Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρόσωπα .... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρόσωπα .... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Ένας αναγκαίος αναχρονισμός

Υπήρξε δάσκαλος του Πλάτωνα και συνομιλητής των σοφιστών Γοργία και Πρωταγόρα, του κυνικού Αντισθένη, των πολιτικών Αλκιβιάδη και Κριτία, του ιστορικού Ξενοφώντα, του ρήτορα Αισχίνη κ.α. Και η ζωή του έγινε θέμα της κωμωδίας του Αριστοφάνη "Νεφέλες". Κορυφαίος φιλόσοφος του Αρχαίου Κόσμου, που δεν άφησε γραπτή την διδασκαλία του, θεμελιωτής της διαλεκτικής, ο Σωκράτης (470 ~ 399 π.Χ.) που υποστήριζε πως "... η αρετή είναι η γνώση" παραπέμφθηκε σε δίκη το 399 π.Χ. από τους συμπολίτες του, με την κατηγορία ότι δεν πίστευε στους θεούς "ους η πόλις νομίζει" και ότι εισήγε "καινά δαιμόνια" και διάλεξε να πεθάνει αντί να εξοριστεί.

Tην άνοιξη του 399 π.Χ., κάποιος Αθηναίος πολίτης ονόματι Μέλητος, ποιητής κατά δήλωσή του, αγνώστων λοιπών στοιχείων, μήνυσε τον Σωκράτη κατηγορώντας τον ότι δεν σεβόταν τους θεούς της πόλης και ότι με τη διδασκαλία του διέφθειρε τη νεολαία. Τη μήνυση προσυπέγραψαν και δύο ακόμη Αθηναίοι, ο Άνυτος, βυρσοδέψης στο επάγγελμα και ηγετική φυσιογνωμία της δημοκρατικής παράταξης, και κάποιος Λύκων.

Το δικαστήριο συγκροτήθηκε με κλήρωση, όπως συνέβαινε με τους περισσότερους θεσμούς της δημοκρατικής Αθήνας. Το αποτελούσαν άνδρες που είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους, οι οποίοι έκριναν πως ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος. Η πλειοψηφία που καταδίκασε τον Σωκράτη, ακόμη και αν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ισχνή, ήταν σίγουρα μικρή: μόλις εξήντα ψήφοι σε πεντακόσιους δύο ψηφοφόρους.

Αν η απαγγελία της κατηγορίας και η καταδίκη μάς περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο η αθηναϊκή δημοκρατία μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν άνθρωπο σαν τον Σωκράτη, η συνέχεια είναι αποκαλυπτική ως προς τον ίδιο τον Σωκράτη και τις απρόβλεπτες αντιδράσεις του. Ενώ ώς τότε, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ο «εκκεντρικός» σοφός- «άτοπο» τον χαρακτηρίζει ο Πλάτων στο Συμπόσιο διά στόματος Αλκιβιάδη - είχε αντιμετωπίσει με ανεπιφύλακτο σεβασμό τους θεσμούς της δημοκρατίας στην πόλη του, μετά την καταδίκη του, η περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζει τους δικαστές του θα τον οδηγήσει στον θάνατο.

Το δικαίωμα που είχε κάθε Αθηναίος κατάδικος να επιλέξει την ποινή του- ανάμεσα σε μία γκάμα ποινών που αντιστοιχούσε στο αδίκημα για το οποίο είχε καταδικαστεί- ο Σωκράτης, ως γνωστόν, αρνήθηκε να το αξιοποιήσει γελοιοποιώντας το. Θα μπορούσε στη θέση του κωνείου να είχε επιλέξει την ισόβια εξορία, όμως ο ίδιος πρότεινε να καταβάλει κάτι ψιλά για πρόστιμο και στη συνέχεια να τον σιτίζουν ισοβίως στο Πρυτανείο για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην πόλη, όπως έκαναν για να τιμήσουν τους νικητές των Ολυμπιακών Αγώνων. Κι όταν πια αποφάσισαν να τον θανατώσουν απευθυνόμενος σε όσους ψήφισαν την αθώωσή του, λέγοντάς τους πως μόνον αυτούς αναγνωρίζει για πραγματικούς δικαστές του, τους εξηγεί πως ενδέχεται να πρέπει να χρωστάει ευγνωμοσύνη και σε όσους τον καταδίκασαν σε θάνατο, για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν ξέρει αν ο θάνατος είναι καλύτερος από τη ζωή. Στο κάτω κάτω εκεί, στον κάτω κόσμο θα έχει την ευκαιρία να συναντήσει και να συνομιλήσει με ένα σωρό σπουδαία πρόσωπα, όπως ο Μουσαίος, ο Ησίοδος, ο Ορφέας και ο Όμηρος.

Aρκεί να θυμηθεί κανείς τι λέει ο Αχιλλέας στον Οδυσσέα στη Νέκυια της Οδύσσειας για να διαπιστώσει το άλμα που έχει κάνει η σκέψη με τον Σωκράτη. Από το καλύτερα δούλος στους ζωντανούς παρά βασιλιάς στους νεκρούς του ομηρικού ήρωα, έχουμε περάσει σε μια αντίληψη του θανάτου που αρχίζει να χαράζει σαν απελευθέρωση από τα δεσμά του παρόντος και τις δουλείες του κόσμου. Πάνω σ΄ αυτή θα στηριχτεί ο πνευματικός ηρωισμός του Σωκράτη.

Βέβαια, όλα αυτά δεν μας τα λέει ο ίδιος ο Σωκράτης, ο οποίος δεν έγραψε ούτε μία γραμμή, αλλά ο Πλάτων, ο βασικός απολογητής του στην περίφημη Απολογία Σωκράτους, «ένα από τα ωραιότερα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ» όπως το χαρακτηρίζει ο Καρλ Πόπερ, χαρακτηρισμός που αποκτά ακόμη μεγαλύτερο βάρος αν σκεφτεί κανείς ότι ο Πόπερ υπήρξε ένας από τους βασικούς επικριτές του Πλάτωνα στη σύγχρονη εποχή.

