Ο θόρυβος της εξάτμισης που συνεχώς πλησίαζε, έστελνε το εκνευριστικά βραχνιασμένο σινιάλο ότι ο Φρίξος όπου να' ναι θα σκάσει μύτη -πάντα αντίθετα στο μονόδρομο.
Με το που κατέβηκε από το παπί το βλέμμα του είχε κάτι από το μωβ της απογευματινής συννεφιάς. Έκανε μια με την παλάμη τα ανακατεμένα μαλλιά του προς τα πίσω και με βήμα βαρύ -όπως η συνήθεια χρόνων κάνει- έστρεψε προς τη γωνιά που η παρέα από νωρίς τ' απομεσήμερο μοίραζε τις ώρες της ανάμεσα στα ματσάκια της μπιρίμπα και τους φραπέδες.
Δεν χρειάστηκε να μιλήσει, μα, όπως έσυρε περνώντας την καρέκλα απ' το διπλανό τραπέζι για να καθίσει απέναντί μου, κατάλαβα ότι ο φίλος είχε φουρτούνα. Στην ψυχή, στο μυαλό, δεν ήξερα πού ακριβώς, όμως τ' αφρισμένα κύματά της έσερναν υπόκωφα τις κινήσεις και την έκφρασή του κι έφερναν απεγνωσμένα μπρος στα μάτια μου το ναυαγισμένο κορμί του.
Άφησα με προσοχή την αθλητική -που ούτως ή άλλως αφηρημένα κρατούσα- και το ίδιο αθόρυβα έφερα το τσιγάρο από το τασάκι στα χείλη. Δεν με έβλεπε νομίζω όταν ψέλλισε:
«Ο Χρήστος πάει...»
Ένα μικρό κομμάτι από την καύτρα έπεσε πριν τα δάχτυλα καβαλήσουν με την κίνηση της συνήθειας το τσιγάρο. Τα χείλη μου τάραξε ένα πικρό τρέμουλο. Το χέρι μου πάγωσε. Τα κύματα άρπαξαν κι εμένα καθώς οι φλέβες χτυπούσαν στον απόηχο του «πάει». Ο απόκοσμος αντίλαλός του σκόρπισε τις σκέψεις κι άδειασε το σώμα μου στο βάθος της πλαστικής πολυθρόνας.
Κι εκεί που η σιωπή αφήνει τις χαραμάδες ξέφραγες και το συναίσθημα παραβιάζει τις εξόδους του κινδύνου, οι εικόνες ξεχύνονται με την ορμή και με την ένταση που ο πόνος σπρώχνει και γίνεται ο χώρος αμφιθέατρο κι οθόνη και μνημόσυνο βουβό, ασπρόμαυρο, δραματικό.
Ο Χρήστος ήρθε να χρωματίσει την καθημερινότητά μας πριν μερικούς μήνες. Δάσκαλος από τη Χίο με παππούδες Μικρασιάτες. Άρωμα μαστίχας είχαν τα λόγια του κι αύρα αιγαιοπελαγίτικη οι σκέψεις του. Έδεσε αμέσως μαζί μας. Ο Φρίξος -που ήταν ο... προξενητής κι ο κολλητός του- καμάρωνε που «τ' αδέρφι» του κέρδισε απ' την πρώτη στιγμή την εκτίμηση και το σεβασμό της παρέας μας.
Μυαλό κοφτερό, λέξεις καθαρές, σταράτες, μπεσαλίδικες. Λαχταρούσε να ζει με ένταση κάθε στιγμή. Πεισματάρης και κυνικός μερικές φορές, μα πάντα ευγενικός και πρόσχαρος. Αριστερός. Μαχητής, όχι του καναπέ και του καφενέ, αλλά της ζωής, όπως αυτή στριμώχνεται χρόνο με το χρόνο στις συμπληγάδες της αδιαφορίας και του ανταγωνισμού κι όπως συνθλίβεται στις μυλόπετρες της κοινωνικής αδικίας, της ατολμίας και των χαμένων ευκαιριών.
Μιλούσε πάντα μ' ενθουσιασμό για την πατρίδα του, για την πατρίδα των παππούδων του, για γωνιές της Ελλάδας άγνωστες στους πολλούς και ταξιδεύαμε μαζί του κάποια Σαββατιάτικα πρωινά που η ζέστη έλιωνε την άσφαλτο κι η μυρωδιά του ούζου μεθούσε τις ανάσες.
Ο κακοτράχαλος Ανάβατος ζωντάνευε -λες- απ' τα βήματά μας κι ο σιωπηλός Μυστράς ριγούσε στ' άκουσμα του μαρμαρωμένου βασιλιά. Στη Σμύρνη ακούγαμε -θαρρείς- τις ψυχές που έβγαιναν σαν πνιχτή κραυγή στα χείλη παραδομένες στο έλεος της μοίρας και στη Σαλονίκη μπαίναμε ελευθερωτές αρματωμένοι και περήφανοι. Λιαζόμασταν μακάριοι στης Ιεράπετρας πλάι τα κρύα νερά ανάμεσα σε θηλυκά κορμιά ηλιοκαμένα απ' τον πόθο και σεργιανούσαμε μελαγχολικά μέσα στης Κέρκυρας το παλιό φρούριο.
