Φτιάχνω τζατζίκι και συκωτάκια κότας με ρίγανη. Καθαρίζω την τουαλέτα και παραμιλάω, κορόιδο, κορόιδο, αφελής. Είμαι, δεν είμαι, αρνούμαι ότι είμαι, είμαι, άστα, δε γίνεται, τρίψε κι άλλο.
Η πράσινη μυρωδιά από το αγγουράκι διώχνει το δεν μπορώ να σας δώσω κάτι παραπάνω, εκτός αν τα κλείσετε για τρείς μήνες, τα μπιζελάκια από χθές είναι ζουμερά και αρκετά για αύριο, τα συκωτάκια μόλις άρχισαν να αχνίζουν, ας ρίξω μπόλικη ρίγανη, ας ξεχάσω το κορόιδο... κορόιδο...
Ο άνθρωπος γεννιέται, δε γίνεται. Γεννήθηκα αφελής, κοντεύω ολοένα στο σημείο που πρέπει να το αποδεχτώ. Ο μπαμπάς μου πίστευε πως είμαι η πιο έξυπνη στον κόσμο-εκείνος ήταν ακόμα πιο αφελής από μένα (και πιο καλός άνθρωπος) αλλά μάλλον δεν το ήξερε (ότι ήταν αφελής).
Σκεφτόμουν σήμερα, πάω σ'έναν γιατρό, και του λέω, είμαι αφελής και δεν θέλω να είμαι, θέλω να με βοηθήσετε να αλλάξω. Μα γίνεται αυτό; Κι αν γίνεται, το θέλω; Ή μήπως δεν το θέλω γιατί δεν γίνεται, σαν την αλεπού με τα κρεμαστάρια;
Ας ανακατέψω τα συκωτάκια.
* * * * * * *