Header Painting by Agapi Hatzi
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Memories. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Memories. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2019

Γιατί το θέλησα


Είδα μια νύχτα μέσα στο σώμα μου
να κάνουν έρωτα φίδια, λιοντάρια, αετοί…
Είδα μια μέρα μέσα μου την γένεση,
την απαρχή του κόσμου τούτου·
του κόσμου των τόσο πλανερών,
τόσο μεθυστικών αισθήσεων.
Κι ήμουν εκεί από πιο πριν.

Ανέκαθεν παρούσα. 

Όμως το θέλησα να τον γευτώ,
θέλησα να υπάρξω.






Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 14, 2018

Η ιστορία του πατέρα μου, που ήρθε από την Σμύρνη το '22

Φωτό: Μανώλης Μεγαλοκονόμος, ο σημαντικότερος ίσως φωτογράφος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και φίλος της οικογένειας
Μιας και λόγω των Σύρων όλοι θυμήθηκαν προσφάτως την καταστροφή της Σμύρνης -το Lifo κάνει εκτενές αφιέρωμα με προσωπικές ιστορίες προσφύγων από τη Σμύρνη-, ας παραθέσω κι εγώ την ιστορία του μπαμπά μου, όπως τουλάχιστον την έχω ακούσει και την ξέρω.

Ο πατέρας μου λοιπόν γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1915 -την ίδια χρονιά με τον Frank Sinatra, είχε να το λέει! Ο αδελφός του το ‘17, δυο αδέλφια ήταν. Ο πατέρας τους Ηλίας ήταν γέννημα-θρέμμα Σμυρνιός κι η μάνα τους Σαπφώ ήταν από τη Λέσβο, πολλοί γάμοι συνάπτονταν τότε μεταξύ αυτών των πληθυσμών, μιας και τα ελληνικά νησιά είναι μία πετριά από τις ακτές της πάλαι ποτέ Ιωνίας.

Ο παππούς τους Όθων είχε έρθει από το Αϊβαλί στη Σμύρνη -αν οι πληροφορίες είναι σωστές- και για ένα φεγγάρι ήταν διπλωματικός απεσταλμένος της Σμύρνης στην Τεργέστη  -αυτό το έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια, ψαχουλεύοντας για ώρες τα αρχεία της «Εστίας» Νέας Σμύρνης, όταν κάποτε ενδιαφερόμουν ακόμα για το γενεαλογικό μου δέντρο. Παντρεμένος με την επίσης Λέσβια Αλεξία από την οποία πήρα και τ’ όνομά μου. Κάποια στιγμή θέλησε να ανοίξει στην Σμύρνη τράπεζα και για οικονομικά συμφέροντα τον σκότωσαν κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα - αρχές '20ου.

Το 1922 λοιπόν η οικογένεια του πατέρα μου ζούσε κι ευημερούσε στη Σμύρνη με σπίτι και μαγαζί «Εδώδιμων-Αποικιακών» πάνω στον γνωστό μεγάλο παραλιακό δρόμο της Σμύρνης. Το 1922, όταν ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά κι άρχισε ο διωγμός των Ελλήνων από τη Σμύρνη, η γιαγιά μου πήρε τα δυο της παιδιά με σκοπό να περάσει με βάρκα απέναντι, στη γενέτειρά της Μυτιλήνη. Για 3 μέρες κρύβονταν σε τάφους να μην τους βρουν και τους σκοτώσουν. Ο παππούς έμεινε πίσω και δεν γύρισε ποτέ. Μέχρι που πέθανε η γιαγιά μου το 1973, έβαζε συνεχώς ανακοίνωση στις Αναζητήσεις Αγνοουμένων του Ερυθρού Σταυρού, που τις ακούγαμε κι απ΄ το ραδιόφωνο –αυτό το θυμάμαι προσωπικώς.

Από τη Μυτιλήνη σύντομα κατέφθασαν στην Αθήνα. Η γιαγιά είχε ράψει τα κοσμήματά της στη φόδρα κάποιων φορεμάτων και πουλώντας τα πέρασαν τον πρώτο καιρό στην Αθήνα. Για μερικά χρόνια έμεναν μαζί με πολλούς άλλους πρόσφυγες και κοιμόντουσαν στα πατώματα ενός αρχοντικού που είχε παραχωρήσει ο Κανελλόπουλος –δεν ξέρω ποιος ακριβώς Κανελλόπουλος- γι’ αυτόν τον σκοπό στου Ψυρρή. Ο πατέρας μου μέχρι που πέθανε έλεγε «Εγώ στου Ψυρρή μεγάλωσα», για να δηλώσει πως ήταν «περπατημένος». Μόλις ήρθε στην Ελλάδα άρχισε να καπνίζει και το έκοψε στα 10!

Μερικά χρόνια αργότερα το ελληνικό κράτος αποφάσισε να μοιράσει ομοιόμορφα κτήματα 400 περίπου μέτρων στους πρόσφυγες της Σμύρνης με ένα συμβολικό αντίτιμο, πάνω από την Συγγρού, στο ύψος της Καλλιθέας. Το 1928 λοιπόν η γιαγιά μου αγόρασε το κτήμα αυτό στην περιοχή που προς τιμήν των προσφύγων από τη Σμύρνη ονομάστηκε Νέα Σμύρνη και στο οποίο ακόμα μένω -δόθηκε για αντιπαροχή λίγο πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση.

