Βραδιάζει, ἀνορθώνω
κηροπήγια
καὶ σὰν ν’ἀνακαινίζεσαι
στὸ ἡμίφως
μὲ ὅλα τὰ ἐπουράνια
κι ἐπίγεια
νὰ σμίγουν στὴν
σκιὰ κατακορύφως.
Τὰ χέρια σου ὑψώνονται
ἀήττητα
συντρίβοντας
παγκόσμιες δυνάμεις,
τὴν ὕλη καταργεῖ
καὶ τὴν βαρύτητα
μονάχα ἡ ὑποψία
μιᾶς παλάμης.
Ἐδῶ λοιπόν, ἀλλοῦ
ποῦ θὰ κατέληγα;
Ἐδῶ ἐναποθέτω κάθε
μέλλον,
πετοῦνε, φτερουγίζουν
ἑξαπτέρυγα
τριγύρω μου∙ σὲ
τάγματα ἀρχαγγέλων
μεμιᾶς μετουσιώνονται
αὐτόματα
τοῦ κόσμου οἱ
μεγάλοι καρχαρίες,
μετάρσια, πτερωτὰ
καὶ πολυόμματα
λαμπρύνουν τὶς ἀπόκρυφες
λατρεῖες.
«Κι ὁ κόσμος»,
ξαφνικὰ διερωτήθηκες,
«ὁ κόσμος ποὺ
σαπίζει τί θὰ γίνῃ»
Γι’αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις
τὶς ἀνήθικες
δὲν πλάστηκαν τ’ἀστέρια
κι ἡ Σελήνη.
Κοιμήσου στὸ
πλευρό μου ἔτσι ἀνέμελα
καὶ ξέχνα τὸν ὑπόλοιπο
πλανήτη,
ὁ κόσμος ἂς
γκρεμίζεται συθέμελα,
ἂς πέφτουν ἱερά,
ἁψῖδες, κλίτη.
Δὲν εἶναι λόγος
τοῦτος ποὺ σὲ τάραξε
καθόλου σοβαρός∙
πέσε κοιμήσου,
ξανὰ στὴν ἀγκαλιά
μου γεῖρε κι ἄραξε
κι ἐγὼ θὰ συγκυλίωμαι
μαζί σου.
Ἐδῶ λοιπόν, ἀλλοῦ
ποὺ θὰ κατέληγα;
Ὁ κόσμος ποὺ σαπίζει
εἶν’ ἀπ’ ἔξω.
Ἐδῶ τὰ χερουβίμ,
τὰ ἐξαπτέρυγα:
Μπορεῖ μὲ τὸν
καιρὸ καὶ νὰ τ’ἀντέξω.
ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