28.2.07

άνοιξη

(Και καταλήγω-σχετικά με το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ-όλο ενθουσιασμό:)

Nά ΄μαι πάλι, με τους πρωινούς καφέδες και τα κουλούρια-κοιτάζοντας-τη-θάλασσα..., με τις ταινίες και τα φεστιβάλ, με όλα αυτά δηλαδή που σε βγάζουν από την καθημερινότητα
(ήτοι δουλειά-σπίτι-φαγητό-σερφάρισμα-ύπνο-δουλειά) και σε βάζουν σε ένα δεκαήμερο ταξίδι στον κόσμο,
που σε βγάζουν από τη δική σου ζωή, και σε βάζουν στις ζωές των άλλων,
που σε βγάζουν από το ψυγείο όπου ζεις και σε βάζουν στην κανονική ζωή, όπου συμβαίνουν πράγματα...

Ε, ναι λοιπόν, ο Μάρτιος έφτασε-ευτυχώς, κι εγώ ενθουσιάστηκα τόσο λαμβάνοντας το newsletter του φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, που θέλησα να το μοιραστώ οπωσδήποτε... Έστω και ένας άνθρωπος να ξεκινήσει να παρακολουθεί το φεστιβάλ παρακινούμενος από τον ενθουσιασμό μου, και να νιώθει από δω και πέρα στη ζωή του αυτή την ευφορία που νιώθω από τότε που το ανακάλυψα και το παρακολουθώ, μου αρκεί και με το παραπάνω!

Έχω να πω επίσης ότι, το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ-το οποίο για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να θυμηθώ πια, μου φαινόταν εντελώς ανάξιο λόγου πριν να το παρακολουθήσω για πρώτη φορά, τώρα πια είναι για μένα πολύ, ΠΟΛΥ πιο σημαντικό κι ενδιαφέρον από το φεστιβάλ μυθοπλασίας του Νοεμβρίου.
Σε αυτήν ακριβώς τη λέξη έγκειται η διαφορά: η μυθοπλασία έχει ηθοποιούς, σκηνικά και σενάρια.
Αυτά, όσο αληθινά και να είναι, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν με την πραγματικότητα του ντοκιμαντέρ. Και για μένα, (η οποία έχω ένα κόλλημα προσωπικό με την πραγματικότητα και την κανονικότητα) αυτή η διαφορά είναι τεράστια και ουσιαστική.
Όταν βλέπεις μπροστά σου μια Αληθινή ιστορία που συμβαίνει σε κάποιο σημείο της γης, με τους ίδιους τους ανθρώπους που την έζησαν ή την ζουν, χωρίς φτιασίδια και μακιγιάζ, τότε αυτός ο συγκλονισμός δεν έχει λόγια να περιγραφεί.

Ναι, τις καλύτερες "ταινίες", τις έχω δει στα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ του Μαρτίου.





* * * * * * *

23.2.07

τρυφερή είναι η νύχτα

Πάντα, όταν είναι αργά το βράδυ και περιδιαβαίνω στα βλογς, θέλω να στείλω μειλ για να συναντηθούμε, να πιούμε καφέ, να τα πούμε από κοντά. Σε εσάς.
Κι αν αυτό φαίνεται φυσιολογικό, εμένα με εκπλήσσει απόλυτα.

Όταν πρόκειται να συναντηθώ με κάποιον, νιώθω τόσο φόβο και ανασφάλεια, που παύω τελικά να έχω την επιθυμία να βρίσκομαι με ανθρώπους, μέσα μου γυρίζει ανάποδα και γίνεται επιθυμία για ηρεμία και μοναξιά.
Ένα παραπάνω όταν πρόκειται για αγνώστους. Αποφασίζω πως φτάνει, αρκετούς ανθρώπους έχω γνωρίσει ως τα σήμερα, άλλους δεν θέλω, δεν μπορώ, δεν χρειάζομαι, αρνούμαι.

