Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αθλητισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αθλητισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Kaixo San Mamés!

Το καινούργιο "San Mamés" ανοίγει την Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου 2013 τις πύλες του στους φιλάθλους της Athletic! Τα «λιοντάρια» του Bilbao θα φιλοξενήσουν στις 11 το βράδυ τη Celta του Vigo στο παρθενικό παιχνίδι του San Mamés Barria και το Sport24.gr σας παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά του νέου γηπέδου. 


Το καινούργιο "San Mamés" είναι έτοιμο να φιλοξενήσει τους αγώνες της Bilbao, αφού ολοκληρώθηκαν τα 3/4 του γηπέδου.

Την Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, στις 11 ώρα Ελλάδας, το "San Mamés Barria" θα ανοίξει επίσημα τις πύλες του για να υποδεχτεί για πρώτη φορά τους φίλους της Athletic.


Ένα όνειρο πολλών χρόνων για τους φίλαθλους της Athletic θα γίνει πραγματικότητα. Η νέα έδρα των «λεόντων», το καινούργιο αθλητικό στολίδι του Bilbao, είναι πλέον έτοιμο για να φιλοξενήσει αγώνες και η Celta θα έχει την τιμή να είναι η πρώτη ομάδα που θα παραταχθεί στη σέντρα του "San Mamés Barria" για να αντιμετωπίσει τους γηπεδούχους. Μόλις 103 ημέρες μετά το ξεκίνημα της κατεδάφισης του "San Mamés", ένα άλλο "San Mamés" είναι έτοιμο να περάσει το καμάρι των Βάσκων σε μια νέα εποχή.

Στις 5 Ιουνίου έπεσε η αυλαία στην εκατόχρονη ιστορία της θρυλικής έδρας με το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι ανάμεσα στην Athletic και τη μικτή ομάδα της Bizkaia. Από την επόμενη μέρα ξεκίνησε η κατεδάφιση του "La Catedral" (Ο καθεδρικός) του ισπανικού ποδοσφαίρου. Οι μπουλντόζες μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο και τα συνεργεία άρχισαν τις εργασίες, οι οποίες ολοκληρώθηκαν μέσα στον Αύγουστο. Μόλις μια μέρα πριν, την Κυριακή, 15 Σεπτεμβρίου, τελείωσε και η πρώτη φάση της κατασκευής του νέου γηπέδου. Ας δούμε όμως με πιο αναλυτικά στοιχεία την ιστορία και τα χαρακτηριστικά του "San Mamés Barria".

Ο ΘΕΜΕΛΙΟΣ ΛΙΘΟΣ

Η κατασκευή του καινούργιου "San Mamés" πριν την κατεδάφιση του παλιού (2012).

Η ιδέα μιας καινούργιας έδρας για την Athletic ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν πλέον ήταν φανερό πως οι 40.000 θέσεις του "La Catedral" δεν αρκούσαν για να καλύψουν τη ζήτηση των φίλων της ομάδας. Ο αριθμός των μελών και των κατόχων διαρκείας είχε μεγαλώσει τόσο, ώστε ήταν αρκετά δύσκολο για απλούς φιλάθλους της Bilbao να μπορούν να προμηθευτούν εισιτήρια. Παράλληλα, υπήρχαν αρκετά προβλήματα σχετικά με την ασφάλεια του παλιού γηπέδου. Ήδη το 2000, ο Santiago Calatrava υπέβαλλε στη διοίκηση του συλλόγου ένα σχέδιο κατασκευής ενός καινούργιου σταδίου στα περίχωρα της πόλης, όμως η πρόταση απορρίφθηκε.

Το έργο (με γκρίζο) δίπλα στο παλαιό "San Mamés".

Ακολούθησαν αρκετές ακόμα αρχιτεκτονικές προτάσεις και τελικά αποφασίστηκε το νέο γήπεδο να κατασκευαστεί στον χώρο της εμπορικής έκθεσης του Bilbao, δίπλα ακριβώς από το παλιό "San Mamés". Το 2006 παρουσιάστηκε από τον Δήμο του Bilbao το σχέδιο ανάπλασης της περιοχής, το οποίο θα στέγαζε από κοινού το "San Mamés Barria" και μέρος της καινούργιας Πανεπιστημιούπολης της πόλης. Μέχρι το τέλος του 2007 ολοκληρώθηκε η κατεδάφιση των εγκαταστάσεων της Έκθεσης, ενώ την ίδια χρονιά συστάθηκε η εταιρία "San Mamés Barria", αποτελούμενη από την Athletic, την ΒΒΚ (Bilbao Bizkaia Kutxa, τοπικό ταμιευτήριο), την Κυβέρνηση της Χώρας των Βάσκων, τον Δήμο του Bilbao και το Επαρχιακό Συμβούλιο της Bizkaia, που είναι και οι συνιδιοκτήτες του νέου γηπέδου.
    Η μέχρι σήμερα κατασκευή. Το νοτιοανατολικό πέταλο (γκρίζο) θα είναι έτοιμο την άνοιξη του 2015

    Η Athletic και η τοπική Κυβέρνηση της Bizkaia παραχώρησαν τα οικόπεδα μαζί με ένα μέρος του κεφαλαίου, ενώ η ΒΒΚ ανέλαβε το υπόλοιπο (μεγαλύτερο) μέρος του κεφαλαίου, καθώς και τους τρόπους χρηματοδότησης. Στις 23 Μαρτίου του 2007, η κατασκευαστική εταιρεία ΑCXT-IDOM υπέβαλλε το τελικό της σχέδιο στη Γενική Συνέλευση των μελών της Athletic, το οποίο και εγκρίθηκε με το 70% των ψήφων. Ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε στις 26 Μαΐου του 2010, σε μια λαμπρή τελετή και κάτω από έντονη συγκινησιακή φόρτιση, αφού έδωσαν το παρόν όλες οι ιστορικές προσωπικότητες του συλλόγου.

    Η ΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ «SAN MAMÉS BARRIA»
    Το καινούργιο γήπεδο της Athletic φιλοδοξεί να πάρει τον ανώτερο χαρακτηρισμό από την UEFA, δηλαδή Elite (πρώην 5 αστέρων). Η συνολική χωρητικότητα, όταν θα ολοκληρωθεί και η δεύτερη φάση, θα ανέρχεται στις 53.332 θέσεις, οι οποίες χωρίζονται ως εξής:
    • 49.063 απλές θέσεις
    • 1270 αφαιρούμενες θέσεις
    • 520 θέσεις ΑΜΕΑ (260 για ΑΜΕΑ και 260 για τους συνοδούς τους)
    • 824 θέσεις VIP
    • 2.130 θέσεις Premium (διακεκριμένες και σουίτες)
    • 192 θέσεις στο προεδρικό πάλκο
    • 162 θέσεις στα δημοσιογραφικά θεωρεία
    Οι 53.332 θέσεις του γηπέδου, μοιράζονται σε 3 διαζώματα:
    • Α’ (κάτω) Διάζωμα: 20.631 θέσεις
    • Β’ (μεσαίο) Διάζωμα: 3.146 θέσεις (μόνο VIP & Premium)
    • Γ’ (επάνω) Διάζωμα: 29.456 θέσεις
    Σχεδιάγραμμα του γηπέδου και του περιβάλλοντα χώρου όταν θα έχει ολοκληρωθεί.

    Την άνοιξη του 2015, όταν θα ολοκληρωθεί η δεύτερη φάση του έργου, τα μέλη θα ανέλθουν σε 41.000 (έχουν ήδη γίνει προεγγραφές), καταγράφοντας μια αύξηση της τάξης του 19% σε σύγκριση με τα τωρινά 34.373. Έτσι λοιπόν, οι 41.000 θέσεις θα καλύπτονται από τα μέλη-κατόχους διαρκείας, 2.000 θα προορίζονται για τις ανάγκες του συλλόγου και τα υπόλοιπα 10.000 εισιτήρια θα διατίθενται στα εκδοτήρια.

    Όταν ξεκίνησε η κατασκευή του γηπέδου, συμφωνήθηκε να χωριστεί σε δυο φάσεις, έτσι ώστε να μην αναγκαστεί η ομάδα να μείνει «άστεγη» για τρία χρόνια. Αποτέλεσμα αυτού ήταν, το νοτιοανατολικό πέταλο του νέου γηπέδου να «περιμένει» πρώτα την κατεδάφιση του παλιού "San Mamés"  αφού πρόκειται να ανεγερθεί στο σημείο που βρισκόταν η κερκίδα του τόξου. Έτσι λοιπόν, με την πρώτη φάση ολοκληρωμένη, είναι έτοιμες οι 34.479 θέσεις, οι οποίες μοιράζονται ως εξής:
    • Α’ (κάτω) Διάζωμα: 13.665 θέσεις
    • Β’ (μεσαίο) Διάζωμα: 2.004 θέσεις (μόνο VIP & Premium)
    • Γ’ (επάνω) Διάζωμα: 18.810 θέσεις
    Μακέτα του γηπέδου "San Mamés Barria".

    Αυτές οι θέσεις καλύπτουν οριακά τα τωρινά μέλη του συλλόγου, ενώ μέχρι την άνοιξη του 2015 που θα ολοκληρωθεί η δεύτερη φάση, θα υπάρχουν άλλες 1.680 θέσεις πάνω σε λυόμενες εξέδρες, που θα αφαιρούνται ή θα προστίθενται ανάλογα με την εξέλιξη των εργασιών.
    ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ
    Η αρχική πρόβλεψη μιλούσε για ένα συνολικό κόστος ύψους 240 εκατομμυρίων ευρώ. Λόγω της οικονομικής κρίσης, έγιναν περικοπές 30 εκατομμυρίων ευρώ, άρα υπολογίζεται ότι το συνολικό έργο θα κοστίσει περίπου 210 εκατομμύρια ευρώ. 
    Αυτά μοιράζονται ως εξής:
    • ΒΒΚ: 50 εκ. ευρώ
    • Κυβέρνηση της Χώρας των Βάσκων: 50 εκ. ευρώ
    • Επαρχιακό Συμβούλιο Bizkaia: 33 εκ. ευρώ ((+17 εκ. σε αξία οικοπέδων)
    • Athletic Club de Bilbao: 33 εκ. ευρώ (+17 εκ. σε αξία οικοπέδων)
    • Δήμος Bilbao: 11 εκ. ευρώ
    Η κάτοψη του γηπέδου χωρίς το στέγαστρο.

    Η Athletic Bilbao θα έχει την αποκλειστική διαχείριση του καινούργιου γηπέδου. Ο σύλλογος θα πρέπει να πληρώνει στους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες 500.000 ευρώ ετησίως για τη διάθεση των εμπορικών χώρων, όμως θα καρπώνεται όλα τα κέρδη που προκύπτουν από αυτούς. Αυτή η συμφωνία έχει υπογραφεί για τα επόμενα 50 χρόνια και μπορεί να ανανεωθεί για 50 ακόμη στην περίπτωση που το θελήσει ο σύλλογος της Athletic, ενώ έχει προστεθεί και option αγοράς όταν συμπληρωθούν 100 χρόνια, δηλαδή το 2113.

    Η κάτοψη του γηπέδου με το στέγαστρο, το οποίο καλύπτει και τις  53.332 θέσεις.

    ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΓΗΠΕΔΟΥ
    • Διαστάσεις αγωνιστικού χώρου: 105 μέτρα μήκος, 68 μέτρα πλάτος
    • Συνολική επιφάνεια γηπέδου: 39.715 τετραγωνικά μέτρα
    • Συνολική επιφάνεια στεγάστρου: 22.000 τετραγωνικά μέτρα
    • Συνολικό ύψος γηπέδου: 37.5 μέτρα
    • Ύψος πρώτου ορόφου (μεσαίο διάζωμα): 4.3 μέτρα
    • Ύψος δεύτερου ορόφου (επάνω διάζωμα): 9.7 μέτρα
    • Ύψος τρίτου ορόφου (επάνω διάζωμα): 15.1 μέτρα
    • Ύψος τέταρτου ορόφου (επάνω διάζωμα): 23 μέτρα
    • Ύψος στεγάστρου: 37.5 μέτρα
    • Βάθος πρώτου υπογείου (κάτω διάζωμα): -3.9 μέτρα
    • Βάθος αγωνιστικού χώρου: -7.8 μέτρα
    • Βάθος δεύτερου υπογείου (αποδυτήρια): -8.3 μέτρα
    • Ισόγειο: Είσοδοι, έξοδοι, εκδοτήρια, μπαρ, εμπορικοί χώροι.
    • 1ος όροφος: Προεδρικό πάλκο, θέσεις VIP, σουίτες, κέτερινγκ, καφέ, εστιατόριο.
    • 2ος όροφος: Πρόσβαση στο επάνω διάζωμα.
    • 3ος όροφος: Πρόσβαση στο επάνω διάζωμα.
    • 4ος όροφος: Φωτεινοί πίνακες, τηλεοπτική εγκατάσταση, ασφάλεια γηπέδου.
    • Υπόγειο 1: Πάρκινγκ 277 θέσεων (προσωπικό γηπέδου, σουίτες VIP, διακεκριμένα μέλη), 97 θέσεις για πούλμαν, τηλεόραση, ασθενοφόρα.
    • Υπόγειο 2: Πάρκινγκ για πούλμαν αποστολών και τηλεοπτικά συνεργεία. Αποδυτήρια ομάδων και διαιτητών, μικτή ζώνη, αίθουσα Τύπου.
    • Εμπορικοί χώροι 5.434 τετραγωνικών μέτρων,
    • 26 θύρες εισόδου,
    • 4 αποδυτήρια, συνολικής έκτασης 240 τετραγωνικών μέτρων,
    • 40 γραφεία του συλλόγου,
    • Μουσείο του συλλόγου,
    • Επίσημη μπουτίκ του συλλόγου,
    • 122 σουίτες VIP,
    • Κλειστό προπονητήριο στίβου στο 2ο υπόγειο μήκους 112 και πλάτους 12 μέτρων,
    • Κλειστή πίστα στίβου μήκους 60 μέτρων,
    • Εγκαταστάσεις για μήκος, τριπλούν, ύψος, επί κοντώ και σφαιροβολία,
    • Κλειστή πισίνα,
    • Ιατρικό κέντρο,
    • Γυμναστήριο.
    Αυτή θα είναι η εικόνα του καινούργιου "San Mamés Barria" μέσα στο Bilbao, όταν ολοκληρωθεί το 2015.

