30.4.06
Passe-par-tout
Σήμερα Κυριακή 30 Απριλίου 2006, έγιναν
μία βάφτιση,
ένας γάμος και
μια κηδεία,
στην εκκλησία απέναντι από το σπίτι μου…
Ο γύρος της ζωής σε μια ημέρα!
* * * * * * *
to be continued...or not to be?
Οι τρείς γυναίκες έμειναν μονες.
Η μαμά του.
Η αδελφή του.
Η ανεψιά του.
Ο Οτάρ-από την Τιφλίδα-με πτυχίο γιατρού, πήγε στο Παρίσι να δουλέψει-στις οικοδομές.
Δεν πρόλαβε, ατύχημα. Θάνατος, τηλεγράφημα.
Η ενενηντάχρονη-γιαγιά είναι σαν τις μάνες όλου του κόσμου, ξενυχτάει κοιτώντας το τηλέφωνο, δεν έχει άλλο ήλιο στη ζωή της από τον Οτάρ.
Xωρισμένη-από-αλκοολικό-σύζυγο, κρυφή-ερωμένη-της-νύχτας-στην-ντάτσα της οικογένειας, δεύτερη, πάντα δεύτερη μετά τον Οτάρ, η αδελφή του, αρνείται να αντιμετωπίσει τη στεναχώρια της μάνας της. Οι μεγάλοι δεν πρέπει να στεναχωριούνται, πρέπει να τους έχουμε ήσυχους, να ζουν ήρεμοι τα τελευταία χρόνια μιας ζωής ήδη βασανισμένης.
Η αρχή μιας σειράς γραμμάτων από τον Οτάρ, για τη μάνα του, γραμμένα από την εγγονή της, στο διπλανό δωμάτιο…
Η μικρή δεν θέλει, αντιδράει. Το κάνει.
Ευφραίνεται η ψυχή της γιαγιάς.
Ο καιρός περνάει, τα γράμματα συνεχίζονται, το τηλέφωνο δεν χτυπάει.
Η γιαγιά πιο πολύ από τα γράμματα, εμπιστεύεται το ένστικτο που της λέει ότι κάτι πάει στραβά.
Βγάζει εισητήρια-για τρεις. Παρίσι-παράδεισος.
Ξενοδοχείο. «Αυριο θα πάμε στο σπίτι του Οταρ».
Η γιαγιά δεν κρατιέται. Βγάζει το χαρτάκι με τη διεύθυνση, παίρνει το μπαστούνι. Μόνη.
Ο άγνωστος που ανοίγει, δε λέει παρά αυτό που ξέρει : ο Οτάρ πέθανε, έχει καιρό.
Η γιαγιά γυρίζει στο ξενοδοχείο.
Η πλάτη της γέρνει περισσότερο από πριν.
(Όμως, δεν υπάρχει πόνος και κόπος που να μην νικιέται με τη σιωπή).
Θέλει να γυρίσει στο σπίτι της, δεν θέλει να δει τον Οταρ, δεν θέλει να τον ενοχλήσει απροειδοποίητα.
Αεροδρόμιο. Η γιαγιά βάζει τα λεφτά που έφερε για τον Οτάρ στο χέρι της εγγονής της, τη σπρώχνει πέρα από τη τζαμαρία.
Μείνε, ζήσε. Το μέλλον μας εσύ, τώρα.
Αυτή ξέρει ότι , ακόμα κι όταν φεύγει ο Οταρ, η ζωή συνεχίζεται.
(κι εδώ)
* * * * * * *
29.4.06
ひきこもり ή 引き篭り
Πρόκειται για το 1% του πληθυσμού της χώρας. Η New York Times είχε ένα μεγάλο κομμάτι γιαυτούς, ανατριχιαστικό. Τα περισσότερα είναι παιδιά που δεν άντεξαν την πίεση στα σχολεία και τις οικογένειες-την πίεση «να πετύχουν πάση θυσία». Η δειλία τους στο παιχνίδι του σεξ και η ψυχρή δομή της μοντέρνας οικογένειας (όταν υπάρχει δομή), τα λύγισαν.
Στη Δύση, που τελικά είναι πιο εφευρετική και ποικίλη εν τη απογνώσει της θα είχαν μπει σε κάποια συμμορία, θα είχαν γίνει Goths, σατανιστές ή αστέρια της συνοικιακής υποκουλτούρας. Στην Ιαπωνία, όπου η κοινωνία είναι πιο στεγανή και ατσάλινη , τα περιθώρια ήταν μικρά. Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και τόχουν ρίξει στο ίντερνετ, τα dvd, την μουσική και τα manga. Τα μπλούζ της γλυκιάς πίκρας.
