29.1.08

παίζουμε; ακόμη;

Το αγαπημένο μου παιχνίδι-ως αντικείμενο ε ί ν α ι Η κούκλα μου. Ενικός αριθμός, μία κούκλα, τελεία και παύλα. Ήταν (είναι) τόσο όμορφη που ποτέ δεν μου έκανε καρδιά να λιμπιστώ κάποιαν άλλη. Είναι σαν τη ζωή: όταν αυτό που έχεις σου φαίνεται τ' ομορφότερο απ' όλα, τότε είσαι τυχερός!
Μπορεί να έχω περάσει τα 40, αλλά την έχω προσεκτικά φυλαγμένη σ’ ένα κουτί στο πατάρι, στη Θεσσαλονίκη. Μαζί με το ασπρόμαυρο ινδικό φουστάνι και τη μαύρη φούστα με τα ελεφαντάκια και τις μπανανιές-αλλά αυτά είναι για μιαν άλλη ιστορία.

Η κούκλα μου είναι 50 πόντους περίπου, από μαλακό πλαστικό, με χρυσαφιά μακριά μαλλιά, μπλε (; Χριστέ μου, δε θυμάμαι…) μάτια, και ζουμερά χειλάκια. Φοράει ένα μίνι κυπαρισσί βελούδινο σαραφάν κι από μέσα ένα άσπρο πουκάμισο, με δαντέλα στους καρπούς και στον λαιμό, άσπρες κάλτσες και άσπρα λαστιχένια παπούτσια. Είναι από τη Γερμανία και τη λένε Κατερίνα. Αυτά.
Είναι δική μου, είναι το μόνο παιχνίδι που δεν έδωσα μεγαλώνοντας σε κάποιο παιδάκι της γειτονιάς. Είναι δική μου. Μοίρασα τις χάρτινες κοπελίτσες με τα χάρτινα φορεματάκια, όχι μόνο αυτά που έκοβα από τα περιοδικά αλλά και όλα όσα είχα ζωγραφίσει- βάψει- κόψει μόνη μου, τη συλλογή με τις χαρτοπετσέτες και τις κόλες αλληλογραφίας (με τις καρδούλες και τα ηλιοβασιλέματα), ακόμη και την στυλ-μπάρμπι-με-στήθος-και-ψηλά-τακούνια κούκλα που ήρθε στα χέρια μου όταν μεγάλωσα (και γιαυτό έμεινε πολύ λίγο-στα χέρια μου).

Το αγαπημένο μου παιχνίδι-ως παιχνίδι δεν έχει όνομα. Χωνόμουν κάτω από το ντιβάνι της κουζίνας και έπαιζα μόνη μου (όταν δεν διάβαζα). Από τους ώμους και πάνω χωμένη κάτω από το φραμπαλά του ντιβανιού και με το υπόλοιπο σώμα να εξέχει, μπρούμυτα ξαπλωμένη στο πάτωμα της κουζίνας, έστηνα έναν κόσμο από έπιπλα και κουζινικά, στο μισοσκόταδο, έναν κόσμο με ταβάνι το σωμιέ του ντιβανιού, κι έπαιζα με τους τυχερούληδες και τους σπιρτούληδες (ένας ήταν μωβ κι ένας πορτοκαλί, αυτούς μόνο θυμάμαι).

Μετά (και ενδιάμεσα μάλλον) διάβαζα. Όταν δεν διάβαζα τους Άθλιους διάβαζα την Γυναίκα. Αλλά αυτά επίσης είναι για μιαν άλλη ιστορία.

Έξω στο δρόμο, όταν οι άλλοι έπαιζαν μήλα εγώ καθόμουν και τους κοίταζα.
Τα αντανακλαστικά μου δεν είναι καλά. Δεν αισθάνομαι ευκίνητη. Αντίθετα, όταν πρέπει να κάνω μια απότομη μανούβρα (για να σωθώ από τη μπάλα) μούρχεται και κοκαλώνω (πεισμώνω;) και δεν την αποφεύγω, λες και επίτηδες, αρνούμαι να μετακινηθώ, να κρυφτώ, να αλλάξω θέση. Μπορεί να φαίνεται αστείο αλλά δείχνει ένα δυσνόητο ακόμη για μένα κομμάτι του χαρακτήρα μου το γεγονός ότι δεν έπαιξα ποτέ μήλα. Δεν το έχω ξεμπερδέψει ακόμη. Θα ήθελα. Για την ώρα το αφήνω.

Τζαμί πάλι, έπαιζα. Ενώ η λογική του είναι παρόμοια με των μήλων. Δεν ξέρω. Και νιώθω λίγο σαν τον σοβαρό κύριο στο μικρό πρίγκιπα, έχω σοβαρά προβλήματα να σκεφτώ τώρα, δεν μπορώ να ασχοληθώ με το γιατί έπαιζα τζαμί αλλά όχι μήλα στα δεκαπέντε μου… είμαι σοβαρός άνθρωπος εγώ, με σοβαρές ασχολίες…

(για τη renata που είναι φίλη μου :))




* * * * * * *

27.1.08

μια δουλειά

Κάθε πρωί βλαστημάω που πρέπει να σηκωθώ μέσα στη νύχτα και την παγωνιά, που πρέπει πάλι να ντυθώ και να πάω στη δουλειά... Μετά, διακόσια μέτρα πιο πέρα, πριν ακόμη ζεσταθεί το αυτοκίνητο, βγαίνω στη Θηβών και βλέπω τα παληκαράκια-μετανάστες που περιμένουν για μεροκάματο να πηδούν από το ένα πόδι στο άλλο για να ζεσταθούν και η ντροπή μου ανεβαίνει μέχρι το κεφάλι. Είμαι μέσα σε αυτοκίνητο-δεν περπατάω. Στα ζεστά. Και το κυριότερο: έχω προορισμό. Ξέρω πως κατευθύνομαι σ' ένα γραφείο, στη ζέστη, θα έχω τον καφέ μου καθημερινά και τον μισθό μου στο τέλος του μήνα.

