Πρωί πρωί στις γειτονιές άρχισαν ν' ανεβαίνουν καπνοί από τους λάκκους που ήταν αναμμένα τα μεγάλα ελίσια κούτσουρα.
Με το πέσιμο της θράκας άρχιζε το γύρισμα του αρνιού πάνω στις ξύλινες φούρκες που, κάθε λίγο και λιγάκι, ο επιβλέπων έβαζε ένα κομματάκι λίπος από την πάνα του, για να γυρίζει πιο εύκολα το ξύλινο σουβλί.
Γύρω γύρω στο χώρο υψώνονταν καπνόπανα, για να μην παίρνει ο αέρας την ''πυρ'' και δεν ψήνονται καλά τ' αρνιά και για να μην καπνίζεται αυτός που έφερνε το σουβλί γύρα.
Σε λίγο έρχονταν και το κολατσιό.Κόκκινα αυγά κομμένα σε φέτες με αλάτι και πιπέρι,τηγανισμένα συκωτάκια με σπιτικό λιόλαδο και ζυμωτό ψωμί.
Μπύρα για τους μεγάλους που σβήνει την ''κάμα'' της φωτιάς και νεράκι
για μας τους μικρούς .
Μετά έβγαινε το κοκορέτσι και ο τόπος μοσχοβόλαγε!
Τα πιο μεγάλα παιδιά είχαν από τις προηγούμενες μέρες τα πατλατζίκια τους έτοιμα. Αυτά τα έφτιαχναν με τραπουλόχαρτα και χάρτινες λωρίδες από σακούλες τσιμέντων.
Με το τύλιγμα έπαιρναν τη μορφή τριγώνου και την χάρτινη λωρίδα την κολλούσαν με κόλα καμωμένη με αλεύρι και νερό.
Με τη μύτη ενός ψαλιδιού, σιγά σιγά, έφτιαχναν μια τρύπα και έβαζαν το φιτίλι.
Σαν κομμάτια μπακλαβά με το γαρύφαλλο στη μέση έμοιαζαν!
Αυτά τα έσκαγαν το βράδυ της Ανάστασης και την Κυριακή που ψήνανε τ' αρνιά.
Σαν έβγαινε το αρνί στηνόταν όπως ήταν στο σουβλί όρθιο για να στραγγίξει και να κρυώσει λίγο. Πέφταμε πάνω του σαν πιράνχας για να γευτούμε τα γλυκαδάκια και τα ψημένα άντερα με τα οποία ήταν τυλιγμένο για να συγκρατείται η πάνα του. Ήταν η καλύτερη στιγμή !
Τί να φας το μεσημέρι στο Πασχαλινό τραπέζι;
Απλά καθόμασταν για το καλό.
Καμμένοι από τη φωτιά και χορτάτοι από τα τσιμπολογήματα ένας μεσημεριανός υπνάκος ήταν απαραίτητος. Κι αν η μέρα ήταν ζεστή... ακόμη πιο απαραίτητος!
Μόνο η μάνα είχε ταλαιπωρία .
Όταν οι άλλοι κοιμόνταν αυτή έπαιρνε το σίδερο και πήγαινε στη φωτιά. Μάζευε κάρβουνα,γέμιζε το σίδερο,το κουνούσε πέρα δώθε πέρα δώθε, μέχρι να ξανάψει για να σιδερώσει τα πουκάμισα για τον απογευματινό εκκλησιασμό! Της Αγάπης !
Έτσι μου 'ρχετε φέτος ν' ανοίξω έναν λάκκο,ν' απλώσω τα λιόπανα,να στήσω όλο αυτό το σκηνικό και να περιμένω να δω: Θα 'ρθει κανένας να με συντροφέψει ;
Θα παραμερίσει το λιόπανο να εμφανιστεί κανένα κουρεμένο κεφαλάκι με κοντά παντελονάκια; Κανένα κοριτσάκι με άσπρα σουσουνάκια και κορδελάκι στα μαλλιά;
Και μετά κι άλλο... κι άλλο ... Μπα! Πάνε αυτά τα χρόνια.
Τώρα έχουμε μπάρμπεκιου !
Το μαγειρειό με τον ασπρισμένο φούρνο και τη γωνιά με την πυροστιά, το κάναμε μπάρμπεκιου με ηλεκτρικά μοτέρ και άλλα διάφορα αξεσουάρ.
