Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

ΣΤΟ ΣΚΑΜΝΙ

Aπό μικρός είχε την τάση να βγάζει λόγους. Μόλις έσερνε το σκαμνί ή την ψάθινη καρέκλα για ν’ ανέβει πάνω της, σαν μια παράξενη μαγεία να έκλεινε τα στόματα των παρευρισκόμενων κι όλα τα βλέμματα μαγνητίζονταν θαρρείς και στρέφονταν προς το μέρος του. Η τσιριχτή λεπτή φωνή του αντηχούσε σ’ όλη την αυλή και ξεσήκωνε γέλια και χειροκροτήματα σε κάθε λέξη που κόλλαγε το «ρο» μέχρι να το φάει τελικά η μαρμάγκα και να γίνει «γο».
Τη μια γινόταν «Δήμαγγγγχος», την άλλη «Υπουγγγός», πότε έφτιαχνε «δγγγόμους» και πότε «γέφυγγγες».
Ο Θύμιος γεννήθηκε αρχές της δεκαετίας του ‘60. Ο θείος Αρίστος –δραστήριος αντιπρόεδρος του εξωραϊστικού συλλόγου της γειτονιάς– απ’ όταν ήταν νήπιο ακόμα τον ανέβαζε στους ώμους και τον έπαιρνε μαζί του –εκτός από το γήπεδο– σε πολλές απ’ τις προεκλογικές συγκεντρώσεις υποψηφίων βουλευτάδων και δημάρχων, που όργωναν, σαν πλησίαζαν οι εκλογές, τους χωματόδρομους και τις φτωχογειτονιές, πότε τάζοντας «σχέδιο», πότε δουλειές και πότε «ύδρευση κι αποχέτευση».
Έτσι, το «καμάρι» δεν άργησε να ξεσηκώσει εκφράσεις και συμπεριφορές και να αντιγράψει ατάκες και κινήσεις, που του έκαναν εντύπωση. Ήμασταν κι εμείς πειραχτήρια, ήθελαν κι οι μεγάλοι να σπάσουν πλάκα και τον τσιγκλούσαν κάθε τόσο να βγάλει λόγο. Οι μόνοι που καμάρωναν σα γύφτικα σκεπάρνια μόλις ο μικρός τους άρπαζε το σκαμνί, ήταν ο θείος κι η θεία Αρετή –όνομα και πράμα– που κρέμονταν απ’ τα χείλη του –κι έσφιγγαν τα δικά τους– μέχρι να βγει το κάθε «γο».
«Δεν έχουμε νερό», του φωνάζαμε από τη γαλαρία κι εκείνος με έναν αστείο στόμφο πάνω απ’ το σκαμνί, υποσχόταν μ’ ετοιμότητα: «Θα σας φέγγγγω και νεγγγό».
Το πόσιμο νερό τελικά πήγε σ’ εκείνες και στις άλλες γειτονιές, πήγαν κι οι δρόμοι κι η άσφαλτος μαζί. Οι λάσπες κι οι αλάνες εξαφανίστηκαν και μαζί τους οι χείμαρροι και τα ρυάκια. Το «σχέδιο» –μαζί και τα λεωφορεία– έφτασε μέχρι τα νταμάρια και τις παρυφές των γύρω βουνών. Ο «συντελεστής δόμησης» κάλυψε τις ταράτσες, που ξαπλώναμε τα καλοκαίρια στρωματσάδα κάτω απ’ τ’ άστρα και η «αντιπαροχή» έθαψε τις αυλές με τα γιασεμιά, τ’ αγιοκλήματα και τα τριαντάφυλλα κάτω από τόνους μπετό και σίδερα.
Οι υποψήφιοι δήμαρχοι μόνο κι οι βουλευτάδες συνεχίζουν ακόμα να αλωνίζουν προεκλογικά τις απρόσωπες από χρόνια γειτονιές, φορτωμένοι χαμόγελα και καλές προσθέσεις για «εφικτές λύσεις» και «ποιότητα ζωής». Από κοντά κι ο Θύμιος, που το παιδικό χούι το έκανε με τον καιρό επάγγελμα, εξακολουθεί να υπόσχεται –όχι πλέον πάνω από το σκαμνί– με το ίδιο όμως σθένος κι αποφασιστικότητα «χώγγγους πγγγασίνου», «κυκλοφογγγιακές γγγυθμίσεις» και «θέσεις πάγγγκιγκ».
Εκτός από το ρο –που κανείς από μας δεν το προσέχει πια– έχει φάει για χρόνια και την αυτοδιοίκηση με το κουτάλι. Την ξέρει σαν την χούφτα του, με τα καλά και τα κακά της. Με τις προεκλογικές συμφωνίες κάτω ή δίπλα απ’ το τραπέζι. Με τα χρίσματα και τους αντάρτες. Με τις εργολαβίες και τις αναθέσεις. Με τους συμβασιούχους και την καθαριότητα. Με τους σκαμμένους δρόμους και τα έργα της τελευταίας στιγμής.
Έχει άγχος αυτή τη φορά, γιατί –όπως εκμυστηρεύεται κατ’ ιδίαν– «ο κόσμος είναι δυσαγγεστημένος με την κυβέγγγνμηση και θα την πληγγγώσουν οι δήμαγγγχοι κι οι πεγγγιφεγγγειάγγγχες».