Όταν είπα στον Γιάννη πόσο με έχει κατά καιρούς προβληματίσει αυτό το ζήτημα, πως θα ήθελα να μοιράζονταν σ' αυτούς τους ανθρώπους τα χρήματα που σε άλλους περισσεύουν ή που σπαταλιούνται για μάταιους σκοπούς (όπως π.χ. για να πραγματοποιήσει ένας ποδοσφαιριστής το παιδικό του όνειρο και να αγοράσει μια λαμποργκίνι - διάβαζα σήμερα το πρωί ξεκαθαρίζοντας παλιές εφημερίδες...) μου είπε πως δεν είναι θέμα χρημάτων. Οι άνθρωποι δεν χρειάζονται λεφτά. Τα λεφτά τελειώνουν. Οι άνθρωποι χρειάζονται πρωτίστως δουλειά ώστε να επιβιώνουν αξιοπρεπώς. Όλα τα υπόλοιπα έπονται.

* η φωτογραφία είναι από τη έξοδο με τη δουλειά για το κόψιμο της βασιλόπιτας.


* * * * * * *

26.1.08

Σάββατο πρωί στην πόλη


Χρόνια και χρόνια πάντα το ίδιο. Πάντα με διάθεση να μάθω, να δοκιμάσω, να αλλάξω, και πάντα το αναβάλλω για την επόμενη φορά: αυτήν, ας ξαναπάμε στα ίδια, ας ξαναφάμε τα ίδια, όπως χθες και προχθές και πριν ένα μήνα, όπως πάντα.
Για χρόνια (ναι, πλάγιαζα νωρίς, αλλά δεν είναι αυτό που θέλω να πω εδώ…), για χρόνια λοιπόν παράγγελνα ριγκατόνι - τέσσερα-τυριά ενώ ήθελα να δοκιμάσω όλες τις μακαρονάδες του καταλόγου, για χρόνια έτρωγα χάμπουργκερ μέχρι που η ανεψιά μου μού πρότεινε το σάντουιτς με κοτόπουλο-έκτοτε δεν έχω πάρει τίποτε άλλο… Πίνω καφέδες στα ίδια μέρη, κάνω τα ίδια δρομολόγια στις βόλτες μου και παραγγέλνω πάντα μπιφτέκι με πατάτες. Από την άλλη, ποτέ δεν εγκαταλείπω την πρόθεση κάποια στιγμή να δοκιμάσω κάτι άλλο…
Καλά που η φίλη μου είναι τολμηρή κι αποφασιστική, και δεν πτοήθηκε από τον καταιγισμό των προτάσεών μου: να πάμε εδώ; ή αλλού; ή μήπως να πάμε εκεί που πάμε πάντα, γιατί θα ‘ναι πρωί και πρέπει ο καφές να είναι καλός για να ξυπνήσω ευχάριστα και εγκαίρως, και γιατί σήμερα αυτός που έφτιαξα στη δουλειά ήταν αηδία και περιμένω πως και πως τον αυριανό;
Έτσι αύριο θα πάμε για καφέ κάπου που δεν έχουμε ξαναπάει-όχι μακριά, ένα τετράγωνο παραπέρα, σ΄ένα μέρος που επισκεύθηκα πριν χρόνια-πόσα; Χριστέ μου, πριν 12-13 χρόνια περίπου. Ήμουν μόνη τότε και είπα στον εαυτό μου: κάποια στιγμή, θα έρθω να πιώ έναν καφέ εδώ. Λοιπόν, «με λίγη βοήθεια από τη φίλη μου», η ώρα ήρθε τώρα!

(Η φωτογραφία είναι από το ταξίδι-στα-ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, το εσωτερικό ενός καφέ στο Windsor)



* * * * * * *

24.1.08

άρωμα βιβλίου


ΠΑΖΑΡΙ ΒΙΒΛΙΟΥ 2008
Από την Παρασκευή, 1 Φεβρουαρίου έως και την Κυριακή, 10 Φεβρουαρίου, μία έκθεση βιβλίου, διαφορετική από τις καθιερωμένες θα λειτουργεί καθημερινά από τις 10:00 το πρωί μέχρι τις 21:45 το βράδυ, στην Πλατεία Κλαυθμώνος.

Για να μην «σκοτώνονται» τα βιβλία, όταν «γεράσουν»!

Σύνθημα προς τους βιβλιόφιλους: «Υιοθετήστε ένα βιβλίο, για να μην πολτοποιηθεί!».