Όταν βρήκα τα βλογς, δεν το πολυσκέφτηκα-το να φτιάξω το δικό μου. Λίγο πάνω από μήνας ήτανε. Ήμουν όμως σίγουρη πως δε θα βάλω μειλ στο προφίλ. Γιατί δεν ήθελα επικοινωνία με κανέναν. Δεν ήθελα, πώς να το πω αλλιώς? Δεν ήθελα ούτε να γνωρίσω ανθρώπους-κανονικούς, ούτε να με γνωρίσουν, ούτε να μάθω για τις ζωές τους, ούτε να μάθουν για τη δική μου. Ήθελα μόνο να έχω αυτό το παράθυρο μέσα στο σπίτι μου-την οθόνη, και μαζί με όλους αυτούς του πλανήτη βλόγερ, να κοιταζόμαστε από τα παράθυρα, να βλεπόμαστε, να χαμογελάμε, να νεύουμε από μακριά, να αλλάζουμε και καμιά κουβέντα, μα όχι να μπαίνει ο ένας στο σπίτι του άλλου και στην κανονική του ζωή.
Δεν ήταν από μυστικοπάθεια, παρά από κούραση (και φόβο) περισσότερο.

Και μετά, φτάσαμε εδώ.
Δε θα πω ποιο ποστ έγινε αιτία και έβαλα το μειλ μου στο προφίλ. Δε θα πω πόσους ανθρώπους γνώρισα από κοντά, ούτε πως ήταν άνθρωποι κανονικοί, κι ευγενικοί, απαράλλαχτοι με τα γραπτά τους... Ούτε πως αισθάνομαι προνόμιο το που τους γνώρισα.
Ούτε πόσο έχει αλλάξει η ζωή μου μέσα στο χρόνο που πέρασε.

Κι έρχομαι τώρα ν απαντήσω στην αλκυόνη, που με ρώτησε γιατί δεν απαντώ στα σχόλια των πόστ μου.
Άραγε, απάντησα καθόλου ως τώρα?
Ας προσπαθήσω ξανά: Απαντώ, όταν έχω κάτι να πω. Αυτό.

Κάθε νέο σχόλιο το χαίρομαι πολύ, κι επίσης χαίρομαι το ότι ξέρω ότι είναι πολλοί που διαβάζουν χωρίς να σχολιάζουν, όπως εγώ περνώ καθημερινά από πολλούς μα σχολιάζω μόνο όταν μου έρχεται κάτι να πω αυθόρμητα (ακόμη κι άσχετο να είναι με το ποστ..).

Κι έφτασα πάλι εκεί που ξεκίνησα. Σήμερα ήθελα να γράψω στη raffinata να πάμε για καφέ. Μα το θεώρησα της νύχτας, και το άφησα να περάσει.

Έχω κι άλλα να πω πάνω σ αυτό. Που το σπίτι είναι άδειο αλλά δεν είμαι μόνη μου. Και την ημέρα-που λείπω στη δουλειά, είναι σαν να έχω αφήσει κόσμο στο σπίτι, ή σαν να πήγαμε όλοι στη δουλειά και θα τα πούμε το βράδυ, στο μέρος το γνωστό.
Κοινοτυπίες? Γλυκανάλατα? Δεν ξέρω.
Ξέρω ότι έτσι νιώθω.





* * * * * * *

21.2.07

μόνο 5?

