Το αγαπημένο μου παιχνίδι-ως αντικείμενο ε ί ν α ι Η κούκλα μου. Ενικός αριθμός, μία κούκλα, τελεία και παύλα. Ήταν (είναι) τόσο όμορφη που ποτέ δεν μου έκανε καρδιά να λιμπιστώ κάποιαν άλλη. Είναι σαν τη ζωή: όταν αυτό που έχεις σου φαίνεται τ' ομορφότερο απ' όλα, τότε είσαι τυχερός!
Μπορεί να έχω περάσει τα 40, αλλά την έχω προσεκτικά φυλαγμένη σ’ ένα κουτί στο πατάρι, στη Θεσσαλονίκη. Μαζί με το ασπρόμαυρο ινδικό φουστάνι και τη μαύρη φούστα με τα ελεφαντάκια και τις μπανανιές-αλλά αυτά είναι για μιαν άλλη ιστορία.
Η κούκλα μου είναι 50 πόντους περίπου, από μαλακό πλαστικό, με χρυσαφιά μακριά μαλλιά, μπλε (; Χριστέ μου, δε θυμάμαι…) μάτια, και ζουμερά χειλάκια. Φοράει ένα μίνι κυπαρισσί βελούδινο σαραφάν κι από μέσα ένα άσπρο πουκάμισο, με δαντέλα στους καρπούς και στον λαιμό, άσπρες κάλτσες και άσπρα λαστιχένια παπούτσια. Είναι από τη Γερμανία και τη λένε Κατερίνα. Αυτά.
Είναι δική μου, είναι το μόνο παιχνίδι που δεν έδωσα μεγαλώνοντας σε κάποιο παιδάκι της γειτονιάς. Είναι δική μου. Μοίρασα τις χάρτινες κοπελίτσες με τα χάρτινα φορεματάκια, όχι μόνο αυτά που έκοβα από τα περιοδικά αλλά και όλα όσα είχα ζωγραφίσει- βάψει- κόψει μόνη μου, τη συλλογή με τις χαρτοπετσέτες και τις κόλες αλληλογραφίας (με τις καρδούλες και τα ηλιοβασιλέματα), ακόμη και την στυλ-μπάρμπι-με-στήθος-και-ψηλά-τακούνια κούκλα που ήρθε στα χέρια μου όταν μεγάλωσα (και γιαυτό έμεινε πολύ λίγο-στα χέρια μου).
Το αγαπημένο μου παιχνίδι-ως παιχνίδι δεν έχει όνομα. Χωνόμουν κάτω από το ντιβάνι της κουζίνας και έπαιζα μόνη μου (όταν δεν διάβαζα). Από τους ώμους και πάνω χωμένη κάτω από το φραμπαλά του ντιβανιού και με το υπόλοιπο σώμα να εξέχει, μπρούμυτα ξαπλωμένη στο πάτωμα της κουζίνας, έστηνα έναν κόσμο από έπιπλα και κουζινικά, στο μισοσκόταδο, έναν κόσμο με ταβάνι το σωμιέ του ντιβανιού, κι έπαιζα με τους τυχερούληδες και τους σπιρτούληδες (ένας ήταν μωβ κι ένας πορτοκαλί, αυτούς μόνο θυμάμαι).
Μετά (και ενδιάμεσα μάλλον) διάβαζα. Όταν δεν διάβαζα τους Άθλιους διάβαζα την Γυναίκα. Αλλά αυτά επίσης είναι για μιαν άλλη ιστορία.
Έξω στο δρόμο, όταν οι άλλοι έπαιζαν μήλα εγώ καθόμουν και τους κοίταζα.
Τα αντανακλαστικά μου δεν είναι καλά. Δεν αισθάνομαι ευκίνητη. Αντίθετα, όταν πρέπει να κάνω μια απότομη μανούβρα (για να σωθώ από τη μπάλα) μούρχεται και κοκαλώνω (πεισμώνω;) και δεν την αποφεύγω, λες και επίτηδες, αρνούμαι να μετακινηθώ, να κρυφτώ, να αλλάξω θέση. Μπορεί να φαίνεται αστείο αλλά δείχνει ένα δυσνόητο ακόμη για μένα κομμάτι του χαρακτήρα μου το γεγονός ότι δεν έπαιξα ποτέ μήλα. Δεν το έχω ξεμπερδέψει ακόμη. Θα ήθελα. Για την ώρα το αφήνω.
Τζαμί πάλι, έπαιζα. Ενώ η λογική του είναι παρόμοια με των μήλων. Δεν ξέρω. Και νιώθω λίγο σαν τον σοβαρό κύριο στο μικρό πρίγκιπα, έχω σοβαρά προβλήματα να σκεφτώ τώρα, δεν μπορώ να ασχοληθώ με το γιατί έπαιζα τζαμί αλλά όχι μήλα στα δεκαπέντε μου… είμαι σοβαρός άνθρωπος εγώ, με σοβαρές ασχολίες…
(για τη renata που είναι φίλη μου :))
* * * * * * *