(από εδώ)


* * * * * * *

22.1.08

νομίζω ότι μπήκε η άνοιξη


Ένα λεπτό έξω από τη δουλειά, όσο να πας στο φούρνο απέναντι να πάρεις ένα κουλούρι. Και βλέπεις τόσα στο δρόμο σου. Μακάρι να μπορούσα να περπατώ συνέχεια στο δρόμο. Μια κυρία μπήκε στο φούρνο, από πίσω μου, και ζήτησε «ένα μεγάλο ποτήρι νερό παρακαλώ. Μεγάλο». Κι επειδή η κυρία ήταν επίσης μεγάλη, η φουρνάρισσα της γέμισε ένα μεγάλο χάρτινο ποτήρι με νερό χωρίς δεύτερη κουβέντα. Στο δρόμο της επιστροφής την είδα να έχει βολευτεί σ΄ένα παγκάκι στο πάρκο και να απολαμβάνει το χάμπουργκερ που έβγαλε μέσα από τη χαρτοσακούλα, το ποτήρι το νερό δίπλα, ο ήλιος του πρωινού απέναντι. Ένας σκύλος με κλειστά μάτια απλωμένος παραδίπλα μέσα στο γρασίδι, ένα περιστέρι δίπλα στο σκύλο, ακίνητο, κάτω από το θάμνο. Κόσμος πηγαινοερχόταν τριγύρω. Απολάμβαναν την ανοιξιάτικη μέρα, τον ήλιο, τη ζωή. Με πολύ λίγα-σχεδόν τίποτα, αλλά και με όλα τα σημαντικά, την ηρεμία, το φαγητό, τον ήλιο και την παρέα, εντελώς ζωή. Εγώ ξαναμπήκα στη μούχλα. Στον κλιματισμό, στα φώτα, στους εκτυπωτές, στη βοή. Έξω από τη ζωή.


* * * * * * *

20.1.08

ζωή ασπρόμαυρη και φωτεινή


Το «ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» είναι η αυτοβιογραφία των πρώτων χρόνων του Ευγένιου Ο’ Νηλ (16.10.1888-27.11.1953).

Ακριβώς όπως στο έργο, έτσι και στην πραγματικότητα: Ο πατέρας του ήταν ένας Ιρλανδός ηθοποιός που έζησε μέσα στη φτώχεια κι έγινε διάσημος παίζοντας επί χρόνια τον ίδιο ρόλο του Κόμη Μοντεχρίστο. Η μητέρα του πάλι, μια ντελικάτη κόρη πλούσιου πατέρα που τον έχασε στα 17 της, δεν συνήλθε ποτέ από το θάνατο του δεύτερου/δίχρονου γιού της από αμυγδαλές, και κατέληξε μορφινομανής μετά από την δύσκολη γέννα του Ευγένιου.

Εδώ, το έργο τελειώνει αλλά η ζωή συνεχίζεται, ακόμη δυσκολότερη: τον διώχνουν από το Πρίνστον και σαλπάρει, παρέα με την κατάθλιψη και τον αλκοολισμό. Όταν, μέσα σε 3 χρόνια χάνει τον ένα μετά τον άλλο τους γονείς και τον 45χρονο αδελφό του (ο οποίος «σκότωσε τον εαυτό του με ποτό»), αρχίζει να γράφει.

1909: ένας τρίχρονος γάμος με την Kathleen Jenkins κι ένας γιός, ο Ευγένιος Τζούνιορ .

1912: ανάρρωση από φυματίωση σε σανατόριο.

1918: ο δεύτερος γάμος, με την συγγραφέα Agnes Boulton και δύο ακόμη παιδιά: Ο Shane και η Oona.

1929: ο τρίτος γάμος με την (πρόσφατα χωρισμένη) ηθοποιό Carlotta Monterey (για την οποία είχε πει πως «είχε τα μάτια της μητέρας του») κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Γι αυτά τα μάτια της, τα άφησε όλα πίσω και σάλπαραν μ΄ ένα ατμόπλοιο για την Ευρώπη. Έζησαν μερικούς μήνες στην κοιλάδα του Λίγηρα, έξω από το Παρίσι και μετά επέστρεψαν στην Αμερική. Η Carlotta είναι που του οργάνωσε την ζωή και τον βοήθησε να γράψει, κρατώντας μακριά τους επισκέπτες, κυρίως όταν «Ο Κύριος» όπως τον έλεγε, έγραφε, χωμένος βαθιά στο γραφείο του και με 3 βαριές πόρτες κλεισμένες πίσω του. Το «Ταo» ήταν το πρώτο (και τελευταίο) του σπίτι (μετά, ξαναγύρισε στα ξενοδοχεία) και το καταφύγιο όπου έγραψε τα τελευταία του έργα.

1940: άρχισε το ανεξέλεγκτο τρέμουλο στα χέρια (μπορεί να ήταν πάρκινσον, μπορεί και το ποτό) το οποίο τελικά τον ανάγκασε να σταματήσει να γράφει στα 57 του το 1945.

1943: Η Οona στα 18 της ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον κατά 36 χρόνια μεγαλύτερό της Τσάρλι Τσάπλιν, έκανε μαζί του 8 παιδιά και πέθανε το 1991. Ο πατέρας της δεν της ξαναμίλησε ποτέ.

1950: Ο Ευγένιος τζούνιορ, πτυχιούχος του Yale, αλκοολικός, αυτοκτόνησε στα 40 του.

1977: Ο Shane αλκοολικός και χρήστης ηρωίνης, έπεσε από το παράθυρο διαμερίσματος του Μπρούκλιν, στα 57 του.

Έτσι λοιπόν, ο Κάτοχος 4 Πούλιτζερ και ενός Νόμπελ Λογοτεχνίας πέρασε όλη την παιδική και σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή του σε ξενοδοχεία:
Δεν είχα ποτέ σπίτι, δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να ριζώσω. Μεγάλωσα σε ξενοδοχεία… είναι παράξενο, αλλά ο καιρός που πέρασα στη θάλασσα, πάνω σ ένα πλοίο ήταν η μόνη φορά που ένιωσα ότι ρίζωσα κάπου.