Περίπου έναν μήνα μετά την καταδίκη του σε θάνατο, τρεις ημέρες πριν από την εκτέλεσή του- η κατάποση του κωνείου προϋπέθετε την ενεργό συμμετοχή του ίδιου, με αποτέλεσμα να μοιάζει αρκετά με αυτοκτονία- ο ίδιος αυτός Σωκράτης, που έδειξε τέτοια περιφρόνηση στον θεσμό που τον καταδίκασε, δεν θα δεχτεί να δραπετεύσει όπως του προτείνει ο φίλος του Κρίτων, για να μην τραυματίσει τους νόμους της πόλης που τον γέννησε και τον ανέθρεψε.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γάλλος φιλόσοφος Μοντένιος, ο οποίος έζησε τον 17ο αιώνα, στο δοκίμιό του Περί Ματαιοδοξίας εξηγεί ότι δεν μπορεί να καταλάβει τη στάση του αρχαίου σοφού. Ο ίδιος, απ΄ ό,τι λέει, αν και υπήρξε δήμαρχος της γενέτειράς του Μπορντό, δεν θα δίσταζε ούτε στιγμή να επιλέξει την απόδραση. Σε αντίθεση με τον Σωκράτη, ο οποίος είχε ταξιδέψει μόνον δύο φορές στη ζωή του εκτός Αθηνών, ως οπλίτης του εκστρατευτικού σώματος, ο Μοντένιος ήταν λάτρης των «μακρινών αποδράσεων», ίσως όμως η εξήγηση γι΄ αυτήν την παράδοξη, με τα σημερινά δεδομένα, επιλογή να βρίσκεται σ΄ αυτό που λέει ο Ξενοφών στη δική του Απολογία. Ο Σωκράτης είχε πατήσει ήδη τα εβδομήντα και δεν είχε καμία διάθεση να ζήσει την κατάρρευση των γηρατειών. Προτίμησε να αποχωρήσει εγκαίρως.

Το βέβαιο είναι ότι δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, η δίκη του Σωκράτη, αν και θεωρείται το μεγαλύτερο έγκλημα κατά του πνεύματος που έγινε ποτέ, εξακολουθεί να παραμένει σκοτεινή. Σκοτεινή κυρίως ως προς τα κίνητρα των κατηγόρων του.

Να πιστέψουμε πως ήταν αμιγώς θρησκευτικά, πως η επίκληση του δαιμονίου- μιας θεότητας που δεν είχε ούτε όνομα ούτε ανθρώπινα χαρακτηριστικά, εξίσου αφηρημένη με την προσωπική συνείδηση του καθενός μας- ήταν κάτι σαν σκάνδαλο που ξεπερνούσε τα όρια της ανεκτικότητας της Αθήνας;

Να πιστέψουμε πως ήταν καθαρά πολιτικά; Ο Άνυτος, ο κύριος κατήγορός του, εκ των προσωπικοτήτων της δημοκρατικής παράταξης, είναι σίγουρο πως δεν ξεχνούσε ότι ο Κριτίας, ο επικεφαλής των Τριάντα Τυράννων που βούτηξαν την Αθήνα στο αίμα, ήταν μέλος της εκλεκτής ομήγυρης του φιλοσόφου. Όπως και κανείς από τους δικαστές του δεν είχε ξεχάσει πως φίλος του ήταν και ο Αλκιβιάδης, ο άνθρωπος που πρόδωσε την Αθήνα αφού την οδήγησε στη σικελική καταστροφή. Και οι δύο μεγάλες πολιτικές τερατογενέσεις που ταλαιπώρησαν την Αθήνα του 5ου αιώνα βγήκαν από τα σπλάχνα «του σοφότερου των Ελλήνων»- έτσι τον είχε χαρακτηρίσει το Μαντείο των Δελφών όταν το είχε ρωτήσει ο φίλος του Σωκράτη, ο Χαιρεφών. Μήπως εν τέλει παίρνει την απόφαση να πιει το κώνειο και να μη δραπετεύσει επειδή ο ίδιος αισθάνεται ένοχος απέναντι στην πόλη του και θέλει να εξιλεωθεί;

Το βέβαιο είναι πως με τη στάση του και με τον θάνατό του ο Σωκράτης έδωσε μια τραγική διάσταση στην περιπέτεια της σκέψης και της αλήθειας, τη φόρτωσε με αντιφάσεις και τη φόρτισε με συγκρούσεις, την ανέδειξε στο βάθρο ενός εντελώς ιδιαίτερου ηρωισμού- και τίποτε δεν είχε στον ήλιο της αρχαίας Ελλάδας μοίρα χωρίς το ένδυμα του σχετικού ηρωισμού. Όπως ο ομηρικός Αχιλλέας θυσίασε τη ζωή του και τη νεότητά του στον βωμό της δόξας, ο Σωκράτης τη θυσίασε στον βωμό της αλήθειας, εγκαινιάζοντας μια στάση πνευματικού ηρωισμού, η οποία στη διάρκεια των αιώνων που θα ακολουθήσουν δεν θα πάψει να ταυτίζεται με ένα συνεχές αίτημα ελευθερίας.

O άνθρωπος που κατέβασε τη φιλοσοφία στη γη, όπως τον αποκαλούσαν οι Λατίνοι, δεν κατέθεσε καμία μεγαλειώδη ανακάλυψη, δεν άφησε πίσω του καμία μαγική ερμηνεία του σύμπαντος, δεν αποκάλυψε καμία καινούργια υπερφυσική δύναμη. Απλώς έδειξε ότι η σκέψη και η αναζήτηση της αλήθειας αρχίζουν από την στιγμή που μπορείς να πάρεις τις αποστάσεις σου από τα πράγματα της ζωής σου, από τη στιγμή που η στάση σου απέναντι στον κόσμο και τον εαυτό σου αποκτά εκείνη την τονωτική χροιά της ειρωνείας. Αυτή η δύναμη της ειρωνείας είναι και το σημαντικότερο σωκρατικό κεφάλαιο στην ιστορία της σκέψης.

Ίσως και γι΄ αυτό δεν έγραψε ποτέ. Επειδή ήξερε πως στον γραπτό λόγο, εκεί που οι λέξεις παραμένουν βουβές, όπως μας λέει ο Πλάτων στον Φαίδρο, η ειρωνεία είναι η πιο φευγαλέα και άρα η πιο παρεξηγήσιμη δύναμη.

Γράφοντας μπορείς να κάνεις τους αναγνώστες σου να γελάσουν ή να κλάψουν, όμως πώς τους δείχνεις το λεπτό ξεγλίστρημα του ύφους- ε ναι, χρειαζόταν ένα συγγραφικό μεγαλείο του μεγέθους του Πλάτωνα για να το καταφέρει και να το διδάξει σε τόσους και τόσους αιώνες πολιτισμού. Πάσχοντας από μια μάλλον συγγενή απέχθεια προς τη συστηματική φιλοσοφία, με συγκινεί ακόμη περισσότερο αυτή η αρχετυπική φυσιογνωμία του διανοητή για τον οποίον η φιλοσοφία ήταν τρόπος ζωής. Ο Σωκράτης είναι ο πατριάρχης του γένους των διανοουμένων και, σε πείσμα της αλαζονείας των οικονομοτεχνικών τυραννίσκων που κυβερνούν σήμερα τον κόσμο μας, κοινωνία χωρίς σκέψη, άρα χωρίς διανοούμενους, δεν μπορεί να υπάρξει, εκτός πια κι αν μας φτάνει ως «κοινωνία» το γενικευμένο σκυλάδικο της κακόφωνης αλητείας που δίνει σήμερα τον τόνο στις σχέσεις μας.

