Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ὀκτάστιχες στροφές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ὀκτάστιχες στροφές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

ΛΕΥΚΟΝΟΗ



στὴν Σοφία Κολοτούρου
γιὰ τὴν τετραετῆ  της ἐπιμονὴ νὰ δημοσιευθῇ


Βραδιάζει, ἀνορθώνω κηροπήγια
καὶ σὰν ν’ἀνακαινίζεσαι στὸ ἡμίφως
μὲ ὅλα τὰ ἐπουράνια κι ἐπίγεια
νὰ σμίγουν στὴν σκιὰ κατακορύφως.
Τὰ χέρια σου ὑψώνονται ἀήττητα
συντρίβοντας παγκόσμιες δυνάμεις,
τὴν ὕλη καταργεῖ καὶ τὴν βαρύτητα
μονάχα ἡ ὑποψία μιᾶς παλάμης.

Ἐδῶ λοιπόν, ἀλλοῦ ποῦ θὰ κατέληγα;
Ἐδῶ ἐναποθέτω κάθε μέλλον,
πετοῦνε, φτερουγίζουν ἑξαπτέρυγα
τριγύρω μου∙ σὲ τάγματα ἀρχαγγέλων
μεμιᾶς μετουσιώνονται αὐτόματα
τοῦ κόσμου οἱ μεγάλοι καρχαρίες,
μετάρσια, πτερωτὰ καὶ πολυόμματα
λαμπρύνουν τὶς ἀπόκρυφες λατρεῖες.

«Κι ὁ κόσμος», ξαφνικὰ διερωτήθηκες,
«ὁ κόσμος ποὺ σαπίζει τί θὰ γίνῃ»
Γι’αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις τὶς ἀνήθικες
δὲν πλάστηκαν τ’ἀστέρια κι ἡ Σελήνη.
Κοιμήσου στὸ πλευρό μου ἔτσι ἀνέμελα
καὶ ξέχνα τὸν ὑπόλοιπο πλανήτη,
ὁ κόσμος ἂς γκρεμίζεται συθέμελα,
ἂς πέφτουν ἱερά, ἁψῖδες, κλίτη.

Δὲν εἶναι λόγος τοῦτος ποὺ σὲ τάραξε
καθόλου σοβαρός∙ πέσε κοιμήσου,
ξανὰ στὴν ἀγκαλιά μου γεῖρε κι ἄραξε
κι ἐγὼ θὰ συγκυλίωμαι μαζί σου.
Ἐδῶ λοιπόν, ἀλλοῦ ποὺ θὰ κατέληγα;
Ὁ κόσμος ποὺ σαπίζει εἶν’ ἀπ’ ἔξω.
Ἐδῶ τὰ χερουβίμ, τὰ ἐξαπτέρυγα:
Μπορεῖ μὲ τὸν καιρὸ καὶ νὰ τ’ἀντέξω.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΔΟΞΑΖΩ Τ' ΟΝΟΜΑ ΣΑΣ ΥΨΗΛΟΤΑΤΟΙ...




Δοξάζω τ' ὄνομά σας, Ὑψηλότατοι,
καὶ δοῦλος σας πιστὸς τὸ γόνυ κλίνω
άφ’οὗ ἐν συνειδήσει καὶ πραότητι
μοῦ δόθηκε τὸ χάρισμα ἐκεῖνο:
τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας τὰ θαυμάσια
μὲ λόγους λυρικοὺς νὰ μεγαλύνω,
σὲ κήπους σὲ ναοὺς καὶ σὲ γυμνάσια
θὰ πλέκω τὸ στεφάνι σας μὲ κρίνο.

Γνωρίζω ἡ σοφία σας πὼς ἄπειρη
κι ἰσόθεη τὰ πάντα περικλείει
καὶ τώρα σὲ καιροὺς ποὺ τέχνη ἀνάπηρη
ἀρχαῖα καθεστῶτα καταλύει
μικρὸν ἐμέ, ἐγκώμια περήφανα
 Ἀνάγκη πὼς ὀφείλω μοῦ μηνύει
γι' αὐτὸ καὶ τοὺς χρησμοὺς σὲ στίχους ὕφανα
ν'  ἀκούγωνται στὰ ὦτα σας οἰκεῖοι.

Τοὺς χρόνους σας ὑμνῶ ποὺ ἐλεήθηκα,
στερνοὶ τοῦ πεπρωμένου κληρονόμοι,
ἀπ' ὅση ἱστορία κι ἂν διανύθηκα
σὲ Μέμφιδα, Ἐκβάτανα καὶ Ῥώμη,
στὶς Σάρδεις στὴ Σιὼν καὶ στὰ Γαυγάμηλα
τῆς δάφνης ποὺ σᾶς τύλιξε τὴν κόμη
γιὰ δόξης πεπραγμένα ἀπαράμιλλα
τὸν ἔπαινο γλυκαίνομαι ἀκόμη.