Η γιαγιά μου άρχισε αμέσως να δουλεύει για να μεγαλώσει τα δυο της παιδιά -μία γυναίκα μόνη με ελάχιστους μακρινούς συγγενείς στην Αθήνα. Της άρεσε να κεντάει, αλλά έμαθε και ραπτομηχανή κι έπιασε δουλειά ως ράφτρα στην τότε επιχείρηση της Singer στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου ως ο μεγαλύτερος από τα δύο παιδιά βγήκε από πολύ μικρός στη βιοπάλη, κάνοντας δουλειές του ποδαριού για να βοηθάει την οικογένειά του και για να σπουδάσει ο μικρός σε στρατιωτική σχολή αρχικά και στη συνέχεια αρχιτέκτονας. Κι ο ίδιος όμως, παρ’ όλο που δούλευε και ήταν αθλητής σφύρας στον Πανιώνιο, ταυτόχρονα παρακολουθούσε τη νυχτερινή Εμπορική Σχολή και με τα χρόνια κατάφερε να ανοίξει τυπογραφείο, το οποίο μετέτρεψε εν συνεχεία σε ένα μικρό εργοστάσιο επεξεργασίας χαρτιού. Το πρώτο του τυπογραφείο ήταν πάνω στην Κεντρική πλατεία της Νέας Σμύρνης, στον ισόγειο χώρο που αργότερα έγινε ο γνωστός «Άδωνις».

Και τα δύο παιδιά πολέμησαν για την Ελλάδα το ’40 -ο θείος μου ως αξιωματικός του στρατού τότε είχε πάει με την κυβέρνηση στην Αίγυπτο για ένα διάστημα. «Οι πρόσφυγες είναι πιο Έλληνες κι από τους Έλληνες», συνήθιζαν να λένε κι οι δυο με περηφάνεια. Κι ήταν αλήθεια…

Ο θείος μου πήγε κάπου το ‘70 στη Σμύρνη να ψάξει τι απέγινε ο πατέρας τους. Βρήκε το σπίτι, βρήκε και το μαγαζί τους -άθικτα ακόμα και σε τουρκικά χέρια. Βρήκε κι έναν ομαδικό τάφο, όπου είχαν πετάξει τον πατέρα τους μαζί με πολλούς άλλους Έλληνες…


Τρίτη, Ιουλίου 10, 2018

Υπάρχει και το ψυχολογικό bullying

Όταν ήμουν μικρή, περνούσα όλες τις καλοκαιρινές μου διακοπές στο εξοχικό μας, 3 μήνες εκεί. Είχα παρέα στο σπίτι στην Αθήνα, είχα παρέα στο σχολείο, είχα παρέα και στο εξοχικό.

Όταν ήμουν λοιπόν γύρω στα 10, παίζαμε ένα απόγευμα κάποιο παιχνίδι τύπου κρυφτό. Ένα κορίτσι από την παρέα, λίγο μεγαλύτερο από μένα, μου έκανε κάτι σαν κεφαλοκλείδωμα από πίσω και με το χέρι της μου έκλεινε τη μύτη και το στόμα. Δε μπορούσα να αναπνεύσω. Χτυπιόμουν να ξεφύγω, αλλά δεν με άφηνε. Οπότε αναγκάστηκα να της δαγκώσω το χέρι.

Δεν ξέρω πια μήπως ήταν καλύτερα να την αφήσω να με πνίξει… Σε συνεργασία με έναν ξάδελφό της, έπεισαν όλη σχεδόν την παρέα πως τη δάγκωσα στα καλά καθούμενα. Έγραψαν ένα ποιηματάκι και κάθε απόγευμα περνούσαν έξω από το σπίτι και φώναζαν όλοι μαζί:

«Αλεξία, προδοσία,
δεν σε θέλει ο λαός.
Πάρ’ τα δόντια σου κι εμπρός!
Είσαι σκύλος μανιακός!»

Φυσικά και θυμάμαι ακόμα το ποιηματάκι απ’ έξω… Ήταν μάλλον η πρώτη απαίσια εμπειρία της ζωής μου. Ένιωθα μόνη, ξεκομμένη και πολύ-πολύ αδικημένη. Αυτό κράτησε αρκετόν καιρό, δε μπορώ πια να υπολογίσω πόσο, γιατί τα παιδιά έχουν διαφορετική αίσθηση του χρόνου.

Όταν ξεθύμανε η ιστορία, ήμασταν πάλι όπως πριν: μέλι-γάλα. Τα παιδιά επιτίθενται βάναυσα, τα παιδιά ξεχνούν. Πιθανώς όλοι αυτοί να μην θυμούνται καν το όλο περιστατικό. Αλλά εμένα με σημάδεψε. Μ’ έκανε να πάψω να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους, μ’ έκανε να φοβάμαι τα ψέματα, την χειριστικότητα, την ψυχολογία του όχλου.

Είμαστε τα βιώματά μας και μετά θέλει πολλή δουλειά για να ξεγίνουμε ό,τι μας παιδεύει και μας παγιδεύει.


Παρασκευή, Οκτωβρίου 23, 2015

Αναμνήσεις


Το καλοκαίρι μεταξύ Δημοτικού και Γυμνασίου με ρώτησε η μητέρα μου αν θα ήθελα να εργαστώ εθελοντικά για ένα μήνα περίπου σε μία έκθεση βιβλίου σε κάποιο από εκείνα τα ελάχιστα εναπομείναντα, υπέροχα νεοκλασσικά κτήρια της Βασιλίσσης Σοφίας. Ήμουν ψηλή, ανεπτυγμένη και μεγαλόδειχνα. Μπορούσε άνετα να με κάνει κανείς 18.