(LIFO, editorial 26.01.2006)
* * * * * * *
27.4.06
la dolce vita (III)
26.4.06
24.4.06
η ζωή πέρα απο την τέχνη
(Mary and the Boy, εξηγώντας την τέχνη τους, απόσπασμα από άρθρο στη Lifo της 6.4.2006)
Στο τέλος της αλζχάιμερ ο ασθενής χάνει κάθε ικανότητα επικοινωνίας με το περιβάλλον.
Είναι πολύ περίεργο. Όλα από το μυαλό, από τη μνήμη γίνονται λοιπόν?
Η όραση υπάρχει αλλά ότι και να πας μπροστά στα μάτια του, όσο κοντά, δεν τα κουνάει, σαν να μην το βλέπει.
Το σώμα είναι καλά, αλλά τα πόδια δεν το κρατούν, γιατί δεν υπάρχει η εντολή να το κάνουν. Το ίδιο και τα χέρια, ξεχνάει να κρατάει, ξεχνάει ακόμη και να τα σηκώσει, λίγο πριν το τέλος βλέπεις ότι θέλει να πιάσει κάτι, αλλά δεν θυμάται ότι πρέπει να δώσεις εντολή σ αυτό που λέγεται χέρι για να πιάσεις, τίποτα.
Πιο πριν, το στόμα ανοίγει όταν πλησιάζει το κουτάλι, μετά δεν ανοίγει, πρέπει να το ανοίξεις και να το βάλεις, αλλά μασάει-μάλλον για να αδειάσει εκείνο το χώρο, ασυνείδητα, από συνήθεια.
Τελικά δεν μπορεί καν να μασήσει, κουνάς τα μάγουλα, προσπαθείς, όλο και μηδαμινότερο το αποτέλεσμα. Ο θάνατος έρχεται συνήθως από αυτό -ασιτία- τι ειρωνεία…ή από αναπνευστικές επιπλοκές-διότι ναι, και η αναπνοή θέλει την εντολή της για να γίνει – παραδόξως.
Παρακολουθήσαμε οικογενειακώς όλες αυτές τις -θεωρούμενες προφανείς- ικανότητες του ανθρώπου να εξαφανίζονται σιγά-σιγά. Με έκπληξη. Δεν θα το πίστευα αν μου το έλεγαν. Ότι ξεχνάς πως να ζείς, γιαυτό πεθαίνεις.
Στο τέλος μια μόνο ικανότητα έμεινε, αμετάβλητη, σαν να μην την αγγίξε καθόλου η αρρώστια : η ικανότητα να καταλαβαίνει τον τόνο της φωνής μας. Μόνο αυτό. Δεν είχε σημασία τι λέγαμε, τα καθημερινά, γκρίνιες, τρυφερότητες ή βρισιές. Ο τόνος της φωνής μας τον τάραζε ή τον ηρεμούσε. Ήθελε κινήσεις αργές και τρυφερές, να του ψιθυρίζεις και να τον χαιδεύεις, και μόνο τότε αφηνόταν κάπως χαλαρός στα χέρια μας.
Ο μπαμπάς μου.
(Προσπαθώ να πω πως, αυτό δε συμβαίνει μόνο με τα σκυλιά, συμβαίνει και στους ανθρώπους, όταν δεν είναι πια ακριβώς κανονικοί άνθρωποι, όταν τους έχει εγκαταλείψει η μνήμη τους.
Πως είναι είναι θαύμα οτι η ικανότητα να αισθάνεσαι δεν χάνεται ποτέ, μένει σαν τελευταία γέφυρα επικοινωνίας, σαν ενα τελευταίο δώρο στον ασθενή και σ αυτόν που τον φροντίζει ταυτόχρονα.
Και πως το βρήκα κάπως βλάσφημο, να χρησιμοποιείται σαν ψυχολογικό παιχνίδι στην τέχνη, γιατί για πάρα πολύ κόσμο είναι μια σκληρή αλλά θαυμάσια διαπίστωση στην καθημερινότητά του.)
* * * * * * *
23.4.06
Pretty woman…
Η Γιούντιτ λέει ότι το ωμό λίπος από το κεφάλι της φάλαινας προστατεύει το δέρμα από τον αέρα και το χρόνο κι εμποδίζει τις ρυτίδες. Κάθε πρωί, αφού ντύνομαι, χτενίζω τα μαλλιά μου μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου μας.