    Το στέγαστρο αποτελείται από 480 "μαξιλάρια" (panel) διπλής επιφάνειας, κατασκευασμένα από ειδικό πλαστικό (ETFE), με ενσωματωμένο φωτισμό. Η διαφορετική πυκνότητα της βαφής κατά μήκος της κάθε πλάκας (από 0% έως 70%), επιτρέπει στον αγωνιστικό χώρο να δέχεται τον ίδιο φωτισμό σε κάθε σημείο του. Ο εξωτερικός φωτισμός του γηπέδου επιτρέπει τέσσερις διαφορετικές χρωματικές επιλογές. Λευκό κατά τη διάρκεια της ημέρας, φωτισμένο λευκό κατά τη διάρκεια της νύχτας, κόκκινο όταν αγωνίζεται η Athletic, ενώ όταν σκοράρει η γηπεδούχος ομάδα θα αναβοσβήνουν φώτα και θα «ενημερώνεται» έτσι ολόκληρη η πόλη για τα γκολ των «λεόντων»!




    Του Θανάση Κριεκούκια. Το είδα και αναδημοσιεύεται από το αντίστοιχο άρθρο στο Sport24.gr

    Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

    Το ποδόσφαιρο όπως θα έπρεπε να είναι…

    Η αλήθεια είναι πως την Αθλέτικ Μπιλμπάο την περίμενα να δυσκολέψει τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αλλά έως το σημείο να την παίζει σαν τη γάτα με το ποντίκι μέσα στο Ολντ Τράφορντ , η απόσταση είναι τεράστια.

    Η εικόνα μίας ομάδας που έβγαζε πάνω στο χορτάρι υγεία και που είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς από έναν χαρισματικό προπονητή, τον Μαρσέλο Μπιέλσα. Και κάτι ακόμη: αυτή η ομάδα δεν δημιουργήθηκε με πακτωλό χρημάτων, ούτε με μεταγραφές, αλλά -τηρώντας τις επιθυμίες των δημιουργών της- στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε Βάσκους! «Το ποδόσφαιρο όπως θα έπρεπε να είναι», έγραφε ένας τίτλος σε αγγλική εφημερίδα και είχε απόλυτο δίκιο! Από τους 27 παίκτες που έχει στο ρόστερ η Μπιλμπάο, οι 8 είναι από τη Ναβάρα και άλλοι 8 από τη Βισκονία, οι πέντε από τη Γκιπουθκόα, (δηλαδή την ευρύτερη περιοχή του Σαν Σεμπαστιάν) τέσσερις από την Αλάβα, ένας από τη Βενεζουέλα ( αλλά μεγαλωμένος στις ακαδημίες της Αθλέτικ) και μόνο ένας από τη Λα Ριόχα. Μία περιοχή της Βορείου Ισπανίας, ελάχιστα έξω από τα γεωγραφικά όρια της χώρας των Βάσκων!

    Τη μία και μοναδική φορά που βρέθηκα στο Μπιλμπάο, ομολογώ πως περίμενα το περίφημο μουσείο Γκούγκενχάϊμ πιο εκθαμβωτικό. Η πόλη καυχιέται για το εντυπωσιακό κτίριο, αλλά για πολλά χρόνια ήταν μέρος με το οποίο οι σχεδιαστές πόλεων και οι αρχιτέκτονες δεν ήθελαν να συνδέονται. Ένα τρομακτικό κτίριο που εξάπλωσε έναν γκρι τσιμεντένιο εφιάλτη σε μια πόλη με δρόμους πνιγμένους στην κίνηση και τα ποτάμια της εγκαταλελειμμένα από οτιδήποτε μοιάζει με ψάρι! Ο λόγος, φυσικά, ήταν τα εργοστάσια της περιοχής, αφού τουλάχιστον μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ο σίδηρος και ο χαλκός του Μπιλμπάο «οδηγούσαν» την ισπανική οικονομία και προσέλκυαν οικονομικούς μετανάστες από όλη τη χώρα. Με τίτλο «Ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι, απλά διαφορετικοί», στο πρώτο κεφάλαιο του προηγούμενου βιβλίου μου «Παιχνίδι χωρίς όρια» επέλεξα ως πρώτο κεφάλαιο αυτή την ιστορία, της Αθλέτικ Μπιλμπάο, θεωρώντας πως καλό είναι να αντιλαμβάνονται όλο και πιο πολλοί πόσο σημαντική είναι η διατήρηση της κουλτούρας και της διαφορετικότητας στον αθλητισμό!

    Η ομάδα προήλθε ως επακόλουθο του γεγονότος ότι στα τέλη του 19ου αιώνα η πόλη είδε πολλούς ξένους επισκέπτες, κυρίως Βρετανούς, να έχουν διάφορους ρόλους στη βιομηχανική επανάσταση της Ισπανίας. Τα παιδιά των μορφωμένων Βάσκων ζούσαν με την ελπίδα να βρουν θέση σε ένα καράβι που θα τους μετέφερε στα βρετανικά νησιά για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους ως πολιτικοί μηχανικοί και έμποροι. Αυτό συνέπεσε με τις πρώτες δεκαετίες του αγγλικού ποδοσφαίρου -και ό,τι έβλεπαν, το μετέφεραν στην πατρίδα τους. Αλλά και ανάποδα, οι μεταλλωρύχοι από τα βορειοανατολικά της Αγγλίας, με συμβόλαια μικρής διάρκειας στην Βισκονία και οι εργάτες από τα ναυπηγεία του Σαουθάμπτον και του Πόρτσμουθ που μετανάστευσαν, έφεραν μαζί τους την αγαπημένη τους συνήθεια: το ποδόσφαιρο! Αν και τα πρώτα χρώματα της Αθλέτικ ήταν μπλε και άσπρο , προτιμήθηκαν οι κόκκινες και άσπρες ρίγες, με μαύρα σορτσάκια, πιθανότατα λόγω της Σάντερλαντ και της Σαουθάμπτον, παρότι οι απόψεις διίστανται, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοια θέματα.

    Ο Χοσέ Μαρία Αράτε, ο μεγαλέμπορος κρασιών που εκλέχθηκε πρόεδρος της Αθλέτικ Μπιλμπάο, πριν από δύο δεκαετίες, σε μια σύσταση στο βιβλίο εκατονταετηρίδας του συλλόγου έγραψε:
    «Η Αθλέτικ είναι κάτι παραπάνω από μια ποδοσφαιρική ομάδα, είναι συναίσθημα ― και ειδικά ο τρόπος με τον οποίο διευθύνεται συχνά ξεφεύγει από τον ορθολογικό τρόπο ανάλυσης. Βλέπουμε τους εαυτούς μας ως μοναδικούς στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και αυτό καθορίζει την ταυτότητά μας. Δεν λέμε ότι είμαστε καλύτεροι ή χειρότεροι από τους άλλους, απλά είμαστε διαφορετικοί. Ευχόμαστε στα παιδιά της ομάδας να εκπροσωπήσουν τον σύλλογό μας ως μια αθλητική οντότητα και όχι ως μια επιχειρηματική σκέψη. Ευχόμαστε να μετατρέψουμε τους παίκτες μας σε άνδρες, όχι απλά ποδοσφαιριστές, και κάθε φορά που ένας παίκτης από την Cantera κάνει το ντεμπούτο του, νιώθουμε σαν να έχουμε πραγματοποιήσει τον στόχο, που εναρμονίζεται με τις ιδεολογίες των ιδρυτών μας και των προπατόρων μας».

    Η Cantera είναι το διάσημο φυτώριο της Αθλέτικ, μιας ομάδας που θέλει πάντα να δίνει ευκαιρίες σε δικά της παιδιά. Η λέξη σημαίνει «λατομείο» και κατανοεί εύκολα κανείς τον συνειρμό. Ο προσδιορισμός κάθε φυτωρίου ομάδας ως “cantera” είναι ωδή στους πρωτοπόρους Βάσκους, αλλά μόνο στην Αθλέτικ συνεχίζουν να εφοδιάζουν την πρώτη ομάδα συστηματικά με δικά τους παιδιά.

    Η Αθλέτικ είναι, μαζί με τη Ρεάλ και την Μπαρτσελόνα, οι μόνες ομάδες που δεν έχουν ποτέ υποβιβαστεί από την πρώτη κατηγορία. Συχνά κινδύνεψε παλεύοντας μέχρι το τέλος και -όποτε χρειάστηκε- οι υπόλοιποι Βάσκοι δεν δυσκολεύτηκαν να τη βοηθήσουν, δίνοντάς της κρίσιμους πόντους! Η τωρινή φουρνιά της, όμως, με Γιορέντε, Χάβι Μαρτίνεθ, Μουνιάιν, Ιτουράσπε και Σουσαέτα είναι χαρισματική και -όπως είδαν όλοι και στο «Θέατρο των ονείρων»- στόχο έχει πάντα να κερδίσει παίζοντας, πρώτα, καλή μπάλα!

    Το Μπιλμπάο είναι πόλη που «μυρίζει» ποδόσφαιρο. Είναι μέρος όπου ακόμη και οι αγώνες των αναπληρωματικών ελκύουν γύρω στα 10.000 άτομα. Μπορεί να μην υπάρχει κάτι συγκεκριμένο αλλά το καταλαβαίνεις από κάτι που πλανάται στην ατμόσφαιρα, κάτι στον τρόπο με τον οποίο κινούνται οι άνθρωποι και τα αυτοκίνητα, κάτι που σου λέει ότι ανυπομονούν να έρθει το Σαββατοκύριακο.

    Ο σύλλογος ιδρύθηκε το 1898, έναν χρόνο πριν από τη Μπαρτσελόνα. Ονομάστηκε Ποδοσφαιρικός Όμιλος Μπιλμπάο και όχι Αθλέτικ. Από τη στιγμή που δεν υπήρχε επίσημη υπογραφή για αυτή την υποτιθέμενη ίδρυση, ο εορτασμός της επετείου των εκατό χρόνων της Αθλέτικ το 1998 άρχισε να μοιάζει με υπεκφυγή από μια αυστηρά ιστορική διάσταση -αλλά οι περισσότεροι ιστορικοί του συλλόγου, στις λιγότερο εθνικιστικές τους στιγμές, αναφέρουν το 1901 ως έτος ίδρυσης. Στο «Καφέ Γκαρσία», στις 11 Ιουνίου, ο Λουίς Μάρκεζ υπέγραψε την σύσταση του διοικητικού συμβουλίου. Αν κάποιος προσθέσει σε αυτό το γεγονός ότι το 1901 άρχισε να εμφανίζεται η ονομασία στα αγγλικά ως Αθλέτικ, οι ισχυρισμοί της Μπιλμπάο πως είναι η πρώτη σπουδαία ομάδα στην Ισπανία μοιάζει, τελικά, με απόπειρα να κλέψει από την Μπαρτσελόνα το «στέμμα». Έτσι και αλλιώς και οι δύο υστερούν από την «ταπεινή» Ρεκρεατίβο Ουέλβα η οποία ιδρύθηκε το 1889 σύμφωνα με το βιβλίο “Historia del fútbol Espaňol”.

    Οι βλέψεις των Βάσκων, που αντιμετώπιζαν τον εαυτό τους ως πολιτική κοινότητα περιμένοντας να τους πάρουν στα σοβαρά, αναπτύσσονταν σε παράλληλη πορεία. Το Partido Nacionalista Vasco (PNV – Εθνικιστικό Κόμμα των Βάσκων ) ιδρύθηκε το 1894 από τον Σαμπίνο ντε Αράνα, του οποίου ο πατέρας είχε εξοριστεί στη Γαλλία λόγω των πεποιθήσεών του. Ο Αράνα έγινε γνωστός επινοώντας τον όρο «Euskadi», που σήμαινε «ένωση Βάσκων», μια κοινότητα η οποία υπάρχει από αμνημονεύτων χρόνων αλλά ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να δώσει στην ίδια όνομα που να την προσδιορίζει.