κολωνακι, αθηνα, πετροπουλος, αλεξια ηλιαδου, αναμνησεις

Δέχθηκα λοιπόν την πρόταση αυτή και ήταν μια πολύ ωραία κι ενδιαφέρουσα εμπειρία. Όλη μέρα ανάμεσα στα βιβλία, διάβαζα ό,τι ήθελα μιας και ο κόσμος που ερχόταν ήταν λιγοστός, αν και η έκθεση εξαιρετικά πλούσια.  
Χαρακτηριστικά θυμάμαι τα βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου με το λεξιλόγιο της αργκό και τα πολυτελή λευκώματα με στίχους από τους Beatles και τους Rolling Stones.


Στα μεσημεριανό διάλειμμα περιδιάβαινα τα σοκάκια του Κολωνακίου· 
μια υπέροχη αίσθηση κατέκλυζε το άγουρο μυαλό μου στους πεζόδρομους με τα μαγαζάκια και τα μικρά υπαίθρια café. 
Πάντα μου άρεσε να περπατώ στους δρόμους της Αθήνας. 
Μία από τις ωραιότερες Πρωτοχρονιές της ζωής μου ήταν μερικά χρόνια αργότερα, όταν έφυγα με έναν πολύ καλό μου φίλο μου ξημερώματα από κάποιο πάρτυ 
και μεθυσμένοι τριγυρνούσαμε μέχρι το μεσημέρι στα στενά κάτω από την Ομόνοια· 
στα λούμπεν στενά του κέντρου της αγαπημένης αυτής πόλης, με τους ελάχιστους ακόμα τότε ξένους, τις πουτάνες και τους ξεχασμένους ρεμπέτηδες που ακόμα μιλούσαν τη γλώσσα του Πετρόπουλου.


Σ’ αυτήν την έκθεση λοιπόν έκανα παρέα με μία κοπέλα, πολύ μεγαλύτερή μου, 
η οποία ζούσε με τη μητέρα της σε ένα αρχοντικό πάνω από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου –στη Δημοκρίτου-, 
τριώροφο, ψηλοτάβανο, με ανάγλυφες πόρτες, μαρμάρινες σκάλες, μπάνια από εκείνα τα παλιά, τα τεράστια και μπανιέρες με πόδια σκαλιστά. 
Εκεί πηγαίναμε τ’ απογεύματα κι ακούγαμε δίσκους -είχα τρελλαθεί τότε με τον J.J. Cale και το εξώφυλλο με τα τσιγάρα Gitanes. 
Κάπου εκεί πρωτοκάπνισα. Κάπου εκεί οσμίστηκα λεκτικά και την ηδονή του σεξ.


Ένα πέπλο μαγείας σκεπάζει ακόμα τις εφηβικές μου αναμνήσεις· φαντάζομαι στους περισσότερους συμβαίνει αυτό.


Δεν ξέρω πώς μού ‘ρθε η συγκεριμένη ανάμνηση,
ίσως γιατί όλα ήταν τόσο όμορφα και εσχάτως λατρεύω την ομορφιά των πραγμάτων, ορατών τε πάντων και αοράτων
-γενικώς όμως το παρελθόν μου το έχω ξεχασμένο, θαμμένο κάτω από χιλιάδες αποχρώσεις αέναης αλλαγής, 
μια μακρά αλληλουχία εσωτερικών βιωμάτων, με ένα όμως σταθερό ανεξίτηλο Leitmotif,
τo οποίo πολύ εύστοχα και πολύ ποιητικά περιγράφει ο Σεφέρης σε έναν στίχο, που διάβασα πρόσφατα στον τοίχο μίας φίλης:


«Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε να ανασάνεις
ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου
μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει.»
Γ. Σεφέρης, Σχέδια για ένα καλοκαίρι


Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει ανάμεσα σε όλες τις στιγμές…


Alexia Iliadou


Παρασκευή, Ιουνίου 14, 2013

Ψυχοβγάλματα



Οι άνθρωποι με αποδιοργανώνουν και με εξαντλούν. Δε νομίζω πως το κάνουν επίτηδες, ούτε καν πως το συνειδητοποιούν. Πιθανώς να μην κάνουν και τίποτε απολύτως. 

Έτσι κι αλλιώς για ό,τι κι αν μας συμβαίνει είμαστε εμείς υπεύθυνοι· είτε γιατί το προκαλούμε, είτε γιατί το αφήνουμε να συμβεί, είτε γιατί το αποδεχόμαστε, είτε γιατί απλά το ερμηνεύουμε και το εκλαμβάνουμε με αρνητικό τρόπο.

Παρ’ όλα αυτά τα απολύτως τετριμμένα που μόλις σας αράδιασα και παρόλο που έχω μεγαλώσει πια αρκετά ώστε να ξέρω τι μου συμβαίνει, κάθε μου επαφή με τους ανθρώπους έχει πάνω μου αυτό το περίεργο και ακόμα δυσανάγνωστο effect.