Στ’ἀπέραντα ποὺ ἱδρύσατε βασίλεια
ὑπάκους ὑπήκοος γιὰ πάντα
 θὰ εὐφραίνωμαι μονάχα μὲ κειμήλια
τὰ πρότερα θυμούμενος συμβάντα.
Στὸ ξίφος θὰ ὑποτάσσωμαι, στὴν σάρισα∙ 
ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ μία λεζάντα,
μιὰ λέξι ἀπ’τὶς τόσες ποὺ σᾶς χάρισα
στὸ βάθρο κάποιου ἔφιππου ἀνδριάντα.

Γιὰ ὅ,τι παραλείψατε ἢ πράξατε
καθένας σας,  σὰν ἔσχατος  Σωτῆρας,
γιὰ ὅσα καὶ δωρίσατε κι ἁρπάξατε
χρωστῶ εὐγνωμοσύνη ὡς τὸ γῆρας.
Δοξάζω τὸν αἰῶνα σας, Εἰδήμονες,
σπορεῖς τῆς εἱμαρμένης καὶ τῆς μοίρας
μὲ ὕμνους στροφικοὺς καὶ χρυσορρήμονες,
τῆς φόρμιγγας τὸ χάδι καὶ τῆς λύρας.

Ἐσεῖς, καὶ μόνο ἐσεῖς, ἀδιαπέραστοι,
πιὸ συμπαγεῖς ἀπ' ὅσο τὸ ἀτσάλι,
τῆς νύχτας ἡγεμόνες ἀξιέραστοι
τῆς μέρας στρατηλάτες πιὸ μεγάλοι,
ἐσεῖς, ποὺ τὰ οὐράνια καὶ γήινα
ἑνώσατε στὴν ἴδια σφαῖρα πάλι
κι ἁπλώσατε τὰ χέρια σας τὰ δρύινα
ἐπάνω ἀπὸ τοῦ κόσμου τὴν κραιπάλη,

ἐσεῖς, ὧ ναί, οἱ πάντοτε ἀκέραιοι
καὶ πάντοτε φρουροὶ τῆς ἁρμονίας
ἐλπίδα οἰκοδομήσατε πιὸ στέρεη
πατέρες μιᾶς καινούργιας τυραννίας
ἐράσμιας, ποθητῆς καὶ ἀτελεύτητης
ποὺ δώσατε τὴν ὤθησι τῆς βίας
-ἐν ὅσῳ κυτταζόταν στὸν καθρέφτη της-
στὸ μέγα ἐκκρεμὲς τῆς Ἱστορίας.

Χαρίστε μου κι ἐμένα οἰκοδόμημα
ἀπόμερο καὶ ἄβατο στὰ πλήθη
θυσίες νὰ τελῶ κατὰ τὰ νόμιμα
κι ἀρχαῖα  τῶν προγόνων μου τὰ ἤθη
κι ἀφῆστε μου μεγάλη τὴν ἀπόστασι
ποὺ πάντα μεταξύ μας ἐτηρήθη,
τὴν θεία σας ὑπόσχομαι ὑπόστασι
ποτέ της νὰ μὴ νέμεται ἡ λήθη.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

DE RERUM NATURA


















Τὰ πάντα παραδίδονται στὸ τίποτα,
στὴν ἴδια φλόγα θάνατος καὶ στάχτη
θὰ γίνουν κι εἰπωμένα καὶ ἀνείπωτα
κλωσμένα ἀπὸ τῆς Μοίρας τὸ ἀδράχτι,
τὰ ἔξυπνα, τ’ἀστεῖα, τὰ παμπόνηρα,
τὰ λάθη, τὰ σωστά, στερνὰ καὶ πρῶτα,
μαζὶ θὰ καταλήξουν μνῆμες κι ὄνειρα
καὶ μῦθοι καὶ σκιὲς καὶ γεγονότα.

Τὸ μέρος καταργεῖται ἀπ’τὴν ὁλότητα,
τὸ μέρος παύει πιὰ νὰ εἶναι μέρος,
στὸ Ἕνα ἐπιστρέφει ἀνερώτητα
καὶ σβήνεται στὸν θάνατο ὁ ἔρως.
Τὰ ὅμοια θὰ μοιάσουν μὲ τ’ἀνόμοια,
τὸ σκότος μὲ τὸ φῶς καὶ τὸ ἡμίφως,
τὴν ἴδια ταυτοχρόνως χίλια στόμια
σιωπὴ θὰ ἐκφωνήσουν ἀποκρύφως.

