Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΟΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΟΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

ΝΟΜΟΤΑΓΗΣ ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ

Το ‘χω κόψει κοντά δέκα χρόνια. Στην αρχή ήμουν όλο εκνευρισμό και υπερένταση. Με το χρόνο η έννοια του μου πέρναγε και μόνο σε τίποτε εξόδους ή διασκεδάσεις –ξέρεις εκεί με τις παρέες και τις μουσικές– ερχόταν νοσταλγικά η ανάμνησή του για να με κολάζει. Τίποτε, το άντεχα!
Πιο πολύ από πείσμα ήταν παρά ο φόβος τυχόν αρρώστιας. Η γυναίκα μου έχει να το κάνει, αφού ο φίλος γιατρός που τράβηξε την πλάκα –πιο πολύ για πλάκα λόγω μιας εποχιακής δύσπνοιας– έπαθε στο μεταξύ δύο εμφράγματα κι ο Παναθηναϊκός –φανατικός βάζελος– έκανε δέκα χρόνια και βάλε για να δει πρωτάθλημα!
Και πάνω που όλα κυλούσαν κι είχα το πάνω χέρι, χωρίς να ‘χω ακουμπήσει τσιγάρο ούτε για δοκιμή, σκάει ο νόμος του Αβραμόπουλου για το κάπνισμα. Καλά, στην αρχή αυτόν το νόμο όλοι τον γράψανε και πήγαινε ολοταχώς να συναντήσει στα αζήτητα εκείνον τον μνημειώδη νόμο του Παπαθεμελή για το ωράριο –ποιος τον θυμάται άραγε, όχι μόνο τον Παπαθεμελή, αλλά και το νόμο για το ωράριο! Να ‘σου όμως και πηγαίνει ο Αβραμόπουλος στα αζήτητα –μαζί με όλη τη σεμνή και ταπεινή διακυβέρνηση– κι έρχεται η Μαριλίζα να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ποια θέση τους, εδώ που τα λέμε, τα τασάκια μόνο να βγάλει απ’ τη θέση τους την ένοιαζε και τον κόσμο στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, όχι μόνο να διαμαρτύρεται για το μνημόνιο, αλλά και για να καπνίσει ένα τσιγάρο!
«Καλά», θα μου πεις, «κι εσένα τι σε νοιάζει; Αφού εσύ δεν καπνίζεις, δεν είσαι ευτυχής, που τώρα θα διασκεδάζεις σε υγιεινή ατμόσφαιρα και θα μπορείς ν’ απολαμβάνεις σ’ όλο τους το μεγαλείο κι όχι μέσα στην κάπνα τα μωρά που ανεβαίνουν στο τραπέζι για να ξορκίσουν το σεβντά τους μ’ ένα τσιφτετέλι;» Τι να την κάνω την υγεία μέσ’ στην κόλαση, βρε παιδί μου! Κείνες τις ώρες και τον Κεράνη αυτοπροσώπως –που λέει ο λόγος– να ‘χα μπροστά μου θα τον… κάπνιζα! Αλλά, αφού αυτός έχει κλείσει, άστε με να φτιάχνομαι τουλάχιστον έστω και ως παθητικός καπνιστής!
Το χειρότερο μας όμως μ’ έχει βρει στο γραφείο. «Πρόστιμο», γράφει η ανακοίνωση του Λοβέρδου –μετά τη Μαριλίζα ανέλαβε να βγάλει αυτός τα κάστανα και τα τσιγάρα απ’ τη φωτιά και τους μαγαζάτορες των κέντρων έξω απ’ τα ρούχα τους– βάσει του νόμου τάδε παράγραφος τάδε –πού ‘σαι Ζαμπέτα– το κάπνισμα απαγορεύεται δια ροπάλου σ’ όλους τους εσωτερικούς δημόσιους χώρους κι επιτρέπεται μόνο έξω στο δρόμο.
Ευρώπη γίναμε! Από τασάκια στα θρανία που διεκδικούσαμε στα γυμνασιακά μας χρόνια, θα διεκδικούμε τώρα τασάκια στα πεζοδρόμια.
«Καλά», θα μου πεις και πάλι –το ‘χω καταλάβει από ώρα ότι είσαι βαλτός– «κι εσένα τι σε κόφτει γι’ αυτούς που θα βγαίνουν έξω στο κρύο και τ’ αγιάζι σε λίγο καιρό που θα χειμωνιάσει; Δεν χαίρεσαι που και την ταλαιπωρία γλυτώνεις και τα έξοδα από τις συνεχείς ανατιμήσεις των τσιγάρων λόγω αύξησης του ΦΠΑ;» Τι να την κάνω την οικονομία, βρε παιδί μου! Κείνες τις ώρες που αδειάζει το γραφείο και πέφτει όλη η δουλειά πάνω μου και το Λοβέρδο αυτοπροσώπως –που λέει ο λόγος– να ‘χα μπροστά μου, θα του πέταγα όλους τους φακέλους στα μούτρα. Αλλά, αφού τώρα τηρείται ο νόμος, το κάθε τσιγάρο των συναδέλφων διαρκεί τουλάχιστον μισή ώρα, με το που θ’ ανοίξουν το πακέτο και θα κατέβουν απ’ τον έβδομο κάτω στο πεζοδρόμιο μέχρι να ευαρεστηθούν να επιστρέψουν.
Μισό πακέτο, επί μισή ώρα… Μέχρι υπερωρίες θα γράφουν σε λίγο όλοι οι νομοταγείς υπάλληλοι καπνιστές. Αυτός είναι ο μόνος νόμος που στα υπουργεία θα εφαρμοστεί πιστά από τους θεριακλήδες δημοσίους υπαλλήλους κατά γράμμα –και χωρίς ερμηνευτική εγκύκλιο!

Σκέφτομαι, το λοιπόν, πολύ σοβαρά να ξαναρχίσω το κάπνισμα. Ούτως ή άλλως, εκτός από τα προφανή οφέλη που θα έχω σε καθημερινή βάση, θα βρω κι έναν ακόμα τρόπο να αντιστέκομαι στην κυβέρνηση, βρε παιδί μου, όπως κάνει ο κάθε πολίτης που σέβεται τη σήμερον ημέρα τον εαυτό του.
Ουφ, μπάφιασα!

Foto: Andrzej Radka

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

ΣΤΟ ΣΚΑΜΝΙ

Aπό μικρός είχε την τάση να βγάζει λόγους. Μόλις έσερνε το σκαμνί ή την ψάθινη καρέκλα για ν’ ανέβει πάνω της, σαν μια παράξενη μαγεία να έκλεινε τα στόματα των παρευρισκόμενων κι όλα τα βλέμματα μαγνητίζονταν θαρρείς και στρέφονταν προς το μέρος του. Η τσιριχτή λεπτή φωνή του αντηχούσε σ’ όλη την αυλή και ξεσήκωνε γέλια και χειροκροτήματα σε κάθε λέξη που κόλλαγε το «ρο» μέχρι να το φάει τελικά η μαρμάγκα και να γίνει «γο».
Τη μια γινόταν «Δήμαγγγγχος», την άλλη «Υπουγγγός», πότε έφτιαχνε «δγγγόμους» και πότε «γέφυγγγες».
Ο Θύμιος γεννήθηκε αρχές της δεκαετίας του ‘60. Ο θείος Αρίστος –δραστήριος αντιπρόεδρος του εξωραϊστικού συλλόγου της γειτονιάς– απ’ όταν ήταν νήπιο ακόμα τον ανέβαζε στους ώμους και τον έπαιρνε μαζί του –εκτός από το γήπεδο– σε πολλές απ’ τις προεκλογικές συγκεντρώσεις υποψηφίων βουλευτάδων και δημάρχων, που όργωναν, σαν πλησίαζαν οι εκλογές, τους χωματόδρομους και τις φτωχογειτονιές, πότε τάζοντας «σχέδιο», πότε δουλειές και πότε «ύδρευση κι αποχέτευση».
Έτσι, το «καμάρι» δεν άργησε να ξεσηκώσει εκφράσεις και συμπεριφορές και να αντιγράψει ατάκες και κινήσεις, που του έκαναν εντύπωση. Ήμασταν κι εμείς πειραχτήρια, ήθελαν κι οι μεγάλοι να σπάσουν πλάκα και τον τσιγκλούσαν κάθε τόσο να βγάλει λόγο. Οι μόνοι που καμάρωναν σα γύφτικα σκεπάρνια μόλις ο μικρός τους άρπαζε το σκαμνί, ήταν ο θείος κι η θεία Αρετή –όνομα και πράμα– που κρέμονταν απ’ τα χείλη του –κι έσφιγγαν τα δικά τους– μέχρι να βγει το κάθε «γο».
«Δεν έχουμε νερό», του φωνάζαμε από τη γαλαρία κι εκείνος με έναν αστείο στόμφο πάνω απ’ το σκαμνί, υποσχόταν μ’ ετοιμότητα: «Θα σας φέγγγγω και νεγγγό».
Το πόσιμο νερό τελικά πήγε σ’ εκείνες και στις άλλες γειτονιές, πήγαν κι οι δρόμοι κι η άσφαλτος μαζί. Οι λάσπες κι οι αλάνες εξαφανίστηκαν και μαζί τους οι χείμαρροι και τα ρυάκια. Το «σχέδιο» –μαζί και τα λεωφορεία– έφτασε μέχρι τα νταμάρια και τις παρυφές των γύρω βουνών. Ο «συντελεστής δόμησης» κάλυψε τις ταράτσες, που ξαπλώναμε τα καλοκαίρια στρωματσάδα κάτω απ’ τ’ άστρα και η «αντιπαροχή» έθαψε τις αυλές με τα γιασεμιά, τ’ αγιοκλήματα και τα τριαντάφυλλα κάτω από τόνους μπετό και σίδερα.
Οι υποψήφιοι δήμαρχοι μόνο κι οι βουλευτάδες συνεχίζουν ακόμα να αλωνίζουν προεκλογικά τις απρόσωπες από χρόνια γειτονιές, φορτωμένοι χαμόγελα και καλές προσθέσεις για «εφικτές λύσεις» και «ποιότητα ζωής». Από κοντά κι ο Θύμιος, που το παιδικό χούι το έκανε με τον καιρό επάγγελμα, εξακολουθεί να υπόσχεται –όχι πλέον πάνω από το σκαμνί– με το ίδιο όμως σθένος κι αποφασιστικότητα «χώγγγους πγγγασίνου», «κυκλοφογγγιακές γγγυθμίσεις» και «θέσεις πάγγγκιγκ».
Εκτός από το ρο –που κανείς από μας δεν το προσέχει πια– έχει φάει για χρόνια και την αυτοδιοίκηση με το κουτάλι. Την ξέρει σαν την χούφτα του, με τα καλά και τα κακά της. Με τις προεκλογικές συμφωνίες κάτω ή δίπλα απ’ το τραπέζι. Με τα χρίσματα και τους αντάρτες. Με τις εργολαβίες και τις αναθέσεις. Με τους συμβασιούχους και την καθαριότητα. Με τους σκαμμένους δρόμους και τα έργα της τελευταίας στιγμής.
Έχει άγχος αυτή τη φορά, γιατί –όπως εκμυστηρεύεται κατ’ ιδίαν– «ο κόσμος είναι δυσαγγεστημένος με την κυβέγγγνμηση και θα την πληγγγώσουν οι δήμαγγγχοι κι οι πεγγγιφεγγγειάγγγχες».