Το σκέφτομαι από ‘δώ, το σκέφτομαι από ‘κεί και τείνω να καταλήξω στο συμπέρασμα πως το θέμα είναι ενεργειακό. 
Πως για κάποιον λόγο η ενέργεια των άλλων διαπερνά με ευκολία τον προσωπικό μου χώρο και τον ανακατεύει: 
σα να μπαίνει κάποιος στο δωμάτιό σου κι αρχίζει να κάνει σουλάτσο, να διαβάζει τα τετράδιά σου, 
να ψάχνει το κομπιούτερ σου, να καπνίζει, να σου αλλάζει διακόσμηση… και κυρίως να κριτικάρει τα πάντα.

Ναι, αυτό νομίζω είναι: νιώθω πως όλοι συνεχώς έχουν άποψη για καθετί που κάνω και κυρίως γι’ αυτό που είμαι.
Στο βλέμμα ακόμα και των πιο ευγενικών ανθρώπων διακρίνω πάντα την κρίση… και την επίκριση· 
ένα διαρκές σκανάρισμα ολόκληρης της ύπαρξής μου.

Κατά πάσα πιθανότητα έτσι είμαστε οι άνθρωποι όλοι, αυτό κάνουμε: είμαστε με το δάχτυλο σε κάποια νοερή σκανδάλη.

Όμως εμένα αυτό με αρρωσταίνει· για μεγάλο διάστημα απλά απέφευγα τις συναναστροφές. 
Τελικά, συνειδητοποίησα πως δεν υπάρχει ζωή χωρίς τη συνεχή ανάμειξη των ενεργειών, 
αρνητικών και θετικών, ατομικών και συλλογικών, και πως ο αναχωρητισμός είναι μάλλον φυγοπονία.

Ως ζώντες και ενεργοί άνθρωποι οφείλουμε στον εαυτό μας μονάχα ένα πράγμα: 
να ανανεώνουμε & να ενισχύουμε διαρκώς την δική μας ενέργεια, παντοιοτρόπως, 
ώστε να μην πέφτουμε κάτω με ένα φύσημα… κριτικής, κακίας, γρίπης, βίας και τυραννίας…

Τότε και μόνο τότε, όταν νιώθουμε και είμαστε εμείς δυνατοί, επιδρούμε καλά και στο περιβάλλον μας. 
Αλλιώς… πατάμε στ’ αλήθεια τη σκανδάλη· από φόβο.

 

Τετάρτη, Μαρτίου 27, 2013

Sea of Love





















Σ’ ένα μέρος άγνωστο, δίπλα στη θάλασσα… πάντα.

Μας φιλοξενεί ένας άντρας πλούσιος, 
το σπίτι του έχει μια πισίνα ενωμένη οπτικά με τον ορίζοντα της θάλασσας, 
μα μ' ένα ψηλό, διάφανο τείχος να χωρίζει τις δυο υδάτινες επιφάνειες
-ή μάζες καλύτερα;-
γιατί τα κύματα είναι στην πρώτη ματιά τρομακτικά, τεράστια, 
σπειροειδή όπως απεικονίζονται γύρω απ’ τις αρχαίες τριήρεις.
Μα στην πορεία νιώθεις ασφάλεια, 
την ασφάλεια που παρέχει ένα καλοστημένο κι ακριβοπληρωμένο σύστημα 
ενάντια στα θεριά της φύσης, τα καιρικά φαινόμενα, τα ζώα και τους ανθρώπους.

----

Ο άντρας με θέλει με πάθος...
με το πάθος που μόνον κάτι τέτοιοι χορτασμένοι αντέχουν να ποθούν, 
που ξέρουν να παίρνουν αυτό που θέλουν με κάθε μέσο,
χωρίς όμως βιαιότητα... χωρίς κανέναν εξαναγκασμό.
Κι εγώ όμως ξέρω ακόμα καλύτερα να αποφεύγω έντεχνα αυτό που δεν θέλω.
Κολακεύομαι απ’ την επιθυμία του, μα παίζω σαν το γατί με το κουβάρι… 
που όλο λες και το φτάνει κι όλο το ξαναπετάει μακριά… 
με τρόπο που μοιάζει ν’ απομακρύνεται το ίδιο το κουβάρι… με τη δική του θέληση.
Κι αυτός υπομένει και προσφέρει γενναιόδωρα τη φιλόξενη φύση του, 
τη θαλπωρή του υπέροχου καταλύματος, τον ελεγχόμενο πόθο του,
-ίσως τον ελεγχόμενο θυμό του-
και την πισίνα δίπλα στη μανιασμένη θάλασσα· δεν είναι σίγουρα Ελλάδα.

----

Στην πισίνα πέσαμε με τη φίλη μου απ’ την αντίθετη πλευρά η καθεμία, 
μα περιέργως κάναμε κι οι δυο μονάχα μακροβούτια, 
βρισκόμασταν με τρεις χεριές απέναντι και πάλι πίσω… 
Ήταν κάπως βρώμικα εκεί μέσα, μα όχι ακριβώς σιχαμένα, απλά βρώμικα, 
σα να ευδοκιμούσε εκεί κάποιο βακτήριο, κάποιος αρχέγονος μύκητας ή κάτι παρόμοιο… 
κάτι που προϋπήρχε ημών και το αποδεχόμασταν. 

