Στο μοναστήρι της Αγίας Ελεούσας τον Γιάννη Γούναρη
διαδέχτηκε ο Πανάρετος Παλαμάς. Μια φυσιογνωμία που περισσότερο θύμιζε
στρατιώτη και σε καμιά περίπτωση μονάχο.
“ Εκτός της γενειάδας και του καλογερικού του σκούφου, τίποτα άλλο δεν φανέρωνε
σχέση αυτού του ανθρώπου με την θεολογία και τον μοναχισμό” αναφέρει ο Δημήτριος
Βικέλας στο βιβλίο του «Από Νικοπόλεως Εις Ολυμπία». Ο Πανάρετος Παλαμάς ήταν ο
αναμορφωτής του Μοναστηριού. Επί των ημερών του αναδείχτηκε και κατέστη, εκτός
από πόλος προσκυνήματος , και σημαντικός προορισμός αναψυχής. Εκτός της τέλεσης
γάμων και βαπτίσεων , παρά πολλές εκδρομές
γίνονταν εδώ. Με όρεξη και επιμονή εξορμούσε στα γύρω χωριά και ζητούσε την συνδρομή τους στην υλοποίηση
του οράματος του. Σημαντική ήταν η προσφορά του δημάρχου Ωλένου στην δικαιοδοσία
του οποίου ήταν το μοναστήρι. Βλέποντας ο κόσμος τα λεφτά να πιάνουν τόπο στην επομένη εξόρμηση του συμμετείχαν ακόμη περισσότεροι.
Κατασκεύασε κελιά για να καταλύουν οι προσκυνητές από τα γύρω
χωριά ,μάλιστα κάθε κελί αντιστοιχούσε και σε χωριό που οι κάτοικοί του συμμετείχαν
στην προσπάθεια του. Να σημειώσουμε πως κάποια χρονιά, εκεί στα μέσα της
δεκαετίας του πενήντα που η καλλιέργεια του καπνού ήταν επιτυχημένη και υπήρξε μεγάλη ανάγκη αποθηκευτικού χώρου , καπνοπαραγωγοί του Χρυσοβεργίου εξυπηρετηθήκαν
στα κελιά αυτά[1]. Με μια γενναία
χρηματοδότηση του Σπυρίδωνα Τρικούπη κατασκεύασε
δεξαμενή νερού και ξενώνα στον οποίο βρήκαν φιλοξενία πολλοί επώνυμοι. Κάποιες
φιλοξενίες τις προκάλεσε και οργάνωσε ο ίδιος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γερμανός Πρίγκιπας Βερνάρδος Σαξ –Μάινιγγεν . Αυτόν τον Γερμανό τον περιέφερε ο Αγγελοκαστρίτης πολιτευτής Γουλιμής στα χωριά της περιφέρειας,
για να δείξει στους υποψήφιους
ψηφοφόρους πόσο σημαντικές γνωριμίες είχε
στο εξωτερικό. Ο Πανάρετος του μήνυσε να τον φέρει στο μοναστήρι να τον γνωρίσει και τον φιλοξενήσει . Η υποδοχή έγινε
στην είσοδο του βορινού στομίου του φαραγγιού. Ακροβόλισε γνωστούς του
κρυμμένους πίσω από τα δένδρα και όταν έφτασε η αποστολή σείστηκε το
φαράγγι από τις ομοβροντίες των γκράδων. «Πίσω ! πίσω !», φώναξε ο Γερμανός . «Πάμε
να φύγουμε !» Πετάγεται ο Πανάρετος Παλαμάς και του φωνάζει:« Μη φοβάσαι !
Αρχιληστής εδώ είμαι μόνο εγώ !»
Η τρομάρα του Γερμανού ήταν τέτοια που ούτε που σκέφτηκε
να διανυκτερεύσει. Με ένα νεύμα του ο Παλαμάς έδιωξε του αγωγιάτες και έτσι εξαναγκάστηκε
να μείνει στον ξενώνα του μοναστηρίου .Καταευχαριστήθηκε ο Γερμανός πρίγκιπας
από την φιλοξενία και θέλησε να αφήσει ένα σεβαστό ποσό στο μοναστήρι . «Την φιλοξενία
εμείς οι Ρωμιοί δεν την πουλάμε, εξοχότατε!», του λέει ο Παλαμάς. «Αν θέλεις να
με ευχαριστήσεις μπορείς όταν πας στην χώρα σου να μου στείλεις ένα πιστόλι.» Και
πράγματι, μια μέρα ο Πανάρετος έλαβε ένα
πιστόλι. Πάντα τον γοήτευε η επαφή με τα
όπλα των οποίων υπήρξε καλός χειριστής.