Λες και κάθε χρόνο ο καιρός περνάει όλο και πιο γρήγορα, από την άλλη μεριά του καθρέφτη, τα μάτια μου γυαλίζουν βαθιά στις τρύπες τους σαν κάρβουνα. Φταίει ο καιρός και η κούραση. Πλησιάζω τα χείλη μου για ένα φιλί, τσούζουν αμέσως πάνω στην παγωμένη επιφάνεια. Οι κοιλότητες στο πρόσωπό μου είναι πιο σκούρες, η μύτη είναι τσιτωμένη, πιο σουβλερή. Παρά το λίπος που μου έδωσε η Γιούντιτ, αυτό που χαράζουν οι ρυτίδες πάνω στο δέρμα και που τα χαμόγελα δεν σβήνουν πια, δεν είναι μορφασμοί. Το σαγόνι και τα μάγουλα, λιγότερο διάφανα απ ότι τα θυμάμαι, έχουν ρόδινους λεκέδες. Ναι, ο χρόνος περνάει πιο γρήγορα, όχι όπως παλιά, που με ξεχνούσε…
(Από το βιβλίο της Συλβί Ματόν «εγώ, η πουτάνα του Ρέμπραντ»).
(Η Δόμνα Δέλλιου ζεί στη Θεσσαλονίκη και τα τελευταία επτά χρόνια ζωγραφίζει πάνω σε ακατέργαστα ξύλα χρησιμοποιώντας ακρυλικά χρώματα. Πίσω της έχει μια 25χρονη καριέρα γραφιστικής δημιουργίας, την οποία εγκατέλειψε για χάρη της ζωγραφικής).
* * * * * * *
ώπα, ώπα !!
δεν θέλω μόνιμα φιλιά
δεν θέλω έλεγχο τι κάνω και που πάω
τι ώρα γύρισα εχθές
με ποιούς αλήτευα προχθές
τέτοια σκλαβιά δεν τη μπορώ δεν τη βαστάω
κι όχι κορόϊδο στο κλουβί
για μιά μονάχα θηλυκιά να κελαϊδάω
θα χτίσω είκοσι φωλιές
κι άμα γουστάρω αγκαλιές
από κανάρα σε κανάρα θα πετάω
Θέλει η ζωή μας αλλαγές
και ας τσατίζονται πολλές
δεν δίνω φράγκο καθεμιά τι θα μου σούρει
και το πουλί για να τραφεί
πρέπει ν΄αλλάζει την τροφή
και όχι σκέτο καναβούρι, καναβούρι
(το τραγούδι είναι του Χρηστάκη, οι πίνακες είναι του Bruegel, το κέφι είναι της Κυριακής του Πάσχα)
* * * * * * *
22.4.06
Αλέα (του Gustav Klimt)
Σήμερα είχα όρεξη να πάω. Δηλαδή, είχα όρεξη να βγω.
Δεν έμεινα στης μαμάς να περάσουμε μαζί την Ανάσταση-με τις πιτζάμες στο κρεβάτι, πήρα τη μαγειρίτσα κι έφυγα. Ούτε στης αδελφής μου-με ένα τσούρμο καλεσμένους και παιδάκια, μαγειρίτσες και φασαρία. Ούτε στο Πάπιγκο με τις (3) φίλες μου, τους άντρες τους, τα παιδιά τους, και τους (3) κουμπάρους τους-επίσης οικογενειακώς…
Μου πρότεινε πολλές φορές να πάω, να με κεράσει ένα καφέ. Και κάθε φορά που τον βλέπω, αυτό λέει. Δεν ήρθες για καφέ.
Σήμερα είχα όρεξη να πάω. Πέρασα από έξω. Κοντοστάθηκα. Γύρισα σπίτι και ντύθηκα καλύτερα. Κοντοστάθηκα στον καθρέφτη.
Ξεντύθηκα, έφαγα την μαγειρίτσα και νάμαι.
* * * * * * *
21.4.06
καλή ανάσταση!
Τα 80 της χρόνια συμπληρώνει η (δραστήρια) βασίλισσα Ελισάβετ.
Associated Press : Η Ελισάβετ αναδείχθηκε το δημοφιλέστερο πρόσωπο της βρετανικής βασιλικής οικογένειας.
Λονδίνο, 21/04/06, 09:48
Ογδόντα ετών γίνεται τη M.Παρασκευή η βασίλισσα Ελισάβετ της Βρετανίας, παρουσιάζοντας τέτοιο σφρίγος και ζωτικότητα, που σύμφωνα με πολλούς μπορεί να αναδειχθεί στη μακροβιότερη μονάρχη του Ηνωμένου Βασιλείου.
Αν και της απομένει μία δεκαετία, για να καλύψει τα 64 χρόνια που παρέμεινε στο θρόνο η βασίλισσα Βικτόρια, η δραστήρια Ελισάβετ δεν παρουσιάζει σημάδια κόπωσης και έχει και τα γονίδια με το μέρος της, καθώς η μητέρα της πέθανε στα 101.
Η Ελισάβετ, η οποία ανέβηκε στο θρόνο πριν από σχεδόν 53 χρόνια, αποκλείει οποιοδήποτε ενδεχόμενο παραίτησής της, ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αυτοί που επιθυμούν κατάργηση της μοναρχίας έχουν χάσει τη μάχη ενόσω εξακολουθεί αυτή να ζει.