Έλαβα προ(σ)κλήσεις από τη μαύρη ντάλια, τη γιουτζίν, τον μπερεκέτη και τη herinna,για να γράψω 5 «κάτι που δεν γνωρίζουν οι άλλοι μέσω του βλογ μου, για μένα».
Λοιπόν, αυτά:

  • Μπήκα (κάποτε) στο Μαθηματικό του ΑΠΘ αλλά δεν έχω πάρει το πτυχίο μου.
  • Νομίζω ότι πέρασα όλη μου τη ζω κάνοντας λάθος δουλειά. Και προσπαθώντας να τη συνηθίσω πέρασαν πολλά χρόνια, τόσα που σχεδόν κοντεύω στη σύνταξη.
  • Δε μ αρέσει η θάλασσα, ούτε το βουνό, ούτε η εξοχή-μ αρέσουν οι άδειες πόλεις το καλοκαίρι (και το χειμώνα).
  • Θα μπορούσα να ζω μόνο με μακαρονάδες και με σούπες.
  • Ευτυχώ μόνο τις στιγμές που σταματάει το μυαλό μου, δηλαδή όταν κοιμάμαι κι όταν με κρατούν αγκαλιά.

Θα ήθελα να προ(σ)καλέσω με τη σειρά μου τρείς πεταλούδες, την butterfly, την mckat και την dora in (e)space και, θα ήθελα επίσης να μπορούσα να καλέσω τη roxanne, και το Λαμπρούκο.





* * * * * * *

20.2.07

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΟΛΛΑΝΔΙΚΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ

(Συνεχίζω, με αντιγραφή ολόκληρου του newsletter που μου έστειλαν από το φεστιβάλ)

Στα χνάρια των σπουδαίων Ολλανδών σκηνοθετών ντοκιμαντέρ της μεταπολεμικής περιόδου και της σχολής που δημιούργησαν, οι σύγχρονοι ντοκιμαντερίστες από την Ολλανδία διαπρέπουν σε όλο τον κόσμο, δίνοντας νέο νόημα σε έναν από τους πρώτους ορισμούς για το είδος που διατυπώθηκε την δεκαετία του '30 και υποδείκνυε ότι «ντοκιμαντέρ είναι η δημιουργική ανασύσταση της πραγματικότητας». Δεν είναι τυχαία άλλωστε η μεγάλη επιτυχία του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Άμστερνταμ, το οποίο προωθεί δυναμικά το δημιουργικό ντοκιμαντέρ και θεωρείται, αν όχι το καλύτερο, από τα σημαντικότερα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ παγκοσμίως.

Το 9ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης - Εικόνες του 21ου αιώνα, πραγματοποιεί μεγάλο αφιέρωμα στα σύγχρονα Ολλανδικά Ντοκιμαντέρ, που έχουν ως κοινό παρονομαστή την κριτική και ταυτόχρονα ευαίσθητη ματιά των σκηνοθετών τους. Εφτά από τα ντοκιμαντέρ που θα προβληθούν στο πλαίσιο του αφιερώματος πραγματοποιούν διεθνή πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη, δίνοντας την ευκαιρία στους φίλους του φεστιβάλ, να σχηματίσουν πρώτοι μια συνολική εικόνα της σύγχρονης ολλανδικής παραγωγής ντοκιμαντέρ.

Το πολυθεματικό πανόραμα των ολλανδικών ντοκιμαντέρ, μας ταξιδεύει από τις σιωπές του νεκροταφείου του Περ Λασέζ στο Παρίσι και τα όνειρα ενός Ολλανδού τραπεζίτη που παίρνουν σάρκα και οστά στη Βενεζουέλα, μέχρι τα ερείπια στο Μπαμ του Ιράν μετά τον σεισμό και το Χρυσό Τρίγωνο στην Ταϋλάνδη, όπου ένας πρώην μποξέρ, νυν βουδιστής μοναχός εμπνέει και φροντίζει τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Οι ντοκιμαντερίστες κινηματογραφούν τον ανθρώπινο πόνο, την ιστορία τόπων μέσα από φωτογραφικά ντοκουμέντα, τις ελπίδες ανθρώπων οι οποίοι σε δύσκολες συνθήκες, διατηρούν την αισιοδοξία τους για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά και τυραννισμένες εξόριστες ψυχές που ονειρεύονται την επιστροφή στην πατρίδα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Για πάντα / Forever της Heddy Honigmann το οποίο αποκαλύπτει την μυστήρια ομορφιά του διάσημου νεκροταφείου Περ Λασέζ στο Παρίσι, στο οποίο συναντώνται τα πνεύματα του Σοπέν, του Ζορζ Μελιές, του Όσκαρ Ουάιλντ, του Μαρσέλ Προυστ, της Μαρίας Κάλλας, της Εντίθ Πιάφ, του Τζιμ Μόρισον. Επιστολές αφημένες σε τάφους, λουλούδια και συνομιλίες με τον άλλο κόσμο, σιωπηλές περιπλανήσεις, θρήνος και αγαλλίαση. Το Περ Λασέζ, είναι τόπος ανάπαυσης για όσους έχουν φύγει και αγαλλίασης και έμπνευσης για αυτούς που μένουν πίσω.