    Το αυξανόμενο εθνικιστικό ενδιαφέρον ανησύχησε τη Μαδρίτη σε τέτοιο βαθμό που ο Αράνα πολύ σύντομα φυλακίστηκε (το 1895), αλλά η σπίθα είχε βάλει πια φωτιά. Αυτό που είχαν κάνει φαίνεται πως συνδεόταν με το πρόβλημα των maketos, όπως αποκαλούσαν το πλήθος των Βάσκων που έμεναν εκεί αλλά ήταν εναντίον τους. Αυτοί ήταν οι Ισπανοί εργάτες που είχαν μεταναστεύσει ερχόμενοι προς τα βόρεια, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, και αντιμετωπίστηκαν ως απειλή για την παραδοσιακή μορφή της κοινότητας των Βάσκων. Η Ναβάρα, η Αλάβα και το Γκιπουθκόα, οι άλλες τρεις επαρχίες των Βάσκων, είχαν έλλειψη της βιομηχανικής μέσης τάξης και το PNV παρείχε σημαντική υποστήριξη στις παραθαλάσσιες περιοχές.

    Η σύμπτωση της εμφάνισης της Αθλέτικ και της αυξανόμενης επιρροής της PNV, τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, δεν μπορεί να υποτιμηθεί, καθώς από τότε οι δύο θεσμοί έχουν προχωρήσει χέρι-χέρι. Οι πρώτες διακρίσεις της Αθλέτικ εξασφάλισαν ότι η πολιτική φόρα του εθνικισμού των συντηρητικών Βάσκων θα μπορούσε να ευδοκιμήσει στην πλάτη του αθλητικού ηρωισμού των εκπροσώπων της, μια ιστορία η οποία επαναλήφθηκε τη δεκαετία του ’50 στην Καταλονία, όπου οι συνεχείς προσπάθειες της Μπαρτσελόνα να αντιταχθεί στην ηγεμονία της Ρεάλ Μαδρίτης ενθάρρυνε την ανάπτυξη του GiU Party (Convergencia i Union) υπό την ευθύνη του Ζόρντι Πουγιόλ, του μετέπειτα προέδρου της Generalitat της Καταλονίας.

    Έχοντας δει πολλά στάδια, ομολογώ ότι το γήπεδο της Αθλέτικ που ονομάζεται «Σαν Μαμές», και έχει το προσωνύμιο «La Catedral» (Ο καθεδρικός), είναι επιβλητικό! Χτίστηκε το 1913, μετά την κατάκτηση του τέταρτου Κυπέλλου Ισπανίας από τον σύλλογο στα οχτώ πρώτα χρόνια της διοργάνωσης. Χρειάστηκαν μόνο εφτά μήνες για να χτιστεί, αλλά ήταν σίγουρα ένα φιλόδοξο αρχιτεκτονικό εγχείρημα, το οποίο ήταν έτοιμο μόλις δώδεκα μήνες μετά την αρχή των έργων! Η Ρεάλ Ουνιόν αποδέχτηκε τη πρόσκληση για το πρώτο ματς σε αυτό το γήπεδο όπου σημειώθηκε ένα από τα πιο σπουδαία γκολ στην ιστορία του ισπανικού ποδοσφαίρου. Σκόρερ ο Ράφαελ Μορένο Αρανθάντι ή αλλιώς «Πιτσίτσι», ο σημαντικότερος παίκτης στην αρχή της εξέλιξης του ποδοσφαίρου στην χώρα αυτή. Μία μορφή τόσο δημοφιλής όσο ο οποιοσδήποτε ταυρομάχος. Ο θρήνος του ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα για τον Ιγκνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, ο οποίος σκοτώθηκε τη δεκαετία του 1920, Las Cinco de la tarde (στις πέντε το απόγευμα) κάνοντας αίσθηση, παραμένει το πιο διάσημο ποίημα της Ισπανίας, αλλά ο πίνακας ζωγραφικής του «Πιτσίτσι» από τον Βάσκο καλλιτέχνη Αουρέλιο Αρτέτα είναι μία από τις πιο διάσημες συνεισφορές των σπορ στην τέχνη. Ο Μορένο, γιος πατέρα μετανάστη και εργάτη και μητέρας από τη χώρα των Βάσκων, τεμπελιάζει κάπως προκλητικά και λίγο ανήσυχα πάνω στον άσπρο φράχτη του παλιού εδάφους Jolaseta, με τον τέλειο λαιμό του να γέρνει προς το αντικείμενο του πόθου του, την μελλοντική γυναίκα του. Η μακριά και λεπτή πλάτη της είναι σφιχτή και κυρτή, με ιδιαίτερα σεξουαλικό τρόπο, και τα μάτια της αποκλίνουν διακριτικά από τον καλλιτέχνη, σαν οι προθέσεις του ποδοσφαιριστή να μην συμβαδίζουν με τους κανόνες συμπεριφοράς της εποχής εκείνης και το ραντεβού δεν θα έπρεπε να γίνει, ειδικά στο ημίχρονο.

    Ο Πιτσίτσι Μορένο πέθανε το 1922 στην ηλικία των 29 χρόνων, πέφτοντας θύμα μιας ξαφνικής εμφάνισης τύφου. Τέσσερα χρόνια μετά, ένα άγαλμα του θρυλικού φορ αποκαλύφθηκε στο Σαν Μαμές και οι αντίπαλες ομάδες εκφράζουν ακόμα τη θλίψη τους, με ένα μπουκέτο λουλούδια στη βάση του. Το 1953 η ισπανική ομοσπονδία αποφάσισε να εγκαινιάσει τρόπαιο για τους κορυφαίους σκόρερ της πρώτης και δεύτερης κατηγορίας και το ονόμασε El trofeo Pichichi. Από τη στιγμή που δεν έχει διασωθεί κάποιο στοιχείο του παίκτη, είναι δύσκολο να διαχωρίσεις το γεγονός από τον θρύλο, αν και το ρεκόρ των γκολ του ήταν απίστευτο. Ο Πιτσίτσι ξεκίνησε μια παράδοση στην Μπιλμπάο που οι επιτελικοί μέσοι χρίζονταν και σκόρερ.

    Τις καλύτερες στιγμές της η Αθλέτικ τις έζησε με έναν Βάσκο, τον Χαβιέρ Κλεμέντε στο πάγκο στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με την κατάκτηση δύο σερί πρωταθλημάτων, το 1983 και το 1984. Ο Κλεμέντε επέστρεψε για μία τελευταία βοήθεια στην ομάδα που λάτρεψε το 2006, όταν όλα έδειχναν πως η αδιάλειπτη παρουσία της Αθλέτικ στην Πριμέρα Ντιβιζιόν θα ολοκληρωνόταν. Με την ομάδα βιδωμένη στην τελευταία θέση της βαθμολογίας μόνο ένας τρελός θα αναλάμβανε, όπως έγραφε και η Marca. Ο Κλεμέντε δήλωσε τρελός και τόλμησε. Στο τέλος της χρονιάς γιόρτασε την σωτηρία και έφυγε όπως είχε κάνει και πριν από δύο δεκαετίες.

    Κάποτε ο ηγέτης του PNV, Τσαμπιέρ Αρθαλούθ, υποστήριξε πως ανθρωπολογικά οι Βάσκοι διαφέρουν από τους υπόλοιπους Ισπανούς από τη μορφή του κρανίου τους! Δεν ήταν ο πρώτος που το είπε, αλλά η τοποθέτηση του δημιούργησε μεγαλύτερη αίσθηση και επειδή τα ΜΜΕ ήταν περισσότερα στη δεκαετία του 90 από ότι παλιότερα πήρε δημοσιότητα ο ισχυρισμός. «Το να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα και να αντέχεις τη διαφορετικότητα είναι η μεγαλύτερη δύναμη αυτής της ομάδας» έλεγε πάντα ο Κλεμέντε.

    Σε ένα σύγχρονο κόσμο, που γίνεται πολύ δύσκολος για ποδοσφαιρικούς πρίγκιπες, οι Βάσκοι της Αθλέτικ ξεχωρίζουν από μια φιλοσοφία που όμοια της δεν υπάρχει πουθενά. Μόνο που και αυτοί αναγκάζονται να υποκύψουν στις …Σειρήνες. Το 2004-05 (με τον Βαλβέρδε στον πάγκο), η λέξη EUSKADI στη φανέλα έμπαινε όχι ως διαφήμιση, αλλά για να θυμίσει στον υπόλοιπο κόσμο την ονομασία της Χώρας των Βάσκων στη δική τους γλώσσα. Το 2007 η συμφωνία να μπει για πρώτη φορά διαφήμιση στη φανέλα, με την εταιρεία Petronor, σφράγισε μια εποχή και άλλαξε οριστικά ένα κεφάλαιο στη ζωή του τόπου. Τα χρήματα θα βοηθήσουν τη διοίκηση να ανταποκριθεί στις ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες. Η φιλοσοφία, όμως, για ντόπιους παίκτες που αποτελεί οξυγόνο στον οργανισμό του ίδιου του ποδοσφαίρου στις εποχές Μποσμάν, δεν αλλάζει. Και τα αποτελέσματα αυτής της φιλοσοφίας, που παραμένει αναλλοίωτη, να βγαίνουν παιδιά μέσα από τις ακαδημίες και να συνεχίζουν αυτή τη διαφορετικότητα, τα είδαμε ξανά απλόχερα μπροστά στα μάτια μας τη Πέμπτη το βράδυ , στη νίκη επί της Γιουνάιτεντ!

    Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου από το aixmi.gr .
    Ένα μικρό αφιέρωμα σε μια ομάδα, που μαζί με τη Napoli, είναι οι αγαπημένες μου.

    Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

    Το ποδόσφαιρο έχει σενάριο και ηθοποιοί είναι οι παίκτες

    Η Milan δεν είναι απλώς μια ομάδα, αλλά ο σύλλογος που άλλαξε όλο τον τρόπο με τον οποίο πρεσάρουν και αγωνίζονται οι ομάδες τα τελευταία 20 χρόνια.

    Ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος πέρασε το κατώφλι του Milanello, κάνοντας ένα τεράστιο βήμα στην καριέρα του και επιβεβαιώνοντας πόσο σημαντικό είναι για ένα παιδί με ταλέντο να έχει το μυαλό στο κεφάλι και τα πόδια στη γη! Αν τα πάει καλά ή όχι είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, αλλά είμαι βέβαιος πως θα τους πείσει στο Milano πως άξιζε τα χρήματα που έδωσαν για να τον πάρουν από την Genoa.

    Το να ψωνίζει –και μάλιστα ακριβά- αμυντικό μέσα από το Campionato η Milan είναι άξιο αναφοράς! Δεν μιλάμε απλώς για μια ομάδα, αλλά για τον σύλλογο που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο πρεσάρουν και αγωνίζονται οι ομάδες τα τελευταία 20 χρόνια κι αυτό γιατί στο δρόμο της βρέθηκε ένας χαρισματικός άνθρωπος, ο οποίος τόλμησε να κάνει πράξη τα πιο τρελά όνειρά του.

    Η ίδια ιστορία της Milan άλλαξε με μια συνέντευξη Τύπου το 1987, μια και περνούσε τη πόρτα του προπονητικού κέντρου της για να αναλάβει την ομάδα κάποιος που γινόταν δεκτός με αμηχανία από τους ρεπόρτερ. Ο Arrigo Sacchi παρουσιαζόταν επίσημα στον Τύπο, έχοντας ως προϋπηρεσία την καλή δουλειά του στην Parma (που έπαιζε, ωστόσο, στην Serie C), αλλά αυτό που ξεχώριζε στο βιογραφικό του ήταν η δουλειά του στο εργοστάσιο του πατέρα του ως πωλητής παπουτσιών!

    Στην σημερινή εποχή της μιντιακής έκρηξης ανατριχιάζω στη σκέψη ακόμα και να φανταστώ τι θα επακολουθούσε μιας τέτοιας πρόσληψης. Φυσικά εκείνη τη μέρα έμεινε στην ιστορία η ατάκα του στην ερώτηση που του έγινε, αν θεωρεί κατάλληλο τον εαυτό του για τη θέση μιας και δεν είχε παίξει ποτέ ποδόσφαιρο. «Δεν γνώριζα πως για να γίνει κάποιος τζόκεϊ χρειάζεται να ήταν προηγουμένως άλογο».