"Το ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα" το αφιέρωσε στην Carlotta στην 12η επέτειο του γάμου τους: Αγαπημένη μου, σου δίνω το πρωτότυπο κείμενο ενός έργου μεγάλης λύπης, που γράφτηκε με δάκρυα και αίμα. Ένα δώρο που φαίνεται αταίριαστο για μια μέρα που γιορτάζουμε την ευτυχία. Μα εσύ θα καταλάβεις. Είναι ένα αφιέρωμα στην αγάπη και την τρυφερότητα σου, γιατί μου έδωσε πίστη στην αγάπη και μου επέτρεψε να μπορέσω να αντικρίσω επιτέλους τον θάνατό μου, και να γράψω αυτό το έργο. Να το γράψω με βαθιά λύπη, κατανόηση και συγχώρεση και για τους 4 Tyrones.

(Για τη renata, την αλκιμήδη και την RedHat)




* * * * * * *

18.1.08

το μέτρον: ο Άνθρωπος


Η ζωή, ο Θάνατος
κι αναμεσίς
η Τέχνη (η ποίηση)
όπου καταξιώνει τη ζωή,
την διαιωνίζει,
και το θάνατο καταργεί.

Γι΄αυτό, προς τι, γιατί
η "στράτευση", η σάτιρα, τα πείσματα, το μίσος
που δεν τους δίνει, πέρα ως πέρα, καμιά
σημασία η ζωή
κι ο θάνατος δεν στέργει
όλως διόλου
ναν τα ξέρη.

* * * * * * *
"Να αντισταθούμε δια της ποιήσεως".
Το αισθάνθηκα προχθές στην έκθεση "Νίκος Εγγονόπουλος: είμαι ζωγράφος και ποιητής". Όμως όχι κατά λέξη, όχι στον πληθυντικό, όχι με την λέξη αντίσταση, όχι με τη μορφή μάχης.
Αυτό που είχα στο νου μου ήταν περίπου "να μην ξεχνώ την ποίηση στην καθημερινότητά μου, πως μπορώ να στηρίζομαι σ αυτήν, γιατί μόνο αυτή είναι που έχει σημασία, μόνο αυτή μπορεί να σε υψώσει από το έδαφος, να σε πάει παραπέρα.
Όταν θυμηθείς πως υπάρχει η ποίηση τότε έχεις ένα λόγο να ζεις".

Ακριβώς όπως είπε ο ποιητής: η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν.
Κι επίσης ο ζωγράφος: How rich art is.If one can only remember what one has seen,
one is never without food for thought or truly lonely,
never alone.





* * * * * * *

17.1.08

γκρίνια ΙΙ

Όταν μου είπες πως θα έπρεπε να έχω παραιτηθεί από αυτή τη δουλειά από τότε που προσλήφθηκα γιατί από πάντα δεν μου άρεζε και δυσκολευόμουν να προσαρμοστώ, ζεματίστηκα. Όχι γιατί είχες άδικο. Ίσα-ίσα, απόλυτο δίκιο είχες. Νομίζεις πως εγώ δεν το κατάλαβα, πως χρειαζόταν κάποιος να μου το πει; Αυτό είναι που με έχει φέρει σε απόγνωση τον τελευταίο καιρό, το ότι και πριν ένα χρόνο το ίδιο τραγικά περνούσα, και πριν πέντε χρόνια δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ στην αλλαγή θέσης, και πριν είκοσι χρόνια έβλεπα εφιάλτες τα βράδια. Άρα, δεν είναι η δουλειά που φταίει, είμαι εγώ που δεν κάνω γιαυτή τη δουλειά. Μα παρόλαυτά δεν επέλεξα να την αλλάξω, ούτε επέλεξα να αλλάξω τον εαυτό μου (λες και θα μπορούσε να γίνει αυτό…). Ούτε όμως εγκαταλείπω τη μάχη, να πάψω να ασχολούμαι: πολεμάω, πασχίζω, να βγάλω μιαν άκρη, να βρω τρόπο να τοποθετήσω τον εαυτό μου σε σχέση με τους ανθρώπους, με τους πελάτες, με τους συναδέλφους, με τους στόχους, με έναν σκοπό που δεν είναι ο δικός μου μα πρέπει να τον χορέψω.

Το ξέρω πως σου είναι αδύνατον να πεις άλλο παρά αυτό που σκέφτεσαι, και πως δεν είχες άδικο-προχθές, μα δεν είναι εύκολο για μένα να το αντέξω. Δεν με ωφελεί το να μου φέρουν κατάμουτρα την αδυναμία μου-αυτή την ξέρω από μόνη μου. Από την άλλη, ούτε χάδια και παρηγοριές χρειάζομαι-ούτε στο ελάχιστο. Ένα τρόπο να βγω από το λαβύρινθο που μέσα του μπερδεύομαι ψάχνω, απλά.

Εκείνη τη νύχτα λοιπόν, σε είδα στον ύπνο μου, πρώτη φορά από τότε που σε ξέρω, από το πάντα δηλαδή. Μου έφερες σοκολάτες κι ένα κουτί σοκολατάκια λάκτα, απ΄αυτά που είναι καρδούλες. Δεν το κατάλαβα ότι ήταν όνειρο, μα το πρωί ξύπνησα πιο ανάλαφρη, με ένα χαμόγελο, μια ανακούφιση, που τον λύσαμε- για ακόμη μια φορά τον κόμπο. Μάλιστα έλεγα, τι καλά που έκανε το πρώτο βήμα, γιατί εγώ δεν θα το έκανα, όχι, καλύτερα μόνη, χωρίς κριτικές και επικρίσεις, μπορώ. Το πρωί στο δρόμο -δεν θυμάμαι αν ήταν μέσα στο αυτοκίνητο ή στο μετρό, έτσι που είμαι αλαφιασμένη και ζαλισμένη από το ξύπνημα-, εκεί που το γύριζα στο μυαλό μου, ξαφνικά κατάλαβα: μα ήταν όνειρο. Όνειρο; Ναι, για προσπάθησε να θυμηθείς… Όχι, δεν συναντηθήκαμε, ούτε τηλεφωνηθήκαμε, όνειρο ήταν. Και στεναχωρήθηκα, ξανάπεσε ένα βάρος επάνω μου, αλλά πάλι δεν σου τηλεφώνησα.

