Διάβασα τη ζωγραφιά της Ειρήνης Παπαγιαννοπούλου ΕΔΩ
και σταμάτησα την εργασία που έκανα.
Σταμάτησε η καρδιά μου μια στιγμή – που να τα χωρέσει όλα
αυτά- ύστερα χτυπούσε πολύ δυνατά σα να χόρευε σε μια μιλόγκα και χτυπώντας και
αναπηδώντας τους αναστεναγμούς με άφησε μετέωρη να κοιτώ εκεί στη γωνία το μωβ
κουτί.
Κρέμονται στο κενό του τα πρώτα μου παπούτσια χορού. Με τα
τακούνια έτοιμα για σάλτο μορτάλε.
Τα αναζήτησα σε καταλόγους από εδώ , στη Γαλλία πριν λίγες
μέρες – τι ατυχία ήταν αργία και τα καταστήματα κλειστά- τα βρήκα σε ένα κατάστημα στην Αθήνα που δεν είχε καν ανοίξει για το
κοινό, μέσα σε μια βροχή από καρδιοχτύπια και μια θύελλα συγκίνησης, όπως ένα
παιδί που περιμένει το δώρο του με τα μάτια ολόφωτα από χαρά.
Είναι πάντα στο οπτικό μου πεδίο όταν ξυπνώ και όταν
κοιμάμαι, περνώ τα χέρια μου απαλά πάνω τους. «Θέλω να με περπατήσετε» τους
λέω, «Θέλω, πολλά θέλω, να χορέψουμε, να χορεύουμε παντού ».
Όχι, δεν ξέρω να χορεύω… Θα περάσουν πολλά χρόνια για να μάθω, το ξέρω. Για να
μάθω, πρέπει να με μάθω και κυρίως να αφεθώ σε μια αγκαλιά που να με
παρασέρνει. Δύσκολο αλλά όχι ανυπέρβλητο.
Τη νύχτα στο όνειρό μου, τα παπούτσια μου χορεύουν κενά ,
γυαλίζει η μπαρέτα τους και το σιρίτι τους, αγγίζουν, χαϊδεύουν τα παπούτσια
του καβαλιέρου μου, μετά χάνονται στο σκοτάδι και ξαναπαίρνουν τη θέση
τους σε αιώρηση έξω από το μωβ κουτί.
Άλλοτε στο όνειρό μου έχω γυάλινα πόδια που μετά το χορό γίνονται ένας σωρός
μαγικά θρύψαλα και διαχέονται στο σύμπαν…
Τι είναι το τάνγκο τελικά;
Για μένα είναι η ιστορία της ψυχής μου, ένας ευαίσθητος
μίσχος, ένας καημός, το απαλό άγγιγμα των δακτύλων στον καθρέφτη της νοσταλγίας
ενός χρόνου πολύ μακρινού, είναι η ζωή που επιστρέφει στη δημιουργία, είναι ένα
πολύ μακρινό ταξίδι μέσα μου φορώντας διάφανα παπούτσια. Εύχομαι μόνο να το
ολοκληρώσω…..