    Για να καταλάβει κάποιος πόσο σημαντική αποδείχτηκε για το μοντέρνο ποδόσφαιρο η (ακραία όντως) επιλογή του Silvio Berlusconi να αντικαταστήσει τον σεβάσμιο Σουηδό Nils Liedholm (τεράστιος και ως ποδοσφαιριστής και ως προπονητής και στη Milan και στη Roma) με έναν άγνωστο τεχνικό, χρειάζεται να εντρυφήσει λίγο στο πόσο δύσκολο ρόλο αναλάμβανε, όχι για το μέγεθος της Milan, διότι είχε πάρει ένα πρωτάθλημα από το 1968 έως το 1987 (εκείνο του 1979, στην τελευταία σεζόν του Gianni Rivera), αλλά επειδή πριν καταλήξει στα χέρια του Silvio Berlusconi είχε βιώσει μια περίοδο απαξίωσης.

    Στα πρόθυρα χρεοκοπίας

    Το καλοκαίρι του 1983, έχοντας περάσει την τραυματική εμπειρία δύο υποβιβασμών –τον πρώτο το 1980 λόγω της εμπλοκής του προέδρου της και κάποιων παικτών στο σκάνδαλο των στημένων παιχνιδιών και τον δεύτερο το 1982 έπειτα από μια τραγική σαιζόν, η οποία οδήγησε σε πτώση και έφερε τον σύλλογο στα πρόθυρα της χρεοκοπίας- είχε μόλις επιστρέψει στην Serie A και έψαχνε στην αγορά για ενισχύσεις. Κάνει πρόταση στον Άγγλο φορ Tony Woodcock, βασικό με την Nottingham Forest, όταν πήρε τα δύο Κύπελα Πρωταθλητριών στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο οποίος αγωνιζόταν στην γερμανική Κολωνία. Η απάντησή του, ένα ηχηρό χαστούκι: «Προτιμώ να πάω σε μια ομάδα με φιλοδοξίες κι όχι σε ένα μέτριο κλαμπ που ανεβοκατεβαίνει κατηγορίες».

    Όταν ανέλαβε ο Berlusconi τα ηνία, η Milan είχε να παίξει στην Ευρώπη από το 1979. Μέσα σε δυο δεκαετίες, έως το 2007, οι «rossoneri» είχαν μετατραπεί στην κορυφαία ομάδα του πλανήτη από πλευράς τίτλων και το ποδόσφαιρο που έπαιξαν μεταξύ του 1989 έως του 1994 παραμένει σημείο αναφοράς, αλλά η ανάκαμψη ξεκίνησε τη μέρα που ο ιδιόρρυθμος ιδιοκτήτης αποφάσισε να στηρίξει την εξεζητημένη επιλογή του να προσλάβει έναν άγνωστο νέο τεχνικό και να του δώσει πανάκριβους παίκτες για να διαχειριστεί! Ο Marco van Basten από τον Ajax και ο Ruud Gullit από την Eindhoven ήταν προσωπικές επιλογές του Sacchi, ο οποίος είχε μεγαλώσει λατρεύοντας τις ομάδες που έπαιζαν επιθετικά (Ουγγαρία, Honvend, Real) και είχε μαγευτεί από την τελειότητα του Ολλανδικού ποδοσφαίρου. Ο Frank Rijkaard θα γινόταν σύντομα ο τρίτος Ολλανδός της παρέας (ο οποίος έπαιξε δανεικός στην Saragosa, αν και αποκτήθηκε απ’ τον Ajax), αλλά επειδή είχε χάσει τις ημερομηνίες στις οποίες όφειλε να τον δηλώσει η Milan, ο Sacchi ήρθε για πρώτη φορά σε κόντρα με τον Berlusconi, ο οποίος προτιμούσε ως τρίτο ξένο τον Αργεντινό Borgi, που έπαιζε δανεικός στην Como.

    Στις 21 Ιουλίου 1987, όταν η Milan παρουσίασε τα νέα αποκτήματά της, τα φώτα έπεσαν στον 28χρονο Carlo Ancelotti, μεταγραφή από την Roma, για τον οποίον ο Sacchi επέμεινε πολύ. Αν και είχε μείνει στάσιμη η καριέρα του στην «αιώνια πόλη», ο Arrigo διέβλεπε πως είχε τόση ποιότητα, που το κέντρο των «rossoneri» τον χρειαζόταν όπως η γη το νερό της βροχής σε περίοδο ξηρασίας! Γιατί ο Sacchi έκανε αμέσως γνωστό στους παίκτες του πως αυτό που ήθελε βελτίωση, και μάλιστα άμεση, ήταν η αγωνιστική φιλοσοφία, με την εφαρμογή ενός τρόπου pressing ανάλογου με εκείνο των Ολλανδών της δεκαετίας του ’70, αλλά προσαρμοσμένου στις ανάγκες της δεκαετίας που ακολουθούσε!

    Κοντά οι γραμμές!

    Ο Sacchi επέμενε πως ο χώρος ανάμεσα στην άμυνα και την επίθεση οφείλει να είναι σε σύμπτυξη. Η διαφορά με την σκέψη που διατύπωσε ο Rinus Michels σχεδόν δυο δεκαετίες νωρίτερα, γεννώντας την ιδέα του Total Football, είχε να κάνει με τον πιο επιθετικό τρόπο με τον οποίο εφάρμοζε το τεχνητό οφσάιντ η Milan. Αυτό έκανε σχεδόν αδύνατο τον τρόπο παιχνιδιού του αντιπάλου με μπαλιές στην πλάτη της άμυνας. Ο μεγάλος Ajax των 70s έδινε κάποια μέτρα χώρο ανάμεσα στους χαφ και την άμυνα, έχοντας μερικές φορές και μια υπέρμετρη αγωνιστική αλαζονεία, ενώ η Feyenord του Ernst Happel την ίδια περίοδο επέτρεπε ανάμεσα στους επιθετικούς της και τα χαφ να υπάρχει λίγο κενό, χαλαρώνοντας τη θηλιά στον λαιμό του αντιπάλου! Ο Arrigo Sacchi, που είχε περάσει ώρες μελετώντας σε βίντεο αυτές τις συμπεριφορές, κατέληξε σε ένα σύστημα που όλες οι γραμμές ήταν πάρα πολύ κοντά, σχεδόν μέσα σε 25 μέτρα. Όσοι προσπαθούσαν να τους παίξουν κατά μέτωπον, έπρεπε να διασπάσουν τρεις γραμμές με μεγάλη συνοχή! Αυτό έδινε την δυνατότητα στους παίκτες της Milan να μην κουράζονται άσκοπα, να μην ξοδεύουν ενέργεια και να έχουν άμεσες επιλογές μόλις κέρδιζαν ξανά την κατοχή της μπάλας. Ακούγεται απλό, αλλά στην πράξη και μέχρι να το συνηθίσουν δεν ήταν. «Γι’ αυτό η ομάδα θα έπρεπε να κινείται ολόκληρη με ενιαίο τρόπο πάνω και κάτω και από δεξιά στα αριστερά», είπε ο Sacchi μιλώντας στον Jonathan Wilson, συγγραφέα του βιβλίου «Αντιστρέφοντας την πυραμίδα» (Εκδόσεις Polaris) και, εξηγώντας πως το κατάφερε, είπε: «Όταν είχαμε την κατοχή, ήθελα πάντα να βρίσκονται πέντε παίκτες μπροστά από την μπάλα». Ο Sacchi έλεγε πάντα πως το σύστημα ήταν το πιο σπουδαίο πράγμα στο ποδόσφαιρο. «Το ποδόσφαιρο έχει σενάριο», είχε πει σε μια συνέντευξή του. «Οι ηθοποιοί, αν είναι μεγάλοι, μπορούν να ερμηνεύσουν το σενάριο και τα λόγια τους σύμφωνα με την δημιουργικότητά τους, αλλά θα πρέπει να ακολουθούν το σενάριο. Ήμουν ο μόνος που θα μπορούσα να τους καθοδηγήσω και να τους βοηθήσω να αναπτύξουν ένα παιχνίδι με συλλογικά χαρακτηριστικά, κάτι που θα μπορούσε να μεγιστοποιήσει τις δυνατότητες του συνόλου. Η φιλοσοφία μου ήταν να διδάξω τους ποδοσφαιριστές όσα περισσότερα μπορούσα, για να γνωρίζουν όσο το δυνατόν πιο πολλά. Αυτό θα τους έδινε την ικανότητα να πάρουν τη σωστή απόφαση –και να τη πάρουν γρήγορα-, γνωρίζοντας κάθε πιθανό σενάριο μέσα στον αγωνιστικό χώρο».

    Δέκα εναντίον πέντε!

    Όσο κι αν ακούγεται υπερφίαλο, η αλήθεια είναι πως ο Arrigo Sacchi έφερε την μεγαλύτερη επανάσταση στο ποδόσφαιρο μετά τον Rinus Michels κι ουσιαστικά πάνω στη δουλειά που παρουσίασε με τη Milan στο γήπεδο δομήθηκε όλη η επόμενη δεκαετία στο άθλημα.

    Όπως γράφει ο Jonathan Wilson, ο μεγαλύτερος θρίαμβος του Sacchi ήταν ότι μπόρεσε να πείσει τους μεγάλους ποδοσφαιριστές της Milan για την ορθότητα των απόψεών του. «Έπεισα τον Gullit και τον van Basten ότι πέντε οργανωμένοι ποδοσφαιριστές μπορούν να νικήσουν δέκα ανοργάνωτους». Και συνεχίζοντας το εξηγεί: «Πήρα πέντε ποδοσφαιριστές, τον Giovanni Galli στο τέρμα και τους Mauro Tassoti, Paolo Maldini, Alessandro Costacurta και Franco Baresi. Απέναντί τους υπήρχε μια δεκάδα από τους Ruud Gullit, Marco van Basten, Frank Rijkaard, Pietro-Paolo Virdis, Alberigo Evani, Carlo Ancelotti, Angelo Colombo, Roberto Donnadoni, Christian Lantignotti και Graziano Mannari. Είχαν ένα τέταρτο για να βάλουν γκολ ενάντια στους πέντε δικούς μου και ο μόνος κανόνας ήταν ότι αν κερδίζαμε την μπάλα ή την έχαναν, επειδή έβγαινε πλάγιο ας πούμε, έπρεπε να ξαναρχίσουν δέκα μέτρα πίσω από τη γραμμή που άρχιζε το δικό τους μισό του γηπέδου. Το κάναμε συνέχεια και δεν έβαλαν γκολ. Ποτέ»

    Αυτό ήταν το νέο pressing, ένα κλειδί για τον καινούργιο ποδοσφαιρικό παράδεισο, αλλά όχι με τον τρόπο που το έκαναν κάποτε η Dynamo Κιέβου, η Εθνική Ολλανδίας, ο Ajax, ακόμα και η Bayern Μονάχου, που κυνηγούσαν τον παίκτη μόλις είχε κατοχή. Και αυτό επειδή ο Sacchi είχε την ευφυΐα να διαπιστώσει πως, παρά την λατρεία που έτρεφε στους Ολλανδούς, ήταν τελείως διαφορετικοί από τους Ιταλούς ως κορμιά και ως τρόπος σκέψης. «Αυτοί ήταν πιο αθλητικοί, ενώ εμείς βασιζόμασταν περισσότερο στην τακτική. Κάθε ποδοσφαιριστής έπρεπε να βρίσκεται στην σωστή θέση. Στο αμυντικό κομμάτι όλοι οι παίκτες μας είχαν τέσσερα σημεία αναφοράς: την μπάλα, τον χώρο, τον αντίπαλο και τους συμπαίκτες τους. Κάθε κίνηση έπρεπε να είναι μια λειτουργία αυτών των τεσσάρων σημείων αναφοράς. Κάθε ποδοσφαιριστής έπρεπε να αποφασίσει πιο από τα τέσσερα σημεία θα καθόριζε τις κινήσεις του.

    Το pressing δεν είχε να κάνει με το τρέξιμο και την σκληρή δουλειά. Είχε να κάνει με τον έλεγχο του χώρου. Ήθελα οι ποδοσφαιριστές μου να νιώθουν δυνατοί και οι αντίπαλοι αδύναμοι. Αν αφήναμε τους αντιπάλους μας να παίξουν με τον τρόπο που είχαν συνηθίσει, η αυτοπεποίθησή τους θα μεγάλωνε. Αν, όμως, τους εμποδίζαμε, τότε η αυτοπεποίθησή τους θα δεχόταν πλήγμα. Εδώ βρισκόταν και το κλειδί. Το δικό μας pressing βασιζόταν στην ψυχολογία όσο και στη δύναμη και ήταν πάντα μια ομαδική υπόθεση. Ήθελα και οι 11 ποδοσφαιριστές μου να βρίσκονται σε μια «ενεργή» θέση, η οποία να επηρεάζει τον αντίπαλο όταν δεν είχαμε την κατοχή. Κάθε κίνηση θα έπρεπε να είναι αποτέλεσμα συνεργασίας και να εξυπηρετεί ένα συλλογικό σκοπό. Έπρεπε να υπάρχει μια ομοφωνία στις κινήσεις», λέει ο Sacchi και αυτό αποδείχτηκε το εφαλτήριο για τις μεγάλες επιτυχίες των επόμενων χρόνων.