Κάποιος, επιτέλους, πρέπει να «πληγγγώσει», Θύμιο μου, για ‘κείνα και τ’ άλλα που επί τόσες δεκαετίες τα έχουμε πληρώσει –και ξαναπληρώσει– και, δυστυχώς, μας έχουν όλους τόσο πολύ πληγώσει...

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

ΤΟ ΑΣΤΡΟ ΜΟΥ

Τελικά, υπάρχει ή όχι το άστρο των Χριστουγέννων;
Μικρός, θυμάμαι, ξυπνούσα πολύ νωρίς την παραμονή των Χριστουγέννων για ν' ακούσω τα κάλαντα από το ραδιόφωνο, την ώρα που άρχιζε η μετάδοση του προγράμματος, αφού το βράδυ δεν είχε εκπομπές γιατί οι κρατικοί σταθμοί ήταν κλειστοί. Με την τσίμπλα στο μάτι σκαρφάλωνα και στο παράθυρο πάνω απ' το κρεβάτι των γονιών μου για να κοιτάξω ανάμεσα από τις μισάνοιχτες γρίλιες στον ουρανό να δω το αστέρι των μάγων.
Εκείνη τη μέρα κάθε χρόνο, ήταν απολύτως φυσικό, τόσο μετά τον «τσοπανάκο» -με τα χαρακτηριστικά κουδούνια και κουδουνάκια του- ν' ακουστούν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα, όσο και το αστέρι να βρίσκεται εκεί ψηλά γαντζωμένο στον ουρανό συνεπές στο ραντεβού του με τα παιδικά μου μάτια. Και ναι -τώρα που το αναφέρω- είχε ένα τόσο βαθύ γαλάζιο χρώμα και μια τόσο φωτεινή καθαρότητα και διαύγεια ο ουρανός, που το αστέρι μου ξεχώριζε ολόλαμπρο ανάμεσα σε χιλιάδες, εκατομμύρια άλλα αστέρια γύρω του. Τέτοιον ουρανό έχω χρόνια να αντικρύσω (Θυμάσαι; Από εκείνο τον Αύγουστό μας στη μικρή παραλία δίπλα στο Λιμένα...)
Δεν έψαχνα το πώς και το γιατί. Πίστευα. Μου αρκούσε που το αστέρι μου ήταν κάθε φορά εκεί. Λαμπερό και ξεχωριστό να φωτίζει ολόκληρο τον ουρανό και το φως του ν' αντανακλά στη γη, να μαγνητίζει το βλέμμα μου για ώρα πολύ, μέχρι που το πρώτο πρωινό φως να το συντροφέψει σιγά - σιγά στον ορίζοντα. Και ναι -τώρα που το αναφέρω- ο ορίζοντας τότε υπήρχε πέρα στο βάθος, πεντακάθαρος μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά μου, πάνω απ' την αυλή του κυρ-Μήτσου του πυροσβέστη, το βουστάσιο της κυρα-Κούλας που μας έφερνε το φρέσκο γάλα, της κεραίες της ραδιοφωνίας, την Αθήνα, τον Υμηττό και την Πεντέλη. Τόσο μακριά έχω χρόνια να στείλω τη ματιά μου (Θυμάσαι; Από εκείνο το ηλιοβασίλεμα στην παλιά πόλη της Κυπαρισσίας)