Κάποιος, επιτέλους, πρέπει να «πληγγγώσει», Θύμιο μου, για ‘κείνα και τ’ άλλα που επί τόσες δεκαετίες τα έχουμε πληρώσει –και ξαναπληρώσει– και, δυστυχώς, μας έχουν όλους τόσο πολύ πληγώσει...

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

ΤΟ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΙ

Λέγεται και προσκέφαλο.
Από παιδί είχα συνδέσει αυτή τη λέξη με δυσάρεστα συναισθήματα και καταστάσεις. Μου έφερνε στο νου αρρώστια, συμπόνια, παρηγοριά, θλίψη. Την ξαναθυμήθηκα τις τελευταίες μέρες, μέσα σε ατέλειωτες ώρες σιωπής σε καταστολή ή ηλεκτρονικούς θορύβους μηχανημάτων, απέναντι από βλέμματα που κυλούν στο άπειρο του ταβανιού και σε ματιές που χάνονται σε αναμνήσεις χρόνων.
Σ’ ένα προσκεφάλι δίπλα μπορείς να σκεφτείς εκείνα που η καθημερινότητα προσπερνάει αδιάφορα κι οι προτεραιότητες της ζωής εξοστρακίζουν στα αζήτητα.
Μπορείς να δεις μέσα στο μισοσκόταδο δίπλα στο προσκεφάλι να ξεπηδούν λευκοντυμένες όχι μόνο οι φιγούρες γιατρών και νοσοκόμων, αλλά κι εικόνες ζωής, σαν σκηνές από ταινίες με τον Χοντρό και το Λιγνό στο Σινεάκ, σαν ζωγραφιές στο τετράδιο της πρώτης Δημοτικού, σαν εικόνες από παιχνίδια με τους προσκόπους στο Σούνιο, σαν βόλτες με το πλοιάριο στα Σελήνια, σαν γαρίδα καθαρισμένη απ’ το μεζέ κάποιου ούζου στην «Αίγλη».
Ο χρόνος είναι βασανιστικά αργός, για να δώσει, λες, ευκαιρίες στη ζωή, αλλά συνάμα και σε σένα, για να δεις, να σκεφτείς, να νοιώσεις. Μετρώντας τα λεπτά με τις σταγόνες του ορού μπορείς να βυθιστείς, να κυλήσεις αργά-αργά μέσα σε φλέβες ασβεστωμένες πια απ’ το χρόνο, που κάποτε κόχλαζαν κατακόκκινη λαχτάρα σε μπράτσα γεμάτα αγκαλιές και δύναμη και σε μιλίγκια φλογισμένα από ιδέες και όνειρα. Ακολουθώντας τα ρυθμικά ηλεκτρονικά τικ τακ του καρδιογράφου, σαν βήματα σιγανά λες, φτάνεις ως τα βάθη μιας καρδιάς που είναι έτοιμη να χαθεί σαν λευκή σκιά στην επόμενη γωνία της γραμμής, αντί να βροντά μ’ ορμή το χέρι στο τραπέζι πλημμυρισμένη από πάθος και αγάπες. Παρακολουθώντας τ’ οξυγόνο να κοχλάζει νευρικά μέχρι να φτάσει το σωληνάκι στα ξέψυχα ρουθούνια, ορμάς σε πνεύμονες που στον αέρα, λες, έχουν κλείσει τις χαραμάδες και από χρόνια μια μαύρη κουκίδα από νικοτίνη βασιλεύει, εκεί που η φωνή ορθωνότανε αυθόρμητα για να κυλήσει δυνατή και γάργαρη σαν γέλιο, σαν τραγούδι, σαν φοβέρα .
Είναι πολλά αυτά που σ’ ένα προσκεφάλι δίπλα θα μπορούσες να σκεφτείς, ίσως είναι πολλά κι εκείνα που θα ’θελες να μπορούσες να διορθώσεις, ένα όμως μπορείς με σιγουριά να κάνεις –ίσως έτσι όπως σ’ αυτό το προσκεφάλι απλώνεις ένα χάδι σου– ν’ αφήσεις την ελπίδα να βρει να φωλιάσει και να ζήσει, εκεί, ανάμεσα σε κάτασπρα μαλλιά, βουβές βραδιές και σκόρπιες αναμνήσεις.

Photo by: Ben Goossens

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

Όπως το αεράκι ανεμίζει τις κουρτίνες του γραφείου εισχωρώντας δροσερό από τ’ ανοιχτό παράθυρο, μπορώ να διακρίνω πέρα μακριά, πίσω από τις μουντές ταράτσες με τις απλωμένες κεραίες και τη μπετόν αρμέ ασχήμια, μιαν άλλη πόλη. Απολαμβάνει το απογευματινό καφεδάκι της ακούγοντας τα πουλιά να φτερουγίζουν στα πεύκα. Έχει στα χείλη ζωγραφισμένο ένα εμπριμέ χαμόγελο, όπως είναι ξαπλωμένη στην αναπαυτική σεζλόνγκ. Ο καπνός του τσιγάρου ίσα – ίσα προφταίνει να επιστρέψει στο στόμα, αφού εγκλωβίζεται στην πιο βαθειά γωνιά του θώρακα με κάθε ατέλειωτη γουλιά. Η θάλασσα μπορεί να μην φαίνεται, όμως ακούγεται να πηγαινοέρχεται ανυπόμονα με κάθε λεωφορείο που ανηφορίζει ασθμαίνοντας προς την Αγία Φωτεινή. Λίγο αν προσέξει μπορεί ν’ ακούσει τις φωνές από το γήπεδο ή απ’ τα παιδιά που παίζουν ξένοιαστα στο δρόμο τα παιχνίδια τους. Μπορεί να πάει σινεμά το βράδυ ή ν’ αποκοιμηθεί ακούγοντας ραδιόφωνο. Μπορεί να ξυπνήσει αύριο και να ‘ναι η Δευτέρα.
Το αεράκι δεν έφερε την τέφρα, έφερε γλυκό του κουταλιού –ή μήπως βανίλια υποβρύχιο;– και άρωμα λεμόνι απ’ τον κήπο. Μπορεί να ξυπνήσω αύριο και να ‘ναι πάλι η Δευτέρα.

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

ΤΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ;

Ίσως είναι η παρόρμηση της στιγμής, μιας Κυριακής που ξεφυλλίζεται αργά πάνω σε πάκα εφημερίδων. Ίσως πρόκειται για κάτι πιο υπαρξιακό, που τυλίγεται με τις μεθυστικές μυρωδιές της άνοιξης έξω απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Μπορεί πάλι να ‘ναι το αίσθημα αυτοσυντήρησης, που στροβιλίζεται μέσα μου για ν’ αρπαχτώ, να γαντζωθώ, να πιαστώ κάπου για να ονειρευτώ. Μπορεί να μην είναι τίποτε απ’ αυτά και να πρόκειται απλώς για μια από τις εμμονές μου, τραγούδια που μ’ αρέσουν ν’ αποχτούν σε συγκεκριμένες στιγμές ή περιστάσεις ένα ιδιαίτερο νόημα και σημασία.
Ότι και να ’ναι είναι αυτό και το αφήνω να ταξιδέψει και ν’ αναζητήσει από μόνο του τον προορισμό του…

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Η ΑΦΟΡΜΗ


Ξέρεις την αφορμή.
Τη βρίσκεις, φτάνει ν’ ακούς την καρδιά στο στήθος και να αισθάνεσαι το αίμα στις φλέβες. Δεν φτάνει ο ήλιος να καιροφυλαχτεί. Δεν φτάνει το πρωινό να σε βρίσκει στο πόδι. Δεν φτάνει η «καλημέρα» να ‘ναι ένα φιλί. Η αφορμή είναι εκεί, υπομονετική, ακούραστη, πανταχού παρούσα. Κάθε φορά με άλλη μορφή, μα πάντα η ίδια. Τι κι αν είναι προσχηματική, ανούσια, αιφνίδια, επικίνδυνη, απροσδόκητη, ασήμαντη. Από σένα εξαρτάται να την διακρίνεις, να την ξεχωρίσεις, να την επιλέξεις. Αν της χαμογελάσεις, θα σου χαμογελάσει. Αν την αρπάξεις, θα σ’ ακολουθήσει. Αν την κυνηγήσεις, μπορεί να τη χάσεις.