    Αν παρακολουθήσει κανείς βίντεο από αγώνες της εποχής, θα μείνει με την εντύπωση πως οι ποδοσφαιριστές της Milan σε όλα τα ματς είναι πιο γυμνασμένοι και δυνατοί από τους αντιπάλους τους. Αυτά, όμως, που τους έδιναν αβαντάζ ήταν η κίνηση και η σωστή θέση που είχαν στον χώρο και τους έκαναν να φαίνονται μεγαλόσωμοι!

    Ο Arrigo Sacchi έφερε την επανάσταση με τους διαφορετικούς τύπους pressing που εφάρμοζε η Milan και τους άλλαζε ανάλογα με το παιχνίδι. «Υπήρχε το μερικό pressing, το οποίο χρησιμοποιούσαμε περισσότερο για να κατευθύνουμε το παιχνίδι. Υπήρχε το ολοκληρωτικό pressing, που είχε να κάνει με την ανάκτηση της κατοχής, και υπήρχε και το ψευδο-pressing όταν προφασιζόμασταν ότι πρεσάραμε, αλλά στην ουσία χρησιμοποιούσαμε τον χρόνο για να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας», εξήγησε ο Arrigo Sacchi στον Jonathan Wilson και αυτό το πρωτοποριακό pressing βασιζόταν στους τέσσερις αμυντικούς που έπαιζαν όχι με λίμπερο, αλλά στην ευθεία. «Κάθε παίκτης ήταν απαραίτητος τόσο αμυντικά όσο και επιθετικά. Υπήρξαμε μια ομάδα που οι παίκτες ήταν το κλειδί και όχι οι θέσεις», εξήγησε σε συνέντευξή του ο Paolo Maldini, απονέμοντας τα εύσημα στον άνθρωπο που άλλαξε την εικόνα του ποδοσφαίρου και που έδωσε απάντηση στο αιώνιο ερώτημα αν μπορείς να κερδίζεις παίζοντας και ωραία! Για κάποιον που έγινε τελικά εξαιρετικός τζόκεϊ, αν και δεν είχε υπάρξει ποτέ άλογο, όπως είχε πει ο ίδιος τόσο εύστοχα, η συνεισφορά του στο μοντέρνο ποδόσφαιρο υπήρξε συγκλονιστικά εντυπωσιακή!

    Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου. Από την εφημερίδα «SportDay» της Τετάρτης, 21ης Ιουλίου 2010

    Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

    Γυφταριό στις συμπεριφορές

    Με προπονητή πηγαίνεις στο τουρνουά, και πάλι βλέπουμε πόσο δύσκολο είναι. Lipi, Agire, Hitschfeld, Kapello, Bielsa, Antic, Olsen, άντε και Rehagel. Πολύ περισσότερο, να πηγαίνεις δίχως προπονητή. Κάποτε, μπορεί να μη χρειαζόταν. Ο Helmut Shoen π.χ. δεν ήταν προπονητής.

    Και τον κατήργησαν το ‘74, de facto, ο Beckenbauer με τους αυλικούς του στη Manschaft. Τώρα, καλώς ή κακώς, δεν αρκούν οι top παίκτες. Με όλη τη σχετικότητα, φυσικά. Γιατί κι η Ουρουγουάη έχει προπονητή, αλλά μόνο Κύριος οίδε πώς (ο Tabarez) το φαντάστηκε ότι μπορεί να κερδίσει προημιτελικό Μουντιάλ με σέντερ φορ στην «τελική ευθεία» του ματς τον Ambreu, σαν να βλέπεις Εθνική Ελλάδας με Σταύρο Λαμπριάκο στην αιχμή της επίθεσης ένα πράγμα. Και με τον hot Suarez εξόριστο στο δεξιό άκρο της μεσαίας γραμμής. Δεν τον κέρδισε εντέλει, τον προημιτελικό. Μονάχα, του(ς) έκατσε! Όπως του(ς) έκατσε, γενικότερα, το βατό μονοπάτι. Να περάσουν από Νότια Κορέα και Γκάνα, κι αυτό να ‘ναι αρκετό για να φτάσουν στους«4». Τέτοια σύνθεση αντιπάλων, εύκολα αντιστοιχεί σε, απλώς, έναν απ’ τους οκτώ ομίλους της αρχικής φάσης. Όχι σε προέλαση, έως εδώ. Έως την άκρη του πιο άγριου ονείρου.

    Εκείνοι που, μπροστά απ’ οποιουσδήποτε άλλους, πήγαν στο τουρνουά «δίχως προπονητή» είναι, εννοείται, τα δύο big boys. Βραζιλία, Αργεντινή. Πήγαν με δύο αρχηγούς που μια φορά κι έναν καιρό «το είχαν σηκώσει», Dunga στην Pasadenaτο '94, Maradona στο Mexico City το '86. Πήγαν με δύο δεκάρια που, δεν μπορεί, τι διάολο, όλο και κάτι θα σκαρφιστούν να κάνουν για να συγκαλύψουν την ανυπαρξία του ολοκληρωμένου επιθετικού πλάνου. Kaka, Messi, το ψωμοτύρι στη γλώσσα του καλού Otto.

    Πήγαν με κυνηγούς που είτε είναι μάγκες είτε θα τους έκαναν μάγκες τα δεκάρια πίσω τους. Οπως πήγαν, με τα μυαλά που πήγαν, έτσι επέστρεψαν. Το 2014, ας δώσουν τις δουλειές στον Romario και στον Batistuta!

    Χάρηκα τον αποκλεισμό της Βραζιλίας, περίμενα τον αποκλεισμό της Αργεντινής. Χάρηκα για τη Βραζιλία, όχι λόγω... Ολλανδίας, το ίδιο όσο και το 2006 που τους είχε στείλει σπίτι ένα γκολ του Henry στον προημιτελικό. Χάρηκα επειδή βγάζουν, ιδίως έβγαζαν στη Γερμανία τότε, μια «γλώσσα σώματος» που μας έλεγε μες στα μούτρα ότι, στο περίπου, και μόνο που εμφανίζονται να παίξουν, κάνουν χάρη στην ανθρωπότητα του ποδοσφαίρου. Ότι και πολύ μας είναι, που καταδέχονται να τους βλέπουμε. Αυτή τη φορά, χάρηκα γιατί παραήταν γυφταριό στις συμπεριφορές τους.

    Κάθε που σφύριζε ο διαιτητής εις βάρος τους, πήγαιναν και, δεν του μιλούσαν απλώς, ολόκληρη συνέντευξη Τύπου του έδιναν, με τον δείκτη του χεριού προτεταμένο, διδασκαλικά, σαν να τα ‘λεγαν σ’ εκείνον που αντιλαμβάνονταν για υποτακτικό τους. Υπέρ τους σφύριζε ο διαιτητής, πάλι... πρες κόνφερανς. Δεν σφύριζε ο διαιτητής, εκεί ήταν η κορύφωση. Βούτηξε μια φορά δίπλα στην πλάγια γραμμή ο Maicon, με την άμοιρη Χιλή νομίζω, ουδείς τον ακούμπησε, δεν ακούστηκε σφύριγμα. Ποιος τον είδε μετά, τον Maicon, και δεν ζάρωσε από τρόμο. Ο Θεός ο ίδιος είχε κατεβεί στη Γη, εξοργισμένος, κι έστελνε κεραυνούς!

    Υστερα, πώς χτυπούσαν. Ανέμελα, άγαρμπα, αδιακρίτως, ατιμώρητα. Ποιος... Felipe Melo; Ο Lucio, ό,τι περνούσε «σε ακτίνα», του ‘δινε (μ’ αυτό το αμπλαούμπλικο στυλ) και καταλάβαινε, σίγουρος ότι δεν θα υποστεί συνέπεια. Θέριζε. Τι στον κόρακα, κάπτεν της Celesao! Ο Luis Fabiano, παίζοντας πιο πολύ με τα χέρια παρά με τα πόδια, μελάνιασε στο ξύλο όποιον σέντερ μπακ πλησίαζε. Ο Dani Alves «κριστιάνιζε» κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν, κι ο Michel Bastos φαινόταν δυστυχισμένος ότι δεν τον έπαιρνε να κριστιανίσει, ενώ θα το ‘θελε, πιο αξιοθρήνητα κι απ’ τον βεριτάμπλ Christiano Ronaldo. Είναι ο λόγος που δεν μου γέννησε τόση χαιρεκακία, ο αποκλεισμός της Αργεντινής. Αυτοί, τουλάχιστον, δεν σημάδευαν ψαχνό... κι όποιον δύστυχο πάρει ο χάρος. Αυτοί είχαν άλλο θέμα. Από τύχη, δεν το πλήρωσαν με το Μέξικο. Με τη Γερμανία, δεν έφτανε όλη η τύχη του σύμπαντος. Το συνειδητοποίησα, το θέμα τους, όταν πήγα στην αίθουσα Τύπου μετά τον αγώνα με την Ελλάδα στο Polokuane.

    Δεν μπορούν να φανταστούν, ακόμη και να ξαναδούν τον εαυτό τους στο βίντεο δεν μπορούν να το συλλάβουν, πόσο χαμηλά έπεσαν και ο Maradona και ο Messi με το μυξιάρικο faux κλάμα ότι... τους παίξαμε βρόμικα κι ότι ο Ουζμπέκος ρέφερι «ήταν με την Ελλάδα».

    Σαν να ‘χουν παίξει Παναθηναϊκός-Καλλιθέα, κι ο Νιόπλιας με τον Καραγκούνη να ‘ναι μες στη μίρλα ότι ο διαιτητής ήταν με την Καλλιθέα! Ο οποίος Ουζμπέκος, μια χαρά πρόοδο κάνει το παλικάρι κι άλλη τόση να κάνει στο μέλλον, αλλά εκείνο το βράδυ σφύριζε σαν να ‘ταν, όχι στο Polokuane, μόνο μες στην «Bombonera». Το θέμα της Αργεντινής είναι ότι εννοούσαν, για να δοξαστεί το θεαματικό ποδόσφαιρο τάχα, να μην τους μαρκάρουν οι αντίπαλοι. Δεν το ήθελαν, να τους κλείνουν. Δεν ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν, ν’ ανταγωνιστούν, να ματώσουν για ν’ ανοίξουν οι χώροι. Ηθελαν, μονάχα, τους χώρους «εξ ορισμού» δικούς τους. Την πλήρη ελευθερία, για να ξεδιπλώσουν το show. Διάλεξαν, μάλλον, λάθος μέρος. Αντί να πάνε στο τσίρκο, όπου όλα αυτά θα μπορούσαν να τα έχουν βάλει «στο συμβόλαιο» της εμφάνισής τους, αυτοί ταξίδεψαν στο Παγκόσμιο Κύπελλο...

    Του Αλέξη Σπυρόπουλου. Από το web site της εφημερίδας ΕΞΕΔΡΑ ΤΩΝ ΣΠΟΡ


    Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

    Π.Α.Σ. ΓΙΑΝΝΙΝΑ: Τα γενέθλια του «Άγιαξ»

    Γενέθλια έχει στις 8 Ιουλίου, ο Π.Α.Σ. Γιάννινα. Κλείνει τα 43 χρόνια παρουσίας του στο Ελληνικό ποδόσφαιρο, με τη ευχή χιλιάδων φιλάθλων να μείνει στην αιωνιότητα και να έχει επιτυχίες.

    Ήταν 8 Ιουλίου του 1966, όταν δημοσιεύτηκε στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων η υπ’ αριθμόν 366/1966 απόφαση με την οποία εγκρίθηκε το καταστατικό ίδρυσης του Π.Α.Σ. Γιάννινα. Λίγες μέρες αργότερα, εξελέγη η πρώτη διοίκηση και ανέτειλε το άστρο αυτής της μεγάλης και θρυλικής ομάδας.

    Βέβαια, το ποδόσφαιρο στα Γιάννινα δεν άρχισε να υφίσταται στις 8 Ιουλίου του 1966. Δεκαετίες νωρίτερα, υπήρχαν τρεις ομάδες, ο Αβέρωφ, ο Ατρόμητος και ο Ολυμπιακός Ιωαννίνων, με κύριο χαρακτηριστικό τις μεγάλες μάχες που γίνονταν στα μεταξύ τους παιχνίδια που ήταν ντέρμπι. Κάποια στιγμή, οι αθλητικοί παράγοντες της εποχής διαπίστωσαν ότι με το να υπάρχουν τρεις ομάδες στα Γιάννινα και να «τρώγονται» μεταξύ τους το γιαννιώτικο ποδόσφαιρο δεν θα δει ποτέ του άσπρη μέρα. Έτσι, από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και μετά, άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα της συγχώνευσης. Το 1962 έλαβε χώρα η πρώτη συγχώνευση μεταξύ του Ατρομήτου και του Ολυμπιακού, από την οποία προήλθε ο «Αθλητικός Όμιλος Ιωαννίνων». Τόσο ο Α.Ο.Ι. όσο και ο Αβέρωφ κατάφεραν να βγουν στην Β’ Εθνική κατηγορία, χωρίς όμως να καταφέρουν να παρουσιάσουν κάτι το ξεχωριστό.