Το ντοκιμαντέρ Τα παιδιά του Στάλιν / Children of Stalin του Harrie Timmermans το οποίο προβάλλεται σε διεθνή πρεμιέρα στο φεστιβάλ, ταξιδεύει ως την ψυχιατρική κλινική στο Σουράμι της Γεωργίας, όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Οι ημέρες κυλούν βασανιστικά αργά για τους ασθενείς που περιμένουν τη σούπα τους, ή τον ψυχίατρο για να τους εξετάσει. Κυρίως περιμένουν τα τσιγάρα. Και στο μεταξύ μιλούν. Για τις ζωές τους, τα όνειρά τους, την απόγνωση και το νόημα της ύπαρξής τους. Συγκλονιστικό και ταυτόχρονα συγκινητικό το Τα παιδιά του Στάλιν αποκαλύπτει και υμνεί την πανίσχυρη θέληση του ανθρώπου για επιβίωση.

Το πορτρέτο ενός διαφορετικού ανθρώπου, σκιαγραφεί το ντοκιμαντέρ Ο Rudy της ζούγκλας / Jungle Rudy του Rob Smits. Το φιλμ ακολουθεί τα βήματα του Ρούντολφ Τρουφίνο, γιου πλούσιου τραπεζίτη που γεννήθηκε το 1928 στην Χάγη, απαρνήθηκε το προκαθορισμένο μέλλον για το οποίο τον προετοίμαζε η οικογένειά του, εγκατέλειψε την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στη ζούγκλα της Βενεζουέλα. Ταξίδεψε σε απάτητα μέρη, οργάνωσε επιστημονικά ταξίδια, ανακάλυψε καινούργια φυτά και είδη ζώων. Έγινε γνωστός ως ο Ρούντι της Ζούγκλας. Στο καταφύγιό του δε, το Ουκαΐμα, φιλοξένησε από τον αστροναύτη Νιλ Άρμστρονγκ και τον πρίγκιπα Κάρολο της Αγγλίας, μέχρι τον σκηνοθέτη Βέρνερ Χέρτζοκ και τον πρίγκιπα Μπέρνχαρντ της Ολλανδίας.

Στην τρίτη ηλικία εστιάζει το ντοκιμαντέρ Φαιά ουσία / Grey Matter της Ina van Beek το οποίο θα παρακολουθήσουμε σε διεθνή πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη και το οποίο επισκέπτεται ένα γηροκομείο στο Άμστερνταμ. Η καθημερινότητα των ηλικιωμένων και οι μικρές συνήθειές τους, συνθέτουν το 24ωρο ανθρώπων με ανίσχυρο σώμα, επιλεκτική μνήμη, πλούσιο παρελθόν και ελάχιστο μέλλον.

Το Κουτσουλιές και κοτόπουλα / Shit & chicks του Kees van der Geest το οποίο επίσης πραγματοποιεί διεθνή πρεμιέρα στο φεστιβάλ, ταξιδεύει ως την απομακρυσμένη αφρικανική σαβάνα στην βορειοδυτική Γκάνα, όπου ένας φιλήσυχος αγρότης χρησιμοποιεί μια παραδοσιακή μέθοδο προκειμένου να ταΐσει τα κοτόπουλά του. Μέσα από την διαδικασία και τις λεπτομέρειές της, το φιλμ αποτίνει φόρο τιμής στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση.