Με τον γκρα του μπορούσε άνετα να ¨κατεβάσει ¨ γίδα από την απέναντι πλευρά
του φαραγγιού , έλεγαν παλιοί Χρυσοβεργιώτες[2]
.Γκρίνιαζε και τσακώνονταν με
τους τσοπάνηδες που δεν πρόσεχαν τα ζώα τους και έβοσκαν μέσα στο φαράγγι και πολλές φορές άδειασε τον
γκρα του πάνω τους. Μέχρι που εξασφάλισε την απαγόρευση της βοσκής!
Η εξωραϊστική προσπάθεια του Παλαμά συνεχίστηκε σε ένα άλλο
εγκαταλελειμμένο εξωκκλήσι που και αυτό την ημέρα της γιορτής του το επισκέπτονταν
πολύς κόσμος, μιας και εκεί γίνονταν το ιστορικό πανηγύρι της Σταμνάς και του Αιτωλικού
στην Αγιά Αγάθη. Δεν μπόρεσε όμως γιατί τον βρήκε ο θάνατος .
Ποιος ήταν όμως ο Πανάρετος Παλαμάς που περισσότερο έμοιαζε
με πολεμιστή παρά με μονάχο; Ο Παλαμάς κατάγονταν από την γνωστή οικογένεια των Παλαμάδων του Μεσολογγίου, την
ίδια με του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά.
Η νιότης του ήταν πολυτάραχη και έκνομη. Μαρτυρία από την προφορική παράδοση
, την όποια επικαλείται ο Νικόλαος Γρηγορόπουλος , δάσκαλος από την Σκοπιά Ευρυτανίας
στο βιβλίο του για την ιστορία του χωριού
του, βρίσκουμε τον Πανάρετο Παλαμά λήσταρχο στα βουνά της Ευρυτανίας να κρύβεται
από τα αποσπάσματα της χωροφυλακής και να φέρεται βίαια στον Τριαντάφυλλο
Πανογιώργο γιατί δεν του έδωσε τις
σχετικές πληροφορίες που ήθελε για την θέση των αποσπασμάτων . Επίσης,
ο Κ.Σ. Κώνστας αναφέρει δημοσίευμα του περιοδικού «Νέα Εστία» .ταμ. 4 /1928
κατά το οποίο ο Παλαμάς ληστοκρατούσε την περιοχή και για να γλυτώσει το τομάρι
του πέρασε στην επαναστατημένη Κρήτη και συμμετείχε στα αντάρτικα . Άραξε μετά
στην Κλεισούρα και αυτοχειροτονήθηκε ηγούμενος! Απόκομμα του δημοσίου ταμείου Μεσολογγίου
που βρέθηκε μετά τον θάνατο του στο κελί του, αναφέρει πως εξόφλησε το χρέος
του και είναι ελεύθερος .Που σημαίνει πως
είχε συλληφθεί και ήταν φυλακισμένος.
Όταν πέθανε στις 22/8/1891 την
επομένη όλα τα οικήματα στην Αγιά Λεούσα σφραγιστήκαν. Μετά από δυο μήνες ο
προσωρινός επίτροπος και κάτοικος του Άγιου Ηλία έκανε αίτηση στον γραμματέα
του ειρηνοδικείου Αιτωλικού, Παναγιώτη Τραυλό ,και μαζί με τους
Χρυσοβεργιώτες Αθανάσιο Αχυράκη ,γεωργό, και τον Δημήτριο Γούναρη[1],
παντοπώλη , καθώς και με τους, επίσης Χρυσοβεργιώτες, Γεώργιο Μπλίκα και Θεόδωρο Κανάτα για
εκτιμητές πήγαν στην Αγιά Λεούσα ,ξεσφράγισαν τα οικήματα
και κατέγραψαν την περιουσία του, η
οποία αποτιμήθηκε στις δυόμισι χιλιάδες δραχμές. Μεταξύ των αντικείμενων του
ήταν και δυο τόμοι του λεξικού της χωροφυλακής , ο κανονισμός της χωροφυλακής ,
κανονισμός των απαιτήσεων των λογαριασμών του πεζικού, εγχειρίδιο των προγυμναστών
της βολής , μια πέτσινη θήκη περιστρόφου, ένα άδειο κουτί από φυσίγγια γκρα, ένα γιαταγάνι με αργυρή λαβή και πέτσινη
θήκη και το απόκομμα του δημόσιου ταμείου που προαναφέρθηκε . Πράγματα άσχετα
με ένα μονάχο αλλά και πειστήρια που επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες για την έκνομη δράση του κατά την διάρκεια
της νεότητας του .
Π. Ακρίδας 29/9/2016
[1] Σχετικά
με το όνομα Γούναρης δεν υπάρχει κάποια πληροφορία από τους παλιούς πως υπήρξε
στο Χρυσοβέργι τέτοιο όνομα ενώ το, Κανάτας,
Μπλίκας και Αχυράκης , υπάρχουν και σήμερα.
[1] Φώτης
Πολίτης: Κάτοικος Χρυσοβεργίου Από μαγνητοφωνημένη συνέντευξη του στον
γράφοντα