    Με μοναδική εξαίρεση την εκπληκτική πορεία του Αβέρωφ στο Κύπελλο, όπου το 1963 αποκλείστηκε στην ημιτελική φάση από τον Πιερικό και παρά τις έντονες αντιθέσεις και τις τοπικές κόντρες, το 1966 πάρθηκε η μεγάλη απόφαση να συγχωνευτούν ο Α. Ο. Ιωαννίνων και ο Αβέρωφ και να δημιουργηθεί μια ισχυρή ομάδα στα Γιάννινα, με στόχο να ανέβει στη Α’ Εθνική.

    Οι γενικές συνελεύσεις των δύο σωματείων αποφάσισαν να επέλθει συγχώνευση, κατόπιν αλλεπάλληλων πιέσεων και από τους φορείς του τόπου. Στην αρχή είχαν αποφασίσει το νέο σωματείο να ονομαστεί «Δωδώνη», αλλά δεν τους έβγαινε ωραία στα συνθήματα. Τελικά, αποφάσισαν με πρόταση του αείμνηστου δικηγόρου των Ιωαννίνων, Πύρρου Ναθαναήλ, να ονομαστεί «Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα». Μάλιστα, για να μη χαθεί η Β’ Εθνική Κατηγορία, αποφασίστηκε ο Α.Ο.Ι. να μετονομαστεί σε Π.Α.Σ. Γιάννινα και ο Αβέρωφ να μετονομαστεί σε Π.Α.Σ. Μπιζάνι, που θα αποτελούσε και το φυτώριο του Π.Α.Σ. Έτσι, στις 8 Ιουλίου του 1966 εκδόθηκε η 366/1966 απόφαση του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με την οποία ο Α.Ο.Ι. μετονομάστηκε σε Π.Α.Σ. Γιάννινα και έλαβε μέρος στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής της περιόδου 1966-1967. Την ίδια μέρα πάλι, από το Πρωτοδικείο εκδόθηκε και η υπ’ αριθμόν 370/1966 απόφαση για την μετονομασία του Αβέρωφ σε Π.Α.Σ. Μπιζάνι.

    Στην αρχή τηρούνταν οι λεπτές ισορροπίες για να «περπατήσει» η συγχώνευση. Την διοίκηση του Π.Α.Σ. απάρτιζαν άνθρωποι απ’ όλα τα πρώην σωματεία, όπως και ποδοσφαιριστές, αλλά με τον καιρό και η τοπική κοινωνία δέχτηκε τα νέα δεδομένα και αγκάλιασε τη νέα ομάδα, δηλ. τον Π.Α.Σ. Γιάννινα. Στα πρώτα χρόνια στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής, δεν υπήρχαν και μεγάλες διακρίσεις.

    Από το 1971 και μετά άρχισε ναχτίζεται σταδιακά η μεγάλη ομάδα, καθώς έφτασαν στα Γιάννινα οι Αργεντίνοι άσσοι Εδουάρδος Κοντογιωργάκης, Αλφρέδο Γκλασμάνης, Χουάν Μοντέζ, Όσκαρ Αλβαρέζ, Εδουάρδο Λίσσα, Τίτο Παστερνάκης. Από το 1973 και μετά έγινε η πανίσχυρη ομάδα του «Άγιαξ της Ηπείρου», που το 1974 ανέβηκε για πρώτη φορά στην Α’ Εθνική μέσα σε ένα ντελίριο των Ηπειρωτών φιλάθλων.

    Στην Α’ Εθνική ο Π.Α.Σ. έμεινε για 10 ολόκληρα χρόνια, γράφοντας χρυσές σελίδες δόξας στην ιστορία του. Χρειάζεται ένα ολόκληρο βιβλίο για να καταγραφούν εκείνες οι μεγάλες επιτυχίες. Τη σεζόν ‘83-’84 ήρθε ο πρώτος υποβιβασμός στην Β’ Εθνική έπειτα από αγώνα μπαράζ με τον Πανιώνιο στη Λάρισα. Επανήλθε στη μεγάλη κατηγορία την επόμενη χρονιά, αλλά σιγά-σιγά άρχισαν τα πέτρινα χρόνια και οι δύσκολες καταστάσεις. Στην μεγάλη κατηγορία αγωνίστηκε την διετία 1985-1987 και τις σεζόν 1990-1991, 2000-2001, 2002-2003. Τα υπόλοιπα χρόνια ήταν στη Β’ Εθνική, φτάνοντας δύο φορές και στη Γ’ Εθνική.
    Οι μεγάλες στιγμές για όλους τους Ηπειρώτες φιλάθλους ήταν την δεκαετία 1972-1982, κατά την οποία σημειώθηκαν οι μεγάλες επιτυχίες, καταλαμβάνοντας μάλιστα και την 5η θέση την αγωνιστική περίοδο 1975-1976.

    Γιατί τον είπαν «Άγιαξ της Ηπείρου»

    Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 που άρχισε να ανεβαίνει ο Π.Α.Σ. και να παίζει καταπληκτικό ποδόσφαιρο, μεσουρανούσε στην Ευρώπη ο Άγιαξ της παρέας του Γιόχαν Κρόιφ, που κέρδισε τον Παναθηναϊκό 2-0 στον Τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στις 2 Ιουνίου του 1971 στο «Γουέμπλεϋ». Επειδή και ο Π.Α.Σ. έπαιζε φανταιζί ποδόσφαιρο, τον ονόμασαν «Άγιαξ της Ηπείρου». Μάλιστα, φορούσε και τις ίδιες χαρακτηριστικές φανέλες με τον Ολλανδό Αίαντα, με την μόνη διαφορά ότι αυτή η χαρακτηριστική πλατιά κάθετη ρίγα στη μέση, ήταν για τον Π.Α.Σ. μπλε και όχι κόκκινη όπως των Ολλανδών.

    Όταν ο Π.Α.Σ. έγινε τραγούδι

    «Π.Α.Σ. Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου, μη σας τρομάζει τίποτε, απόγονοι του Πύρρου…
    Π.Α.Σ., Π.Α.Σ., Π.Α.Σ., και σύντομα θα πας στην Α’ Εθνική ομάδα θρυλική…»
    Αυτές είναι μερικές από τις στροφές των στίχων του ιστορικού ύμνου του Π.Α.Σ.., που έγραψε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο γνωστός Ηπειρώτης τραγουδιστής Αλέκος Κιτσάκης, «το αηδόνι της Ηπείρου». Το τραγούδι αυτό το τραγουδούσαν μικροί και μεγάλοι και όπως θυμάται ο Αλέκος Κιτσάκης, ο δίσκος πούλησε πάνω από 500.000 κομμάτια, ρεκόρ για τα δεδομένα της εποχής. «Έχω κάνει πάνω από 2.000 τραγούδια στα 50 χρόνια της καριέρας μου, αλλά τον ύμνο του Π.Α.Σ. τον κατατάσσω ανάμεσα στις 10 πιο μεγάλες επιτυχίες» μας λέει ο Κιτσάκης, που πέρασε στην Ιστορία σαν ως υμνωδός του Π.Α.Σ.


    pas-hymn.mp3 -

    Ακούστε τον Ύμνο του Π.Α.Σ. Γιάννινα

    Τo TOP-10 των επιτυχιών
    1. ’74-’75: Π.Α.Σ.- Παναθηναϊκός 2-0 (Αλβαρέζ [2])
    2. ’75-’76: Π.Α.Σ.- Π.Α.Ο.Κ. 2-0 (Αλβαρέζ , Γκλασμάνης)
    3. ’75-’76: Π.Α.Σ.- Ολυμπιακός 3-0 (Κοντογιωργάκης, Αλβαρέζ, Μπρεντάνος)
    4. ’75-’76: Π.Α.Σ.- Παναθηναϊκός 2-1 (Μπρεντάνος [2] – Λιβαθηνός)
    5. ’75-’76: Π.Α.Σ.- Α.Ε.Κ. 2-0 (Αλβαρέζ, Τόσκας [αυτ.])
    6. ’77-’78: Παναθηναϊκός - Π.Α.Σ. 2-3 (Γκλασμάνης [2], Δημ. Σεϊταρίδης – Ελευθεράκης, Ασλανίδης)
    7. ’79-’80: Π.Α.Σ.- Παναθηναϊκός 4-1 (Τσιριμώκος [2], Παπαχρήστου, Σεϊταρίδης - Κόβης)
    8. ’80-’81: Π.Α.Σ.- Παναθηναϊκός 2-1 (Ανανιάδης [2], - Ντουρονικολάε)
    9. ’81-’82: Π.Α.Σ.- Ολυμπιακός 2-1 (Παπαγεωργίου, Ανανιάδης - Βαμβακούλας)
    10. ’85-’86: Π.Α.Σ.- Ολυμπιακός 3-1 (Μανέφσκι, Παρασκευόπουλος, Χαρίσης - Αναστόπουλος).

    Τρίτη 5 Μαΐου 2009

    Τορίνο: Ζώντας στη σκιά της τραγωδίας…

    Ηταν γραφτό να τη λυγίσει μονάχα η μοίρα

    4 Μαΐου 1949 - 4 Μαΐου 2009.

    Υπήρξε ό,τι καλύτερο είχε βγάλει το ιταλικό ποδόσφαιρο σε επίπεδο συλλόγων. Αγαπήθηκε παράφορα και έφυγε τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε να φθαρεί. Στο διάβα της δεν νικούσε απλώς. Ανάγκαζε τον αντίπαλο να υποκλιθεί. Σε εκείνη τη μοιραία πτήση της 4ης Μαΐου του 1949 η μοίρα θαρρείς πως ήθελε να βάλει τέρμα στη μεγαλύτερη ομάδα που είχε δει έως τότε ο πλανήτης. Η Τορίνο -που έσβησε σε εκείνα τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν, το συννεφιασμένο απόγευμα στη Σουπέργκα, όταν το αεροπλάνο που τη μετέφερε από τη Λισσαβόνα συνετρίβη στην Μπαζίλικα- είναι ένας μύθος. Και δεν πρόκειται ποτέ να ξεπεραστεί. Ακριβώς γιατί έφυγε ενώ ακόμα δεν είχε κάνει τον κύκλο της.

    Σε εκείνα τα πρώτα χρόνια, μετά τη δίνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιταλία, ντροπιασμένη και ηττημένη, δεν είχε πολλά πράγματα που την άφηναν να έχει ψηλά το κεφάλι. Εκτός από την «Γκρανάτα». Ως ομάδα δεν είχε αντίπαλο. Στο εσωτερικό άφηνε τη σκόνη της να καλύπτει τους υπόλοιπους. Και εκτός συνόρων αντιμετώπιζε στα ίσα οποιονδήποτε. Οποιονδήποτε εκτός από τη μοίρα, όπως αποδείχθηκε!

    Ο Βαλεντίνο Ματσόλα ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης ανάμεσα σε μία ενδεκάδα που ήταν πολλοί σταρ, με την έννοια της εποχής φυσικά. Απλά παιδιά με χάρισμα στο να χαϊδεύουν και όχι να κλοτσούν την μπάλα! Ο Μπατσικαλούπο, ο Μπαλαρίν, ο Οσόλα, ο Γκρέζαρ, ο Καστιλιάνο, ο Γκαμπέτο, ο Γκράβα, ο Λόικ, ο Σούμπερτ, ο Ριγκαμόντι. Οι περισσότεροι απ' αυτούς, εργάτες στη βιομηχανία της FIAT. Αυτή που ανήκε στον δογματικό... εχθρό, την οικογένεια Ανιέλι, ιδιοκτήτρια της Γιουβέντους. Μάλιστα ο Ματσόλα, με τη μεταγραφή από τη Βενέτσια στην Τορίνο, έφυγε από το εργοστάσιο της Alfa Romeo για να ενταχθεί και αυτός στη FIAT!

    Η μοιραία πτήση εκείνο το συννεφιασμένο απόγευμα πήρε στον άλλο κόσμο 31 ανθρώπους. Από αυτούς οι 18 ήταν τα μέλη του πραγματικά πρώτου μεταπολεμικού ποδοσφαιρικού κολοσσού. Της μόνιμης πρωταθλήτριας για πέντε σερί σεζόν, Τορίνο.

    Μια ομάδα που έπαιζε (βασισμένη στο WM του Χέρμπερτ Τσάπμαν) με 5 επιθετικούς και με βασικό σκοπό το θέαμα. Γιατί το αποτέλεσμα ήταν διαδικαστικό θέμα. Δηλαδή πόσο (και όχι αν) θα κέρδιζε. Και αυτή η… ανία που προκαλούσε η συνεχιζόμενη κυριαρχία της Τορίνο, αντί να δημιουργεί συσπείρωση απέναντί της, ως εκ θαύματος γεννούσε καινούργιους φίλους και θαυμαστές!