* * * * * * *

16.2.07

ένα γηροκομείο στο Άμστερνταμ

Πάντα αναρωτιέμαι αν πρέπει να αρχίσω από την αρχή ή από το τέλος, όταν είναι να πω κάτι που θέλω να πω.
Δεν είναι τόσο παράλογο αυτό, όσο φαίνεται.

Το ερώτημά μου είναι: να αρχίσω από το αρχικό ερέθισμα-που οδήγησε στο τελικό αποτέλεσμα, ή να ξεκινήσω από το συμπέρασμα και, γυρίζοντας σιγά-σιγά προς τα πίσω, να εξηγήσω το πώς αυτό προέκυψε?
Ή σε τελική ανάλυση, δεν έχει καμία σημασία ο δρόμος και ο τρόπος, αλλά μόνο το αποτέλεσμα? (Απαντώ στην ερώτησή μου: για μένα έ χ ε ι σημασία ο δρόμος και ο τρόπος που φτάνεις σε μια σκέψη, στο να γράψεις ένα κείμενο, στο να πάρεις μια απόφαση).
Τέλος πάντων.
Επιλέγοντας στην τύχη, ξεκινώ από την αρχή, και αντιγράφω την παρακάτω παράγραφο από το newsletter του 9ου φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, που θα γίνει στην Θεσσαλονίκη από τις 16 έως τις 25 Μαρτίου 2007, παράγραφο η οποία με εντυπωσίασε πολύ, μου προκάλεσε σκέψεις, και επίσης με έβαλε από τώρα στο πνεύμα του φεστιβάλ!

...ένα γηροκομείο στο Άμστερνταμ: η καθημερινότητα των ηλικιωμένων και οι μικρές συνήθειές τους, συνθέτουν το 24ωρο ανθρώπων με ανίσχυρο σώμα, επιλεκτική μνήμη, πλούσιο παρελθόν και ελάχιστο μέλλον...





* * * * * * *

13.2.07

λικέρ, ξανά.


Μα, ποια φρούτα είναι επιτέλους αυτής της εποχής τα κατάλληλα, να βάλω στα βάζα να κάνω λικέρ?
Να στολίστούν τα παράθυρα με τα χρώματα των φρούτων, με τους λόφους της ζάχαρης που θα μουλιάζουν σιγά-σιγά ώσπου να λιώσουν, με αρωματικά ξύλα κανέλας και γαρύφαλου...
Να τ΄αναποδογυρίζω καθημερινά, και να τ΄αφήσω να βράσουν παίζοντας με τον χειμωνιάτικο ήλιο, ώσπου να γίνουν ένα όλα τους τ΄αρώματα...
Να ζωντανέψουν επιτέλους τα παράθυρα. Κι εμείς, μαζί.

(ο πίνακας του Vilhelm Hammershoi)




* * * * * * *

12.2.07

η, των λιστών...

Όταν θα μάθεις -όταν θα καταφέρεις, ας πω καλύτερα- να ευχαριστιέσαι τις ημέρες της άδειάς σου χωρίς ενοχές, τότε θα έχεις κερδίσει μια πολύ μεγάλη μάχη.

Δεν ξέρω τι φταίει, δηλαδή για μένα, ξέρω: μεγάλωσα σ΄ ένα σπίτι όπου κάθε στιγμή αργίας θεωρούνταν σπατάλη χρόνου… Ενώ εμένα, οτι μου άρεζε πιο πολύ απ όλα, ήταν να κοιτάζω το υπερπέραν και να χάνομαι στις σκέψεις μου…
Φαντάσου τώρα τι ξυπνήματα έχω φάει!