Οἱ ἔννοιες ἐξισώνονται αὐτόματα,
ἡ ἀλήθεια καταφάσκεται στὰ ψεύδη,
στὸ μαῦρο καὶ στὸ ἄσπρο καὶ στὰ χρώματα
ἡ ἔκπαλαι διάκρισι καθεύδει.
Ἁφὴ καὶ ἀκοὴ καὶ πᾶσα ἀντίληψι
ἐξ ἴσου ἀγωγός, πομπὸς καὶ σῆμα,
τὸ ἕκαστον τοῦ ἕκαστου περίληψι,
τὸ ἕτερον στοῦ ἕτερου τὸ σχῆμα.

Στὸ τέλος συγχωνεύονται ἀπειρόκαλα
τὸ ψέμμα κι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πλάνη
καὶ σάρκες ποὺ λατρεύτηκαν καὶ κόκκαλα
κοινὴ τὰ καταπίνει μιὰ χοάνη,
κοινὰ τὰ ὑλικὰ καὶ ἡ προέλευσι
τοῦ μίσους τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ οἴκτου,
κοινὴ θὰ μοιραστοῦνε τὴν παρέλευσι
τῆς ὅση προωρίστηκε ἰνδίκτου.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

ῼΔΗ ΣΤΙΣ ΒΙΛΛΕΣ ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ ΟΛΓΑΣ




Τς νύχτες πς περνοσα π τὴν πύλη σας
γι κείνη τν πόκοσμη πολίχνη,
κυρές μου, πο στν δρόμο τς βασίλισσας
κομίσατε τ πένθιμά μου χνη·
πι σάρκινοι π’τν σάρκα ο σπαίροντες
ρμοί σας, ο μαρμάρινες κολνες,
πυργίσκοι ν ποντίζωνται σ’ χέροντες
τσιμέντου κι στικος ρειπινες.

Κατάδικες σ σόβια συγκατοίκησι
μ ψη κα μ πλάτη κα μ μήκη
πο παίρνουν π τέλους τν κδίκησι
γι’ατ πο στν γενιά τους τώρα νήκει.
Ποιόν ρωτα, μονάκριβά μου θήλεα,
μπνεύσατε, ποιές κρύφιες μανίες
μις στατης δμ σες προπύλαια
κα τ’ δικου χαμο της ρινες;

Γι σένα περπατ ργ κι μφίθυμα
σκεπ το Καπαντζ χωρς κανένα
αδος στν παρει σεμν ρύθημα,
εφρόσυνη, πολύτιμη παρθένα.
Γι σένα τν σιωπή μου, Μπιάνκα, λυσα,
Μορντχ κα Mon Bonheur κα λλατίνι
κι ψώνω τν ματιά μου τώρα, Μέλισσα,
σ’εθεες κα καμπύλες ποχουν μείνει

σν Τεχος τν Δακρύων, σν πόλειμμα
μις πόλεως σβησμένης π’τν χάρτη,
σν ν’ φησε Θες τ εροσόλυμα
στ χέρια το Μολχ κα στν στάρτη.
Το Τούρκου, το βραίου κα το Ἕλληνα,
μ τώρα ρφανές, δικές μου μόνο,
φωτίστε μου τ σκότη πο σέληνα
σ γκρίζες συνοικίες νταμώνω.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

ΝΕΚΥΙΑ





  • στὴν Σοφία Κολοτούρου

    λίθον, ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας. 
    Ψα 117,22 Α’ Πε 2,7


    Νεκροί, τῆς μέλλουσας ζωῆς ἐγγύησι,
    καὶ ἅγιοι πατέρων ἀνδριάντες,
    ἐγείρω ἀπ’τοὺς τάφους σας τὴν ποίησι,
    σωρεύω τὰ συντρίμμια σὲ μπαλλάντες
    καὶ μένω νοσταλγὸς στὰ παρασκήνια
    ἐντεῦθεν μιᾶς ἀόρατης αὐλαίας
    ντυμένος τὴν πιὸ μάταιη προσήνεια
    ἢ ἄλλοτε δειλὸς ὑποβολέας