Κάτω λοιπόν απ’ το θολό νερό σε κάποια απ’ τις πολλές πέρα-δώθε συναντήσεις μας, 
η φίλη μου άρχισε να μου μιλά 
κι εγώ παρά τους γνωστούς σε όλους νόμους της φυσικής την άκουγα 
και καταλάβαινα τι έλεγε κι αυτό που έλεγε ήταν πως πειράζουν τις κουρτίνες 
(οι πλευρές της πισίνας ήταν σκεπασμένες με κόκκινες κουρτίνες, 
σαν κι αυτές που θυμίζουν αυλαία, 
και όταν ήταν ανοιχτές έμπαινε φως μέσα από το γυάλινα τοιχώματα).
Κι έτσι καθώς κολυμπούσαμε υπογείως, 
τραβήχτηκε στην άκρια η μεσημβρινή κουρτίνα κι έκλεισε η κάθετη, η ισημερινή ας πούμε, 
κι ο φωτισμός άλλαξε, 
τα φώτα της ράμπας έσβησαν προς στιγμήν για τη μία από ‘μάς και έλουσαν την άλλη… 
Τρομάξαμε λίγο, χάσαμε τον προσανατολισμό μας, 
μα συνεχίσαμε να κολυμπάμε και βέβαια παραμείναμε φίλες 
μέσα και έξω από αυτήν την πισίνα των άλλων… ας πούμε των αντρών...
Ή ας πούμε των εναλλασσόμενων δυνατοτήτων…
Ή ας την ονομάσουμε απλούστατα πισίνα των ευκαιριών.

----

Βγήκαμε κάποτε έξω βόλτα κι ήταν σοκάκια σκεπαστά, σκονισμένα, 
γεμάτα πραμάτειες προς πώληση στις πλευρές τους, στοιβαγμένα σε κάτι σκηνές ανατολίτικες 
και μέσα σε κάποια σκηνή έπαιζε μία αυτοσχέδια μπάντα
έναν ρυθμό λιγωτικό σαν τρισιροπιασμένο μπακλαβά… 
μακρόσυρτο, πανέμορφο, 
πιο μινόρε κι από λιτανεία σε κηδεία της Λουιζιάνα… ή από σκίρτημα του Χατζηδάκι… 
αλλά με την ξεκάθαρη εσάνς της πιο βαθιάς, της πιο βάρβαρης και αισθησιακής συνάμα αραπιάς.
Δυσοίωνα τ’ αποκαλεί αυτά η φίλη μου, ίσως και νά ΄χει δίκιο... μα εγώ τα λατρεύω.

Και τότε αντήχησε με πλήρη σαφήνεια στ’ αυτιά μου η φράση «Θα πεθάνουμε όλοι».
Την είδα μπροστά με την μικρή της κόρη να περπατάνε αγκαλιά, 
είδα τον σύντροφό μου δίπλα μου, 
κάθε αγαπημένο και κάθε ξένο ολόγυρα 
και μονολογούσα επαναλαμβανόμενα «Θα πεθάνουμε όλοι».
Χωρίς τρόμο… 
με θλίψη μοναχά απέλπιδα, και συνοδεία όμορφες εικόνες, αναμνήσεις, 
αγάπη, 
απέραντη αγάπη, 
κατακλυσμιαία αγάπη, 
και τον σιροπιαστό σκοπό κάπως να με παρηγορεί.

----

Μπήκαμε στο καράβι… το εξωτικό τούτο ταξίδι είχε τελειώσει. 
Η θάλασσα τρομακτική, όπως και πριν, εκεί πέρα από τα όρια της πισίνας. 
Ένιωσα άξαφνα τις μηχανές να σταματούν, να παύει κάθε κίνηση. 
Ανέβηκα στο κατάστρωμα να δω τι συμβαίνει. Είχαμε πέσει σε βράχια. 
Βράχια παντού, απαγορευτικά, το μόνο άνοιγμα ήταν πια πίσω μας, 
στο βάθος θαμπή η σκονισμένη πόλη κι ομίχλη.
Δεν είχαμε καταφέρει να βρούμε διέξοδο, να απομακρυνθούμε… 
Κάναμε κύκλους, ποιος ξέρει γιατί, και τώρα ήμασταν έτοιμοι να εξοκείλουμε 
ελάχιστα μίλια έξω από το πολύβουο λιμάνι.
Και σταματήσαμε… μην ξέροντας τι να κάνουμε, ποια νέα πορεία να χαράξουμε…

Εκεί, μέσα στη θάλασσα… μέσα στη θάλασσα θα μέναμε.
Κύμα, στάλα, μόριο θα γινόμαστε μες στον ωκεανό...
θέλω να λέω και να πιστεύω της Αγάπης.


Γιατί τούτο το όνειρο το είδα μία νύχτα απίστευτης τρέλας και κεφιού και διάχυτης αγάπης...




Τετάρτη, Φεβρουαρίου 20, 2013

Εφιάλτης

Είδα σήμερα όνειρο πως ήμουν σε κάποια πόλη γεμάτη άγρια ζώα,
τίγρεις, λύκους κι αγριόσκυλα, κανα-δυο ανθρωπόμορφα, ακόμα και μοχθηρές μαύρες μαϊμούδες
που κυνηγούσαν τον κόσμο στους δρόμους ολόγυρα και μέσα στα σπίτια τους, παντού.
Αυτοί έτρεχαν πανικόβλητοι, πολλούς τους έπιαναν τα θηρία και τους ξέσκιζαν,
κανείς δεν στεκόταν να τους βοηθήσει, όλοι έτρεχαν…

Πάνω απ’ όλα όμως φοβόντουσαν μία τεράστια καφετιά αρκούδα,
που όπως η ίδια νυχθημερόν κυκλοφορούσε ανάμεσα στα κτίρια,
έτσι ακριβώς κυκλοφορούσε και η φήμη ανάμεσα στους πολίτες
πως αυτήν ειδικά την έθρεφε και την αμόλαγε κατά πάνω τους η κυβέρνηση…
να τους κρατά όμηρους για κάποιον αδιόρατο λόγο μες στον αδιάκοπο φόβο,
μια κυριολεκτικά κτηνώδης τρομοκρατία του πλήθους.