Δεν λέω. Καλή η εξέλιξη! Αλλά... κάτι έχει χαθεί από εκείνα τα χρόνια !
Με το πέσιμο της θράκας άρχιζε το γύρισμα του αρνιού πάνω στις ξύλινες φούρκες που, κάθε λίγο και λιγάκι, ο επιβλέπων έβαζε ένα κομματάκι λίπος από την πάνα του, για να γυρίζει πιο εύκολα το ξύλινο σουβλί.
Γύρω γύρω στο χώρο υψώνονταν καπνόπανα, για να μην παίρνει ο αέρας την ''πυρ'' και δεν ψήνονται καλά τ' αρνιά και για να μην καπνίζεται αυτός που έφερνε το σουβλί γύρα.
Σε λίγο έρχονταν και το κολατσιό.Κόκκινα αυγά κομμένα σε φέτες με αλάτι και πιπέρι,τηγανισμένα συκωτάκια με σπιτικό λιόλαδο και ζυμωτό ψωμί.
Μπύρα για τους μεγάλους που σβήνει την ''κάμα'' της φωτιάς και νεράκι
για μας τους μικρούς .
Μετά έβγαινε το κοκορέτσι και ο τόπος μοσχοβόλαγε!
Με το τύλιγμα έπαιρναν τη μορφή τριγώνου και την χάρτινη λωρίδα την κολλούσαν με κόλα καμωμένη με αλεύρι και νερό.
Με τη μύτη ενός ψαλιδιού, σιγά σιγά, έφτιαχναν μια τρύπα και έβαζαν το φιτίλι.
Σαν κομμάτια μπακλαβά με το γαρύφαλλο στη μέση έμοιαζαν!
Αυτά τα έσκαγαν το βράδυ της Ανάστασης και την Κυριακή που ψήνανε τ' αρνιά.
Σαν έβγαινε το αρνί στηνόταν όπως ήταν στο σουβλί όρθιο για να στραγγίξει και να κρυώσει λίγο. Πέφταμε πάνω του σαν πιράνχας για να γευτούμε τα γλυκαδάκια και τα ψημένα άντερα με τα οποία ήταν τυλιγμένο για να συγκρατείται η πάνα του. Ήταν η καλύτερη στιγμή !
Τί να φας το μεσημέρι στο Πασχαλινό τραπέζι;
Απλά καθόμασταν για το καλό.
Καμμένοι από τη φωτιά και χορτάτοι από τα τσιμπολογήματα ένας μεσημεριανός υπνάκος ήταν απαραίτητος. Κι αν η μέρα ήταν ζεστή... ακόμη πιο απαραίτητος!
Μόνο η μάνα είχε ταλαιπωρία .
Όταν οι άλλοι κοιμόνταν αυτή έπαιρνε το σίδερο και πήγαινε στη φωτιά. Μάζευε κάρβουνα,γέμιζε το σίδερο,το κουνούσε πέρα δώθε πέρα δώθε, μέχρι να ξανάψει για να σιδερώσει τα πουκάμισα για τον απογευματινό εκκλησιασμό! Της Αγάπης !
Έτσι μου 'ρχετε φέτος ν' ανοίξω έναν λάκκο,ν' απλώσω τα λιόπανα,να στήσω όλο αυτό το σκηνικό και να περιμένω να δω: Θα 'ρθει κανένας να με συντροφέψει ;
Θα παραμερίσει το λιόπανο να εμφανιστεί κανένα κουρεμένο κεφαλάκι με κοντά παντελονάκια; Κανένα κοριτσάκι με άσπρα σουσουνάκια και κορδελάκι στα μαλλιά;
Και μετά κι άλλο... κι άλλο ... Μπα! Πάνε αυτά τα χρόνια.
Τώρα έχουμε μπάρμπεκιου !
Το μαγειρειό με τον ασπρισμένο φούρνο και τη γωνιά με την πυροστιά, το κάναμε μπάρμπεκιου με ηλεκτρικά μοτέρ και άλλα διάφορα αξεσουάρ.
Δεν λέω. Καλή η εξέλιξη! Αλλά... κάτι έχει χαθεί από εκείνα τα χρόνια !