    Τα ρεκόρ που έκανε εκείνη η ομάδα παραμένουν αξεπέραστα και μόνο η ξέφρενη κούρσα της Ιντερ προς τον τίτλο το 2007 απείλησε κάποια απ' αυτά. Το 10-0 επί της Αλεσάντρια είναι ακόμα η μεγαλύτερη νίκη που σημειώθηκε ποτέ στο Καμπιονάτο, οι 21 σερί νίκες μοιάζουν ασύλληπτη επίδοση, τα 125 γκολ σε μία σεζόν ζαλίζουν, τα 89 εκτός έδρας τέρματα σε μία περίοδο ακούγονται εξωπραγματικά. Και, ακόμα, οι 19 νίκες σε 20 εντός έδρας ματς με το 3,78 μέσο όρο στα γκολ ανά παιχνίδι είναι η επιβεβαίωση πως τέτοια υπερομάδα δεν εμφανίστηκε ποτέ στο ιταλικό ποδόσφαιρο.

    Η Τορίνο του Ματσόλα, όπως και η Χόνβεντ του Πούσκας, ήταν οι μεγαλύτερες άτυχες όσον αφορά τον χρόνο που ξεκίνησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Αν η ιδέα για τη δημιουργία του σπουδαιότερου διασυλλογικού Κυπέλλου είχε συλληφθεί λίγα χρόνια νωρίτερα, η Τορίνο μπορεί να ήταν εκεί δίπλα με τη Ρεάλ, τη Μίλαν, τη Λίβερπουλ, την Μπάγερν και τον Αγιαξ.

    Στην ισοπεδωτική σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει το μεγαλείο αυτού του εκπληκτικού γκρουπ παικτών που χάθηκε, σαν κάστρο από άμμο στην ακροθαλασσιά, πριν από ακριβώς 60 χρόνια. Μέσα, όμως, από τα ασπρόμαυρα φιλμ της εποχής αναδύεται μια μαγεία. Μια διαφορετικότητα. Μια ξεχωριστή ποιότητα που πηγάζει από καθετί το οποίο εσύ αναγκάζεσαι να χρωματίσεις και να ζωντανέψεις με τη φαντασία σου. Πιθανότατα αυτός ο ρομαντισμός δεν έχει πλέον θέση στον 21ο αιώνα.

    Ίσως γιατί με το χρώμα στα φιλμ (και στη ζωή μας) χάθηκε και η δύναμη για όνειρα. Όνειρα τα οποία ομάδες όπως η «Invincibile Granata», η αήττητη «Γκρανάτα», κρατούσαν ζωντανά. Ένας Ιταλός σκηνοθέτης προσπάθησε το 2001 να δημιουργήσει μια ταινία με θέμα την Τορίνο. Στην πορεία «κόλλησε». Δεν συγκέντρωσε το υλικό που χρειαζόταν, βρήκε και κάποιες πόρτες κλειστές, οπότε παραιτήθηκε της προσπάθειας. Ίσως αυτό να ήταν θέλημα Θεού. Γιατί τους αληθινούς θρύλους δεν μπορείς να τους φυλακίσεις σε ένα φιλμ. Να τους αιχμαλωτίσεις σε γήινες διαστάσεις.

    Το ερειπωμένο «Φιλαντέλφια», το γήπεδο στο οποίο μεγαλούργησε η τεράστια «Τόρο», στέκεται στοιχειωμένο. Οι οπαδοί θαρρείς πως περιμένουν τη μέρα που η ομάδα θα ξαναγυρίσει στο σπίτι της σαν τον ερχομό της Δευτέρας Παρουσίας. Συγκεντρώνουν υπογραφές, κάνουν εκκλήσεις, προσπαθούν να ξαναζωντανέψουν το άδειο αυτό κουφάρι, δίνοντάς του ζωή και πνοή μέσα από τις ενέργειές τους. Αυτό δεν φαίνεται, όμως, να συμβαίνει. Παρ' όλα αυτά, δεν απογοητεύονται και παλεύουν.

    Μέχρι τότε οι άνθρωποι που μένουν γύρω από το στάδιο ορκίζονται πως τις νύχτες ακούνε φωνές. Πως διακρίνουν σκιές μέσα στο σκοτάδι να αλλάζουν μπαλιές. Να προσφέρουν σκηνές αληθινής ποδοσφαιρικής μαγείας. Αυτές που δεν πρόλαβαν να δώσουν απλόχερα σε όλο τον πλανήτη εξαιτίας της μοιραίας πτήσης της 4ης Μάη του 1949.

    Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου. Από την Sport Day της Τρίτης 5 Μαΐου 2009

    Τορίνο: Ζώντας στη σκιά της τραγωδίας…

    Συμπληρώνονται 60 χρόνια από την ημέρα που μια αεροπορική τραγωδία άλλαξε την ιστορία του ιταλικού και ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, αφανίζοντας μια από τις μεγαλύτερες ομάδες που γνώρισε ο κόσμος. Η Τορίνο, η θρυλική «Granata» που είχε σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά της, σταμάτησε να υπάρχει στις 4 Μαΐου 1949, στις 17:05, όταν το αεροπλάνο που την μετέφερε συνετρίβη στο λόφο Superga , λίγο έξω από την πόλη.

    Εκείνη την ημέρα 18 ποδοσφαιριστές και πέντε μέλη του τεχνικού επιτελείου της ομάδας χάθηκαν στα συντρίμμια του αεροσκάφους και πήραν μαζί τους και τις εικόνες μιας ολόκληρης εποχής χωρίς ευρωπαϊκές διοργανώσεις και δυστυχώς, χωρίς τηλεόραση. Ανάμεσά τους οι Μέντι , Οσόλα , Γκαμπέτο, Ριγκαμόντι και κυρίως ο Βαλεντίνο Ματσόλα. Ο πατέρας του Σάντρο Ματσόλα που αγωνίστηκε στη μεγάλη Ίντερ της δεκαετίας του ’60, φορώντας πάντα τη φανέλα με το 10, όπως και ο πατέρας του. Η «Grande Torino» ήταν ένα δημιούργημα του Φερούτσιο Νόβο ο οποίος συγκέντρωσε ότι καλύτερο είχε αφήσει ο πόλεμος στην Ιταλία. Με ηγέτη τον Ματσόλα και άλλους 9 διεθνείς ποδοσφαιριστές, σάρωσε τα πάντα. Κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα από το 1943 έως το 1949 (το 1944 και 1945 δεν έγινε πρωτάθλημα λόγω του πολέμου), με αποκορύφωμα τον τίτλο του 1948, όταν και σε 40 αγώνες πέτυχε 125 γκολ! Μια ομάδα που έμεινε 93 παιχνίδια αήττητη στο γήπεδό της, το Θρυλικό «Stadio Filadelfia». Είναι χαρακτηριστικός ο αγώνας της εθνικής Ιταλίας απέναντι στην Ουγγαρία στις 11 Μαΐου 1947, όταν η αρχική ενδεκάδα απαρτίστηκε από ποδοσφαιριστές της Τορίνο, με εξαίρεση τον τερματοφύλακα της Γιουβέντους, Σεντιμέντι!

    Το χρονικό της τραγωδίας…

    Όπως συμβαίνει συνήθως με τα ιστορικά γεγονότα, όλα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά εάν δεν υπήρχαν κάποιες φαινομενικά αθώες συνισταμένες. Ο Ζοζέ Φερέιρα, ο άσος της Μπενφίκα, που είχε περάσει από την Ιταλία και την Τζένοα, εκμυστηρεύθηκε στον φίλο του, Βαλεντίνο Ματσόλα, ότι πριν σταματήσει το καλοκαίρι το ποδόσφαιρο, θα ήθελε να έχει την τιμή να αγωνιστεί για τελευταία φορά με αντίπαλο την «Granata».

    Ο Ματσόλα αποφάσισε να σεβαστεί την επιθυμία του και η Τορίνο ζήτησε από την Ιταλική Ομοσπονδία την μετάθεση του αγώνα πρωταθλήματος με την Ιντερ για τις 30 Απριλίου, κάτι που έγινε δεκτό. Οι Ιταλοί βρέθηκαν στην Λισαβόνα στις 3 Μαΐου. Ο εορταστικός αγώνας ανάμεσα στην Μπενφίκα και την Τορίνο ήταν ένα εκπληκτικό παιχνίδι με τους Πορτογάλους να κερδίζουν με 4-3. Έμελλε να είναι και η τελευταία παράσταση της ομάδας.

    Δύο μέρες μετά τη τραγωδία, 500.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στους δρόμους της πόλης για να πουν το τελευταίο αντίο σε μια ομάδα που έπαιξε ποδόσφαιρο πολύ μπροστά από την εποχή της και να αποχαιρετήσουν τους παίκτες της Τορίνο που έμειναν αθάνατοι… Ομάδες σαν και αυτή της «Granata» ίσως δεν έχουν την ανάγκη της τεχνολογίας. Ζούνε στις μνήμες των ανθρώπων που είχαν το προνόμιο να τις δουν να αγωνίζονται και, όπως όλοι οι μύθοι, μεταφέρθηκαν από στόμα σε στόμα.

    Η Τορίνο δεν ήταν ποτέ η ίδια παρά της κατά καιρούς αναλαμπές της, ενώ υπήρξαν και φορές που βρέθηκε να αγωνίζεται και στη Serie B. Οι πιστοί της οπαδοί έμειναν πάντα δίπλα της, παρά την πίκρα τους. Φέτος η ομάδα αντιμετωπίζει και πάλι το φάσμα του υποβιβασμού. Αν τελικά συμβεί κάτι τέτοιο θα είναι ότι χειρότερο για την επέτειο των 60 χρόνων από το δυστύχημα της Superga. Οι σημερινοί ποδοσφαιριστές της Τορίνο γνωρίζουν πως κουβαλάνε πολύ περισσότερα στις πλάτες τους από τις τύχες μιας ομάδας, στις τέσσερις αγωνιστικές που απομένουν μέχρι τη λήξη του πρωταθλήματος…

    Του Νικόλα Ακτύπη. Από την ιστοσελίδα του NovaSport FM 94.6

    Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

    Σπύρος Λούης: Ο επίμονος μαραθωνοδρόμος

    12 Ιανουαρίου 1873 – 28 Μαρτίου 1940

    Έγινε ο πρώτος ήρωας που αναδείχθηκε από τον ελληνικό αθλητισμό και έμεινε παντοτινά χαραγμένος στη μνήμη του λαού, ίσως γιατί ήλθε από του πουθενά και μετά πάλι έφυγε για το πουθενά. Ο ίδιος έτρεξε για την αγάπη μιας γυναίκας. Και μπορεί να έτρεξε μόνο μια φορά, αλλά αυτή αποδείχθηκε αρκετή για να γραφτεί στην Ιστορία ...

    Πίσω από κάθε μύθο κρύβεται κι ένας σφοδρός έρωτας. Αυτά είναι τα λόγια του ποιητή. Ο Σπύρος Λούης, βέβαια, δεν υπήρξε ποτέ του ποιητής. Ένας απλός άνθρωπος ήταν, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση. Κι όμως: ο ασήμαντος αυτός νερουλάς, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1872 στο Μαρούσι και φορούσε πάντα την εθνική ενδυμασία, κατάφερε να γίνει κάτι παραπάνω από δάσκαλος του ελληνικού ονείρου. Έγινε μύθος και πίσω από τον άθλο του κρυβόταν πράγματι ένας σφοδρός έρωτας, επιβεβαιώνοντας έτσι τα λόγια του ποιητή. Αλλά ας πιάσουμε την ιστορία μας από πιο παλιά.

    Στις 13 Αυγούστου του 490 π. Χ. οι Αθηναίοι, υπό τον στρατηγό Μιλτιάδη, κατανίκησαν τους Πέρσες στον κάμπο του Μαραθώνα. Ένας οπλίτης ονόματι Φειδιππίδης ανέλαβε να φέρει το μήνυμα της νίκης στην Αθήνα. Φορτώθηκε τα όπλα του και έκανε τη διαδρομή τρέχοντας. Η μεταγενέστερη εκδοχή τον θέλει να περνά από ένα σημείο, όπου οι χωρικοί του φώναζαν «Σταμάτα! Σταμάτα!» Η περιοχή αυτή ονομάστηκε Σταμάτα. Αρκετά χιλιόμετρα παρακάτω κοντοστάθηκε να ανασάνει, προφανώς επειδή του είχε βγει η ψυχή. Η περιοχή εκείνη ονομάστηκε Ψυχικό.

    Το πώς ακριβώς συνδέθηκαν στο μυαλό του Μισέλ Μπρελ τα παρελκόμενα της νίκης τους Μαραθώνα με τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, δεν έχει ξεκαθαριστεί. Και δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Σημασία έχει ότι ο Γάλλος λόγιος πρότεινε στον Κουμπερτέν ένα πρότυπο αγώνισμα: δρόμο αντοχής από τον Μαραθώνα ως το Καλλιμάρμαρο. Υποσχέθηκε, μάλιστα, ότι ο ίδιος θα αθλοθετούσε ένα βαρύτιμο ασημένιο τρόπαιο για το νικητή.

