυσκολεύομαι…
…γιατί στο μέσο δεν μπορώ να πάρω στα σοβαρά τη ροή του χρόνου και
αναλώνομαι σε μάχες με τον εαυτό μου… με ξέρεις τώρα… πάντα πίστευα πως η
διαφορά δυναμικού κινεί το σύμπαν και πως στις απόλυτες τιμές βρίσκει κανείς
την καθαρή ενέργεια να πάει ψηλά και πάνω…
ή να διαγράψει την μεγαλειώδη εωσφορική του τροχιά ως τα έγκατα του
Αχανούς…
με ξέρεις τώρα…
…αν δεν πάλλεται ερωτικά το κάθε κύτταρό μου αισθάνομαι πως δεν ζω, πως
δεν ζω αληθινά, πως είμαι μισός, ανεπαρκής, ελλιπής, χωλός, αστείος ακόμα…
…και τι δεν έκανα όμως όλα αυτά τα χρόνια… τόσα που θα ζήλευε κανείς
τον συναρπαστικό μου βίο, τον γεμάτο τόσα όνειρα, τόσες δράσεις, τόσες πτήσεις,
τόσες αναρριχήσεις, τόσους θριάμβους και δόξες…
…σε κανένα πεδίο μάχης δεν πέταξα την ασπίδα μου, αγαπημένη μου κι ας είχα
στρατούς από ‘τέλειους’ και ‘αθάνατους’ μπροστά μου…
…σε κανένα πεδίο μάχης δεν μου έλλειψε η περίσσεια εκείνη του θράσους
που απαιτείται στο βροτό για να συνεχίσει να παλεύει, να μάχεται, κόντρα σε όλες
τις ματαιώσεις, σε όλες τις διαψεύσεις, τις προδοσίες, τις υπονομεύσεις…
…κι όμως αγαπημένη μου, την αιγίδα δεν την έφερα ποτέ μου πίσω… στην
ασφάλεια, την οικία, την εστία…
…την ασπίδα μου την άφηνα πάντα πίσω…
…με ξέρεις πια… ένιωθα πως είναι ύβρις να γυρνάς ακέραιος μετά από μια
φοβερή μάχη και να μην κάνεις την ελάχιστη θυσία στους συμπολεμιστές σου που
χώρεσαν στην αγκαλιά του Άδη…
…και ποια καλύτερη έστω κι αν ελάχιστη θυσία από την ασπίδα σου;
…και ποια ευλαβικότερη και ιερότερη στιγμή από εκείνη που αποθέτεις στη
γη τη ματωμένη σου ασπίδα για να την ασπαστεί η ψυχή της Μάνας και να την
θωπεύσει ο μαστρωπός Χρόνος;
…αν είσαι τυχερός και μακάριος…
…αν είσαι όλβιος και των θεών ομοτράπεζος είναι που ορίστηκες να
συνεχίζεις μετά από κάθε μάχη για την επόμενη…
…αλλά θα πρέπει την ασπίδα σου να την φτιάχνεις πάντοτε καινούργια…
…και θα πρέπει να την λογίζεις την κάθε μάχη ως την πρώτη και την
τελευταία σου… κι έτσι, τίποτε απ’το παρελθόν δεν παίρνεις μαζί σου…
…και κανένα βάρος ή ενοχή ή χαρά ακόμη δεν δικαιούσαι, επειδή δεν είσαι
κι εσύ ανάμεσα στους ένδοξους πεσόντες συμμαχητές σου…
… κι έτσι…
…με το χαμόγελο του ανθρώπου που αναπαύεται στην απόλαυση μονάχα της ιερής
στιγμής…
…δεν κινδυνεύεις να ξελογιαστείς απ’τη ζωή…
…ούτε και να μελαγχολήσεις απ’το θάνατο…
Ναι αγαπημένη μου
…και κάτι δριμιά καλοκαίρια σαν κι αυτό…
…που αρμόζει στον μείζονα ήλιο της ύπαρξης να ταξιδεύει πάνω απ’την
Ειμαρμένη…
…την ημέρα να γλυκαίνει καθώς αργοσβήνει…
…και τη νύχτα να σε ερωτεύεται καθώς αναδύεται μετά…
…κάτι καλοκαίρια σαν κι αυτό…
…νιώθω το ρίγος των αιώνων να κυλά στις φλέβες μου…
…να θέλει να σκίσει το δέρμα και να χυθεί έξω…
…και να ανταμώσει με το φοβερό εκείνο και υπέροχο και μαυλιστικό Άγνωστο…
…που αργοσαλεύει σαν αρχαίος μανδύας στο στερέωμα…
…και δροσίζει τις θνητές στιγμές…
…με αθανασία…
“Solo Journey in Earth's Womb (1)”