Έχω χρόνια να το αναζητήσω. Δεν θυμάμαι πότε κοίταξα προς τον ουρανό για τελευταία φορά. Με το πέρασμα των χρόνων και μεγαλώνοντας, οι μέρες των Χριστουγέννων έγιναν ντεμοντέ, συμβατικές, αναμενόμενες, προγραμματισμένες. Οι υποχρεώσεις, τα ψώνια, το ρεβεγιόν, τα δώρα των παιδιών, δημιούργησαν άλλες προτεραιότητες, άλλες έννοιες κι ενδιαφέροντα. Και ναι -τώρα που το αναφέρω- τότε οι άνθρωποι είχαν άλλα ενδιαφέροντα. Γιόρταζαν, είχαν σχέσεις, είχαν αυλές, πόρτες ανοιχτές και τα λιγοστά λεφτά τους για δώρα συμπληρώνονταν με πλατιά χαμόγελα και εγκάρδιες ευχές. Τέτοιες ευχές έχω χρόνια ν' ακούσω (Θυμάσαι; Από κείνη την παραμονή Χριστουγέννων στο σπίτι της γιαγιάς Ευθυμίας...)
Φέτος αισθάνομαι την ανάγκη να το ψάξω και πάλι. Να το αναζητήσω ξανά, μα όχι πια εκεί ψηλά, αλλά βαθειά μέσα στην ψυχή μου, εκεί στο σκονισμένο μπαούλο των παιδικών μου αναμνήσεων, δίπλα στο Μολυβένιο Στρατιώτη και το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα. Εκεί που νοιώθω πως -με ευλάβεια κλεισμένο- εξακολουθεί να λάμπει και να φωτίζει αδιόρατα και προσεχτικά τα ανθρώπινα βήματά μου. Θ' αφήσω τη λάμψη του να γαληνέψει την καρδιά μου, να φωτίσει τα μάτια μου, να ζεστάνει τα χέρια μου. Και ναι -τώρα που το αναφέρω- πάντα στην αγκαλιά της μάνας μου υπήρχε ένα βελουδένιο χάδι στα μαλλιά μου που μ' έκανε πανευτυχή, πάντα χέρι - χέρι με τον πατέρα μου ένοιωθα παντοδύναμος κι ανίκητος. Τόσο ευτυχισμένος και δυνατός αισθάνομαι δίπλα σου, γι' αυτό θα σου χαρίσω το κρυμμένο χριστουγεννιάτικο αστέρι μου, ό,τι πιο πολύτιμο κουβαλώ στον κόρφο μου από τα τρυφερά μου χρόνια. Εσύ είσαι ό,τι πιο πολύτιμο και λαμπερό υπάρχει πλέον στη ζωή μου.
Τελικά, υπάρχει το αστέρι Χριστουγέννων!... Κι ίσως δεν χρειάζεται να ψάξουμε ψηλά στον αχανή ουρανό για να το βρούμε, τα πραγματικά αστέρια -το πιστεύω πια- βρίσκονται ανάμεσά μας, κάπου δίπλα μας!...