Σε δημοσκόπηση που έγινε για το ειδησεογραφικό δίκτυο ITV News, η Ελισάβετ κρίθηκε το δημοφιλέστερο βασιλικό πρόσωπο, με τελευταία στην κατάταξη τη Δούκισσα της Κορνουάλης Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς, η οποία έχει παντρευτεί τον πρίγκιπα Κάρολο.
Η δημοφιλής 80χρονη βασίλισσα της Βρετανίας επέλεξε να διατηρήσει χαμηλούς τόνους την ημέρα των γενεθλίων της, την οποία θα περάσει στα ανάκτορα του Ουίνδσορ, κάνοντας έναν περίπατο ανάμεσα στους υπηκόους της.
Η επιθυμία της για τα γενέθλιά της είναι: «Μια ωραία ηλιόλουστη ημέρα, αυτό θα ήταν ωραίο» όπως δήλωσε σε επίσκεψή της στο BBC.
«Συγκινήθηκα πολύ από αυτά που μου γράψατε και θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σε όλους σας, που κάνατε αυτήν την ημέρα τόσο εξαιρετική για μένα» πρόσθεσε η Ελισάβετ, η οποία έχει δεχθεί μέχρι στιγμής 20.000 ευχετήριες κάρτες και 17.000 μηνύματα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
news.in.gr
(Ζητώ συγνώμη για το κάπως ανέμπνευστο του ποστ, και κυρίως από τον συγγραφέα του άρθρου για την αντιγραφή, αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο… τόσο θαυμάσιο μπλέ, πρωί- πρωί!
Η καμπάνα χτυπάει συνέχεια εδώ και μια ώρα... Την χρειαζόμουνα, λίγη ευτυχία σήμερα, λίγη ελαφρότητα, ας είναι και στην ζωή κάποιου άλλου βρε, δεν πειράζει!!)
* * * * * * *
20.4.06
Κατά Παζολίνι
'Oταν το 1964, ο Παζολίνι γύρισε το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη και θαυμασμό. Δηλωμένος μαρξιστής, δημιούργησε μια ταινία βαθιάς και ουσιαστικής θρησκευτικότητας, μια επιστροφή στον καίριο λόγο του Ευαγγελίου.
Το διεθνές Καθολικό βραβείο κινηματογράφου που του απένειμαν, ήρθε να επισφραγίσει αυτή την παγκόσμια αναγνώριση. Ο Παζολίνι ακολουθεί πιστά την δομή του Κατά Ματθαίου Ευαγγελίου και χρησιμοποιεί αποκλειστικά το κείμενό του, χωρίς να προσθέτει ούτε λέξη δική του.
Η ταινία, βρίσκεται σαν εικόνα και λόγος στους αντίποδες των βιβλικών θεαματικών ταινιών του Χόλιγουντ αλλά και της γλυκερής εικονογραφίας σε στιλ λιθογραφίας.
Δεν αποπειράται καμία ιστορική ανασύνθεση. Είναι γυρισμένη με απόλυτο ρεαλισμό, σε χωριά της νότιας Ιταλίας, φτωχά χωριά με τα παμπάλαια σπίτια τους.
Δεν χρησιμοποιεί επαγγελματίες ηθοποιούς, αλλά χωριάτες, φίλους διανοούμενους, τη μητέρα του, η οποία είναι συνταρακτική στον ρόλο της Παναγίας και όλοι τους παίζουν χωρίς μακιγιάζ.
'Eτσι με την αλήθεια των μορφών και των τόπων, ο Παζολίνι μας μεταδίδει αναλογικά, το μυστήριο, την πνευματική πυκνότητα των όντων, μακριά από κάθε θέαμα.
Στην σύνθεση των εικόνων όμως, ο δημιουργός θυμάται τους μεγάλους ζωγράφους: τον Πιέρο Ντε λα Φραντσέσκα, τον Καραβάτζιο, τους Βυζαντινούς. Η μουσική, μείγμα όλων των ιερών συνθέσεων, από τον Μπάχ ως τα σπιρίτσουαλς των νέγρων και η ορμητική κίνηση των ρυθμών, συμπληρώνουν έναν οξύ λυρισμό, σχεδόν σαν κραυγή.
Στο κέντρο πάντα ο Ιησούς, οξύς κι αυτός, ανατρεπτικός, σύμφωνα με το πνεύμα του Ματθαίου. 'Eνας Ιησούς που αυτός πάνω απ΄ όλα ο Λόγος, ο χειμαρρώδης, λυτρωτικός λόγος του Ευαγγελίου, που ζητάει να αναθεωρήσουμε εκ βάθρων την εφησυχασμένη ζωή, να αναζητήσουμε το θείον πνεύμα, σαν οδηγό σε μια δύσκολη πορεία προς την τελείωση.