Το σπίτι ρημάζει.
Χαμόσπιτο, από τα πρώτα που χτίστηκαν –παράνομα φυσικά, όταν ακόμα η περιοχή ήταν λαχανόκηποι, βουστάσια και γουρουνάδικα. Καμαράκι, καμαράκι, τσιμέντο, ασβέστης κι ελενίτ, με μια τζαμαρία στη μπροστινή βεραντούλα, αλλά με μια ευρύχωρη αυλή με λογής – λογής λουλούδια και δέντρα και μια 'μυγδαλιά που μας έφερνε την άνοιξη. Αυτή την αυλή αλώνιζε μέχρι που ‘φυγε για πάντα η κυρά Μαρία. Με μια σκούπα στο χέρι, τη θυμάμαι να την καθαρίζει όλη τη μέρα. Κατά τ’ απόγευμα, όταν πια ο ήλιος είχε πέσει από πίσω, έσερνε το ξύλινο σκαμνί κάτω απ’ την ακακία και, με τη μακριά πολύχρωμη ποδιά της ν’ ακουμπά στο χώμα, καθόταν και χάζευε στο δρόμο τ’ αυτοκίνητα, που χρόνο με το χρόνο πλήθαιναν και συνωστίζονταν πριν στρίψουν για την κεντρική λεωφόρο. Εκεί έξω μαζεύονταν –από τέτοια εποχή και μετά– τα παιδιά, τ’ ανίψια και τα εγγόνια της για να της κάνουν παρέα και να πάρουν τον αέρα τους.
Όμορφα σπίτια.
Γέμισε η περιοχή διώροφα, με κεραμοσκεπές, με πρασιές, με τζάκια, με πόρτες ασφαλείας και με δορυφορικές κεραίες. Λάχανα αγοράζουμε από τον μανάβη, γάλα, τυριά στο σούπερ μάρκετ και χοιρινές μπριζόλες στο χασάπικο του κυρ Γιάννη. Ο Δήμαρχος μας έφτιαξε και ποδηλατόδρομο, αλλά ποδήλατα δεν βλέπουμε να περνάνε. Εμείς πάντως μια χαρά παρκάρουμε εκεί πάνω τα γιωταχί μας, αφού πια με δυο και τρία αυτοκίνητα το κάθε σπίτι, πού να χωρέσουν τα γκαράζ κι οι πυλωτές. Τους κήπους τους φροντίζουν κηπουροί, που κάθε Σάββατο πρωί –λες και το βάζουν στοίχημα– συναγωνίζονται ποιος θα πρωταρχίσει να κουρεύει το γκαζόν. Τ’ αυτοκίνητα συνεχίζουν να συνωστίζονται πριν στρίψουν για την κεντρική λεωφόρο. Τα παιδιά και τα εγγόνια της κυρά Μαρίας έχουν ρίξει μαύρη πέτρα από χρόνια.
Η ακακία ασφυκτιά από τα ξερόκλαδα και την αγριάδα. Την προσπερνάμε αδιάφορα πηγαίνοντας για τσιγάρα κι εφημερίδα στο περίπτερο. Η 'μυγδαλιά όμως συνεχίζει ν’ ανθίζει αδιαφορώντας για το πέρασμα του χρόνου και τις αλλαγές στις συνήθειες των ανθρώπων.
Μου έδωσε σήμερα πρωί – πρωί την αφορμή να σκεφτώ πως ήρθε η άνοιξη. Μου έδωσε την αφορμή να σταθώ και να τη θαυμάσω. Μου έδωσε την αφορμή να θυμηθώ πώς ήταν οι μέρες πριν από δέκα, δεκαπέντε χρόνια –ίσως και περισσότερο. Τότε που τα παιδιά μου δεν είχαν ακόμα έρθει κοντά μας και τα παιδιά της κυρά Μαρίας δεν ήξεραν πως κάποτε θα τσακωθούν με αφορμή μια πειραγμένη διαθήκη.

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ


Ο τελευταίος από τους πέντε είναι ο πατέρας μου. Τέσσερα αγόρια, ένα κορίτσι. Αμέτρητες ιστορίες δίπλα στο παιδικό μου κρεβατάκι ή πάνω στα αγαπημένα γόνατά του για την προσφυγιά, για τη φτώχια, για τις ξύλινες παράγκες στο Περιστέρι, αλλά και για την αξιοπρέπεια, τη δύναμη και τη θέληση για ζωή. Ώρες και ώρες έχω περάσει ακούγοντας τις διηγήσεις του για τα δύσκολα παιδικά χρόνια, τις ιστορίες από το στρατό και τις δουλειές, αλλά και τις περιπέτειες της ζωής και των ανθρώπων.
Όλες τις εικόνες που έπλαθα εκείνες τις ώρες στο μυαλό μου, ερχόντουσαν να τις συμπληρώσουν παραστάσεις και εικόνες από άλλες ώρες, ατέλειωτες –Κυριακές και γιορτές συνήθως– ανάμεσα σε πρόσωπα οικεία, που το καθένα στο μεταξύ είχε χαράξει τη ρότα της ζωής του. Ποτέ δεν τους συνάντησα όλους μαζί. Κανένας γάμος ή καμιά γιορτή δε στάθηκε ικανή να τους τραβήξει και να τους σμίξει να πιουν οικογενειακά ένα ποτήρι κρασί. Ήταν κι οι συνθήκες ανάποδες και δύσκολες, ήταν κι οι άνθρωποι.
Το κορίτσι βρέθηκε νωρίς - νωρίς στη Γερμανία. Πρώτη Δημοτικού πήγαινα όταν ο θείος –που στο μεταξύ είχε φύγει πρώτος– τους κάλεσε όλους κοντά του, τη θεία και τα ξαδέρφια μου, το Γιάννη, τη Στέλλα. Άφησαν πίσω όλους τους φίλους, όλη τους την πίκρα κι ένα ποδήλατο, που το ζαχάρωνα χαζεύοντάς το πάνω σ’ ένα πανύψηλο για το μπόι μου πατάρι πάνω απ’ την κουζίνα.
Ο μεγαλύτερος, που από πάντα νόμιζα πως είχε άσπρα μαλλιά, αποτραβηγμένος με την οικογένειά του, βαρύς κι ακριβοθώρητος, δούλευε ιδιωτικός υπάλληλος. Δεν είχε πολλά - πολλά με τους άλλους, είχε όμως ο γιός του, ο Χρήστος, ένα ακορντεόν, που με λαχτάρα κρέμασα μια φορά στους ώμους για να διαπιστώσω μ’ απογοήτευση πως ήταν πιο μεγάλο κι απ’ το μπόι μου. Δεν θυμάμαι τότε τι τάξη πήγαινα.
Ο άλλος –δημοσιογράφος ήτανε– ατύχησε, βρέθηκε μ’ ένα παιδί, μα, τη θεία μου αυτή δεν τη γνώρισα ποτέ. Έλιωσε, νέος ακόμα, σαν το κερί απ’ τον ξορκισμένο πάνω στο κρεβάτι της γιαγιάς μου. Τετάρτη Δημοτικού πήγαινα κι η μάνα μου με φώναξε από την τάξη γιατί «ο θείος έφυγε». Το πανέμορφο ξανθό κορίτσι που γνώρισα στο στενό χωλ μπροστά από τη σάλα που πάγωνε νεκρική σιωπή, ήταν η κόρη του.
Ο μικρότερος έμενε μόνος –με το ίδιο γκρι κοστούμι– μια ζωή. Ολομόναχος από τότε που έχασε και τη μάνα του που ζούσαν μαζί. Εξαιτίας της γιαγιάς μου μαζί του είχα τις περισσότερες ευκαιρίες να συναντιέμαι, κάθε Κυριακή σχεδόν όσο πήγαινα στο Δημοτικό, ποτέ όμως δε συναντηθήκαμε, ποτέ δεν κοιταχτήκαμε, ποτέ δεν παίξαμε. Μόνο μια φορά θυμάμαι, ναι, μια φορά, Μεγάλη Πέμπτη, με πήγε σινεμά –δε θυμάμαι, ή στην «ΕΛΕΝΑ» ή στη «ΡΙΒΙΕΡΑ» ήτανε– για να δω τα πάθη του θεανθρώπου.
Ζωές και σχέσεις που σκόρπισαν στα γυρίσματα του χρόνου και των καιρών, που βρέθηκαν, πάλεψαν, πόνεσαν κι αγάπησαν, έκλαψαν κι ονειρεύτηκαν, που το μέλλον τους έγινε το παρόν μου, το παρόν μας και το παρόν των παιδιών μας. Ήρθαν στο νου μου τώρα που ακούω και διαβάζω να κατηγορούν και να βρίζουν τους Γερμανούς εξαιτίας του εξώφυλλου του focus. Δεν ξέρω, με τη Γερμανία με συνδέει μια γλυκόπικρη νοσταλγική διάθεση. Μια τρυφερή παιδική εικόνα που είναι βαθειά κρυμμένη μέσα στο μυαλό μου με χαμογελαστά πρόσωπα, όμορφα ρούχα, σπίτια με κήπο, μεγάλα αυτοκίνητα, δωμάτια με παιχνίδια. Ίσως είναι η εικόνα που έβγαινε μέσα από τις ασπρόμαυρες γυαλιστερές φωτογραφίες που έφταναν από το ‘Αιμπεκ μαζί μ’ όλα τα νέα από ‘κει, γραμμένα με τα ολοστρόγγυλα γράμματα της ξαδέρφης μου.
Μας αξίζει μια καλύτερη ζωή. Καλύτερη απ’ αυτή που έζησαν οι δικοί μας άνθρωποι, καλύτερη απ’ αυτή που αναζητούσαμε ως σήμερα για μας και τα παιδιά μας. Με τους εφιάλτες ενός κόσμου που στοιχειώνει μόνο τα δικά μας μυαλά, το μόνο που πετυχαίνουμε είναι ν’ αποξενωνόμαστε, να χανόμαστε, να γινόμαστε εμείς και τα παιδιά μας μετανάστες μέσα στο ίδιο σπίτι, μέσα στην ίδια μας την πατρίδα. Ας δούμε αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας σαν μια ευκαιρία, ας αντιμετωπίσουμε αυτά τα άγρια διεθνή χαστούκια σαν ένα άγριο, οδυνηρό ξύπνημα από βαθιά μέθη. Μέθη, αλλοτρίωση, αποπροσανατολισμό. Ας πεισμώσουμε, ας ματώσουμε, ας προχωρήσουμε. Μπορούμε αυτό που μας αξίζει να το πετύχουμε. Αυτό το μέλλον, ας μην επιτρέψουμε με κραυγές, αναθέματα και μισαλλοδοξίες να σκορπίσει –όπως το μέλλον προηγούμενων γενιών– στο γύρισμα του χρόνου και των καιρών…