Τα σπίτια ήταν όλα ερειπωμένα και διαλυμένα, καθένας κρυβόταν όπου έβρισκε,
έψαχνα κι εγώ μες σε διαδρόμους δαιδαλώδεις,
σε κτίσματα τεράστια σαν και αυτά της σοβιετικής ψυχροπολεμικής περιόδου,
βρήκα ένα με μεντεσέ και μάνταλο, μπήκα και κλειδώθηκα…
Μέσα απ’ τα πολύ μικρά ανοίγματα που είχε αφήσει ο ιδιοκτήτης
στα κατασκεπασμένα πορτοπαράθυρα με ρούχα, πανιά, πετσέτες
και ό,τι υπήρχε ολόγυρα για κάθε ανθρώπινη χρήση της αλλοτινής του καθημερινότητας,
έβλεπα λοιπόν μέσα απ’ τα ελάχιστα αυτά ανοίγματα στον πίσω κήπο τα θηρία να τρώνε ανθρώπους
κι αναρωτήθηκα με τρόμο πόσο άραγε θα έπρεπε να παραμείνω εκεί,
σ’ αυτήν την κατάσταση, δίχως νερό και φαγητό, μες στο σκοτάδι και μόνη… μόνη…

Όμως σιγά-σιγά άρχισαν να έρχονται, χτυπούσαν την πόρτα κι άλλοι που έψαχναν καταφύγιο,
ήρθε κι ο ιδιοκτήτης, συσκεπτόμασταν,
καμιά φορά χορεύαμε κιόλας στους ήχους κάποιας παλιάς σιντιέρας
και βγαίναμε σε βάρδιες παγανιά στους επικίνδυνους δρόμους
να βρούμε τρόφιμα πεταμένα, ή κάτι πάνω στους νεκρούς…
Τα θηρία τα ακούγαμε απ’ έξω,
ένας αφελής και ίσως υπερβολικά για τους καιρούς καλοσυνάτος
άνοιξε μία πόρτα, νόμιζε πως ήταν κάποιος δικός μας ή κάποιος που χρειαζόταν βοήθεια,
εγώ πρόλαβα και έκλεισα μία ενδιάμεση πόρτα, κρύφτηκα πίσω απ’ αυτήν
κι έμεινα να αφουγκράζομαι του κτήνους το ρουθούνισμα και σάρκες να ξεσκίζονται με βουλιμία…

Κάπου εκεί ξύπνησα κι είμαι μ’ αυτό το συναίσθημα…
του πέρα ως πέρα ευάλωτου…
της απόλυτης έκθεσης σε άλλων βουλές και κτηνώδεις ορέξεις.



Δευτέρα, Ιανουαρίου 02, 2012

Αντίο



Ο θάνατος από τότε που έφυγε η μητέρα
μού έγινε σχεδόν οικείος.
Και η ζωή απέκτησε το νόημα του αντιθέτου:
του τώρα εδώ είμαστε.

Είχαμε χαθεί, δεν ήσουν -δεν ήμουν- εδώ,
και τώρα που ποτέ δεν θα ξανά ‘σαι,
θα σε καλώ μονάχα στα όνειρά μου·
σε πτήσεις χαμηλές, μαζί, παρέα.

Αντίο...

Σάββατο, Μαΐου 07, 2011

Κράτημα

Αυτά που έχω να πω, κοντεύουν να μου βγουν από τ’ αυτιά.
Όμως έχω εκφρασθεί τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια,
που ειλικρινά νιώθω να κάνω κακοδιαχείριση των πόρων εισδοχής των άλλων…

Δευτέρα, Ιανουαρίου 03, 2011

Δίχως βαρύτητα


Δεν ξέρω πόσο «αξίζει» η μουσική του Χατζιδάκι

-ποτέ δεν έμαθα να υπολογίζω και ν’ αποτιμώ
τις μουσικές, τις ζωγραφιές, τα ηλιοβασιλέματα και τις αγάπες-,

όμως μεμιάς μου ανακατώνει την ψυχή και με λιγώνει·
ξεθάβει τη γλύκα μιας ζωής που δεν θυμάμαι να έζησα,
τη νοσταλγία μαγικών στιγμών μα ανύπαρκτων,
την προσμονή των ταξιδιών που δεν μου έμελλε να κάνω.

Η μουσική του Χατζιδάκι είναι, θαρρώ,
ένα ενύπνιο πέταγμα σε όσα ποτέ δεν έγιναν,
σε όσα μπορούσαν ίσως νά ‘ναι,
και πλέω και κολυμπάω σε μία αιθέρια θάλασσα,
κι από την επιφάνεια κοιτάζω κάτω το βυθό
και είμαι μια δυνατότητα· μια ύπαρξη δίχως βαρύτητα.