(Σήμερα πήρα μειλ από τη Γερμανία: Den mporo na perigrapso ti pernao, polles fores nimizo oti einai ena kako oneiro kai oti tha ksipniso to proi kai ola tha einai opos prin.Na eisai panta kala kai na min stenaxoriesai kai na min griniazeis gia tipote.Ola einai mataia.H eftixia einai sta poli apla, poli kathimerina pragmata, emeis den to katalavenoume.)




* * * * * * *

16.1.08

πραγματικότητα

Δεν θέλω να περνάει τόσο γρήγορα η ώρα τα απογεύματα. Με το που τελειώνω τις (ψιλο) δουλειές στο σπίτι και κάθομαι στον υπολογιστή, τσούπ! νάσου ο δείκτης πάει και κολλάει στις 23:30 και τότε είναι που πανικοβάλλομαι: πρέπει ά μ ε σ α να πάω για ύπνο…
Το πρωί είναι φρικτό να χτυπάει το ξυπνητήρι ενώ είναι ακόμη νύχτα και να σηκώνομαι πανικόβλητη (πάλι;!!): κρύο, σκοτάδι, η ίδια ιεροτελεστία (προς θεού, αμαυρώνεται η λέξη αν αυτό που εννοείς είναι πλύσιμο δοντιών, μάσκαρα και ντύσιμο τρέμοντας μπροστά στο αερόθερμο!), κάθε μέρα, βαρέθηκα πια, βαρέθηκα.

Τουλάχιστον αν έχεις κοιμηθεί αρκετά, όλα γίνονται ευκολότερα.

(Καλά, είναι δυνατόν να γκρινιάζω κ α ι για την ταχύτητα της ώρας; έλεος...!).




* * * * * * *

15.1.08

προλάβετε, προλάβετε!

Την ευτυχία μας την υπόσχονται για να μας κάνουν ζάφτι. Εγώ δίδαξα μόνο την αγάπη και την ελευθερία.

* * *

Για μένα ο Εμπειρίκος υπήρξε η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Έλεγε και ήταν σαν να το έλεγα εγώ. Για να αντιμετωπίσουμε την κατακραυγή, συμπήξαμε κοινό μέτωπο οι δυό μας. Δυστυχώς, παραμείναμε μόνο 40 χρόνια φίλοι.

* * *

Η ζωγραφική και η ποίηση είναι για μένα τρόπος ζωής.
Αν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν.

* * *

Ο ορθολογισμός δεν βοηθάει σε τίποτε, η ζωή είναι ασυνάρτητη.

* * *

Οι αναγνωρίζοντες εις εαυτούς δικαιώματα, δεν αξίζουν και πολλά πράγματα. Ο πραγματικά πνευματικός άνθρωπος, καθήκοντα, και μόνο, παραδέχεται και αναγνωρίζει στον εαυτό του.

* * *

Ο υπερρεαλισμός, η εισαγωγή του παραδόξου στη ζωή μας είναι αίτημα παλιό. Η ζωή είναι μια τρέλα, μια χαρά. Όταν καμιά φορά θέλουμε να δείξουμε την πληρότητα της ψυχής μας, λέμε «θα τρελαθώ». Όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο που έχουμε καιρό να δούμε ή όταν είμαστε ερωτευμένοι λέμε «θα τρελαθώ». Αυτό είναι υπερρεαλισμός.


Η έκθεση Νίκος Εγγονόπουλος: 1907-1985 «Είμαι ζωγράφος και ποιητής» στον Κτήριο της οδού Πειραιώς του Μουσείου Μπενάκη τελειώνει στις 20.01.2008.

Πήγα προχθές-Σάββατο πρωί, και η λέξη "ενθουσιάστηκα" είναι πολύ λίγη (και φανταχτερή επίσης) για να περιγράψει αυτό που ένιωσα. Έκτοτε, είμαι δέκα πόντους ψηλότερη.





* * * * * * *

11.1.08

ζωή


Χθες το πρωί έβγαλαν τον μπαμπά. Παρούσα όλη η οικογένεια-έλειπα μόνο εγώ και οι μικρούλες.

Εμένα δεν μου είπαν τίποτα. Το ήξερα βέβαια από καιρό, πως ήταν να γίνει στα κοντά, ένα μήνα πάνω έναν κάτω, μα δε ρωτούσα, λες και άμα δεν το συζητάς ένα πράγμα δεν υπάρχει, εξαφανίζεται από μόνο του και τη γλιτώνεις (η στρουθοκάμηλος).

Η μικρή και ο άντρας της είναι -ευτυχώς- καλά, αυτή μου τα διηγήθηκε στο τηλέφωνο. Τα τυπικά, πως οι εργάτες φορούσαν γάντια, πως το κρασί ήταν ανέπαφο, μα τίποτε άλλο δεν ήταν ανέπαφο, όλα κομματάκια, ύφασμα και κόκαλα σαν αυτά που κάνεις μάθημα στο σχολείο. Μόνο, μαυρισμένα (από την υγρασία;) και του μπαμπά μας.