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

ΑΛΛΑΞ' Ο ΚΑΙΡΟΣ


Σαν γνώριμος από παλιά μου φαίνεται ο καιρός του τόπου μας. Ο χρόνος που άλλαξε, άλλαξε μόνο τη σειρά που κουβαλάει τα μηδενικά, 2009, 2010. Για παρηγοριά στεκόμαστε στο λήγοντα, στο «10» –κάποιοι το βάφτισαν πρόωρα «καλό». Έπαψαν κι οι χρονολογίες από μόνες τους να κινητοποιούν συνειρμούς και να εξάπτουν φαντασιώσεις. Τα χρόνια που νομίζαμε ορόσημα έχουν μείνει δραματικά πίσω κι αυτά που καταφθάνουν –λες και το γνωρίζουν προκαταβολικά– έρχονται όχι μόνο μ’ άδεια χέρια, αλλά και με μονίμως απλωμένα, έχοντας ανοιχτές τις παλάμες, πότε διακονιάρικα και πότε αυθάδικα, πότε να μας τα πάρουν, πότε να μας φασκελώσουν, πότε και τα δυο μαζί.
Δεν ξέρω γιατί μου έρχονται αυτές οι σκέψεις στο νου. Ίσως γιατί το άγνωστο και το αβέβαιο έχουν γίνει περισσότερο από ποτέ άγνωστο και αβέβαια. Ίσως γιατί ο χρόνος σε κάθε χρονική στιγμή ή περίοδο έχει διαφορετικό ειδικό βάρος, αξία και περιεχόμενο. Ίσως γιατί έχουν γίνει δυσεύρετα τα ευχάριστα νέα κι οι ελπιδοφόρες ειδήσεις. Ίσως γιατί δεν πρόλαβα ν’ αποσύρω τ’ αυτοκίνητο ή να νομιμοποιήσω τον ημιυπαίθριο. Ίσως γιατί έχασε ο Ολυμπιακός. Ίσως…
Μικρές καθημερινές απώλειες, ανεπαίσθητες φθορές, αδιόρατες συρρικνώσεις. Όσο ο χρόνος μεγαλώνει ο καιρός αρκείται με μονότονη ραθυμία σε γνώριμες βολές και συνήθειες. Τα πρόσωπα γύρω λιγοστεύουν, οι σχέσεις ως εκ θαύματος σχετικοποιούνται, οι λέξεις φλύαρα χάνουν το νόημά τους, οι ομόκεντροι κύκλοι ζωής γίνονται προβλέψιμοι, χαλαρότεροι, αχνότεροι.
Μεγάλες της μέρας στιγμές, μια αγουροξυπνημένη «καλημέρα», μια γουλιά ζεστός καφές, ένα βιαστικό σπουργιτίσιο φτερούγισμα, η μυρωδιά του σπιτικού φαγητού, δυο νέοι που φιλιούνται με πάθος, μια ξαφνική μπόρα, ένα παιδικό γέλιο, η αστροφεγγιά που γεμίζει τη χειμωνιάτικη παγωνιά με όνειρα καλοκαιρίας, προσπερνούν τα μάτια και ξεφεύγουν απ’ τους αισθητήρες της ψυχής αφήνοντας πίσω τους μελαγχολικές εικόνες παρελθόντος.
Ανοίγω το παράθυρο, η πρωινή δροσιά ξυπνά τ’ ανατριχιασμένα μου κύτταρα κι ο κρύος αέρας αναστατώνει τους κουρασμένους πνεύμονες, που αντιδρούν μ’ έναν ξερό βήχα. Τα μάτια μου τρέχουν με το που κλείνουν τα τσίνορα. Γυρίζω το κουμπί, αλλάζω σταθμό, αλλάζω κατεύθυνση, αλλάζω διάθεση, αλλάζω μέρα, αλλάζω ζωή.
Ο ήλιος αντανακλά θαμπά στην απέναντι τζαμαρία. Αφήνομαι να με ημερέψει το πολύτιμο χάδι του, ο χρόνος παραστέκει χαζογελώντας παιχνιδιάρικα κι ο καιρός –αυτός ο γνώριμος και προβλέψιμος συνταξιδιώτης– δείχνει τώρα τόσο διαθέσιμος κι ελκυστικός για νέες καθημερινές εξερευνήσεις και συναρπαστικές ολοζώντανες περιπέτειες.



Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

ΧΡΟΝΟΣ ΠΡΙΝ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ


Δέκα χρόνια πάνε που έκοψα το τσιγάρο. Δέκα μέρες που ήρθε για τις γιορτές ο γιός μου. Δέκα λεπτά που μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Γεγονότα που σφραγίζουν το χρόνο, χρόνος που σημαδεύει τα γεγονότα. Η ζωή κυλά στις ράγιες του χρόνου, περνά από σταθμούς, κάνει στάσεις, χαζεύει μέρη, γνωρίζει ανθρώπους, συναντά στροφές, μπαίνει σε τούνελ, αφήνει πίσω σχέσεις, κουβαλά αναμνήσεις.

Γύρισα το πρωί στο γραφείο μια από τις τελευταίες μέρες του ημεροδείχτη για τη χρονιά που φεύγει. Δεκέμβριος 28. Δευτέρα. Των εν Νικομηδεία Δισμυρίων μαρτύρων. 2009. Μέσα στην ησυχία που δημιουργείται από τις γιορταστικές άδειες, στους ατέλειωτα άδειους διαδρόμους, στα ασανσέρ που χάσκουν σταματημένα, στα γεμάτα ερημιά γραφεία, ο χρόνος κινείται πιο αργά, αφήνει το περιθώριο ν’ ανακαλέσω εικόνες, να ξεχωρίσω στιγμές, ν’ αξιολογήσω γεγονότα, να κοντοσταθώ σε πρόσωπα, μπορώ ν’ αντισταθώ για λίγο στη φόρα της ρουτίνας και της μηχανιστικής επανάληψης της καθημερινότητας.

Δέκα χρόνια μετά, δέκα μέρες μετά, δέκα λεπτά μετά…

Είμαι εδώ, είμαι και πάλι εδώ κι από ‘δω μπορώ και πάλι ν’ ανακαλέσω, να ξεχωρίσω, ν’ αξιολογήσω, να κοντοσταθώ, ν’ αντισταθώ. Αυτό είναι που δίνει διαρκώς στο χρόνο μου την αξία, αυτό είναι που γεννά ξανά μέσα μου την ελπίδα… Καλή μας νέα χρονιά!

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

"ΜΑΣ ΤΑ 'ΠΑΝ ΑΛΛΟΙ"

Τα πούλμαν ήταν έτοιμα ν' αναχωρήσουν. «Πούλμαν 1 - ΚΩΝ/ΠΟΛΗ» ενημέρωνε το λευκό χαρτί που ήταν κολλημένο στο παρμπρίζ. Οι βιτρίνες στο φαρμακείο είχαν αποκατασταθεί. «Σας ευχαριστούμε για την υποστήριξη και την κατανόηση. Οι εργαζόμενοι» πληροφορούσαν ευγενικά οι καλαίσθητες πινακίδες στο ολοκαίνουργιο τζάμι του καφεκοπτείου της γωνίας. Η τράπεζα είχε δουλειά ακόμη, η μυρωδιά του καμένου αναδυόταν από τον τεράστιο κάδο μπροστά στον πεζόδρομο. Μια άλλη μυρωδιά πιο κάτω -από το «ΑΠΟΛΛΩΝΙΟ»- συνόδευε τα πρωινά βήματά μου, αναστατώνοντας τα ρουθούνια με ολόφρεσκες φαντασιώσεις λαχταριστών κρουασάν, ντόνατς, τσουρεκιών και μπισκότων. Βουνό οι κουραμπιέδες και οι δίπλες πίσω από τη στολισμένη με γιρλάντες τζαμαρία. Λιγοστοί άνθρωποι κυκλοφορούν, το είχα διαπιστώσει και στο μετρό. Μια οδοκαθαριστής σαρώνει με σπουδή τα χαρτάκια και τ' αποτσίγαρα από μια λακκούβα ενός -υποτίθεται- δέντρου, έχει στολισμένο το φτυάρι της με άσπρες πλαστικές σακούλες. Λαμπιόνια αναβοσβήνουν νυσταγμένα πίσω απ' τις κρεμασμένες αθλητικές και τα περιοδικά στο περίπτερο. Ένα λεωφορείο -μισοάδειο κι αυτό- σταμάτησε στη στάση κι ένας μελαψός νεαρός ανέβηκε βιαστικά. Ούτε η «κλούβα» της αστυνομίας που συνήθως στάθμευε στην άκρη του δρόμου φαινόταν πουθενά.
Χριστούγεννα σε δυο μέρες κι η πληγωμένη πόλη άρον - άρον φτιασιδώνεται, καμώνεται πως δεν τρέχει τίποτα. Οι περαστικοί πατούν πάνω σε σπασμένα πεζοδρόμια κι αναζητούν την άκρη μιας εικόνας, μιας σκέψης, μιας ελπίδας να πιαστούν για να χωθούν στη θαλπωρή της, να αισθανθούν γιορτινά, να χαμογελάσουν ξένοιαστα.
Όχι, δεν θα ξεφύγω πάλι στον εύκολο δρόμο των παιδικών αναμνήσεων. Δεν θ' αναζητήσω και τώρα καταφύγιο στη γλύκα των τρυφερών χρόνων. Δεν θα παρασυρθώ στην αναπόληση μιας ζωής που φορούσε κοντά παντελόνια κι έλεγε τα κάλαντα για να βγάλει χαρτζιλίκι.
Ο χώρος, ο χρόνος, η πόλη, οι άνθρωποι, το σήμερα, το αύριο ορίζονται από σκέψεις, μορφοποιούνται από επιθυμίες, μετασχηματίζονται από δράσεις. Είμαι παρών, ζω και μπορώ να σκεφτώ, μπορώ να επιθυμήσω, μπορώ να δράσω...
Για να απολαύσω το καλύτερο πρέπει να το σκεφτώ, να το επιθυμήσω, να κάνω κάτι γι' αυτό. Καλές οι ευχές, αλλά μόνο μ' αυτές δεν αλλάζουν ούτε οι άνθρωποι, ούτε ο κόσμος...
Ξέρω, είμαι σίγουρος ότι σκέφτεσαι... «Μας τα ‘παν άλλοι»!...
Να είσαι καλά! Και του χρόνου!...

ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

Διακοπές δεν καταφέραμε να φύγουμε εκείνο το καλοκαίρι. Οι πολιτικές εξελίξεις δεν επέτρεψαν στον πατέρα μου να πάρει άδεια κι έτσι κι εμείς μείναμε αναγκαστικά στην Αθήνα. Το στενό μπαλκόνι κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα φιλοξένησε την άγουρη θλίψη μου για την απροσδόκητα ματαιωμένη συνάντησή μου με τη Μαίρη -τον κεραυνοβόλο έρωτα του προηγούμενου καλοκαιριού, αλλά και για όλα τ' ακούσματα και τις εικόνες απ' αυτό το μακρύ ζεστό καλοκαίρι του ‘74, όπως ξετυλίγονταν κάτω στους δρόμους κι όπως τσίριζαν ολημερίς στη διαπασών μέσα απ' την κρατική συχνότητα του κόκκινου τρανζίστορ, που ακολουθούσε τη μάνα μου στις ατέλειωτες καθημερινές δουλειές του σπιτιού.
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους ήταν το προγεφύρωμά μου στο πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που χρειάστηκε να περάσει σαν ριπή από τους τοίχους του προεδρικού μεγάρου της Κύπρου και σαν ποδοβολητό αρβύλας πάνω στις χρυσαφένιες αμμουδιές της Κερύνειας...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους αποχαιρέτησε το Μάκη από το διπλανό διαμέρισμα, το Στράτο, το Μίμη τον περιπτερά, τον κυρ-Κώστα κι άλλους από τη γειτονιά, που σκαρφαλωμένοι μαζί μ' άλλους πολλούς σαν τσαμπί από σταφύλι στην καρότσα ενός φορτηγού, τραβούσαν με τα πουκάμισα ξεκούμπωτα αλαφιασμένοι επίστρατοι στο πουθενά...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους πέταξε σαν λαχανιασμένο προεδρικό αεροπλάνο για ν' ακούσει, όπως σουρούπωνε, το «Εεεεέρχεται!», από χείλη που ο ενθουσιασμός τα οδήγησε στους δρόμους, ν' αναζητάνε μέσα στην καλοκαιριάτικη νύχτα μια νέα ελπίδα κι ένα αστέρι για οδηγό...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους τραγούδησε και ξανατραγούδησε Θοδωράκη σε όλες τις εκδοχές και με όλες τις δισκογραφικές εταιρίες. Ένα τραγούδι έχω συνδέσει μ' κείνη την εποχή, Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει με την αξεπέραστη μέσα στο νου μου φωνή του Γιώργου Νταλάρα...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους είδε να ξεθωριάζει απ' τον ήλιο πάνω στο παλιό ντουλάπι ένα ακόμα πάκο εφημερίδες και περιοδικά, που ανάμεσά τους ήταν εκείνη τη φορά και κάποια καινούργια, που τη λέγαμε «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» και που κάποιος Φρέντυ Γερμανός μ' έκανε σιγά - σιγά να την αγαπήσω...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους, το βλέπω αραιά και πού πηγαίνοντας στους γονείς μου, που από χρόνια μένουν λίγο πιο πάνω από ‘κει. Πράσινα είναι βαμμένα τα κάγκελά του και μια λευκή καρέκλα πλαστική είναι χωμένη ανάμεσα στις ξεραμένες γλάστρες. Πότε έχει ρούχα απλωμένα, πότε το ρολό κλειστό, μα κάποιες φορές έχει τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή και κόβω το βήμα, όπως η ανάσα κόβεται κι αυτή, με τη λαχτάρα πως ίσως πίσω απ' την κουρτίνα ξεπεταχτεί με την ίδια ορμή και αθωότητα εκείνο τ' αγόρι, που πέρασε σ' αυτό το μπαλκόνι εκείνο το μακρύ καλοκαίρι της μεταπολίτευσης.

ΨΕΓΑΔΙΑ...

Δεν είναι τα «ψεγάδια» το θέμα. Σιγά τώρα, αν μπερδέψουν οι μαθητές τα ψεγάδια με τα... παραγάδια!... Μικρό το κακό!
Για μένα -έτσι όπως το διάβασα- το θέμα είναι τα γύρω-γύρω απ' τα «ψεγάδια»...
Γράφει ο Σεφέρης: «Δε μένω τυφλός στα ψεγάδια μας, αλλά έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω στον εαυτό μας»...
«Πάψαμε να είμαστε ιδιότροποι;» αναρωτιέμαι. Δεν μπορώ αλλιώς να εξηγήσω αυτό που αισθάνομαι, ζω και βλέπω γύρω μου σε καθημερινή βάση τα τελευταία χρόνια.
Ανταγωνισμός, αποξένωση, μελαγχολία, απαισιοδοξία. Τα «καλά νέα» λες κι έχουν εξαφανιστεί όχι μόνο απ' τις οθόνες, τις εφημερίδες ή τα ραδιόφωνα, αλλά κι απ' το λεξιλόγιό μας, απ' τις συζητήσεις μας, από παντού.
Μια διάχυτη απαισιοδοξία. Μια γκρίνια, μια μιζέρια. Μια μαυρίλα για όλους και για όλα. Ούτε χαραμάδα λες και δεν έχει μείνει για να τρυπώσει μια αχτίδα ελπίδας, έστω και φρούδας...
Από το πρωί ως το βράδυ και χρόνο με το χρόνο η ανασφάλεια, ο φόβος, η μοναξιά φωλιάζουν στα φυλλοκάρδια στάλα-στάλα, σαν το πουρί, μαύρα κι άραχνα. Ακόμα κι ο αέρας έχει λιγοστέψει δραματικά, ο καθαρός αέρας, αυτός που γεμίζει πρώτα την ψυχή κι ύστερα τα πνευμόνια, όταν η χαρά της ζωής σε πλημμυρίζει...
Ούτε ένας «ιδιότροπος» πια δεν κατοικεί σ' αυτόν τον τόπο; Εξαντλούμε τις ιδιοτροπίες μας σε καθημερινές καταγγελίες, κριτικές και γκρίνιες για τα ασήμαντα, για τα τίποτα, για τ' αναλώσιμα, για τα ελαττώματά μας, αφήνοντας άκριτα εκείνα που έχουν τη δύναμη να παρακινήσουν, να προκαλέσουν, να ενθαρρύνουν. Παραβλέπουμε εκείνα που μπορούν να μας κάνουν να πιστέψουμε σε κάτι και πρώτ' απ' όλα στον ίδιο μας τον εαυτό...
Παραιτημένοι και μακάριοι στων καιρών τη λάγνα παραπλάνηση, πορευόμαστε στα τυφλά κορφολογώντας τα «ψεγάδια» μας...
Κι αυτό -για να φεύγει ίσα-ίσα ο χρόνος στον κατήφορο- ανθρώπινα, μπορούσα να τ' αντέξω. Πώς ν' αντέξω όμως, εκείνο το ξινισμένο το χαμόγελο σε κάποια χείλη, για όσους ακόμα πιστεύουν -κόντρα στων ημερών το μισοσκόταδο- κι επιμένουν στην «ιδιοτροπία» τους;

ΦΩΤΟ: Costas Ellos

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΨΕΜΜΑ

Μικρός κάθε τέτοια μέρα είχα αγωνία. Μεγάλη αγωνία. Από τη μια αγωνιούσα πώς θα καταφέρω με πειστικό τρόπο να πω το ψέμα μου -το ποιο θα ‘ταν αυτό δεν μ' απασχολούσε- κι απ' την άλλη αγωνιωδώς αναζητούσα πίσω απ' τα λόγια των φίλων και συμμαθητών ν' ανακαλύψω το ψέμα τους.

«Δεν θα έρθει σήμερα η κυρία Λίτσα. Είναι άρρωστη!» κορόιδευα πρωί-πρωί τους πιτσιρικάδες συμμαθητές μου. Εκείνοι, έκαναν πάλι το κατόρθωμα να με πειράξουν για το... αμόρε μου, λέγοντας τάχα εμπιστευτικά: «Η Κάτια τα ‘φτιαξε με το Γιάννη. Τους είδαμε χτες χέρι-χέρι πίσω απ' τις βρύσες!»...

Μεγαλώνοντας μεγάλωνε κι η αγωνία μου. Το χειρότερο είναι ότι αποχτούσε και διάρκεια. Μεγαλώνοντας διαπίστωνα, ότι το ψέμα δεν ήταν μόνο πρωταπριλιάτικο πείραγμα ή αστείο κι η προσπάθειά μου -βλέπε αγωνία μου- να τ' ανακαλύψω περισσότερο κοπιώδης και δύσκολη. Ακόμα, διαπίστωνα, ότι το ψέμα είναι κάτι που μπορεί να μετρηθεί!... Και με το μέγεθος, αλλά και με το βάρος!...

«Έλα, μωρέ!... Για ένα ψεματάκι κάνεις έτσι;» άκουσα σαν δικαιολογία πολλές φορές ή «Αυτό το ψέμα δε μπορώ να το σηκώσω!» αναφώνησα ενίοτε μ' αγανάκτηση.

Τελικά, νομίζω, ότι το ψέμα είναι συνυφασμένο με τις ανθρώπινες δραστηριότητες και σχέσεις κι αποτελεί μία από τις όψεις της αλήθειας. Έχετε ακούσει ποτέ να λένε για «κατά συνθήκη αλήθεια»; Ασφαλώς όχι. Για «κατά συνθήκη ψεύδη» όμως σίγουρα έχετε ακούσει!...

Έτσι, έπαψα με τον καιρό να έχω αγωνία για το θέμα αυτό -άλλωστε υπάρχουν τόσα πολλά που έχω για ν' αγωνιώ καθημερινά- και αποδέχομαι τα πάντα ως αληθινά ή ως εν δυνάμει αληθή. Τίποτε πια δεν μου φαίνεται απίθανο να συμβεί, ούτε παράδοξο ν' ακουστεί. Όλα «παίζουν» μέσα στις κοινωνικές συνθήκες που παγκοσμίως έχουν κυριαρχήσει. Η ανάπτυξη των τεχνολογιών, ο καταιγισμός των πληροφοριών κι η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμβίωσης στην εποχή μας, το ευνοούν...

Κι όταν ακούω, ότι κάπου «έλαμψε η αλήθεια» μου ‘ρχεται να γελάσω. Ποια άραγε αλήθεια αναρωτιέμαι, αυτή που ξέρουν, εκείνη που νομίζουν ή η κάποια άλλη που δεν έμαθαν ακόμα...

Καλό μας μήνα!!