(Το κείμενο είναι αντιγραφή απο εδώ.
Η ταινία θα προβληθεί την Παρασκευή 21/4 στην ΕΤ1 στις 24:00.
Δεν έχω λόγια για την ταινία, συγκλονίστηκα οταν την είδα-πριν ένα χρόνο, για πρώτη φορά... )
* * * * * * *
19.4.06
la dolce vita
Ο κύριος Φεντερίκο Φελλίνι γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1920 στην Εμίλια-Ρομάνα.
H Τζουλιέττα Μασίνα γεννήθηκε ακριβώς ένα χρόνο μετά, στις 22 Φεβρουαρίου 1921 στην Μπολόνια.
Παντρεύτηκαν το 1943 και έζησαν μαζί 50 χρόνια, έως το 1993.
Ο γάμος τους έληξε με το θάνατο του, στις 31 Οκτωβρίου 1990 στη Ρώμη από καρδιακή προσβολή.
Η Τζουλιέττα έφυγε μετά πέντε μήνες, στις 23 Μαρτίου 1994 στη Ρώμη επίσης, από καρκίνο.
Το 1945 ο Φελλίνι και η Ιουλιέτα του των πνευμάτων απέκτησαν το μοναδικό τους παιδί-που έζησε μόνο δύο βδομάδες.
(το ποστ είναι πλημμυρισμένο με τη μουσική του Νίνο Ρότα, ο μόνος λόγος που δεν την ακούτε είναι διότι δεν ξέρω να κάνω λίνκς με τραγούδια…)
* * * * * * *
18.4.06
Σεφέρης στη Μαρώ (1940)
17.4.06
Σεφέρης στη Λου (1935)
Σήμερα το πρωί ξύπνησα με την απόφαση να σου γράψω να φροντίσεις να με ξεχάσεις και να με βγάλεις από το πρόγραμμα της ζωής σου.
Δεν μπορώ να σε ξεκολλήσω από πάνω μου.
Έχεις γεμίσει όλες τις γωνίες της μοναξιάς μου. Ξέχασε με.
Αν εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση θα πρέπει να κοιτάξω να βρω έναν οποιονδήποτε τρόπο να ξεχνώ. Φτάνει.
Είναι δύσκολο να φτάσει άνθρωπος σ αυτό το σημείο. Είναι έργο ταπεινοσύνης.
Γνώρισα αυτό που γύρευα χρόνια τώρα.
Ο κόπος που μένει, αξίζει τον κόπο.
Έφτασα να πιστεύω...πως ένας άνθρωπος που ξέρει πως θα πεθάνει, δεν μπορεί να είναι απελπισμένος.
* * * * * * *
16.4.06
Fame Remember My Name
Ο Gene Anthony Ray γεννήθηκε στις 24 Μαίου 1962 στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε στην 153 west street. Φοίτησε στο Julia Richmond High School και κέρδισε το ρόλο στο fame όταν σε ηλικία 17 χρονών το έσκασε από το σχολείο για να πάει στην οντισιόν που έκανε ο Luis Falco, χορογράφος της ταινίας Fame.
Παρακολούθησε μαθήματα στο New York School for the Performing Arts-τη σχολή χορού όπου λαμβάνει χώρα το Fame, για ένα χρόνο πριν τον πετάξουν έξω, λόγω του απειθάρχητου χαρακτήρα του…
Όπως ακριβώς ο Leroy Johnson τον οποίο υποδυόταν στην ταινία, ο Ray δεν είχε ποτέ επαγγελματική εκπαίδευση σαν χορευτής παρά μόνο ένα γνήσιο ταλέντο.
HIV-θετικός, έπαθε εγκεφαλικό τον Ιούνιο του 2003 και πέθανε μερικούς μήνες μετά, στις 14 Νοεμβρίου του 2003. Ηταν 41.
* * * * * * *
14.4.06
την Παρασκευή το βράδυ
Στον Chanana-ξανά, που μου δείχνει σ επανάληψη ένα έργο που δεν ήθελα να ξαναδώ ποτέ…
Τώρα που μπορώ να τα δω από απόσταση, ξέρω.