Ακόμη το προσπαθώ, το να μην έχω πρόγραμμα για κ ά θ ε ημέρα της άδειάς μου.
(Μη γελιέσαι. Έχω, πάντα, για όλες τις μέρες… Αλλιώς παθαίνω πανικό!).



* * * * * * *

8.2.07

είναι κάτι μέρες...

Αν ήσουν εδώ, θα πηγαίναμε στης Μαρίας σήμερα το βράδυ, που μας κάλεσε για Τσικνοπέμπτη, τα τέσσερα κορίτσια, με τους άντρες τους.

Τα χέρια μου-και το μυαλό μου, είναι παράλυτα.

Θέλω, να δω τις φίλες μου, δεν είναι αυτό. Περνάμε ωραία μαζί.

Πριν μια ώρα, ψάχνοντας μια φωτογραφία με τις δύο μικρούλες μου μαζί, για να φέρω να τη βάλω στο καδράκι στην κουζίνα μας, μου φάνηκαν τόσο πολλές οι φωτογραφίες με τις φίλες μου-αυτές που βγάζουμε κάθε φορά που βγαίνουμε οι τέσσερις για να βλέπουμε πως εξελισσόμαστε (!) μέσα στο χρόνο, που αποφάσισα (επιτέλους) να τις απομονώσω από τις υπόλοιπες και να τις βάλω στο άλμπουμ που έχει χαρίσει σε όλες μας-ακριβώς γιαυτό το σκοπό, η Ανατολή. Τις ξεχώρισα και τις έβαλα. Σταματούσα σε όλες. Αλλού ήμουν κλαμένη, αλλού έλαμπα, αλλού ήμασταν μετά από λογομαχίες, αλλού ήταν συγκινητικά (όπως τότε που κόψαμε τη δική μας-βασιλόπιτα της παρέας, στα τέσσερα, μέσα στον Ανατολικό)…

Πονάει το κεφάλι μου, κι απ΄ έξω ακούγονται δυνατά ποντιακά εδώ και ώρες. Θέλω ησυχία, να κλείσω τα μάτια και να σταματήσουν όλα.

Άμα ήσουν εδώ, θα πηγαίναμε. Το ξέρω πως θα σου άρεζε, θα γνώριζες και τους άντρες τους. Θα γνώριζαν κι αυτοί εσένα. Παιδιά δεν θα έχει-μου το λένε πάντα σαν να είναι ένα επιχείρημα για να πάω… Βέβαια, εγώ τα κατάφερα έτσι, ποιόν μπορώ να κατηγορήσω?

Τι γκρίνια, Χριστέ μου, τι γκρίνια. Απ΄ το τίποτα, για το τίποτα…
Νομίζω ότι γεννήθηκα παραπονούμενη και στραβομουτσουνιασμένη, κι έτσι θα πεθάνω. Τόσα χρόνια, τόσες κουβέντες, τόσες σκέψεις, τόσα επιχειρήματα, κι ακόμη δεν μπόρεσα να το τακτοποιήσω αυτό, να βγάλω αυτήν την ξινίλα από τα μούτρα μου…Ποιο μπιζέλι, εδώ έχω ολόκληρη μπιζελόσουπα κάτω από το στρώμα μου… Και το πιο αστείο είναι ότι δεν μπορώ να έχω ξεκάθαρη εικόνα για τον εαυτό μου, συχνά-πυκνά νιώθω πως ότι με σημάδεψε πιο πολύ στη ζωή μου (ή, ήρθε κι έδεσε μ΄ αυτό που είμαι αληθινά-μία που δεν τολμάει να διαφωνήσει και γιαυτό βρίσκει ομορφιά και αξία σε κάθε τι-όσο και το νιώθει λίγο- που έχει), είναι η Πολυάννα που διάβαζα μικρή…

Τελικά θα κάνω αυτό που μπορώ, θα μείνω σπίτι. Και θα στεναχωρήσω (προσβάλλω να πω?) τα κορίτσια για ακόμη μια φορά. Για άλλη μια φορά θα με λυπηθούν, θα νευριάσουν, θα με κουβεντιάσουν, θα μου τηλεφωνήσουν την ώρα του μεγάλου κεφιού και θα προσφερθούν να έρθουν να με ξεκολλήσουν από το σπίτι.