ΗΜΟΥΝΑ ΜΟΝΑΧΟΠΑΙΔΙ

30 Μαρτίου. Χτες στο «Ολύμπιον» είδα με τον πατέρα μου τις «Διπλοπενιές». Το απόγευμα τσακώθηκα στο επιτραπέζιο με το Δημητράκη της κυρα-Καίτης. Η Μαίρη -η αδερφή του- είχε πάρει το μέρος μου. Εγώ τα είχα πάρει άγρια. Το εισιτήριο για τους Αγίους, μία και τριάντα. Τόσα ακριβώς είχα στην τσέπη. Το λεωφορείο. Το 114. Το πήρα κρυφά. Πρώτη φορά έμπαινα μόνος. Ούτε που το σκέφτηκα...

Στην κλινική Κοκκολάκη προχτές γεννήθηκε ο αδερφός μου. Έκλαιγε. «Τι γυρεύεις εσύ εδώ;» μου είπε αναστατωμένη η μάνα μου μόλις με είδε και γύρισε απ' την άλλη. Η κυρα-Καίτη καθόταν στο κρεβάτι και τη βοηθούσε μαζί με μια νοσοκόμα. «Δεν πιάνει ρώγα» έλεγαν. Νεύρα. Λούφαξα σε μια γωνιά. Δίπλα μια άλλη γυναίκα ξαπλωμένη κι αυτή με κοιτούσε χαμογελαστή. «Πώς σε λένε μικρέ μου;» Σε μια στιγμή από τ' άσπρο μεταλλικό κομοδίνο έπεσε κι έσπασε ένα γυάλινο πράμα μ' ένα λάστιχο στην άκρη. «Ωχ!... Πάει το θήλαστρο» στρίγκλισε η νοσοκόμα. Φοβήθηκα. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν του άρεσε. Για να με κάνουν να κόψω το γάλα της μάνας μου μέχρι κινίνο έβαλαν επάνω. Τελικά -μου είχαν πει- φοβήθηκα μια αποκριάτικη μάσκα...

Το μωρό ήρθε σπίτι. Τρυπήσαμε τον τοίχο για να βγει έξω το μπουρί. Ο Θοδωράκης -ο παιδίατρος- είπε ν' αλλάξουμε αμέσως την παλιά σόμπα. «Πίτσος» ήτανε η καινούργια. Ήμουν χαρούμενος. Για τη σόμπα. Το μωρό όλο έκλαιγε κι ήταν αδύνατο. Δεν έπιασε ποτέ βυζί. Έπιασε όμως τη θέση δίπλα στη μάνα και τον πατέρα μου στο διπλό κρεβάτι. Εκεί μένει ακόμα, μέχρι και σήμερα που έχει πάλι τα γενέθλιά του...

Να τα εκατοστίσεις!!!

ΤΖΑΜΠΑ ΜΑΓΚΕΣ

Πέρασε κι αυτό το «εορταστικό» τριήμερο. Καθαρίσαμε και με την «Καθαρή Δευτέρα». Καλή Σαρακοστή, λοιπόν.

Απ' ότι φαίνεται, μας τελείωσαν κι οι ατέλειωτες διακοπές του ρεύματος και μας έμειναν μόνο για ν' ασχολούμαστε το «ανέκδοτο» του ασφαλιστικού, με ολίγη από κινητοποιήσεις, κάτι τις από «εργατολόγο» και μια σκέτο από βέτο.

Τελικά, η ζωή μ' εμάς τους Έλληνες είναι πολύ καλή. Ζούμε στην αρχαιότερη και πιο ένδοξη χώρα. Απολαμβάνουμε το ηπιότερο κλίμα και τον πιο καλό καιρό. Κολυμπάμε σε δαντελωτές ακτές και σε καταγάλανα νερά. Διαθέτουμε πλέρια δημοκρατία και κάνουμε εκλογές συχνότερα κι από την Ιταλία. Κονομάμε από χίλιες δυο μεριές και λογαριασμό δε δίνουμε σε κανέναν. Μπορούμε να χρωστάμε τα μαλλιοκέφαλά μας και ταυτόχρονα να σχεδιάζουμε την αγορά καινούργιου αυτοκινήτου. Μετατρέπουμε τα εορταστικά τριήμερα σε τετραήμερα ή πενθήμερα χωρίς να μας ψάξει κανένας. Δεν ανησυχούμε για τη λειτουργία των θεσμών, εφόσον λειτουργεί η τηλεόραση. Έχουμε θετική γνώμη για όλους αρκεί η γνώμη τους να συμπίπτει με τη δική μας. Τα γνωρίζουμε όλα από κούνια αν πηγαίνουμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Στηρίζουμε με πάθος στις εκλογές το δικομματισμό αλλά λατρεύουμε όλες τις άλλες μέρες την Αριστερά.

Ζούμε μια ζωή στην κοσμάρα μας. Στην Ελλαδάρα μας. Με την ομαδάρα μας. Με την αποψάρα μας. Με την... τρομάρα μας. Ο κόσμος όλος αρχίζει και τελειώνει εκεί που αρχίζουν και τελειώνουν τα δελτία ειδήσεων ή άντε -στην καλύτερη περίπτωση- εκεί που τελειώνει η ζούγκλα κι αρχίζει το εξπρές του μεσονυκτίου.

Δεν ενοχλούμε κανέναν -αυτοθαυμάζοντας τα περασμένα μεγαλεία και τα περισσευούμενα κιλά της περηφάνιας μας- κι όμως όλο βρισκόμαστε μπλεγμένοι σε διεθνείς συνωμοσίες. Μόνοι εναντίον όλων, υπερασπιζόμαστε τα πατρογονικά οικόπεδα με μοναδική αυτοθυσία μπροστά σε κατασπαραγμένα κομμάτια πίτσας και σε ξεκοιλιασμένα κουτιά μπύρας. Δεν το συζητάμε, κάθε φορά που δημιουργείται κάποιο διεθνές πρόβλημα πάντα το δίκιο είναι με το μέρος μας και θεοί και δαίμονες έχουν συμμαχήσει να μας το πάρουν.

Έχουμε καθαρίσει -από τα χρόνια της μεταπολίτευσης- με τους Αμερικάνους, σταθερά «αντί». Το ίδιο και με τους απανταχού «Εβραίους» -προ αμνημονεύτων χρόνων. Ξεμπλέξαμε -ύστερα από κάτι ζεμπεκιές και κουμπαριές- και με τους Τούρκους. Με τους εποίκους της Βόρειας Κύπρου χώσαμε μαζί με το κεφάλι μέσα στην άμμο και το σχέδιο Ανάν, οπότε πρόβλημα ουδέν. Με τους Ευρωπαίους -«κουτόφραγκους» κατά το κοινώς λεγόμενον- κουτσά-στραβά με κάτι πρόστιμα και κάτι ψηλοκυρώσεις τα φέρνουμε βόλτα. Με τους Αλβανούς το παλεύουμε όπως-όπως στα εξοχικά -το έδειξε κι ο αντένας- παίρνοντας το νόμο στα χέρια μας.

Και πάνω που είχαμε ξεμπερδέψει με όλα αυτά κι είμαστε ήσυχοι κι έτοιμοι να υποβληθούμε και ως λαός σε επέμβαση μεταρρυθμίσεων -κάτι σα ρινιπλαστική να πούμε- μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της επανίδρυσης του Κράτους -του γνωστού, κατά Ζουράρι, «ψευδοκράτους»- να σου και σκάει μύτη το μέγιστο πρόβλημα της εποχής.

Όχι, ρε παιδιά, η πετρελαϊκή κρίση, ούτε η καταδίκη της χώρας για τις χωματερές. Ποιο; Μα, ποιο άλλο; Το όνομα, οι επεκτατικές βλέψεις κι οι αλυτρωτικές τάσεις, που φαίνεται να εμφανίζει το νέο γειτονικό κράτους -βόρεια του Κιλκίς, νότια της Σερβίας, δυτικά της Ανατολικής Ρωμυλίας κι ανατολικά της Αλβανίας.

Για δες, ρε γαμώτο!... Πάνω που το ‘χαμε ξεχάσει!... Περίμεναν οι αθεόφοβοι οι Αμερικάνοι να συγχωρεθεί ο μακαριστός για να μας το ξαναθυμίσουν;

Και τώρα; Μέσα στη σύγχυση, το συναισθηματικό μπλακ άουτ και το λογικό αλαλούμ, τι κάνουμε; Την ανάγκη φιλότιμο ή την πάπια;

Επί δεκαπέντε χρόνια καταναλώσαμε μ' επιτυχία στον ελληνικό μικρόκοσμο με συλλαλητήρια και ενδιάμεσες συμφωνίες τη λεβεντιά και την περηφάνια μας, ο λογαριασμός όμως -κι θα είναι όπως διαφαίνεται για μια ακόμα φορά τσουχτερός- περιμένει στο ταμείο της Ιστορίας. Πόσο κοστίζει άραγε ένα βέτο ή πόσο κάνει το φιλότιμο;

Ποιος ενδιαφέρεται και ποιον άραγε νοιάζει; Άλλωστε, γιατί να σκάμε; Σε δέκα χρόνια -και πάλι- ποιος θα θυμάται;

ΤΟ ΣΑΛΤΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ

Μετά την επιτυχημένη και άκρως ικανοποιητική -ως προς το αποτέλεσμα- διαδικασία εκλογής νέου αρχιεπισκόπου, πλησιάζει η ώρα -την προσεχή Κυριακή- να διεξαχθεί κι άλλη μια ψηφοφορία, αυτή τη φορά για την εκλογή του νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ή κατά... κόσμον ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ.

Μετά τους ρασοφόρους κληρικούς που προσήλθαν στην κάλπη υπό τη σκέπη -ενδεχομένως και φώτιση- του Αγίου Πνεύματος, έρχεται η ώρα των συνέδρων του κόμματος της αντιπολίτευσης να ψηφίσουν, σίγουρα υπό τη σκέπη της αίθουσας του Τάε Κβο Ντο -και το φως των τηλεοπτικών προβολέων- και να μετουσιώσουν σε ψήφο το... πνεύμα του Αλέκου Αλαβάνου.

Η εκλογή ενός νέου ηγέτη ακολουθείται συνήθως κι από ένα αεράκι αισιοδοξίας κι ευφορίας τόσο στο στενό, όσο και στο ευρύτερο περιβάλλον του χώρου που αναφέρεται. Το πρόσωπο, φυσικά, παίζει σε κάθε περίπτωση το δικό του ξεχωριστό ρόλο. Η χρονική συγκυρία από την άλλη πάντα άσκει καθοριστικά την επιρροή της.