Η μορφή του Σωκράτη, όπως και του κάθε Σωκράτη, σήμερα μας είναι περισσότερο απαραίτητη παρά ποτέ.

Και μη φανταστείτε πως ήταν κάνας σαλεμένος δαίμων του κοινωνικού περιθωρίου, όπως πολλοί θέλουν να μας τον παρουσιάσουν. Ήταν κακάσχημος είναι η αλήθεια, χοντρός, κοιλαράς, με σαρκώδη χείλια, πλακουτσωτή μύτη και μάτια γουρλωμένα που είχαν και το ελάττωμα να αλληθωρίζουν. Πρέπει να ήταν και λίγο ώς πολύ βρώμικος. Γενικά μπορούμε να πούμε πως η εμφάνισή του δεν τον βοηθούσε, ειδικά στην Αθήνα της εποχής όπου το κάλλος, και δη το ανδρικό, αντιμετωπιζόταν λίγο- πολύ ως σύμπτωμα μεταφυσικής ισχύος.

Κατά τα άλλα, θα μπορούσε κάλλιστα να τον χαρακτηρίσει κανείς κάτι σαν μικροαστό της εποχής- τηρουμένων όλων των αναλογιών εννοείται. Ο πατέρας του Σωφρονίσκος ήταν γλύπτης και η μητέρα του η Φαιναρέτη ήταν μαία.

Αυτοί φαίνεται πως του άφησαν κάποιο μικρό κεφάλαιο, το οποίο του επέτρεπε να ζει χωρίς να αμείβεται για τις φιλοσοφικές του υπηρεσίες. Όπως μάλιστα λέει ο βιογράφος του Διογένης Λαέρτιος, όσο κι αν πολλοί τον θεωρούν αναξιόπιστο, είχε μάθει την τέχνη του «χρηματισμού»- ήξερε να τοκίζει και να κερδίζει απ΄ αυτό.

Απ΄ ό,τι μας πληροφορεί ο Αριστοτέλης, και οι σχέσεις του με τις γυναίκες δεν ήταν τόσο απλές όσο θέλουν να μας τις παρουσιάσουν όσοι εμφανίζουν δίπλα του τη μέγαιρα Ξανθίππη. Διότι όπως υποστηρίζει ο Σταγειρίτης, τον οποίον επικαλείται ο Λαέρτιος, ο Σωκράτης είχε παντρευτεί και τη Μυρτώ, την κόρη του Αριστείδη του Δίκαιου, την οποία την είχε πάρει άπροικη και μαζί της έκανε δύο γιους. Όσο για το σύνηθες πορτρέτο της Ξανθίππης, δεν αποκλείεται διόλου να το χρωστάμε στην ομοφυλόφιλη αντιζηλία του Πλάτωνα.

Γεννημένος γύρω στο 470 π.Χ., άκουσε τη διδασκαλία του Αναξαγόρα και των σοφιστών, υπήρξε φίλος του Περικλή, έζησε την άνοδο και την πτώση της νεογέννητης δημοκρατίας, τη σικελική εκστρατεία και την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Πάντα κατά τον Διογένη Λαέρτιο, υπήρξε φίλος του Ευριπίδη τον οποίον και επηρέασε. Υπήρξε και στόχος της μεγαλύτερης και πιο βρώμικης συκοφαντικής επίθεσης που έχει καταγράψει η ιστορία του πνεύματος. Στις Νεφέλες του ο Αριστοφάνης τον εμφανίζει ως έναν σοφιστή, ο οποίος διδάσκει την τέχνη της απάτης. Αυτό έγινε το 423 π.Χ.

Δύο δεκαετίες αργότερα, στη διάρκεια της δίκης του, ο Σωκράτης εξακολουθεί να θεωρεί τον κωμικό ποιητή τον πιο σοβαρό, και άδικο εννοείται, κατήγορό του.

Δεν ήταν επαναστάτης ούτε κοινωνικός ανατροπέας ούτε θεόπνευστος προφήτης. Το δαιμόνιό του δεν του αποκάλυπτε αλήθειες. Μιλούσε μόνο με την σιωπή του. Ήταν ένας άνθρωπος του καιρού του, ο οποίος πέρασε όλη του τη ζωή «εντός των τειχών», παλεύοντας να ανοίξει ζωτικό χώρο για την ύπαρξη μέσα στα όρια της ανθρώπινης συνύπαρξης. Αγαπούσε την Αθήνα, τη βαβούρα της αγοράς, τη ζωή στα γυμνάσια και τα συμπόσια, τους διαλεκτικούς καβγάδες με τους σοφιστές.

Υπήρξε ο άνθρωπος που μας έμαθε να αντιμετωπίζουμε με καχυποψία τους «κοινούς τόπους» της δουλείας μας: από το γεγονός ότι δεν έπαιρνε χρήματα για τη «διδασκαλία» του ώς το περίφημο «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» έδειξε ότι πάντα υπάρχει ένας πλάγιος δρόμος διαφυγής από τη στερεότυπη συμπεριφορά και τις παγιωμένες αντιλήψεις. Τη ζωή αυτή αξίζει να τη ζήσεις μόνον αν τη μετατρέψεις σ΄ ένα τεράστιο ερωτηματικό, σ΄ ένα συνεχές «γνώθι σαυτόν», σε μια πάγια αναζήτηση του ανθρώπινου σύμπαντος.

Σύγχρονός μας;

Μάλλον ένας αναγκαίος, ζωτικής σημασίας για την ελευθερία της συνείδησής μας αναχρονισμός.

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου. Από ΤΑ ΝΕΑ του Σαββατοκύριακου 9-10 Αυγούστου 2008

Γνωστός για την αρχαιογνωσία του, ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος προσέγγισε τα τελευταία χρόνια την αρχαιότητα με λόγο μυθιστορηματικό, ιδίως στα έργα του «Το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα» και «Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης». Πρόσφατη είναι και η μελέτη του «Με την ανάσα της Αθήνας και της Ρώμης».

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Ο Αντονι Κουίν, τα κανόνια του Ναβαρόνε και η... πλαζ

Η πολυετής διαμάχη του αμερικανού ηθοποιού με το Ελληνικό Δημόσιο για μια παραλία στη Ρόδο που του παραχωρήθηκε από το κράτος τη δεκαετία του ΄60 και για την οποία ζητούν αποζημίωση πλέον οι κληρονόμοι του.

ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ το τελευταίο διάστημα λέγεται ότι βρέθηκε στο υπουργείο Οικονομικών για να συναντήσει τον γενικό γραμματέα του υπουργείου κ. Δ. Γεωργακόπουλο ο αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα κ. Ντάνιελ Μπένετ Σμιθ.

Και τις δύο φορές δεν ανακοινώθηκε το παραμικρό. Τι γύρευε όμως ο αμερικανός πρεσβευτής στο υπουργείο Οικονομικών; Οι Αμερικανοί φαίνεται ότι πιέζουν, εν μέσω οικονομικής κρίσης, την ελληνική κυβέρνηση να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη και να αποκαταστήσει οικονομικά μετά θάνατον τον... Αντονι Κουίν.

Όλα άρχισαν το 1960, όταν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» ο πρωταγωνιστής Αντονι Κουίν «ερωτεύθηκε» έναν μικρό ορμίσκο στη Ρόδο ανάμεσα στις παραλίες Φαληράκι και Λαδικό, 15 χιλιόμετρα νότια από την πρωτεύουσα του νησιού. Μια εκπληκτική παραλία μήκους 250 μέτρων, η οποία, σε συνεννόηση με την τότε κυβέρνηση, συμφωνήθηκε να παραχωρηθεί στον πρωταγωνιστή της ταινίας αντί του ποσού, όπως είχε διαρρεύσει τότε, των... 64.000 δραχμών. Η τότε κυβέρνηση προφανώς συμφώνησε στο συμβολικό αυτό τίμημα για να τιμήσει τον διάσημο ηθοποιό, κάτι που έκαναν και οι Ρόδιοι, οι οποίοι από τότε αποκαλούν τον ορμίσκο «Παραλία Αντονι Κουίν».

Ο Κουίν ήθελε να αξιοποιήσει τουριστικά αυτή την παραλία και πάλευε να την αποκτήσει ως τον θάνατό του το 2001. Ο Κουίν είχε ανοίξει αλληλογραφία με την ελληνική κυβέρνηση και απειλούσε ότι αν δεν ικανοποιούσε το «δίκαιο», όπως το χαρακτήριζε, αίτημά του, τότε «θα διέσυρε τη χώρα διεθνώς». Όταν όμως πέθανε, σε ηλικία 86 ετών, η τέφρα του σκορπίστηκε στα φαράγγια του Τσιουάουα, όπου γεννήθηκε και έζησε τα φτωχά παιδικά του χρόνια. Η παραλία στη Ρόδο δεν περιήλθε ποτέ στην κυριότητά του.

Ο θησαυρός του μακαρίτη

Η χήρα του ηθοποιού κυρία Κάθριν Κουίν δεν ξέχασε όμως την παραλία και άρχισε εδώ και χρόνια έναν αγώνα όχι για να τη διεκδικήσει, αλλά για να εισπράξει αποζημίωση. Σε έκθεσή της που έχει τον τίτλο «Legal and Ρolitical Ηistory», την οποία απέστειλε στο υπουργείο Οικονομικών, περιγράφει με εντυπωσιακό τρόπο, εμπλέκοντας σε αυτήν... βασιλείς, πρωθυπουργούς, υπουργούς, υφυπουργούς, πρεσβευτές, την όλη περιπέτεια της «Παραλίας Αντονι Κουίν». Απαιτεί αποζημίωση εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, κάτι που το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης επιθυμεί να παζαρέψει, ώστε να λήξει η όλη υπόθεση.

Γράμμα στον Καραμανλή

Στην έκθεση την οποία έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα» περιγράφεται ανάμεσα στα άλλα και η αλληλογραφία που είχε ο διάσημος ηθοποιός με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και αργότερα με τους υπουργούς κκ. Ι. Παλαιοκρασσά και Π. Δούκα, τους δημάρχους Καλλιθέας και Ρόδου, αμερικανούς γερουσιαστές και τον χρηματοπιστωτικό οίκο ΡriceWaterhouseCoopers.

«Στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 κυκλοφορούσαν φήμες για απαλλοτρίωση της περιουσίας του Αντονι Κουίν. Τον Απρίλιο του 1968 ο Κουίν έλαβε επιστολή από τον γενικό γραμματέα του ΕΟΤ που τον διαβεβαίωνε ότι οι φήμες δεν αληθεύουν και ότι περιμένουν συγκεκριμένες προτάσεις για την αξιοποίηση της περιουσίας του». Με αυτόν τον τρόπο αρχίζει την εξιστόρηση της περιπέτειας του συζύγου της στην έκθεση που παρέδωσε στο ελληνικό υπουργείο Οικονομικών και συνεχίζει: «Ο Κουίν συνέχισε να ελπίζει... Το 1977 ο Κουίν προσέλαβε τον Αλ. Λυκουρέζο. Πληροφορείται ότι η αγορά της γης το 1960 δεν ήταν νόμιμη και ότι η κυβερνητική απόφαση (14185 της 29.4.1960) που αναφέρεται στο συμβόλαιο δεν επικυρώθηκε ποτέ από τη Βουλή, με αποτέλεσμα η πώληση να είναι άκυρη».

«Στις 20.9.1991 ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παλαιοκρασσάς έστειλε επιστολή στον Κουίν ενημερώνοντάς τον ότι “ επιθυμώ να σας διαβεβαιώσω για το προσωπικό μου ενδιαφέρον για το πρόβλημά σας και μόλις εξασφάλισα τις απαραίτητες άδειες που θα μου επιτρέψουν να ξεκινήσω τη διαδικασία για να καταθέσω στη Βουλή τον σχετικό νόμο“» αναφέρει σε άλλο σημείο της έκθεσής της η χήρα Κουίν και αποκαλύπτει:

«Αναψυκτικά στην παραλία μου»

«Στις 11.2.1992 ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ έγραψε στον Πρόεδρο Καραμανλή, εξηγώντας την ιστορία της παραλίας και ζητώντας του βοήθεια για να βρεθεί μια λύση. Ο Μπέικερ έλαβε απάντηση στις 4.6.1992 από τον νομικό σύμβουλο του Προέδρου της Δημοκρατίας που τον πληροφορούσε ότι ο Πρόεδρος επιθυμεί να βρεθεί μια ικανοποιητική λύση, αλλά δεν έχει την αρμοδιότητα και η επιστολή προωθήθηκε στο υπουργείο Οικονομικών» .