Η μαμά όμως δεν είναι καλά-το κατάλαβα γιατί έκανε μέρες να με πάρει τηλέφωνο, και τώρα που τη ρώτησα πως ήταν, είπε πωπω, είναι τρομερό, ένα κρύο πράγμα, είχα πάει και στη μάμα μου κάποτε, αλλά τότε ήταν αλλιώς, ήταν πιο προσεκτικοί, πιο διακριτικοί, τώρα ήταν τρομερό, χάλια… Άστα αυτά. Τι μαγείρεψες;

* * * * * * *

10.1.08

η γνώμη μου

(για τη Μαρία, που τη ζήτησε)
Πικρό το βράδυ σκυθρωπό, αργεί να ξημερώσει
στο σπίτι μέσα το κλειστό, ερημιά έχει φυτρώσει.

Με πνίγει τούτη η σιωπή, τούτη η στενοχώρια
στο δρόμο να 'χουνε γιορτή κι εμείς να ζούμε χώρια.

Αυτό το βράδυ δεν μπορώ γωνιά να βρω ν' αράξω
στο δρόμο τον ερημικό να βγω και να φωνάξω.


Μαράκι, συγνώμη αλλά το (παραπάνω) τραγούδι το βρήκα εντελώς χάλια, και τη μουσική και τους στοίχους… (Μμμ, σιγά τη μεγάλη μουσικοκριτικό…). Λοιπόν ας μην είμαι τόσο απόλυτη, διορθώνω: δεν το βρήκα καθόλου μα καθόλου του γούστου μου. Άσε που με πιάνει μια σκληρότητα όταν ακούω τέτοια, τέτοιες γκρίνιες και πόνους (ποια; Αυτή που δεν γκρινιάζει ποτέ-χοχοχο!!). Μου βγαίνει στην επιφάνεια όλη η μαυρίλα, η κακία και η πίκρα που έχω νιώσει στη ζωή μου.

Τα πράγματα είναι απλά: όπως έλεγα και προχθές στην μικρή Εύα, στην γιορτή του Γιάννη, (που μπορεί να είναι 29χρονη αλλά είναι πολύ υγιής και ώριμη για την ηλικία της), όρθιες στο κούφωμα της πόρτας την ώρα που έβαζε το παλτό της (και της έκανα και μια αγκαλιά γιατί πολύ χαίρομαι που την γνώρισα, τέτοιο καλό και ξεκάθαρο πλάσμα…). Της έλεγα λοιπόν πως ο λόγος για να μένεις δίπλα σε κάποιον είναι να περνάς καλά μαζί του. Τι έρωτας και πάθη και αέρας κοπανιστός. Ποιος έρωτας, ποια αγάπη προκαλεί πόνο; Όχι άλλο πόνο, καθόλου, ούτε γραμμάριο. Η ζωή είναι μία, και είμαστε πέρα από τα μισά πια. Όσο χαρά περισσότερη γίνεται, τέλος.

Έχει μερικά σημεία στη ζωή μου που έχω πληγές ακόμα, που δεν έχουν κλείσει. Αλλά αδιαφορώ. Πέρασα πολύ μοναξιά, έκανα επιλογές που τις χάρηκα και τις πλήρωσα μαζί, έφταιξα και τιμωρήθηκα όσο και όπως μου άξιζε. Πέρασα πολλές ώρες μέσα σε νοσοκομεία-προχθές που ξαναπήγα για έναν εντελώς ανώδυνο λόγο, κατάλαβα πως κι αυτή η πληγή είναι ακόμα εκεί, το στομάχι έκανε τούμπες, ήθελα να φύγω, να φύγω, φτάνει πια, δεν θέλω άλλο. Κι όμως, ότι τύχει μπροστά θα το αντιμετωπίσω, τι επιλογές έχω;

Η μοναξιά μέσα σ΄ ένα σπίτι είναι –ακόμη- καταφύγιο για μένα, κι ας έχουν όλοι έξω ότι γιορτή θέλουν. Δεν ψάχνω γιορτή, δεν ψάχνω να κουκουλώσω και να γελάσω, ψάχνω ησυχία, ηρεμία, ηρεμία.

Τώρα θα μου πεις, το τι ψάχνω εγώ δεν είναι το μέτρο, ο καθένας ζητάει ότι του χρειάζεται. Εμένα βάλε μου «στα υπόγεια είναι η θέα» του κυρίου Τερζή, και πάρε μου την ψυχή! Κι ας λέω για Ταρκόφσκι.

Τίποτα, τίποτα δεν θέλω (εγώ) παρά την ησυχία μου.

Περνάω άσχημα τελευταία, πολύ άσχημα, στη δουλειά. Δεν είναι η πολλή δουλειά που δεν μπορώ ν΄ αντέξω-δεν έχω πολλή δουλειά. Είναι οι σχέσεις με τους ανθρώπους, που τους νιώθω όλους εχθρούς κι εγώ σαν βάρκα πηγαινοέρχομαι μια κοντά τους και μια μακριά τους, δεν μπορώ να κρατήσω τα μπόσικα. Θέλω σταθερότητα, ηρεμία. Θέλω να έχω αυτοεκτίμηση, και δεν έχω, όσο βλέπω πως δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους. Θέλω να είμαι αλλιώς και είμαι αλλιώς. Προσπαθώ, μα ξέρω πως το ζήτημα είναι να μην προσπαθείς, αλλά να ξέρεις τι θέλεις και τότε γίνεται αυτόματα, από μόνο του. Λοιπόν, δεν ξέρω τι θέλω; Ποιανού γνώμη μετράω και της επιτρέπω να με πονάει, αυτών που περιφρονώ; Γατί τόσο έντονες λέξεις; Πόνος, περιφρόνια; Γιατί η δουλειά να παίζει τόσο μεγάλο ρόλο στη ζωή μου; Γιατί να βλέπω τους συναδέλφους σαν ανθρώπους και όχι σαν συναδέλφους;

Λοιπόν Μαράκι, απ΄αλλού ξεκίνησα κι αλλού το πήγα, ήθελα να μιλήσω για τη δουλειά μου σήμερα, και το κατάφερα, μα λύση δεν βρήκα. Αύριο πάλι θα ξεκινήσω αισιόδοξα και θα γυρίσω χάλια. Δε βαριέσαι.