Όμως, αν ήσουν εδώ, θα πηγαίναμε.

Τώρα έχω να αντιμετωπίσω και την δική σου επιτίμηση-εκτός αυτής των άλλων, με τον εαυτού μου που δεν καταλαβαίνω πρώτον απ΄ όλους.

Ήταν μια εφιαλτική μέρα σήμερα-στη δουλειά. Κρυώνω εκεί που κάθομαι, και εκτός από την πρακτική πλευρά του θέματος-όταν κρυώνεις πως μπορείς να δουλέψεις? πώς να κουνήσεις τα χέρια σου, πώς να γράψεις? έχω και την θεωρητική-αυτή που είναι γέννημα του (ξινο)μυαλού μου: να νιώθω το γεγονός ότι κρυώνω σαν προσβολή στην προσωπικότητά μου… Θέλω να δουλεύω ήρεμα, δεν θέλω να με πιέζουν, να με τρέχουν, κουράστηκα, είναι τόσα χρόνια πια. Δεν αντέχω. Θέλω να φύγω, θέλω να σταματήσω, να μην βλέπω κανέναν τους, να μην βγαίνω από τη ζέστη και την ησυχία του σπιτιού μου…

Λοιπόν, άμα ήσουν εδώ, θα πηγαίναμε, στο υπόσχομαι. Και θα το ευχαριστιόμουν τελικά, το ξέρω καλά. Κάθε φορά που με πίεσα να βγω ενώ δεν ήθελα (καθόλου) τελικά πέρασα πολύ ωραία-το παραδέχομαι. Και θα χαιρόντουσαν και τα κορίτσια. Κι αυτό θα μου έδινε μεγάλη χαρά. Και δεν θα πίστευαν ότι είμαι παράξενη, ή αγενής, κι ότι δεν κάνω καμιά προσπάθεια. Και δεν θα είχα αυτό το βάρος ότι τους στεναχωρώ.

Τώρα αυτό να το ποστάρω?




* * * * * * *

5.2.07

απορίες...

Η δασκάλα προτείνει στα παιδιά να γράψουν ένα ποίημα, βασισμένο σε έναν πίνακα της αρεσκείας τους... (Τι ωραία! Αλήθεια, συνηθίζονται τέτοια θαυμάσια στα σχολεία σήμερα, ή πέσαμε στην εξαίρεση?).
Η Χρύσα λοιπόν, που ξέρει να ξεχωρίζει τον Βαγκόγκ, τον Ντεγκά, τον Μονέ και τον Σαγκάλ-όχι απαραίτητα μεταξύ τους, αλλά από όλους τους υπόλοιπους, διάλεξε πίνακα, έγραψε και ποίημα:


Μια κυρία με ομπρέλα

με παιδιά και με αέρα

κίνησε να πάει στο λιβάδι

με αέρα και χαλάζι.



Όμως η κυρία αφήνει τα

παιδιά και φεύγει μακριά,

πάει μια βόλτα στην εξοχή

με την άνοιξη μαζί.



-Καλά βρε Χρύσα (ειλικρινά έκπληκτη η θεία, μετά την απο μνήμης και ως νεράκι τρέχουσα απαγγελία), πως μπορείς να το θυμάσαι απ΄έξω, και μάλιστα να το λές έτσι γρήγορα?
-Αφού είμαι ποιητής, εγώ το έγραψα. Λές να μην ξέρω απ΄έξω τα ποιήματά μου?



* * * * * * *