Ο Κουίν στο μεταξύ διόρισε και έναν δικηγόρο από την Ιταλία και η χήρα του αναφέρει: «Στις 5.10.1992 ο δικηγόρος έλαβε επιστολή από τον κ. Παλαιοκρασσά πληροφορώντας τον ότι δεν είναι πλέον υπουργός Οικονομικών και ότι προωθεί την επιστολή Κουίν στον νέο υφυπουργό Οικονομικών Πέτρο Δούκα». Ο κ. Δούκας, όπως αναφέρει η κυρία Κουίν, έστειλε στις 16.10.1992 επιστολή στον σύζυγό της, στην οποία του γνωστοποιούσε ότι η υπόθεση εκκρεμεί στη Δικαιοσύνη και «επομένως προτού εκδοθεί η απόφαση η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτε» .

Στην έκθεσή της η κυρία Κουίν σημειώνει:

«Τον Σεπτέμβριο του 2001 οι κληρονόμου του Κουίν προσέλαβαν τη δικηγορική εταιρεία Αβραμόπουλου. Αφού μελέτησαν τα χαρτιά, αποφάνθηκαν ότι υπήρχε περίπτωση να διεκδικήσουμε εκ νέου την επιστροφή δαπανών», δηλαδή περίπου 600.000 ευρώ. Τον Αύγουστο του 2005 η ΡriceWaterhouseCoopers έκανε εκτίμηση του μεγαλύτερου μέρους της περιουσίας στα 311.000 ευρώ.

«ΑΛΑΖΟΝΙΚΟ ΚΑΘΑΡΜΑ»

Ο πρωταγωνιστής του «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννηκαι των ταινιών «Λόρενς της Αραβίας», «La Strada», «Βίβα Ζαπάτα» (με συμπρωταγωνιστή τονΜάρλον Μπράντο), «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», «Ο Έλληνας μεγιστάνας» (που αναφερόταν στον Ωνάση, ο οποίος στην ταινία ονομαζόταν... «Τομάσης»), «Γαλαξίας» και άλλων περίπου 150 ταινιών και στο θέατρο του «Λεωφορείον ο Πόθος» γεννήθηκε στις 21 Απριλίου 1915 στην πόλη Τσιουάουα του Μεξικού. Πέθανε στη Βοστώνη το 2001. Στην αυτοβιογραφία του «Οne man tango» έγραφε:
«Τι σημασία έχει το τι πέρασα; Σημασία έχει μόνο ποιος είμαι. Και εγώ είμαι γλύπτης, ζωγράφος, αλαζονικό κάθαρμα. Είμαι Μεξικανός, Ιρλανδός, Ινδιάνος, Αμερικανός, Ιταλός, Έλληνας, Ισπανός, Κινέζος, Εσκιμώος, μουσουλμάνος. Είμαι όλα αυτά και πολλά άλλα. Και πολύ λιγότερα. Πάνω απ΄ όλα όμως είμαι καλλιτέχνης. Αυτή ήταν η αρχή μου και αυτό θα είναι το τέλος μου...».
Πιέζουν οι Αμερικανοί

Όπως ισχυρίζονται οι κληρονόμοι του διάσημου ηθοποιού, οι Έλληνες δεν φέρθηκαν όπως έπρεπε στον Αντονι Κουίν ή, όπως καλύτερα τον γνωρίζουν οι περισσότεροι στην Ελλάδα, Αλέξη Ζορμπά. Το θέμα της αποζημίωσης των κληρονόμων του Αντονι Κουίν απασχολεί τους Αμερικανούς, τόσο που, όπως αφήνουν να διαρρεύσει από το υπουργείο Οικονομικών, ετοιμάζεται να το θέσει ακόμη και η κυρία Χίλαρι Κλίντον στον πρωθυπουργό κ. Γ. Παπανδρέου κατά την επίσκεψή της στην Αθήνα τον προσεχή Φεβρουάριο. Ήδη, όπως οι πληροφορίες επιμένουν, το Μέγαρο Μαξίμου ζήτησε από το υπουργείο Οικονομικών ολόκληρο τον φάκελο «Αντονι Κουίν» εν όψει της συνάντησης του Πρωθυπουργού με την επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Του Νίκου Χασαπόπουλου. Από το ΤΟ ΒΗΜΑ, της Κυριακής 30 Ιανουαρίου 2011.

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Γυναίκες δηλητήριο

Λέγεται ότι πίσω από κάθε πετυχημένο άντρα κρύβεται μια γυναίκα και, καθώς φαίνεται, δίπλα σε κάθε δικτάτορα στέκεται μια εξίσου αυταρχική εκπρόσωπος του διόλου ασθενούς φύλου. Πίσω από έναν κακό άνδρα κρύβεται µια ακόµη πιο κακιά γυναίκα... Χίτλερ, Τσαουσέσκου, Μποκάσα, Μουσολίνι και Μάο Τσε Τουνγκ , αλλά και άλλοι, το ένιωσαν στο πετσί τους .

H Ιστορία κοιτούσε πάντοτε µε αµηχανία τις γυναίκες. Από τη µια τα ελλιπή στοιχεία κι από την άλλη η ανεκδοτολογία που τις συνοδεύει, συσκότιζαν την υπόθεση των γυναικών και τις πέταγαν κατευθείαν στο περιθώριο, εκτός κι αν αυτές είχαν παίξει διακριτό ρόλο, σαν πρωταγωνίστριες κάποιου εθνικού µύθου. Οι «ιστορικοί του φύλου» που ξεπετάχτηκαν στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα έκλεισαν κάπως την τρύπα στο σώµα της επίσηµης Ιστορίας, χωρίς πάντως να πείσουν όσους δεν ήθελαν να πειστούν. Η εκκρεµότητα θα παρέµενε για πάντα αν δεν αναλάµβανε, στις αρχές του νέου έτους, να µοιράσει τη διαφορά η γαλλίδα ιστορικός Ντιάν Ντικρέ µε το πόνηµά της «Γυναίκες δικτατόρων». ∆ιαλέγοντας τη συγκεκριµένη µειονότητα µέσα από το σύνολο των γυναικών, η Ντικρέ επαναδιατυπώνει την παµπάλαιη κοινοτυπία «πίσω από έναν µεγάλο άνδρα κρύβεται µια πιο µεγάλη γυναίκα», καταλήγοντας στο συµπέρασµα ότι πίσω από έναν «κακό άνδρα κρύβεται µια ακόµη πιο κακιά γυναίκα». Τώρα µάλιστα! Τα πιάσαµε τα λεφτά µας. Είναι γνωστή η αντιπάθεια που προκαλούν οι συµβίες ισχυρών ανδρών, πόσω µάλλον όταν είναι βίαιοι και αιµοβόροι. Το βιβλίο της Ντικρέ ενισχύει τη λαϊκή πεποίθηση για την κακότητα των συγκεκριµένων γυναικών προσκοµίζοντας νέα στοιχεία για την «εξουσία του κρεβατιού» και, παρά το ανεπαίσθητο µισογυνικό του κίνητρο, παρασύρει στο πιο συναρπαστικό κουτσοµπολιό. Αλλά γιατί να το καθυστερούµε άλλο; Να πέσει το βίντεο παρακαλώ...