    τῶν ὅρων ποὺ κρυφὰ συνωμολόγησα
    ὑπείκοντας σ’ἀπρόοπτες συνθῆκες
    (σ’ἐκεῖνες ποὺ μὲ δόλο ὑπολόγισα)·
    ὁ κόσμος σαραβάλιασε, νταλίκες
    θὰ ἔρθουν τὸ πρωὶ νὰ τὸν φορτώσουνε,
    ὁ κόσμος ποὺ ἀνῆκα καὶ ἀνῆκες
    πρὶν ἄλλον μὲ ἐγκύκλιο ἐκδώσουνε
    καὶ στείλουνε τὸν πρῶτο στὶς ἀντίκες

    ἢ γιὰ φωτιὰ σὲ κάποιαν ὑψικάμινο,
    ὁ χρόνος ποὺ διανύθηκε εὐθυγράμμως
    νὰ καίγεται ἑξάμηνο – ἑξάμηνο
    νὰ χωριστοῦν τὸ μέταλλο κι ἡ ἄμμος,
    νὰ χωριστοῦν σὰν ὅλα τὰ ἀχώριστα,
    τὰ ὅσα ἑνωθῆκαν ἰσοβίως
    κι ὁ βίος τους διήρκεσε ἀόριστα
    κοινότατος, ἀλλὰ κοινὸς σπανίως.

    Νεκροί, τῆς μέλλουσας ζωῆς ἀντίκλητοι,
    καὶ ἅγιοι πατέρων ἀνδριάντες,
    συμβούλια πρεσβύτερων καὶ σύγκλητοι,
    σοφοί, πεφωτισμένοι, ἱεροφάντες,
    γυαλίζω θυρεούς, κρεμῶ οἰκόσημα,
    τὰ μπάζα σας στολίζω μὲ γιρλάντες·
    ἂν εἶχα στὸν καιρό σας τέτοιο νόσημα
    θὰ μ’ ἔκανε βιβλίο ὁ Θερβάντες.

    ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ΣΑΒΒΑΤΟ


         

                                     
                                                                   


                                                                 Σάββατόν ἐστι· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράββατον
                                                                                                                                                 Ἰω 5,10
                                                                                           Θὰ καίγονταν τὰ σπλάχνα τ’οὐρανοῦ
                                                                                                                          Διονύσης Καψάλης

  
Πρωὶ καὶ ἀνατέλλει πάλι Σάββατο
-ἡμέρα πρὸ πολλοῦ περαιωθεῖσα-
τὸ φῶς θ’ἀποκαλύψῃ ὅ,τι ἄβατο
ἐξίσωνε μὲ τ’ἄνισα τὰ ἴσα.
Πρωί· μὲ τροχαλίες κατεβάζουνε
τὰ σπλάχνα τ’οὐρανοῦ κι ὑπερμεγέθη
συρμάτινα σχοινιὰ τὴν γῆ τραντάζουνε
-ὁ σπάγκος τὶς παλάμες σου ἀλέθει.


Πλατφόρμες, γερανοί, ἀλυσοπρίονα·
ξεστήνουνε τῆς νύχτας τὴν ἐξέδρα,
τὸν χρόνο αἰωρούμενη δυσοίωνα
μετρᾷ σὰν ἐκκρεμὲς ξανὰ ἡ Φαίδρα,
ἡ μέρα μεταδίδεται σὰν πρόγραμμα
γραμμένο σὲ κασσέτα: ἡ Ῥεβέκκα
ἢ κάποιο της ἀνώνυμο ὁλόγραμμα,
ἡ Θάμαρ, τελοσπάντων, μιὰ γυναῖκα


θὰ πάρῃ στὸν λαιμό της δῆθεν θύματα
τοὺς ἄντρες (πάντα οἱ ἴδιες ἱστορίες),
οἱ κήρυκες, οἱ ῥήτορες στὰ βήματα,
οἱ φόβοι, οἱ χαμένες εὐκαιρίες.
Αἰῶνες σὲ διάδρομο ποὺ κύλησαν,
θαρρεῖς γυμναστικῆς καὶ τώρα νιώθεις
τὴν κούρασι, οἱ πνεύμονες ξεχείλισαν
καὶ σκέφτεσαι πὼς δὲν ἐδικαιώθης.


Καὶ σκέφτεσαι πρ
ός τί ἡ μετακόμισι,
σφυριὰ καὶ τροχαλίες καὶ πριόνια
(ἡ ὥρα περασμένες πῆγε δυόμιση)
ἀφ’οὗ ἀκινητοῦνε καὶ τὰ χρόνια;
Πρωὶ καὶ ἀνατέλλει πάλι Σάββατο,
μονάχα Σάββατο· τὸ ἤξερες κι ἐν τούτοις
στὶς πλάτες σου κουβάλησες τὸν κράββατο
(μ’ἐκεῖνον θὰ σὲ εἶχε τοῦ χεριοῦ της).



ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