Και
μετά έχει πιο χειρότερα, κι όσο λες πως πιο κάτω δεν έχει, τόσο βλέπεις να εξευτελίζεται στα μάτια σου ο άνθρωπός σου.
Εγω θέλω να πιστεύω πως δεν καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει. Θέλω.
Όμως με τα ίδια μου τα αυτιά άκουσα το μπαμπά μου να μου λέει, ένα βράδυ που ήμασταν οι δυό μας κι έτσι δεν έχω μάρτυρες, και γιαυτό χρειάζεται να με πιέσω για να παραδεχτώ ότι είναι αλήθεια και πως δεν είναι της φαντασίας μου, πάνω που τον είχαμε πως πια δεν καταλάβαινε τίποτα, πως μας έβλεπε όλους ξένους.
Είχαν φύγει οι φίλοι μας, τους χαιρέτησε ευγενικά ακολουθώντας μας στην πόρτα: "γειά σας, γειά σας", όλος χαμόγελο. Καταλάβαινες πως δεν καταλαβαίνει ποιούς χαιρετάει, μα πως καταλαβαίνει ότι φεύγουν κάποιοι, και πρέπει να είναι ευγενικός οικοδεσπότης.
Την ευχαριστήθηκε την παρέα εκείνο το απόγευμα, κι ας μη γνώριζε ποιοί είμαστε και τι λέγαμε. Είχε καιρό να είναι σε χώρο άλλο απο το σπίτι τους με τη μαμά, είχε καιρό να είναι σε χώρο με νέους ανθρώπους που κουβεντιάζουν.
Κι εγώ, χάθηκε ο κόσμος να τον έπαιρνα στο σπίτι μου συχνότερα? Έπρεπε να φτάσει στο αμήν η μαμά, να πει πάρτον λίγο, ένα Σαββατοκύριακο, γιατί κουράστηκα, να ξεκουραστώ, να κοιμηθώ, να ξαναβρώ και το δικό μου μυαλό γιατί ώρες-ώρες πάει να χαθεί κι αυτό μαζί με το δικό του...
Τι, βάρος ήτανε? Σαν παιδάκι με ακολουθούσε μέσα στο σπίτι, ντρεπότανε που δεν μπορούσε να φάει μόνος του κι έπρεπε να τον ταίσω, ήθελε τότε να είμαστε οι δυό μας μόνοι, στην κουζίνα.
Ποιός να τόλεγε κυρ Γιάννη πως θα δεχόσουν καλεσμένους με τις μπιζάμες, εσύ που τρελαινόσουνα για το καλό ντύσιμο, που έβαζες κουστούμι ραμένο στα μέτρα σου στο ράφτη, με το γιλέκο του απο μέσα, για να βγεις για εφημερίδα τις Κυριακές?
Δεν μπορεί, δεν θα καταλάβαινε. Αν καταλάβαινε θα είχε γίνει πολύ χάλια.
Όταν έφυγαν λοιπόν, και τον οδήγησα στο κρεβάτι του, και τον σκέπασα και τον χάιδεψα για να κοιμηθεί-γιατί να μην τον έχω χαιδέψει περισσότερο? άραγε χόρτασε χάδια στη ζωή του? Ήταν απο τους αυστηρούς, τους απόμακρους όταν είμασταν μικρές, δεν ήταν για πολλά πολλά, για αγκαλιές και γέλια. Μόνο οι δρόμοι του άρεζαν, να οδηγάει-αυτό με το οδήγημα το πήραμε και οι δύο οι κόρες του, οι κατά τα άλλα ακοινώνητες: να μας αρέσουν οι δρόμοι, να οδηγάμε, να πηγαίνουμε, να κοιτάμε.
Ανεβαίναμε λοιπόν στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε, όλη μέρα, με ελάχιστες στάσεις, και η μαμά γινότανε μπαρούτι και ορκιζότανε πως ποτέ πια δεν θα ξανάρθω μαζί σου εκδρομή, και πάλι πονοκέφαλο είχε, τόσες ώρες στο αυτοκίνητο, στην άκρη του κόσμου... Στο δέυτερο πόδι της Χαλκιδικής ανοίγανε το δρόμο τότε, κι ο μπαμπάς ήθελα να δει ως που πάει, και να πιάσει καμιά κουβέντα με τους ντόπιους, να ρωτησει πόσο πάει το μέτρο εδω, να ξετρυπώσει και κανένα γνωστό-που παντού του βρισκότανε τέτοιοι, τόσο κοινωνικός που ήταν! Μονο μετά απο χρόνια είπε η μαμά, σαν το μπαμπά σας δε γίνατε, κοινωνικές, να βρίσκετε τις άκρες με τα δημόσια και της υπηρεσίες. Εκείνος πάντα τα κατάφερνε...
Όταν έσβησα το φως λοιπόν, κι έκατσα λίγο δίπλα του, σχεδόν ψηλαφιστά, ψάχνοντας να βρει τα λόγια, μου είπε, με ρώτησε, εγώ δεν ήμουν έτσι, πως έγινα έτσι, πως έγινα... Δεν ήμουν έτσι εγώ, ήμουν? Μα πως έγινα?
Προσπαθώ απο τότε να τα σβήσω απο τα αυτιά μου αυτά τα λόγια, να κάνω πως δεν υπήρξαν, πως δεν τα άκουσα, πως τα φαντάστηκα ίσως ότι θα τα σκεφτόταν. Μα κοροιδεύω τον εαυτό μου. Εκεί ήμουν και τα άκουσα. Και δεν θέλω να είναι αλήθεια.
* * * * * * *