Ο Μουσολίνι και ο χορός των επτά πέπλων

Οι φήµες για τα κρυφά χαρίσµατα του Μουσολίνι προκάλεσαν ερωτικές ανατριχίλες στην παµπόνηρη Λίντα Ραφανέλι. «Είναι ένας πραγµατικός άντρας», έλεγε παρακολουθώντας τον σε έναν από τους ντελιριακούς του λόγους το 1913, τότε που ακόµη εµφανιζόταν ως «σοσιαλιστής». Η συνέχεια γράφτηκε στα ιδιαίτερα διαµερίσµατα της Ραφανέλι. Η αλήθεια είναι ότι µέχρι να µαθευτεί το εξωσυζυγικό πάθος του Μουσολίνι, η Ραφανέλι ήταν απόβλητη από την υψηλή κοινωνία της προπολεµικής Ρώµης. Τη θεωρούσαν ψώνιο και κοινή τυχοδιώκτρια η οποία εκµεταλλευόµενη το σέξι παρουσιαστικό της προσπαθούσε να αναρριχηθεί κοινωνικά. Αφού ασπάστηκε τον µουσουλµανισµό άρχισε να κυκλοφορεί ντυµένη µε πέπλα. Το σπίτι της ήταν σκηνικό της λαγγεµένης Ανατολής στο Κάιρο, φορούσε τουρµπάνι και τα µπράτσα της ήταν ένα πραγµατικό δειγµατολόγιο από ανατολίτικα βραχιόλια. Έπειτα από κάποια µελοδραµατικά γράµµατα στα οποία ο Μουσολίνι της πρότεινε να του διαβάζει το Κοράνι κι αυτός να της διαβάζει Νίτσε, έκανε την τελική εφόρµηση του ντυµένος, κατά πώς λένε, βεδουίνος!

Ο Μάο στο κλουβί με την «τίγρη» του

Χαµός έγινε όταν η Χε Ζισιέν έπιασε στα πράσα τον Μάο µε µια ηθοποιό τρίτης υποστάθµης. «Γιε γουρουνιού, αυγό χελώνας, άχρηστε που δεν σκέφτεσαι τίποτα άλλο από το πώς θα γ.... αυτήν την τσούλα». Βρισκόµαστε στο 1937 και ο Μάο Τσε Τουνγκ ήταν ήδη ανερχόµενος ηγέτης της Κίνας αλλά για την (υπ’ αριθµόν 3) σύζυγό του δεν ήταν παρά ο ένας άπιστος σύζυγός της. Ματαίως προσπάθησε να της πει το κλασικό «δεν είναι αυτό που νοµίζεις». Η Χε Ζισιέν άστραψε δυο ξανάστροφες στην πέτρα του σκανδάλου, την άρπαξε από τα µαλλιά και την έσυρε στο πάτωµα. Με τον ίδιο τρόπο περιποιήθηκε και την αµερικανίδα δηµοσιογράφο που ήταν παρούσα στη σκηνή θεωρώντας την ηθική αυτουργό. Η αµερικανίδα της το ανταπέδωσε µε ένα γερό ντιρέκτ, η Χε Ζισιέν όµως ανέκτησε δυνάµεις αρκετές ώστε να στολίσει τον Μάο κατά πώς του έπρεπε. «Μα τι σόι κοµµουνιστής είσαι συ που αφήνεις µια ιµπεριαλίστρια να µε χτυπάει µπροστά στα µάτια σου;». Ο Μάο δεν έβγαλε τσιµουδιά µόνο ζήτησε διά νεύµατος από τον σωµατοφύλακά του να δώσει τις πρώτες βοήθειες στη δηµοσιογράφο και άρχισε να βαδίζει προς την έξοδο. Τότε ήταν που η Χε Ζισιέν άπλωσε το πόδι της κι έβαλε τρικλοποδιά στον Μεγάλο Τιµονιέρη.

Η Εύα Μπράουν έχει νεύρα

Για να δει κανείς ολόκληρη την γκαρνταρόµπα της έπρεπε να διανύσει χιλιόµετρα µέσα σε ντουλάπες καθότι η Εύα Μπράουν είχε τη συνήθεια να αλλάζει λουκ έξι φορές τη µέρα. Το ατελιέ του Φεραγκάµο στην Ιταλία δεν προλάβαινε να εκτελεί τις παραγγελίες της ενώ η κοµµώτρια 24ώρου δράσεως είχε πάθει κιρσούς από την ορθοστασία χτενίζοντας το ξανθό κεφαλάκι της κάθε µέρα µε διαφορετικό τρόπο. Ο αγαπηµένος της «Αλφι» τρόµαζε να την αναγνωρίσει κάθε που άλλαζε χτένισµα, όµως ποια άλλη είναι η δουλειά της σωστής γυναίκας από το να εκπλήσσει και να κρατάει στην τσίτα τον καλό της; «Είσαι φάλτσος», του έλεγε κάθε φορά που αυτός προσπαθούσε να τραγουδήσει, ενώ µε το ζόρι κρατιόταν να µη φαρµακώσει την Μπλόντι, έναν γερµανικό ποιµενικό, η οποία παρενοχλούσε τα δυο µικρόσωµα τεριέ της. Για να την καλµάρει ο Χίτλερ τής άφηνε σηµειώµατα: «Εφι σε παρακαλώ µπορεί αυτή η κακοµοίρα η Μπλόντι να καθίσει δίπλα µας απόψε για κανένα µισάωρο;».

Η Εύα Μπράουν σχολίαζε απαξιωτικά την κλασική στρατιωτική στολή του. «Ο Μουσολίνι», του έλεγε, «φοράει καινούργια ρούχα κι εσύ είσαι ακόµη µε το καπελάκι του ταχυδρόµου». Σιχαινόταν το τσουλούφι του και τον κατηγορούσε ότι κόβεται συχνά στο ξύρισµα. Ο Χίτλερ ανταποκρινόταν χαριεντιζόµενος: «Υπάρχει περισσότερο αίµα στον νιπτήρα µας απ’ όσο στα πεδία των µαχών».