Η προκήρυξη των εκλογών τον βρήκε με άδεια στο νησί. Άρον-άρον βρήκε εισιτήρια και γύρισε. Άρον-άρον ρίχτηκε στον προεκλογικό αγώνα. Άρον-άρον κι εκείνη τη νύχτα του Αυγούστου ορμούσε με μια κλάρα στο χέρι να σβήσει τις φλόγες που κύκλωναν τα σπίτια στην Κερατέα...
Μια σύμπτωση τον έφερε κείνη τη νύχτα εκεί για να μεταφέρει με το μηχανάκι στην υπηρεσία το γαμπρό του. Μια φλόγα αλληλεγγύης τον τύλιξε κείνη τη νύχτα γι' αυτούς που είδε, με νύχια και με δόντια να παλεύουν με τα στοιχειά της κόλασης Μια φλόγα πύρινη τον φίλησε κείνη τη νύχτα...
Πάλεψε μέρες και μέρες με υπομονή και θέληση, όπως είχε μάθει πάντα στη ζωή του να παλεύει. Αγώνες δύσκολους, επίπονους, αβέβαιους, έντιμους, ελπιδοφόρους.
Αγώνας άνισος κι αυτός με τη φωτιά, με τη μοίρα, με τον ίδιο του τον εαυτό...
Οι μέρες πέρασαν και για μας από τότε. Ο πύρινος εφιάλτης έδωσε γρήγορα τη θέση του στ' αποτελέσματα των εκλογών, στις δηλώσεις του Βενιζέλου, στο champions league, στη μπιρίμπα και τα καθημερινά μας ουζάκια.
«Ο Χρήστος πάει...»
Τίποτε όμως απ' όλα τα σπουδαία που άφησε πίσω του, δεν αισθάνομαι ότι έγινε στάχτη κι αποκαΐδια. Αφού τα μάτια μας μπορούν ακόμα να δακρύζουν, μπορούμε ακόμα να ελπίζουμε πως ο τόπος αυτός, τους Χρήστους του που καίει, μπορεί κάποια στιγμή να λαμπαδιάσει από κάποιων άλλων Χρήστων την άσβεστη δίψα για καλύτερη ζωή...
Με το που κατέβηκε από το παπί το βλέμμα του είχε κάτι από το μωβ της απογευματινής συννεφιάς. Έκανε μια με την παλάμη τα ανακατεμένα μαλλιά του προς τα πίσω και με βήμα βαρύ -όπως η συνήθεια χρόνων κάνει- έστρεψε προς τη γωνιά που η παρέα από νωρίς τ' απομεσήμερο μοίραζε τις ώρες της ανάμεσα στα ματσάκια της μπιρίμπα και τους φραπέδες.
Δεν χρειάστηκε να μιλήσει, μα, όπως έσυρε περνώντας την καρέκλα απ' το διπλανό τραπέζι για να καθίσει απέναντί μου, κατάλαβα ότι ο φίλος είχε φουρτούνα. Στην ψυχή, στο μυαλό, δεν ήξερα πού ακριβώς, όμως τ' αφρισμένα κύματά της έσερναν υπόκωφα τις κινήσεις και την έκφρασή του κι έφερναν απεγνωσμένα μπρος στα μάτια μου το ναυαγισμένο κορμί του.
Άφησα με προσοχή την αθλητική -που ούτως ή άλλως αφηρημένα κρατούσα- και το ίδιο αθόρυβα έφερα το τσιγάρο από το τασάκι στα χείλη. Δεν με έβλεπε νομίζω όταν ψέλλισε:
«Ο Χρήστος πάει...»
Ένα μικρό κομμάτι από την καύτρα έπεσε πριν τα δάχτυλα καβαλήσουν με την κίνηση της συνήθειας το τσιγάρο. Τα χείλη μου τάραξε ένα πικρό τρέμουλο. Το χέρι μου πάγωσε. Τα κύματα άρπαξαν κι εμένα καθώς οι φλέβες χτυπούσαν στον απόηχο του «πάει». Ο απόκοσμος αντίλαλός του σκόρπισε τις σκέψεις κι άδειασε το σώμα μου στο βάθος της πλαστικής πολυθρόνας.
Κι εκεί που η σιωπή αφήνει τις χαραμάδες ξέφραγες και το συναίσθημα παραβιάζει τις εξόδους του κινδύνου, οι εικόνες ξεχύνονται με την ορμή και με την ένταση που ο πόνος σπρώχνει και γίνεται ο χώρος αμφιθέατρο κι οθόνη και μνημόσυνο βουβό, ασπρόμαυρο, δραματικό.