Ορίστε, αναφέρθηκα λίγο στο παρελθόν μου… Μα σήμερα είμαι κακόκεφη, και διάλεξα τα μαύρα. Όχι τους καφέδες και τα γέλια μας. Θα γράψω και γιαυτά, στο υπόσχομαι. Μου λείπουν-τα γέλια μας. Μετά όμως θυμάμαι πως θα μου λέγατε πως όλες έχετε προβλήματα, κι ας έχετε οικογένειες και παιδιά, και θα με κοιτούσατε σαν να ήμουν κανένα εγωιστικό πλάσμα που μόνο τον εαυτό του σκέφτεται και γκρινιάζει συνέχεια. Κι εγώ θα σκεφτόμουν πως όταν ένα μικρό σε αγκαλιάζει και κοιμάται στην αγκαλιά σου, δεν είσαι πότε πια μόνος, ότι και να σου συμβεί. Και θα το βούλωνα και θα έλεγα γιατί δεν έμεινα σπίτι στο ίντερνετ και βγήκα; Να θυμηθώ να μην το ξανακάνω…

Να μου γράφεις, μ΄ αρέσει. Χαίρομαι που ξέρω πως με διαβάζεις, κι όταν μου γράφεις γελάω, γιατί είναι σαν να σε βλέπω: μια κεφαλαία, μια μικρά, αυθόρμητα, από την καρδιά απευθείας, όπως ακριβώς είσαι. Να ξέρεις πως χαίρομαι πολύ που είσαι φίλη μου. Και πως ξέρω τι περνάς, μα φοβάμαι πως αυτοί είναι δρόμοι που ο καθένας τους βαδίζει μόνος του. Από κουβέντες, από γνώμες κι από παρηγοριές όσες θέλεις, ο καθένας έχει να πει πολλά. Μα όταν κλείνει η πόρτα του σπιτιού και μένεις μόνος σου, τότε δεν έχεις παρά μόνο τον εαυτό σου.

Ξέρω πως θα τα καταφέρεις-δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να τα καταφέρεις. Μην προσπαθείς απλά να νιώσεις καλύτερα. Προσπάθησε να είσαι καλά.




* * * * * * *

9.1.08

ταξίδι


Ο σκηνοθέτης παρακολούθησε ολόκληρη την παράσταση (κι ας μην ήταν πρεμιέρα, ποιος ξέρει τάχα το γιατί;) καθισμένος στα σκαλιά, ανάμεσα στον κόσμο, πίσω-πίσω, με την πλάτη στον τοίχο. Αχ, και να βλέπατε το χαμόγελό του στο σημείο που ο Άλκης έδωσε ρεσιτάλ... Τον καμάρωνε, ήταν σαν να τον εξέπληξε ο ηθοποιός με τις ικανότητές του, σαν να έλεγε βρε τον μπαγάσα, κοίτα τον ως που μπορεί να πάει...!

Και, όπως είπε η Σταυρούλα, πας για να δεις έναν ηθοποιό που ξέρεις πως είναι θαυμάσιος (τον κύριο Καταλειφό) και εκπλήσσεσαι από το πόσο-το-ίδιο-καλοί είναι και όλοι οι υπόλοιποι!

Πολύ ωραία παράσταση!
Μόνο που ήταν λίγη η ώρα με τις φίλες μου και δεν χόρτασα την κουβέντα μαζί τους. Κι ας μιλούσαμε ταυτόχρονα, πάλι όσα είχαμε να πούμε δεν τα προλάβαμε!

* Στην φωτογραφία ο Ευγένιος Ο΄Νήλ και η σύντροφός του στο ταξίδι της μεγάλης μέρας του μέσα στη νύχτα


* * * * * * *

4.1.08

επανάληψη


Είναι ωραίο το φωτοτυπικό να βρίσκεται δίπλα στο παράθυρο: την ώρα που τα χέρια σου κινούνται μηχανικά πάνω στο αργοκίνητο μηχάνημα, το μυαλό σου μπορεί να ταξιδεύει (σαν πουλί) αντί να κολλάει (σαν μαστίχα) μαζί με τη ματιά σου σ έναν γκρίζο τοίχο.

Δυό κυρίες πάνε κι έρχονται στο απέναντι μπαλκόνι κρατώντας το κάγκελο, κάθε μέρα, ανεξαρτήτως καιρού. Ακόμα και σήμερα που είχε τόσο κρύο.