Δυστυχώς, το πολιτικό σύστημα βρίσκεται στις μέρες μας σε μια από τις από τις πιο άσχημες καμπές του. Οι λόγοι χίλιοι. Χίλιες κι οι ερμηνείες. Μηχανισμοί, διαφθορά, αναξιοκρατία, συμφέροντα, αναξιοπιστία, αποϊδεολογικοποίηση. Η κοινωνία ταυτόχρονα παραδέρνει χωρίς όραμα και πυξίδα παρασυρόμενη απ' τον χείμαρρο της παγκοσμιοποίησης και της ανατροπής αξιών και κεκτημένων.

Ο Τσίπρας έχει το καθαρό βλέμμα που μπορεί να κοιτάξει το σύστημα στα μάτια. Έχει την πολυτέλεια να μιλάει για όλα και για όλους χωρίς να κινδυνεύει να κατηγορηθεί για λαοπλάνος ή λαϊκιστής. Διαθέτει το λευκό πολιτικό μητρώο, που του δίνει το δικαίωμα να επενδύει στη σύναψη κοινωνικού συμβολαίου χωρίς να έχει την υποχρέωση ν' αναφερθεί στο πολιτικό του... πόθεν έσχες.

Από την Κυριακή ο Τσίπρας θα είναι ο νέος πρόεδρος. Το στοίχημα που βάζει είναι μεγάλο και δεν αφορά μόνο τον ίδιο, δεν αφορά κάν μόνο το κόμμα του. Μας αφορά όλους. Ο χρόνος θα δείξει αν κατορθώσει να διασώσει το ελπιδοφόρο σκάφος του ΣΥΡΙΖΑ από τις συμπληγάδες του δικομματισμού. Κι ο χρόνος των εκλογών δεν είναι πολύ μακριά...

Ακόμα και στο ναυτικό όμως -λένε κάποιοι που γνωρίζουν τα πράγματα από μέσα- πριν πάρεις το δίπλωμα του καπετάνιου, πρέπει να φας τις θάλασσες με το κουτάλι σαν... δεύτερος.

Είναι και τόσο δελεαστικές οι σειρήνες των δημοσκοπήσεων...

Η ΘΕΙΑ ΡΙΤΣΑ ΓΡΑΦΕΙ ΣΤΗ LIFO


Η θεία Ρίτσα είναι δεύτερη -ή μήπως τρίτη; - ξαδέρφη της μάνας μου. Από τους συγγενείς μιας άλλης εποχής. Προσωποποίηση της κοκεταρίας και του λούσου. Μαλλί -λευκόξανθο- εξάπαντος χτενισμένο και νύχι -κόκκινο της φωτιάς παρακαλώ- στην εντέλεια. Φρύδι μαύρη γραμμή. Λουστρίνι τσάντα και παπούτσι -γόβα στιλέτο. Σατέν και νάιλον -φραμπαλάδες- συνδυασμοί πάντα σε γήινα χρώματα. Μπιρίμπα Κυριακή απογεύματα κατά τις 6. Μεγάλο Πεύκο το καλοκαιράκι. Κάρλοβι Βάρι και πανόραμα Ιταλίας πάντα με πούλμαν -δεν μπαίνει σε αεροπλάνο. Μίμης -μέχρι πρότινος άκουγε στο «Μήτσος»- ο κλασικός σύζυγος -πρώην χασάπης νυν εισοδηματίας.
Ζευγάρι της συναναστροφής και της παρέας -απ' ότι τους θυμάμαι παιδάκι. Ζεστοί κι ανθρώπινοι στις σχέσεις τους, μα τόσο νεοελληνικά νεόπλουτοι. Τόσο εκκεντρικοί στις ηλικιωμένες συμπεριφορές τους και στις όψιμες επιλογές τους. Τους βλέπουμε πια μόνο σε γάμους, βαφτίσια και μνημόσυνα. Δεν χρειάζεται πολύ, μόλις τους δεις καταλαβαίνεις, μόλις ακούσεις τη Ρίτσα -αυτή είναι βλέπεις η... μπροστινή- γελάς ή στρίβεις.
Οι κοινωνικές δραστηριότητες της θείας Ρίτσας πολυσχιδείς και διαχρονικές. Δεν υπάρχει σύλλογος, σωματείο ή λέσχη στην ευρύτερη περιοχή -σ' ένα ρετιρέ του Καρέα μετακόμισαν πριν χρόνια- που να μην ανακατεύεται. Μέχρι το Χίλτον έφτανε η χάρη της! Τι θες; Εκκλησιαστικό Συμβούλιο; Μέσα!... Φιλοπρόοδος Όμιλος; Μέσα!... Εξωραϊστικός Σύλλογος; Απ' τους πρώτους!... Επιτροπή Συμπαράστασης; Εδώ είμαστε!... Αδελφότητα Πανωβουνησίων; Βρε, δεν πα' νάταν απ' την Κρήτη, μέσα κι εκεί!... Διαβόλου κάλτσα... «Κολοπέτσομα» τη λένε -μεταξύ αστείου και σοβαρού- οι μεγαλύτεροι του σογιού. Μόνο με τα πολιτικά -κομματικά- δεν ασχολείται, από το '74 που έπεσε η χούντα είχε πάρει όρκο -λέει ο Μίμης, που τότε τον φώναζαν ακόμα «Μήτσο»- κι όπως φαίνεται τον τηρεί ακόμα...Η πληθωρική της προσωπικότητα όμως δεν εξαντλείται απλώς στη συμμετοχή. Πανταχού παρούσα και με άποψη παρακαλώ. Απόφαση; Εκείνη!... Λόγος; Εκείνη!... Ψήφισμα; Εκείνη!... Επικήδειος; Ποιος άλλος; Απαγγελία; Το σουξέ της!... Κατάθεση στεφανιού; Μα, η Ρίτσα φυσικά!...Το γράψιμο είναι το ψώνιο της. Οι τοπικές εφημερίδες και περιοδικά δεν προλαβαίνουν να φιλοξενούν τα γραφτά της. Άρθρα, σχόλια, συνεντεύξεις, αλλά κυρίως αφηγήσεις και ποίηση. Είχε εκδώσει πιο παλιά και μια ποιητική συλλογή -δεν θυμάμαι τώρα τον τίτλο, αλλά κάτι για κίτρινα φύλλα έλεγε.Τα ποιήματά της είναι οπωσδήποτε το... κλου κάθε «ξεχωριστής» οικογενειακής συγκέντρωσης!... Έχει πρόχειρα για κάθε περίπτωση!... Το μπλοκάκι να ‘ναι καλά. Για πότε το ξετρυπώνει, για πότε σκαρώνει τα στιχάκια, κανείς δεν παίρνει είδηση. Θυμάμαι -κάπου εκεί στην εφηβεία, που μ' είχε πιάσει ο... ποιητικός οίστρος- μ' είχε συμβουλεύσει να ‘χω πάντα στη τσέπη ένα μπλοκάκι κι όποτε ερχόταν η έμπνευση ή η ατάκα... «τσακ» να τη σημειώνω!
Το καλοκαίρι -στη βάφτιση του Βασιλάκη- μου το θύμισε!...Μιλούσαμε χαλαροί πίνοντας καφεδάκι μετά το καθιερωμένο φαγοπότι, οπότε έχοντας εξαντλήσει όλα τα θέματα των παιδιών, της δουλειάς, του σογιού, των πυρκαγιών και της άγνωστης ξανθιάς που συνόδευε τον ανιψιό μας το Λάκη, ήρθε η κουβέντα στο internet και τα τοιαύτα. Κάτι είπε ο Χρήστος για το site της εταιρείας του, κάτι ανέφερε κι ο Τάκης για ένα ποστ του Ανδρουλάκη, βρήκα ευκαιρία να πω κι εγώ για τα δικά μου... κατορθώματα στη LIFO.«Γράφω σ' ένα blog...» Δεν πρόλαβα ν' αποσώσω. Πού το πήρε τ' αυτί της απ' απέναντι; «Κι εγώ σε μπλοκ γράφω! Έχω γεμίσει κι έχω γεμίσει εγώ... μπλοκάκια!...» πετάχτηκε μ' ένα χαμόγελο ως τ' αυτιά. Και βγάζοντας -ταχυδακτυλουργικά- ένα μπλοκ κάπου από δίπλα της, σηκώθηκε όρθια κι άρχισε να διαβάζει φωναχτά:
«Εμείς που σε βαφτίσαμε σήμερα Βασιλάκη,όμορφα διασκεδάσαμε σε τούτο το κεντράκι.Είθε μεγάλος να γενείς, πάντα να διαπρέπειςκαι των γονιών σου την ευχή προσκέφαλο να έχεις».
Το χειροκρότημα ακούστηκε αυθόρμητο κι οι ζητωκραυγές -παρά τη βαριεστιμάρα της ώρας- «ξύπνησαν» όλη την παρέα -εκτός απ' το Μίμη, που, παρ' όλες τις κλωτσιές που έφαγε απ' τη θεία κάτω απ' το τραπέζι, «τον είχε πάρει» κανονικότατα! Πριν φύγουμε παρακάλεσα τη θεία Ρίτσα σαν... «συνάδελφος»(!) πλέον, να μου γράψει σ' ένα άλλο φύλλο του μπλοκ το τετράστιχο...
Από σήμερα κι η θεία Ρίτσα γράφει -εκτός απ' τα μπλοκ- και στα blogs!... Ας την καλωσορίσουμε!

ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΚΙ ΕΓΩ ΕΚΕΙ...