Τι να το κάνεις ένα τέτοιο παιδί, που έρχεται από τέτοιο σπέρμα-με το ζόρι βγαλμένο, που θα φυτευτεί σε μια τέτοια μήτρα-σφιγμένη από το άγχος? Οχι, χίλια χρόνια να μην έρθει, ένα τέτοιο παιδί δεν θα είναι καρπός του έρωτα, θα είναι καρπός του εγωισμού-γιαυτό και δεν έρχεται, είναι η τιμωρία της φύσης και του θεού…
ΑΥΤΟ θέλω, δείχνει το δάχτυλο στο ράφι, ΤΩΡΑ ΤΟ ΘΕΛΩ, δεν μπορώ να περιμένω, χτύπησε το βιολογικό καμπανάκι μου…
Και το κυριότερο, όλα τα φιλικά ζευγάρια γύρω έχουν μωρά, κουβαλάνε την πάνινη τσάντα του μωρού, προβληματίστηκαν με τις ώρες για τα χρώμα του παιδικού δωματίου και τα αρκουδακια του υφάσματος, αγόρασαν ρηλάξ και καρεκλάκι αυτοκινήτου-ολόκληρη ορολογία άγνωστων μέχρι τότε λέξεων μπήκε στο λεξιλογιό μας...
Σχεδιάζουν να πάρουν μεγαλύτερο αυτοκίνητο γιατί δεν τους φτάνει αυτό να χωρέσουν τα πράγματα του μωρού στις διακοπές.
Ασε που δεν μπορούμε πια να βγούμε τα βράδια, δεν έχουν που να αφήσουν το μωρό-μην πω ότι δεν θέλουν καν να το αφήσουν, αυτό είναι που σε πονάει πιο πολύ απ όλα...
Τους πλησιάζεις και μυρίζουν μωρουδίλας, οι τσάντες ξεχειλίζουν μωρομάντηλα, στους ώμους τους έχουν παράσημα εμετού-και καμαρώνουν σαν σκεπάρνια-είναι τυφλοί στον πόνο των άτεκνων φίλων τους.
Λένε-από αγάπη βέβαια, ένα σωρό αισιόδοξες-όμως ταυτόχρονα σκληρότατες αφέλειες, τι στεναχωριέστε? θα γίνει, κάντε λίγη υπομονή, ε και στο κάτω κάτω, δέστε εμάς πως παιδευόμαστε, δεν μπορούμε να βγούμε, ξενυχτάμε...και κοιτάνε με καμάρι το αγγελούδι, και αναρωτιέσαι, παριστάνουν το χαζό? είναι αυτοί με τους οποίους έκανα τόσα χρόνια παρέα? εγώ είμαι μαλάκας και δεν έχω κατανόηση, είμαι κακός, ζηλιάρης, δεν μπορώ να χαρώ με τη χαρά του κολλητού μου, χρειάζομαι γιατρό για να βγάλω από πάνω μου αυτή την κακία, δεν θέλω να είμαι έτσι, εγώ νόμιζα ότι είμαι αλλιώς, τι εαυτός είναι αυτός που μου παρουσιάζεται τώρα?
Πρέπει να κάνω υπομονή? πόση? τι μάθημα είναι αυτό που πρέπει να πάρω?
Γιατί σε μένα, γιατί? γιατί όλα αυτά τα ζευγάρια στο σουπερμάρκετ, χοντρές, άσχημες, κακοντυμένες-και ξαφνικά ανακαλύπτεις την κακία που δεν ήξερες ότι κοιμάται μέσα σου, το επίπεδο χαμηλότερο κι από τις εκπομπές του Μικρούτσικου, φτάνεις να σιχαίνεσαι τον εαυτό σου...
Γιατί όλες έχουν δίπλα έναν άντρα-μαντράχαλο, με το χαρτί τα ψώνια στο χέρι, να σέρνει και το καρότσι, να κουβαλάει κι ένα μωρό στη θεσούλα...
Γιατί εμείς όχι, αφού όλα ξεκίνησαν τόσο καλά, πιο καλά από τους άλλους…ίσως γιαυτό, γιατί ήταν too much, ήταν ύβρις και έπρεπε να τιμωρηθεί…
Όμως ήμασταν οι πιο ταιριαστοί, φοιτητές, έξυπνοι, ερωτευμένοι. Εμείς πηγαίναμε σινεμά, γυρίζαμε στην πόλη, δεν είχαμε μάτια για άλλον, νομίζαμε ότι είμαστε μόνοι στον πλανήτη. Γιατί τώρα δεν μπορεί να έχει στύση-και πως να έχει, όταν εγώ από κάτω του ακίνητη σαν κούτσουρο, παρακαλάω να φτιάξει επιτέλους η στύση του, και τρέχουν τα δάκρυα δεξιά κι αριστερά, όσο σκέφτομαι ότι δεν με θέλει πια, γιατί πάχυνα, γιατί βαρέθηκε…
Τότε που ήμουν κοριτσάκι με λαχταρούσε, πρόσεχε γιατί ήταν η πρώτη μου φορά, ήταν τρυφερός… τώρα βαρέθηκε, έ φυσικό είναι, άμα τρενάρεις τη σχέση και την κάνεις λάστιχο, άμα περνάνε 12 χρόνια και μετά ξεκινάς να κάνεις παιδί...φυσικό είναι να βαρεθεί…
Καλά να πάθουμε, φυσικά και θα τιμωρηθεί αυτή η ασέβεια, ο έρωτας πρέπει να βιωθεί στην ώρα του, και το παιδί είναι καρπός του έρωτα, όχι άλλο ένα κομματάκι στην αστική ευτυχία μας... Το κερασάκι στην τούρτα μας, έτσι έλεγε η μαμά μου : «γιατί βρε κορίτσι μου, όλα τα είχατε, μορφωμένοι, νέοι, όμορφοι, έξυπνοι, με δουλειές, με σπίτι, με όλα σας, μόνο το μωρό έλειπε, πως τα τινάξατε όλα στον αέρα?»