Έλενα Τσαουσέσκου, η άπληστη

Τον Ιούνιο του 1975 το ζεύγος Τσαουσέσκου βρίσκεται στον κόλπο της Άκαµπα στην Ερυθρά Θάλασσα και απολαµβάνει free διακοπές στα πλωτά ανάκτορα του βασιλιά Χουσεΐν της Ιορδανίας. Είναι η πρώτη φορά που η Ελενα Τσαουσέσκου ανεβαίνει σε γιοτ και αυτό ως φαίνεται την εξιτάρει. «Το θέλω αυτό το γιοτ και δεν πρόκειται να φύγω από εδώ αν δεν το πάρω», δηλώνει στον σύζυγό της. Ο Νικολάι Τσαουσέσκου ξετρελαίνεται µε την ιδέα να αρµενίζει πάνω σε ένα τέτοιο κοµψοτέχνηµα στη Μαύρη Θάλασσα και χωρίς χρονοτριβή αναθέτει την υπόθεση στον διερµηνέα. Την άλλη µέρα το ζεύγος Τσαουσέσκου δέχεται ένα τηλεφώνηµα από τον απόπληκτο βασιλιά της Ιορδανίας ο οποίος εξηγεί στους φορτικούς µουσαφιραίους του ότι αυτό το γιοτ είναι δικό του δώρο προς τη θυγατέρα του πριγκίπισσα Αλια και ότι ως εκ τούτου ούτε χαρίζεται ούτε δίνεται δανεικό. Η σιωπή στην άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραµµής είναι εύγλωττη. Ο Τσαουσέσκου δεν το ‘χει σε τίποτα να παγώσει τις σχέσεις των δυο χωρών. Ο Χουσεΐν διαβλέπει τον κίνδυνο και παραγγέλνει ένα νέο πανοµοιότυπο πλεούµενο ειδικά φτιαγµένο για τον Τσαουσέσκου και την κυρία του.

Για την Έλενα αυτού του τύπου τα ρουσφέτια ήταν εντελώς δικαιολογηµένα αφού, σύµφωνα µε τα λεγόµενά της, «η Ρουµανία του συντρόφου Τσαουσέσκου ήταν πιο γνωστή στον δυτικό κόσµο κι από τον πύργο του Αϊφελ και πιο υπολογίσιµη κι από τη βασίλισσα της Αγγλίας».

Τι επιθύμει η αυτοκράτειρα Μποκάσα;

Όταν ο «αυτοκράτορας» της Κεντροαφρικανικής Ενωσης, Μποκάσα, βρισκόταν στον πύργο του στην παραποτάµια γαλλική πόλη Αρντρικούρ, γινόταν αρνάκι. Μακριά από την Αφρική ένιωθε λιγότερο ανασφαλής.

Από την επί γαλλικού εδάφους ηρεµία του δικτάτορα, αυτή που έβγαινε ωφεληµένη ήταν η σύζυγός του Κατρίν. Εκεί κατάφερνε να ελέγχει τις κινήσεις του προωθώντας ταυτόχρονα τα καπρίτσια της. Κανείς δεν θα µάθει αν είχε δίκιο ο Μποκάσα που στο τέλος του έγγαµου βίου τους την κατηγόρησε ότι τον κεράτωσε µε τον Ζισκάρ ντ’ Εστέν, µέχρι τη στιγµή που µιλάµε πάντως όλα πήγαιναν πρίµα για την «αυτοκράτειρα». Το προσωπικό του πύργου την άκουγε να του λέει: «Μπαµπά από σήµερα θα σας βάλω σε δίαιτα. Θα πιείτε µόνον νερό». Αλλά ο Μποκάσα προκειµένου να εξασφαλίσει µια γουλιά αλκοόλ ήταν ικανός να βάλει σε εφαρµογή τα µεγαλύτερα καραγκιοζιλίκια. Έριχνε στάχτη στα µάτια της Κατρίν κι έκανε το δικό του κρυπτόµενος στα ιδιαίτερα δωµάτιά του.

Είναι γνωστό ότι ο θηριώδης δικτάτορας ήταν γερό ποτήρι κι ότι ακόµη και την παραµονή της στέψης του τον βρήκαν τύφλα µε ένα άδειο µπουκάλι Chivas στο προσκεφάλι του. Εξοργισµένη, η Κατρίν το έκανε κοµµάτια και θρύψαλα ουρλιάζοντας ότι «ένας µέλλων αυτοκράτορας δεν επιτρέπεται να µπεκρουλιάζει».


Της Ρούλας Γεωργακοπούλου. Από ΤΑ ΝΕΑ του Σαββατοκύριακου 29/30 Ιανουαρίου 2011


Απληστες κυρίες πίσω από τους δικτάτορες


Λέγεται ότι πίσω από κάθε πετυχημένο άντρα κρύβεται μια γυναίκα και, καθώς φαίνεται, δίπλα σε κάθε δικτάτορα στέκεται μια εξίσου αυταρχική εκπρόσωπος του διόλου ασθενούς φύλου.

Προτού η Λεϊλά Μπεν Αλί κάνει πρωτοσέλιδα με την ανατροπή του συζύγου της και την επεισοδιακή διαφυγή της, τα σκήπτρα των σιδηρών κυριών κρατούσε αδιαμφισβήτητα η σύζυγος του δικτάτορα της Ζιμπάμπουε, Γκρέις Μουγκάμπε.

Η Γκρέις είναι ίσως η πιο μισητή φιγούρα στη χώρα, ακόμη περισσότερο και από τον δεσποτικό σύζυγό της, τον οποίο οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει μαγέψει σε τέτοιο σημείο, ώστε υλοποιεί κάθε της επιθυμία. Αρκετοί πιστεύουν ότι κάθε καταστροφική κίνηση του Μουγκάμπε έχει ενορχηστρωθεί από την Γκρέις: η κατάρρευση της οικονομίας, η αρπαγή των μεγάλων ιδιοκτησιών, η αδιαλλαξία που δείχνει ο δικτάτορας σε κάθε του εμφάνιση. Όλα χρεώνονται στην τρομακτική Γκρέις.

Ζήτησε και τα ρέστα

Όταν το WikiLeaks αποκάλυψε ότι η σύζυγος του Μουγκάμπε είχε τεράστια προσωπικά οφέλη από τη διχαστική βία και τα ορυχεία διαμαντιών, όπου οι εργαζόμενοι δουλεύουν σε συνθήκες σκλαβιάς, η πρώτη κυρία της χώρας δεν δίστασε να υποβάλει μήνυση στην εφημερίδα που το δημοσίευσε, απαιτώντας 15 εκατομμύρια δολάρια ως ηθική αποζημίωση.