Τετάρτη, Αυγούστου 11, 2010

Νάουσα


Στο λιμανάκι το νόστιμο.
Κάηκα άσχημα στο μεταλλικό κουτί του κεριού,
μάγκωσα το δάχτυλο στην πόρτα της τουαλέτας.
Πέρσι ίδια εποχή μια άλλη πόρτα τουαλέτας μού ΄χε φάει το πόδι.
Πιο επικίνδυνο είναι για μένα να πηγαίνω τουαλέτα
παρά η ελεύθερη πτώση από τα 10.000 πόδια.
Πήγα στο barman μες στα αίματα,
παραπονέθηκα κοσμίως πως μάλλον θα φύγω σακατεμένη από ‘κεί μέσα,
με περιποιήθηκε δεόντως, υπερδεόντως...
Βγήκα μπαταρισμένη εκατέρωθεν.
Η παρέα με παρακολουθούσε με ενδιαφέρον κάθε φορά που σηκωνόμουν
να δουν πότε θα πέσω στη θάλασσα,
να τριτώσει το κακό, να πέσει το γέλιο της αρκούδας.
Δεν πόναγα... Δεν πονάω... Ίσως το οινόπνευμα... ίσως το πνεύμα...
Η ζωή μού φαίνεται όλο και πιο αστεία.
Η φίλη μου παραπονιέται
πως η συμβουλή μου να αυτοκτονήσει με μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι
δεν της φαίνεται αρκούντως αξιοπρεπής.
Μα εγώ αδυνατώ να πιστέψω οποιαδήποτε απειλή εναντίον της ζωής.
Γιατί όποιος έχει χιούμορ,
ποτέ δεν την κόβει πριν ακούσει το τέλος του τέλειου ανεκδότου.



Πέμπτη, Αυγούστου 05, 2010

Σχεδόν ανέμελη




Οι στροφές είναι συνήθως ήπιες…
η οδοσήμανση τρομακτικότερη.
Μόνον στα απότομα κατεβάσματα
σε συνοδεύει ένα αναπόφευκο μουγκρητό.
Κάθε όγκο τον κουμαντάρεις·
είναι οφθαλμοφανώς
τα πάντα μια συνήθεια.
Δεν υπάρχει τίποτα να σε σκιάζει…
ούτε καν οροφή.
Just follow the rhythm.

Τρίτη, Ιουλίου 13, 2010

Στου Μπέη

Ξύπνησα ξημερώματα
Σηκώθηκα, ξεκίνησα
Περπάτησα πάνω σε βράχια
Δροσερά και λεία την αυγή
Πύρωναν όσο ο ήλιος ανέβαινε
Και σκλήραιναν
Κάτω από τα πόδια τα γυμνά
Ξυπόλυτη έφυγα
Ποτέ δεν σκέφτηκα πως θα πονούσα
Πως δεν θα άντεχα.
Σκαρφάλωνα, έπεφτα
Προχώραγα
Θαμνάκια άνυδρα
Επιζούσαν
Και λίγοι σκορπιοί.
Βρήκα σπηλιά κρυφή
Με ναρκωμένες νυχτερίδες
Και βράχους στημένους κυκλικά
σ’ ακίνητο χορό
Η τρύπα ανάμεσά τους
Έμοιαζε σαν όλο να μεγάλωνε
Και από κάτω άβυσσος
Τοπίο ιδανικό για βουτηχτές
Αυτοκτονίας
Πάντα με το κεφάλι.
Γλίτωσα και
Μεσημέρι ντάλα έφτασα
Σε κόλπο σχεδόν ιδιωτικό
Πλάγιασα κάτω από ένα πεύκο
Και μέσα μου αρνήθηκα
Να επιστρέψω.




Σάββατο, Απριλίου 17, 2010

Πάρτι γενεθλίων





«Πρέπει να κάνω κάτι άλλο», μου είπε άξαφνα εκείνο το μεσημέρι του Σεπτέμβρη
-λες και της είχε έρθει η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος-
κι ενώ ήμασταν ξαπλωμένες σε ένα εξοχικό, μονό κρεβάτι
και προσπαθούσαμε να συνέλθουμε από ένα πάρτι που έμελλε να αφήσει εποχή.
Ήταν μάλλον το τέλος μίας εποχής.
Κατέγραψα αυτομάτως στη μνήμη μου τη φράση της.
Μερικά πράγματα τα πιάνεις στον αέρα· αναγγέλλουν αποκρυφιστικά το αύριο.
Απέμεινα να την κοιτάζω και να μετρώ τους σφυγμούς μου,
ενώ το τηλέφωνο χτυπούσε για να μας βάλει σαν τρελούς
-ένα τσούρμο μεθυσμένων ανθρώπων που είχανε κοιμηθεί στα πατώματα, ο ένας πάνω στον άλλον-,
να μαζεύουμε ποτήρια κι αποτσίγαρα από έναν κήπο πυκνό σε βλάστηση,
πυκνό κι απ' τις ηδονικές, ανέμελες ώρες της προηγούμενης νύχτας.
Ο πατέρας μου είχε πάθει εγκεφαλικό.
Κι εγώ έκλεινα πανηγυρικά τα 29 μου…


Πέμπτη, Μαρτίου 11, 2010

Δελτίον καιρού


Μαζεύτηκαν πάλι σύννεφα·
τα σύννεφα της συρρίκνωσης.
Εξατμίζονται οι επιλογές,
συσσωρεύονται οι ματαιώσεις
και σχηματίζουν εκείνες τις απειλητικές
γκρίζες μάζες της θλίψης.