Έφτιαξα ένα σενάριο: μια κυρία ηλικιωμένη, κλεισμένη στο σπίτι, όχι τόσο γιατί είναι άρρωστη μα γιατί δεν έχει ούτε λόγο, κι ούτε τρόπο να βγει έξω. Παλιά μπορεί να γνώριζε μερικές γειτόνισσες, να είχαν μια κουβέντα με τον μπακάλη απέναντι, με τον φούρναρη. Τώρα δυστυχώς δεν υπάρχει κανένας γνωστός, ούτε καν στο διάδρομο της πολυκατοικίας, ούτε φυσικά στο δρόμο: οι άνθρωποι αλλάζουν, νοικάρηδες έρχονται και φεύγουν, παντού γύρω εργαζόμενοι, αυτοκίνητα, κόσμος... Άσε που θα χρειαζόταν ένα τέταρτο να περάσει το δρόμο... Κι εξάλλου μέσα στο σουπερμάρκετ ζαλίζεται, δεν μπορεί να βρει αυτά που θέλει, κουράζεται και να κουβαλάει... Όχι, έχει μερικά χρόνια να βγει έξω, α, εκτός από κείνη τη φορά που την πήγαν στο νοσοκομείο...

Γιαυτά και γιαυτά λοιπόν έχουν κανονίσει να έρχεται (δεν ξέρω ποιοί, το σενάριο έχει ένα κενό εδώ, αλλά αυτό δε μας χαλάει, οπότε προχωρώ με τα δεδομένα που έχω..!), έχουν λοιπόν κανονίσει να έρχεται καθημερινά η Τάδε, να της μαγειρεύει, να την βοηθάει να πλυθεί και ν αλλάξει, να φτιάχνει λίγο και το σπίτι. Πίνουν κι ένα καφεδάκι μαζί, λένε και δυό κουβέντες, και λίγο πριν φύγει και την αφήσει τακτοποιημένη στο κρεβάτι μπροστά στην τηλεόραση, κάνουν την καθημερινή τους βόλτα στο μπαλκόνι. Γιατί ο γιατρός είπε πως πρέπει να περπατάει, πάση θυσία, έστω και μερικά μέτρα κάθε μέρα, αλλιώς πολύ γρήγορα θα μείνει καθηλωμένη στο κρεβάτι.

Έχουμε λοιπόν μια κυρία ηλικιωμένη, με μαλλιά κοντοκουρεμένα και βαμμένα έντονα καφέ, με νυχτικό κι από πάνω τυλιγμένη καλά μ ένα έντονο φούξ μπουρνούζι-ή να είναι ρόμπα; Και μια νεώτερη-μεσήλικη, ευτραφή και απεριποίητη, από πίσω της: την βαστάει, τη βοηθάει να σταθεί, και ταυτόχρονα την σπρώχνει ελαφρά, και κυρίως κρατάει το ρυθμό του βαδίσματος. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε στο στενό μπαλκόνι όση ώρα (λίγη) στέκομαι όρθια δίπλα στο παράθυρο. Μετά τις ξεχνάω. Κάθε φορά, κάθε μέρα, εδώ και μήνες.
Σήμερα έκανε πολύ κρύο. Είναι βράδυ κι ακόμα τις έχω στο μυαλό μου.




* * * * * * *

2.1.08

κύκλοι


Ελπίζω να μην περάσω όλη τη χρονιά όπως πέρασα την πρώτη μέρα της: καθισμένη μπροστά στον υπολογιστή, με τα μάτια να μην ανοίγουν από την γκριζάδα της μέρας, χωρίς διάθεση για τίποτα-ούτε να χαθώ στο ίντερνετ, ούτε να κάνω δουλειές, ούτε να διαβάσω, τίποτε.

Ελπίζω να περάσω όλη τη χρονιά όπως πέρασα το πρώτο βράδυ της: παρέα με καλούς ανθρώπους, με κουβέντα και γέλια, με κορίτσια που είναι τα ίδια παντού: ικανά να μιλάνε όλα μαζί μα και ν’ ακούν μια χαρά η μια την άλλη ταυτόχρονα!

Για ακόμη μια φορά, και χθες και σήμερα, είδα πως άμα πάρεις τα πόδια σου και ντυθείς και βγεις από το σπίτι, η ζωή μπαίνει μέσα σου θέλεις δε θέλεις, στρογγυλοκάθεται και σε γεμίζει: ενέργεια και κατ΄επέκταση χαρά. Όμως αυτό το ρημάδι το πρώτο βήμα, πόσο δύσκολο είναι πια να το κάνεις κάθε φορά... Κι αυτό το χοντροκέφαλό μου, τόσες φόρες να την έχει πατήσει με το κλείσιμο μέσα στο σπίτι και μέσα μου, και τόσες φορές νάχει αναστηθεί με μια βόλτα στον καθαρό αέρα, και πάλι, τίποτε, στουρνάρι, αμετακίνητο...




* * * * * * *

1.1.08

το όνειρο

Μερικά πράγματα είναι τέτοια που ο παραμικρός σχολιασμός θα αφαιρούσε αντί να προσθέσει επάνω τους. Μια τέτοια εικόνα έχω βρει εδώ και μερικές μέρες και δεν κρατιέμαι, μπορεί να την έβαλα wallpaper (!), μα ψάχνω τρόπο να την μοιραστώ κι άλλο...

Είναι μια από κείνες τις σκέψεις που τις έχεις σαν μαξιλαράκια για να ακουμπάς σε ώρες δύσκολες, σαν σωσίβια όταν νιώθεις να πνίγεσαι, που τις ανασύρεις και τις χρησιμοποιείς όταν όλα σου φαίνονται μαύρα και δεν έχεις διάθεση για τίποτε.
Όχι ένα, δύο, τρία, μα πολλά βιβλία. Φως, ξύλο, ζεστασιά, βροχή, καφές, κρύος αέρας, φίλοι.
Αν ήταν ένα όνειρο που είχα στην ζωή μου-εκτός από τα ταξίδια και τα παιδιά- ήταν να έχω μια δική μου τέτοια δουλειά.

Καλή μας χρονιά, καλή μας υπόλοιπη ζωή!


* * * * * * *