Η ίδια αυτοαποκαλείται «μητέρα του έθνους», αλλά δεν έδειξε ποτέ να ενδιαφέρεται πραγματικά για την τύχη του φτωχού λαού. Αντιθέτως επιδίδεται διαρκώς σε εξωφρενικά έξοδα, ζώντας το δικό της καταναλωτικό όνειρο.

Η Γκρέις και η συνοδεία της ήταν «θαμώνες» των μεγαλύτερων οίκων μόδας σε Λονδίνο και Παρίσι, όπου ξόδευε περισσότερα από 150.000 δολάρια σε δύο μόλις ώρες.

Στέλλα Ομπασάνιο – Νιγηρία.

Πλήρωσε ακριβά τη ματαιοδοξία της

Η επιδειξιομανία ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της πρώην ισχυρής Πρώτης Κυρίας της Νιγηρίας, η οποία κυκλοφορούσε στολισμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια με πανάκριβα κοσμήματα. Παρότι προσπάθησε να εμφανιστεί ως φιλάνθρωπη και πονόψυχη, η σύζυγος του πρώην προέδρου της χώρας, Ολουσεγκούν Ομπασάνιο, δεν έπεισε κανέναν. Η μεγάλη της αγάπη προς το χρήμα και τα υλικά αγαθά της χάρισαν το παρατσούκλι «άπληστη Στέλλα». «Νονός» της ήταν ένας δημοσιογράφος από το Λάγος, που είχε γράψει ένα εκτενές ρεπορτάζ για το χόμπι της Στέλλα, το οποίο ήταν η πώληση κρατικών κατοικιών σε συγγενείς και φίλους σε εξαιρετικά φιλικές τιμές. Η τότε Πρώτη Κυρία δεν το εκτίμησε καθόλου και αντί για άλλη απάντηση, φρόντισε να περάσει μερικά χρονάκια πίσω από τα σίδερα της φυλακής ο εν λόγω δημοσιογράφος. Τελικά, η Στέλλα έπεσε θύμα της ματαιοδοξίας της και άφησε την τελευταία της πνοή το 2005 στην Ισπανία, κατά τη διάρκεια λιποαναρρόφησης.

Ιμέλντα Μάρκος – Φιλιππίνες.

Η λάτρης της γούνας έγινε... οικολόγος

Διαβόητη για τη λατρεία της προς τα παπούτσια, η Ιμέλντα Μάρκος, σύζυγος του δικτάτορα των Φιλιππίνων, Φερντινάντο, φεύγοντας για τη Χαβάη το 1986 άφησε πίσω της 1.000 τσάντες, 508 τουαλέτες, 15 γούνινα παλτό και 3.000 ζευγάρια παπούτσια από τα χέρια γνωστών σχεδιαστών. Η Ιμέλντα, όμως, δεν χαράχτηκε στη μνήμη των συμπατριωτών της για τα ακριβά της γούστα μόνο, αλλά και για τη σκληρότητά της κατά τη διάρκεια της αυταρχικής διακυβέρνησης της χώρας από τον Μάρκος. Εις βάρος της έχουν κατατεθεί 901 αγωγές και μηνύσεις, αλλά η Ιμέλντα εξακολουθεί να ζει στον δικό της κόσμο. Τη μια παραπονιέται ότι είναι άπορη -και το λέει φορώντας κοσμήματα εκατομμυρίων- και την άλλη θέλει μια θέση στο Κογκρέσο ως η γιαγιά του έθνους. Πρόσφατα ανακάλυψε την οικολογική πλευρά της ζωής και έβαλε ως φιλόδοξο στόχο να σώσει τη Γη και την ανθρωπότητα.

Μισέλ Μπενέ – Αϊτή.

Από τη φιλανθρωπία στις σπατάλες

Η πρώην σύζυγος του Ζαν Κλοντ Ντιβαλιέ, του δικτάτορα της Αϊτής, αρχικά ήταν ιδιαίτερα αγαπητή από τον λαό, καθώς μοίραζε ρούχα και τρόφιμα στους φτωχούς και εγκαινίασε κλινικές και ιδρύματα. Σύντομα όμως αποκαλύφθηκε ο σκληρός της χαρακτήρας, που δεν μπορούσε να καλυφθεί ούτε από τα αξίας 100.000 δολαρίων πυροτεχνήματα που φώτισαν τον ουρανό στον γάμο της, ο οποίος στοίχισε συνολικά 3 εκατομμύρια. Οι σπατάλες της έμειναν στην ιστορία, όπως επίσης και η πολιτική της επιρροή. Μετά τον γάμο εκτόπισε πολιτικά τη μητέρα του δικτάτορα και βοήθησε τη δημιουργία νέων ισορροπιών στους κόλπους του καθεστώτος. Ο κόσμος την φοβόταν και πίστευε ότι η δύναμή της είναι ακόμη μεγαλύτερη απ' ό,τι του συζύγου της. Παρότι το ζευγάρι ζούσε μια ζωή μέσα στη χλιδή ακόμη και μετά την εκδίωξή του από την Αϊτή, η Μισέλ χώρισε τον «Baby Doc» λίγα χρόνια αργότερα.

Σιμόν Γκμπάγκμπο - Ακτή Ελεφαντοστού.

Κολλημένη με τον τίτλο της πρώτης κυρίας

Η Σιμόν Γκμπάγκμπο θεωρείται από πολλούς ως το... αγύριστο κεφάλι που δεν επιτρέπει στον σύζυγό της να συμβιβαστεί και να βάλει ένα τέλος στο χάος που επικρατεί στην Ακτή Ελεφαντοστού εξαιτίας της επιμονής του να μην αναγνωρίζει τον εκλεγμένο πρόεδρο της χώρας. Η Σιμόν χαρακτηρίζεται ως η πραγματική υπαίτια της κρίσης, καθότι σκληροπυρηνική, που πιέζει τον σύζυγό της να παραμείνει στη θέση του. Θέλοντας διακαώς τον τίτλο της πρώτης κυρίας, η Γκμπάγκμπο αγνοεί τα εκλογικά αποτελέσματα, τον ΟΗΕ, την Αφρικανική Ένωση και γενικότερα τη διεθνή κοινότητα και υποστηρίζει ότι ο θεός έστειλε τον σύζυγό της να κυβερνήσει την Ακτή Ελεφαντοστού. Τα ιδεολογικά κηρύγματα του Γκμπάγκμπο φημολογείται ότι γράφονται από τη σύζυγο, ενώ το ζευγάρι τιμάται δεόντως από τους σκιτσογράφους των τοπικών εφημερίδων, που παρουσιάζουν τον πανίσχυρο στρατιωτικό να σκύβει το κεφάλι από φόβο μπροστά στην οργισμένη συμβία του.


Το άρθρο διαβάστηκε και αναδημοσιεύεται από εδώ