Περιμένεις υπομονετικά
ή προκαλείς ενεργά
τη σύγκρουση…
Να βρέξει επιτέλους,
να καθαρίσει το μισερό τοπίο.

Ν’ αλλάξει κάτι, βρε αδελφέ…



Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2010

Μόνον αυτό...

















Ο πρότερος βίος σου μου είναι αδιάφορος.
Κι ο θάνατός σου επίσης.
Μπορείς να ακινητοποιηθείς;
Μπορείς να εστιάσεις;
Μπορείς έστω για μια στιγμή να δεις;
Δίχως φακούς μυωπικούς του παρελθόντος
και υπερμετρικούς του μέλλοντός σου;
Με κούρασαν τα όνειρα κι οι αναμνήσεις.
Το μόνο που πια επιθυμώ
είν’ το απλό, σεμνό, εξαίσιο τώρα.



Παρασκευή, Ιανουαρίου 22, 2010

Πάμε πάλι τρέλες…
















Έχω την αίσθηση πως οι δυνάμεις μου μ’ αφήνουν.
Μπορεί οι συνάψεις ν’ αυξάνονται, ν’ αλλάζουν διαδρομές, να κάνουν διακλαδώσεις,
το σώμα όμως φθίνει.
Το παλεύω, το τσιτώνω και το ξαναχαλαρώνω,
αλλά αυτό μιαν άρνηση την έχει, μίαν εξάντληση αβυσσαλέα.
Ανησυχώ γι’ αρρώστιες και για τέτοια,
μέσα μου όμως ξέρω, ακράδαντα πιστεύω πως είναι από μέσα.
Μέσα βαθιά.

Κάθε έναν χρόνο και μισό, αν πράγματι τα κύτταρα αναγεννώνται
-αναρωτιέμαι κι αυτά τα δύσμοιρα ως πότε;-
και πόσα πριν έχουν αποδημήσει
εις Κύριον Άγνωστον κι Αμφίβολον τα μάλα,
εάν λοιπόν κάπου βαστάμε την ελπίδα του ξανά και του καινούριου,
γίνεται να το δημιουργήσουμε μονάχοι;
Ή η αυτόματη διαδικασία παίρνει εντολές μόνον από βαθιά,
και ούτε που νοιάζεται να μας ρωτήσει;

Αν κάτσω αποβραδίς και μόλις ξημερώσει,
σ’ έναν καθρέφτη αδυσώπητο μπροστά και μουρμουρίσω
«Είν’ όμορφη η ζωή κι εγώ ακόμα πιο ωραία»,
θ’ αλλάξει το γυαλί απάντηση και θα μου πει «Ωραία!»;

Είν’ η εποχή του Υδροχόου στ’ αλήθεια τόσο δοτική,
κι αναγεννησιακή,
που ο λόγος να κολυμπήσει στα βαθιά,
και στη ζωή μας να ‘χει λόγο;
Κι ύστερα, κάποτε, έστω μακριά,
να 'χει η ζωή μας λόγο;


Πέμπτη, Δεκεμβρίου 10, 2009

Hangover

















Κρίμα είναι -μπορεί και ντροπή-
να σβήνουν οι σχέσεις με συναισθήματα αρνητικά.
Μοιάζουν εκ των υστέρων σαν ένα τεράστιο σφάλμα.

Πώς είναι όταν μεθάς πολύ;
Κι ύστερα μένεις μ’ ένα βαρύ κεφάλι και μία αίσθηση
«Άλλη μια νύχτα χαμένη…»;

Στα έργα ξυπνούν δίπλα σε πτώματα
-πλημμύρα από αίμα- στο κρεβάτι τους…
Στη ζωή απλώς μέσα στη θάλασσα των ίδιων τους των ξερατών.




Πέμπτη, Οκτωβρίου 29, 2009

Φάσμα


Περπάτησα σε μονοπάτια περίεργα… γκρεμώδη…
Πιθαμή προς πιθαμή… χρόνια…
Κι όμως το τοπίο μου φαίνεται τώρα πιο άγνωστο παρά ποτέ.
Είμαι παραισθησιακή; Αυτό αλλάζει;
Ή βλέπω μόνον σκιές κι αντικατοπτρισμούς;
Παράξενο να μην καταλαβαίνεις πού πατάς.
Ίσως να ήταν όνειρο…




(κρημνώδη => γκρεμώδη… Δεν είναι μια χαρά λέξη;)

Παρασκευή, Οκτωβρίου 16, 2009

Κατάρα κι ευλογία μου








Θα κάνω κι αυτό κι εκείνο και το άλλο…
Όλα πάντα με την ίδια μάταιη σκέψη στο μυαλό.
Οι άνθρωποι επινοούν χιλιάδες λόγους καθημερινής ύπαρξης.
Εγώ μόνο έναν έχω καταφέρει να επινοήσω κι αυτός λειψός.
Δεν πειράζει, ας είναι…
Θα τον κρατήσω· έστω ως όνειρο.
Στο κάτω-κάτω η παγκόσμια ειρήνη
και η πείνα στην Αφρική δεν με κρατούν ξύπνια τις νύχτες.
Ούτε καν η δική μου πείνα: αντιπαρέρχομαι.
Αυτή όμως η μεγάλη, η άσβεστη δίψα μου… με κρατάει.
Και ξύπνια, και ζωντανή.