Φυσικά τιμωρία. Αφού και για το όνομα του μωρού μαλώσαμε-τόσο σίγουροι πια για την επικείμενη εγκυμοσύνη…!
Να ποιο ήταν το μάθημα, για μένα της τάξης και του προγραμματισμού: Ο ΕΡΩΤΑΣ.
Ο έρωτας πρέπει να βιώνεται στην ώρα του, όλα έχουν την ώρα τους, τα μωρά δεν αγοράζονται-τώρα μπορώ, τώρα το θέλω.
Τώρα άμα σας πω ότι κι αυτό είναι αισιόδοξο το ποστ?
Μάλλον τα είχα χρόνια μέσα μου αυτά, και τώρα βγαίνουν ήρεμα, σχεδόν σαν χείμαρρος, αλλά χωρίς πόνο. Ειλικρινά.
* * * * * * *
10.4.06
I dont like mondays
Περίμενε όρθιος αλλά επειδή είδα τις πατερίτσες, είπα καθήστε-και η γιαγιά πετάχτηκε σαν ελατήριο επάνω για να του κάνει χώρο-κάτσε αγόρι μου, κάτσε.
Κι έκατσαν και οι δύο.
Κι εγώ να μην ξέρω για ποιόν να κλαίω, για κείνους ή για μένα, και μαζί να γελάω από μέσα μου, για την ειρωνία της κατάστασης, κι από έξω μου από ευγένεια, γιατί είμαι πωλήτρια, και για να τους κάνω να νιώθουν ευχάριστα γιατί έτσι είναι ο χαρακτήρας μου.
Την ώρα που απαντούσα στις ερωτήσεις του, η γιαγιά-για να σπάσει τον πάγο προσπάθησε-ευγενικότατα να αστειευτεί :αχ εσείς οι νέοι, με τα αθλήματα έ? Στο σκί?
Διότι φορούσε φόρμες, και γυαλιά-καθρεφτέ, στερεωμένα πάνω από το μέτωπο.
Εεε, όχι, άλλο, της απάντησε ευγενικά.
Τι, ατύχημα? Ρώτησα κι εγώ, πάλι για να νιώσει πιο άνετα, σε καμία περίπτωση για να μάθω τι συνέβη πραγματικά.
Όχι, από εγχείρηση, στη μέση μου.
Ωχ, δισκοκήλη? Μα τότε γιατί λένε ότι δεν αφήνουν προβλήματα αυτές οι εγχειρήσεις?
Όχι δισκοκήλη, άλλο. Είχε υγρό στη μέση μου, έπρεπε να γίνει η εγχείρηση, καλά που την έκανα, αυτή με έσωσε, αν δεν είχε γίνει εγκαίρως θα ήμουν εντελώς παραπληγικός τώρα. Χαμογελώντας.
Συγνώμη που ρωτάω, μα σε βλέπω τόσο άνετο να τα λες, πως είναι δυνατόν?
Και τι να κάνω? Αφού έτσι έχουν τα πράγματα. Να κάνω ότι δεν συμβαίνει? Ευτυχώς είμαι καλά και κάνω ένα σωρό πράγματα.
Οι φόρμες, αυτές είναι που μας μπέρδεψαν, νομίζει κανείς ότι είσαι αθλητής.
Είμαι. Χαμογελώντας με κρυφή περηφάνια.
Αλήθεια? Τι?
Κολύμπι. Με τους ειδικούς αθλητές.
Πω πω, σοβαρά (όλο βλακείες εγώ αλλά με εντελώς γνήσιο ενδιαφέρον).