    Η ιδέα έγινε, φυσικά, δεκτή. Οι Έλληνες, ως λάτρεις της μυθολογίας, άρχισαν αμέσως να διασπείρουν φήμες για τον αγώνα και σύντομα κυκλοφορούσε, μεταξύ άλλων, ότι ο πρώτος νικητής θα επιβραβευθεί με υψηλή κρατική θέση, ή ότι θα γίνει γαμπρός του Γεωργίου Αβέρωφ με προίκα ενός εκατομμυρίου δραχμών. Έξαφνα, η πρωτιά στο συγκεκριμένο αγώνισμα έγινε «εθνική υπόθεση» όλων.

    Μέσα σε αυτήν την τεταμένη ατμόσφαιρα, και με την πολυπληθή ελληνική ομάδα να προπονείται εντατικά κάτω από την άγρυπνη παρακολούθηση του συνταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου, ο οποίος είχε οριστεί αφέτης, ένας 24χρονος Μαρουσιώτης που έβγαζε το ψωμί του πουλώντας νερό με τη σούστα του, εμφανίστηκε ζητώντας να του επιτραπεί η συμμετοχή στον αγώνα.

    Δεν είχε καιρό για αθλητισμό μήτε είχε ξαναδοκιμάσει να τρέξει αντιμέτωπος με άλλους. Ήταν όμως απελπισμένος. Οι γονείς της αγαπημένης του δεν τον ήθελαν για γαμπρό τους. Ένα πρωί η Ελένη άκουσε για τον μαραθώνιο και επηρεασμένη από τον χαμό που γινόταν, είπε στον Σπύρο: «Αν τρέξεις και νικήσεις, δεν θα μπορούν να πουν όχι».

    Αυτό ήταν: η ιδέα σφήνωσε στο μυαλό του και τρεις μέρες αργότερα στεκόταν μπροστά στον αθλίατρο αξιώνοντας το δικαίωμα της συμμετοχής. Δεν ανήκε σε σύλλογο, δεν είχε προπονητή, δεν ήξερε καν τη διαδρομή. Στάθηκε, ωστόσο, τόσο επίμονος που τελικώς δέχτηκαν να τον δοκιμάσουν.

    Ο Λούης έτρεξε χίλια μέτρα και τερμάτισε δεύτερος. Η συμμετοχή του απορρίφθηκε. Τον έπιασε μαύρη απελπισία. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να εντυπωσιάσει τους γονείς της αγαπημένης του. Η μοίρα, όμως, λειτούργησε προς όφελός του. Διότι τότε, σε εκείνη τη δοκιμαστική κούρσα, τον πρόσεξε ο Παπαδιαμαντόπουλος, ο οποίος κατά σύμπτωση είχε διατελέσει διοικητής του Λούη κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. «Τι θες εσύ εδώ;» τον ρώτησε ο αφέτης μόλις τον αναγνώρισε.

    Να τρέξω, θέλω, κύριε συνταγματάρχα, αλλά δεν με αφήνουν», του απάντησε ο Λούης. Ο Παπαδιαμαντόπουλος γύρισε τότε στον αθλίατρο και του είπε ότι ο νεαρός είχε τρομερή αντοχή: «Από τους Αμπελόκηπους τον έστελνα στο Σύνταγμα για τσιγάρα και γυρνούσε σε είκοσι λεπτά». Κι έτσι, με την άνωθεν παρέμβαση, η συμμετοχή του Σπύρου Λούη εγκρίθηκε.

    Ο πρώτος προκαταρκτικός αγώνας, που ήταν συγχρόνως και ο πρώτος Μαραθώνιος της σύγχρονης εποχής, πραγματοποιήθηκε στις 22 Μαρτίου. Νικητής αναδείχτηκε ο Χαρίλαος Βασιλάκος με χρόνο τρεις ώρες και δέκα οκτώ λεπτά. Ο Λούης συμμετείχε στον δεύτερο προκαταρκτικό, δύο εβδομάδες αργότερα. Διέσχισε την τελική γραμμή στην πέμπτη θέση, λίγα μέτρα πίσω από το νικητή Δημήτριο Δεληγιάννη. Ώσπου έφτασε η μεγάλη μέρα. Στις 10 Απριλίου του 1896 (ή στις 29 Μαρτίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε χρήση στην Ελλάδα), τέσσερις ξένοι αθλητές, δώδεκα Έλληνες και ο νερουλάς από το Μαρούσι έλαβαν τις θέσεις τους στην εκκίνηση, κάτω από το λιοπύρι του καταμεσήμερου.

    Όλοι θα έτρεχαν για το βαρύτιμο τρόπαιο ή για την κρατική θέση ή για τα χρήματα της προίκας του Αβέρωφ. Εκείνος θα έτρεχε για την Ελένη. Ο Παπαδιαμαντόπουλος σήμανε την εκκίνηση και η ιστορία άρχισε να γράφει αντίστροφα.

    Ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό, που είχε πάρει και χάλκινο στα 1500 μέτρα, τέθηκε από νωρίς επικεφαλής της κούρσας. Αυτό, όμως, δεν προβλημάτισε τον Λούη. Στο Πικέρμι σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί. «Μα, θα μείνεις πίσω», του φώναξαν οι θαμώνες. «Μπα», έκανε εκείνος, «θα τους φτάσω και θα τους προσπεράσω πριν από το τέλος».

    Μετά το τριακοστό δεύτερο χιλιόμετρο ο Λερμιζιό κατέρρευσε από την εξάντληση και το προβάδισμα πήρε ο Αυστραλός Τέντι Φλακ, ένας λογιστής που κατοικούσε στο Λονδίνο. Είχε κι αυτός να επιδείξει ένα μετάλλιο, τόσο στα 800 όσο και στα 1500 μέτρα.

    Ο Λούης άρχισε να μειώνει την απόσταση, ώσπου και ο Αυστραλός, που δεν ήταν συνηθισμένος σε τόσο μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα αργότερα, αφήνοντας το τελικό προβάδισμα στον Έλληνα Στο μεταξύ, τα νέα είχαν ήδη μαθευτεί στις εξέδρες του Σταδίου και ο κόσμος παραληρούσε: εξήντα χιλιάδες θεατές κραύγαζαν ρυθμικά «Έλλην, Έλλην».

    Ο Σπύρος Λούης μπήκε στο Καλλιμάρμαρο νικητής και ακμαίος, με χρόνο δύο ώρες, πενήντα οκτώ λεπτά και πενήντα δευτερόλεπτα, συντρίβοντας το προηγούμενο ρεκόρ κατά δεκαπέντε λεπτά. Εντούτοις, κανένας δεν έμοιαζε πρόθυμος να ασχοληθεί με τον χρόνο. Όλοι πανηγύριζαν ξέφρενα. Χαμένος στις αγκαλιές των παραληρούντων Ελλήνων, ο ανώνυμος νεαρός από το Μαρούσι ζούσε τον θρίαμβο του.

    Ο κατοπινός διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος και ο πρίγκιπας Γεώργιος έσπευσαν να τον κεράσουν κρασί, γάλα, μπύρα, αυγά πασχαλινά, πορτοκαλάδα και άλλα δώρα. Άλλοι του έταζαν κοσμήματα. Κάποιος του υποσχέθηκε τζάμπα ξύρισμα στο κουρείο του για όλη του τη ζωή. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι από όλα αυτά γεύτηκε τελικά. Το ίδιο βράδυ, ο πανευτυχής βασιλιάς Γεώργιος Α’ ρώτησε τον Λούη τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος του απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό». Το γαϊδουράκι, πάντως, το πήρε. Όπως πήρε και τη Ελένη.

    Γιατί ποιοι γονείς θα μπορούσαν να αρνηθούν την θυγατέρα τους σε έναν εθνικό ήρωα; Αυτό ήθελε να πετύχει κι αυτό πέτυχε.

    Έπειτα από την απονομή των μεταλλίων και το αναπόφευκτο γεύμα στο Παλάτι, ο Ολυμπιονίκης επέστρεψε στο σπίτι του και άφησε τους δημοσιογράφους να αναρωτιούνται από πού βαστούσε η σκούφια του.

    Στις εφημερίδες των επόμενων ημερών, οι Έλληνες διάβαζαν ότι ήταν ταπεινός βοσκός, πλούσιος γαιοκτήμονας, στρατιώτης, ταχυδρομικός υπάλληλος. Ότι έτρεξε στον μαραθώνιο για να πείσει τον βασιλιά να δώσει χάρη στον φυλακισμένο αδελφό του (που δεν είχε καν).

    Ότι έμποροι της πόλης τον γέμισαν με δώρα, από όπλα μέχρι ραπτομηχανές. Μια τρέλα! «Οι Αθηναίοι», θα έγραφε σατιρικά ο Εμμανουήλ Ροΐδης σε χρονογράφημα του επί των ημερών, «εξυπασθέντες από την λαμπρότητα της πανηγύρεως εκατάντησαν όλοι αθλομανείς». Όχι ο ίδιος, πάντως. Ο ίδιος δεν ξανάτρεξε ποτέ. Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες γύρισε στο χωριό του (γιατί χωριό ήταν τότε το Μαρούσι) και έζησε ήρεμα, εργαζόμενος ως αγρότης και αργότερα ως αστυνομικός.

    Εξασφάλισε και μια καινούργια σούστα και για κάποιο διάστημα μπορούσε να διανείμει το νερό πιο άνετα. Μοναδική μελανή περιπέτεια της ζωής του στάθηκε μια περίεργη υπόθεση στην οποία βρέθηκε αναμεμειγμένος το 1926, όταν κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων. Έμεινε στη φυλακή κάτι παραπάνω από έναν χρόνο και η υπόθεσή του προκάλεσε σάλο στον Τύπο, ώσπου αθωώθηκε και επέστρεψε στην αφανή καθημερινότητά του.

    Την τελευταία του δημόσια εμφάνιση την έκανε το 1936, όταν προσκλήθηκε ως επίτιμος φιλοξενούμενος από τους διοργανωτές των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων, που διοργανώθηκαν στο Βερολίνο. Δύο χρόνια αργότερα, ακριβώς 42 έτη έπειτα από τον ανέλπιστο θρίαμβό του, τιμήθηκε με ισόβια σύνταξη από την κοινότητα Αμαρουσίου Αττικής. Δεν έμελλε να τη χαρεί για πολύ. Πέθανε στις 28 Μαρτίου του 1940.

    Συνέβη στην Αθήνα

    Πολλές αθλητικές λέσχες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, φέρουν το όνομά του, όπως φυσικά και το κύριο στάδιο του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου της Αθήνας (καθώς επίσης και η λεωφόρος που περνά από μπροστά). Στο Μόναχο, το όνομά του φέρει η λεωφόρος Spiridon-Louis-Ring από την οποία είναι προσβάσιμο το εκεί Ολυμπιακό Πάρκο. Και όσο για το Χόλιγουντ; Αυτό τίμησε τον Λούη με μια μέτρια μάλλον ταινία: το «It happened in Athens» με πρωταγωνίστρια την Τζέιν Μάνσφιλντ.

    Επίτιμος καλεσμένος

    Στο περίφημο ντοκιμαντέρ «Ολυμπία, Η γιορτή των Εθνών», που γυρίστηκε στη διάρκεια των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, ο Σπύρος Λούης εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο την ώρα που μπαίνει στην εναρκτήρια εορταστική τελετή, ως τιμώμενο πρόσωπο της ελληνικής αποστολής. Μπροστά του πηγαίνουν ένα κοριτσάκι που κρατάει την ταμπέλα με το όνομα της χώρας μας (Griechenland στα Γερμανικά) και ο σημαιοφόρος με την ελληνική σημαία, και ακολουθεί εκείνος, με άσπρη φουστανέλα και σκούρο γιλέκο, κρατώντας ένα φουντωτό κλαδί ελιάς στο δεξί του χέρι.

    Μας έφαγαν οι ξένοι...

    Η «Εστία» της εποχής περιέγραψε με πολύ γλαφυρό τρόπο το πώς ο Σπύρος Λούης παρότρυνε τους Ελληνες συναθλητές του στη διάρκεια του μεγάλου αγώνα: «Εμπρός μωρέ παιδιά, τους έλεγε, εμπρός και μας έφαγαν οι ξένοι. Και έτρεχεν, έτρεχεν ακατάβλητος». Κάποια στιγμή, όμως, κουράστηκε και έμοιαζε έτοιμος ακόμα και να τα παρατήσει. Μέχρι που τον πλησίασε ένας έφιππος αξιωματικός και εκεί, πάνω στο άλογό του, έσπευσε να του δώσει κουράγιο. «Τι κάθεσαι, Λούη;» του φώναξε. «Τρέχα και μας πήρανε την νίκην οι ξένοι» - «Εστία» της 31ης Μαρτίου 1896.

    Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 336, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 3 Αυγούστου 2008.