Παρακολουθούν τα ημερολογιακά βήματα και τις πατημασιές των ημερών μιας άλλης βδομάδας -πριν από χρόνια- αυτές οι μέρες... Τετάρτη 14 Νοεμβρίου, Πέμπτη 15 Νοεμβρίου, Παρασκευή 16 Νοεμβρίου, Σάββατο 17... Τότε που το Σαββατοκύριακο -και για μας τους μαθητές- άρχιζε από το μεσημέρι του Σαββάτου, μετά το τέλος του βασανιστικού εξάωρου, με το λυτρωτικό χτύπημα του κουδουνιού...
Εκείνο το Σάββατο τίποτε δεν θύμιζε τα βαριεστημένα Σάββατα της σχολικής μας ζωής...
Ένα φοβισμένο ξύπνημα έφερε το πρώτο φως της μέρας. Ένα ασφυκτικό κάψιμο στα τσιμπλιασμένα μάτια. Μια στεγνή πίκρα στο βάθος του λαρυγγιού. Μια άγρια μυρωδιά πνιγμού σε κάθε ανάσα... Φόβος.
Κλειστά ρολά και τραβηγμένες κουρτίνες. Νευρικές κινήσεις κι ανήσυχες παύσεις. Ψιθυριστές κοφτές λέξεις. Σιωπηλές ματιές των μεγάλων. Το μικρό τρανζίστορ κάτω απ' το μαξιλάρι μου σιωπηλό κι αυτό... Σκοτάδι.
Η μέρα τραβούσε άλλη μια ανηφόρα...
Τα μάτια του Πέτρου ήταν κατακόκκινα και πρησμένα σαν να είχε φάει ξύλο. Ο Άγγελος δεν είχε έρθει. Το στενάχωρο προαύλιο είχε εκείνο το πρωί μια πένθιμη ακινησία. Ακροβολισμένοι σε μικρές παρέες. Αναρωτιόμασταν χωρίς να ξεστομίζουμε λέξη. Κάτι πονούσε βαθιά στην καρδιά χωρίς να ξέρεις αν είναι απ' του φόβου το παγερό φτερούγισμα ή απ' της άγνοιας τη βασανιστική ησυχία.
Εκείνο το Σάββατο δεν πρόλαβε να χτυπήσει το κουδούνι για σχόλασμα. Μάταια η Ρούσου -η καλή εκείνη φιλόλογος- προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή μας στο μάθημα. Οι ριπές από τ' απόσπασμα στην Πατησίων την διέκοπταν κάθε τόσο και μαζί την τρομαγμένη παγωνιά της αίθουσας. Γύρω στις 11 το μάθημα διακόπηκε οριστικά... Κάποιοι γονείς είχαν ειδοποιηθεί κι ήρθαν να μας πάρουν.
Απομακρυνόμουν βιαστικά με τον πατέρα του Νέστορα -του χαμένου πια κάπου στο χτες παιδικού μου φίλου- και πίσω μας ο αντίλαλος από το ξερό απόκοσμο κροτάλισμα ενός πυροβόλου έσκιζε τον τρομαγμένο αέρα...
Η Ιστορία μόλις είχε αρχίσει...
Κάποιοι τότε ξαφνιάστηκαν απ' το καυτό φιλί του θανάτου. Κάποιοι έγιναν ένα με τη φωνή που εξέπεμψε η λαχτάρα για λευτεριά. Κάποιοι χάθηκαν σαν σκιές ανώνυμες στις παρόδους της ζωής. Κάποιοι ξεχάστηκαν στις θωπείες της δικαίωσης. Κάποιοι άλλοι ξέφυγαν για πάντα...
Κάποιοι επιμένουν να θυμούνται κι ας μην ήταν εκεί...

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ...


Ο θόρυβος της εξάτμισης που συνεχώς πλησίαζε, έστελνε το εκνευριστικά βραχνιασμένο σινιάλο ότι ο Φρίξος όπου να' ναι θα σκάσει μύτη -πάντα αντίθετα στο μονόδρομο.
Με το που κατέβηκε από το παπί το βλέμμα του είχε κάτι από το μωβ της απογευματινής συννεφιάς. Έκανε μια με την παλάμη τα ανακατεμένα μαλλιά του προς τα πίσω και με βήμα βαρύ -όπως η συνήθεια χρόνων κάνει- έστρεψε προς τη γωνιά που η παρέα από νωρίς τ' απομεσήμερο μοίραζε τις ώρες της ανάμεσα στα ματσάκια της μπιρίμπα και τους φραπέδες.
Δεν χρειάστηκε να μιλήσει, μα, όπως έσυρε περνώντας την καρέκλα απ' το διπλανό τραπέζι για να καθίσει απέναντί μου, κατάλαβα ότι ο φίλος είχε φουρτούνα. Στην ψυχή, στο μυαλό, δεν ήξερα πού ακριβώς, όμως τ' αφρισμένα κύματά της έσερναν υπόκωφα τις κινήσεις και την έκφρασή του κι έφερναν απεγνωσμένα μπρος στα μάτια μου το ναυαγισμένο κορμί του.
Άφησα με προσοχή την αθλητική -που ούτως ή άλλως αφηρημένα κρατούσα- και το ίδιο αθόρυβα έφερα το τσιγάρο από το τασάκι στα χείλη. Δεν με έβλεπε νομίζω όταν ψέλλισε:
«Ο Χρήστος πάει...»
Ένα μικρό κομμάτι από την καύτρα έπεσε πριν τα δάχτυλα καβαλήσουν με την κίνηση της συνήθειας το τσιγάρο. Τα χείλη μου τάραξε ένα πικρό τρέμουλο. Το χέρι μου πάγωσε. Τα κύματα άρπαξαν κι εμένα καθώς οι φλέβες χτυπούσαν στον απόηχο του «πάει». Ο απόκοσμος αντίλαλός του σκόρπισε τις σκέψεις κι άδειασε το σώμα μου στο βάθος της πλαστικής πολυθρόνας.
Κι εκεί που η σιωπή αφήνει τις χαραμάδες ξέφραγες και το συναίσθημα παραβιάζει τις εξόδους του κινδύνου, οι εικόνες ξεχύνονται με την ορμή και με την ένταση που ο πόνος σπρώχνει και γίνεται ο χώρος αμφιθέατρο κι οθόνη και μνημόσυνο βουβό, ασπρόμαυρο, δραματικό.

Ο Χρήστος ήρθε να χρωματίσει την καθημερινότητά μας πριν μερικούς μήνες. Δάσκαλος από τη Χίο με παππούδες Μικρασιάτες. Άρωμα μαστίχας είχαν τα λόγια του κι αύρα αιγαιοπελαγίτικη οι σκέψεις του. Έδεσε αμέσως μαζί μας. Ο Φρίξος -που ήταν ο... προξενητής κι ο κολλητός του- καμάρωνε που «τ' αδέρφι» του κέρδισε απ' την πρώτη στιγμή την εκτίμηση και το σεβασμό της παρέας μας.
Μυαλό κοφτερό, λέξεις καθαρές, σταράτες, μπεσαλίδικες. Λαχταρούσε να ζει με ένταση κάθε στιγμή. Πεισματάρης και κυνικός μερικές φορές, μα πάντα ευγενικός και πρόσχαρος. Αριστερός. Μαχητής, όχι του καναπέ και του καφενέ, αλλά της ζωής, όπως αυτή στριμώχνεται χρόνο με το χρόνο στις συμπληγάδες της αδιαφορίας και του ανταγωνισμού κι όπως συνθλίβεται στις μυλόπετρες της κοινωνικής αδικίας, της ατολμίας και των χαμένων ευκαιριών.
Μιλούσε πάντα μ' ενθουσιασμό για την πατρίδα του, για την πατρίδα των παππούδων του, για γωνιές της Ελλάδας άγνωστες στους πολλούς και ταξιδεύαμε μαζί του κάποια Σαββατιάτικα πρωινά που η ζέστη έλιωνε την άσφαλτο κι η μυρωδιά του ούζου μεθούσε τις ανάσες.
Ο κακοτράχαλος Ανάβατος ζωντάνευε -λες- απ' τα βήματά μας κι ο σιωπηλός Μυστράς ριγούσε στ' άκουσμα του μαρμαρωμένου βασιλιά. Στη Σμύρνη ακούγαμε -θαρρείς- τις ψυχές που έβγαιναν σαν πνιχτή κραυγή στα χείλη παραδομένες στο έλεος της μοίρας και στη Σαλονίκη μπαίναμε ελευθερωτές αρματωμένοι και περήφανοι. Λιαζόμασταν μακάριοι στης Ιεράπετρας πλάι τα κρύα νερά ανάμεσα σε θηλυκά κορμιά ηλιοκαμένα απ' τον πόθο και σεργιανούσαμε μελαγχολικά μέσα στης Κέρκυρας το παλιό φρούριο.

Η προκήρυξη των εκλογών τον βρήκε με άδεια στο νησί. Άρον-άρον βρήκε εισιτήρια και γύρισε. Άρον-άρον ρίχτηκε στον προεκλογικό αγώνα. Άρον-άρον κι εκείνη τη νύχτα του Αυγούστου ορμούσε με μια κλάρα στο χέρι να σβήσει τις φλόγες που κύκλωναν τα σπίτια στην Κερατέα...
Μια σύμπτωση τον έφερε κείνη τη νύχτα εκεί για να μεταφέρει με το μηχανάκι στην υπηρεσία το γαμπρό του. Μια φλόγα αλληλεγγύης τον τύλιξε κείνη τη νύχτα γι' αυτούς που είδε, με νύχια και με δόντια να παλεύουν με τα στοιχειά της κόλασης Μια φλόγα πύρινη τον φίλησε κείνη τη νύχτα...
Πάλεψε μέρες και μέρες με υπομονή και θέληση, όπως είχε μάθει πάντα στη ζωή του να παλεύει. Αγώνες δύσκολους, επίπονους, αβέβαιους, έντιμους, ελπιδοφόρους.
Αγώνας άνισος κι αυτός με τη φωτιά, με τη μοίρα, με τον ίδιο του τον εαυτό...
Οι μέρες πέρασαν και για μας από τότε. Ο πύρινος εφιάλτης έδωσε γρήγορα τη θέση του στ' αποτελέσματα των εκλογών, στις δηλώσεις του Βενιζέλου, στο champions league, στη μπιρίμπα και τα καθημερινά μας ουζάκια.

«Ο Χρήστος πάει...»
Τίποτε όμως απ' όλα τα σπουδαία που άφησε πίσω του, δεν αισθάνομαι ότι έγινε στάχτη κι αποκαΐδια. Αφού τα μάτια μας μπορούν ακόμα να δακρύζουν, μπορούμε ακόμα να ελπίζουμε πως ο τόπος αυτός, τους Χρήστους του που καίει, μπορεί κάποια στιγμή να λαμπαδιάσει από κάποιων άλλων Χρήστων την άσβεστη δίψα για καλύτερη ζωή...