Ο Χρήστος ήρθε να χρωματίσει την καθημερινότητά μας πριν μερικούς μήνες. Δάσκαλος από τη Χίο με παππούδες Μικρασιάτες. Άρωμα μαστίχας είχαν τα λόγια του κι αύρα αιγαιοπελαγίτικη οι σκέψεις του. Έδεσε αμέσως μαζί μας. Ο Φρίξος -που ήταν ο... προξενητής κι ο κολλητός του- καμάρωνε που «τ' αδέρφι» του κέρδισε απ' την πρώτη στιγμή την εκτίμηση και το σεβασμό της παρέας μας.
Μυαλό κοφτερό, λέξεις καθαρές, σταράτες, μπεσαλίδικες. Λαχταρούσε να ζει με ένταση κάθε στιγμή. Πεισματάρης και κυνικός μερικές φορές, μα πάντα ευγενικός και πρόσχαρος. Αριστερός. Μαχητής, όχι του καναπέ και του καφενέ, αλλά της ζωής, όπως αυτή στριμώχνεται χρόνο με το χρόνο στις συμπληγάδες της αδιαφορίας και του ανταγωνισμού κι όπως συνθλίβεται στις μυλόπετρες της κοινωνικής αδικίας, της ατολμίας και των χαμένων ευκαιριών.
Μιλούσε πάντα μ' ενθουσιασμό για την πατρίδα του, για την πατρίδα των παππούδων του, για γωνιές της Ελλάδας άγνωστες στους πολλούς και ταξιδεύαμε μαζί του κάποια Σαββατιάτικα πρωινά που η ζέστη έλιωνε την άσφαλτο κι η μυρωδιά του ούζου μεθούσε τις ανάσες.
Ο κακοτράχαλος Ανάβατος ζωντάνευε -λες- απ' τα βήματά μας κι ο σιωπηλός Μυστράς ριγούσε στ' άκουσμα του μαρμαρωμένου βασιλιά. Στη Σμύρνη ακούγαμε -θαρρείς- τις ψυχές που έβγαιναν σαν πνιχτή κραυγή στα χείλη παραδομένες στο έλεος της μοίρας και στη Σαλονίκη μπαίναμε ελευθερωτές αρματωμένοι και περήφανοι. Λιαζόμασταν μακάριοι στης Ιεράπετρας πλάι τα κρύα νερά ανάμεσα σε θηλυκά κορμιά ηλιοκαμένα απ' τον πόθο και σεργιανούσαμε μελαγχολικά μέσα στης Κέρκυρας το παλιό φρούριο.
Η προκήρυξη των εκλογών τον βρήκε με άδεια στο νησί. Άρον-άρον βρήκε εισιτήρια και γύρισε. Άρον-άρον ρίχτηκε στον προεκλογικό αγώνα. Άρον-άρον κι εκείνη τη νύχτα του Αυγούστου ορμούσε με μια κλάρα στο χέρι να σβήσει τις φλόγες που κύκλωναν τα σπίτια στην Κερατέα...
Μια σύμπτωση τον έφερε κείνη τη νύχτα εκεί για να μεταφέρει με το μηχανάκι στην υπηρεσία το γαμπρό του. Μια φλόγα αλληλεγγύης τον τύλιξε κείνη τη νύχτα γι' αυτούς που είδε, με νύχια και με δόντια να παλεύουν με τα στοιχειά της κόλασης Μια φλόγα πύρινη τον φίλησε κείνη τη νύχτα...
Πάλεψε μέρες και μέρες με υπομονή και θέληση, όπως είχε μάθει πάντα στη ζωή του να παλεύει. Αγώνες δύσκολους, επίπονους, αβέβαιους, έντιμους, ελπιδοφόρους.
Αγώνας άνισος κι αυτός με τη φωτιά, με τη μοίρα, με τον ίδιο του τον εαυτό...
Οι μέρες πέρασαν και για μας από τότε. Ο πύρινος εφιάλτης έδωσε γρήγορα τη θέση του στ' αποτελέσματα των εκλογών, στις δηλώσεις του Βενιζέλου, στο champions league, στη μπιρίμπα και τα καθημερινά μας ουζάκια.
«Ο Χρήστος πάει...»
Τίποτε όμως απ' όλα τα σπουδαία που άφησε πίσω του, δεν αισθάνομαι ότι έγινε στάχτη κι αποκαΐδια. Αφού τα μάτια μας μπορούν ακόμα να δακρύζουν, μπορούμε ακόμα να ελπίζουμε πως ο τόπος αυτός, τους Χρήστους του που καίει, μπορεί κάποια στιγμή να λαμπαδιάσει από κάποιων άλλων Χρήστων την άσβεστη δίψα για καλύτερη ζωή...