Ναι, ναι (η γιαγιά) κάνει καλό το κολύμπι, σε όλο το σώμα, σε τέτοιες καταστάσεις, είναι γυμναστική…
Εντωμεταξύ, γράφω ταυτόχρονα, εκτυπώνω, και που και που τον κοιτώ, αναρωτιέμαι αν μπορώ να ρωτήσω κι άλλα, θέλω να μάθω, αλλά μήπως ενοχλώ, αλλά πάλι ίσως έτσι νιώσει καλύτερα, μεγαλύτερη οικειότητα, ότι οι άνθρωποι νοιάζονται για το πώς νιώθει πραγματικά, ότι εντυπωσιάζει, δεν ξέρω, είχε κάτι, μια καθαρότητα που μου έδινε περιθώριο.
Πόσο καιρό έχει?
8 χρόνια.
Πω πω, μωρό ήσουν.
Όχι, τώρα είμαι 31.
Και πριν, πριν, τι έκανες εννοώ, πριν?
Δουλειά? Είχα ένα μαγαζάκι, αλλά το έκλεισα, δεν γινόταν, και οι γονείς μου δεν μπορούσαν να το κρατήσουν.
Και τώρα, τώρα? Πως…??
Α, ε, παίρνω μια σύνταξη, από το ταμείο εμπόρων. Καλά είμαι , καλά.
Πάλι με γουρλωμένα μάτια εγώ…Παίρνω βαθειά ανάσα.
Συγνώμη, δεν θέλω να γίνω αγενής, μα πως βρε παιδί μου, που την βρίσκεις τόση δύναμη?
Χαμογελάει. Κοίτα να δεις. Ο καθένας μας κουβαλάει ένα βάρος στη ζωή του. Ε, το δικό μου ήταν αυτό. Τι να κάνω? Πάλι καλά λέω. Κοίτα γύρω μας. Να, εσύ. Ξέρω εγώ τι βάρος μπορεί να κουβαλάς εσύ τώρα? Όλοι έχουμε, κάθε οικογένεια, όλοι. Άσε που γίνεσαι δυνατότερος, σου κάνει καλό τελικά αυτό που παθαίνεις…
Σταμάτα του λέω, βουρκωμένη, θέλεις να κλαίω εγώ τώρα? Αντί για σένα, κλαίω εγώ, κοίτα τι γίνεται…
Χαμογελάει. Μούρχεται να τον αγκαλιάσω. Η γιαγιά παρακολουθεί-όσο μπορεί, κι επικροτεί, σχεδόν συνέχεια.
Εγώ δεν έχω μάτια παρά μόνο για κείνον, να χορτάσω την υγιή, ναι υγιή παρουσία του κοντά μου όσο πιο πολύ γίνεται. Τα μάτια του λάμπουν, η νεότητα λάμπει στα μάτια του, το πρόσωπο καθαρό, λευκό, με μερικές φακιδούλες, τα μαλλιά με ζελέ, πουθενά ίχνος αυτολύπησης και εγκατάλειψης. Η καρδιά καθρεφτίζεται πεντακάθαρη στο πρόσωπό του.
Πολύ χάρηκα που σε γνώρισα, πολύ.
Τον συνοδεύω στην πόρτα, γελάει που τον ακολουθώ γκρινιάζοντας ότι όλο κλαίγομαι για το τίποτα, κι ούτε ένα γυμναστήριο δεν είμαι ικανή να ξεκινήσω, μόνο κουτσαίνω πιασμένη, μετά από τόσες ώρες στο ίντερνετ. Γελάει.
Προσπαθώ να ακούσω τι μου λέει η επόμενη πελάτισσα, αγανακτισμένη με το πρόβλημά της, αλλά το μάτι μου τον ακολουθεί να βγαίνει από τη στριφογυριστή πόρτα και να βαδίζει προσεχτικά στο πεζοδρόμιο.
Μούρχεται να της πω αει στο διάολο κι εσύ και η κάρτα σου, αλλά κι αυτή, μάλλον καίγεται για κάτι, χρειάζεται κι αυτή βοήθεια, και κάπου να πει το πρόβλημά της. Χαμογελώ πάλι και την ακούω προσεχτικά.
Η γιαγιά περιμένει υπομονετικά, κι όταν είμαι πια εύκαιρη, συνεχίζει να μου μιλά για την κόρη της, που είναι στην Αμερική, πιανίστρια με όσα πτυχία πιάνου υπάρχουν στον κόσμο, από ξένα πανεπιστήμια, και είναι και καλλιτέχνης, ζωγραφίζει-το σπίτι τους είναι γεμάτο από τους πίνακές της, και γράφει και ποιήματα, είναι Καλλιτέχνης-ξαναλέει, και λάμπει το πρόσωπό της.
Αλλά τα μάτια της είναι θαμπά και κόκκινα, και τρέχουν συνέχεια. Σ αυτή την ηλικία τα δάκρυα τρέχουν από μόνα τους, μάλλον ο άνθρωπος δεν αντέχει να δει άλλα, φτάνουν τόσα, δεν αντέχει.
Σκέφτομαι ότι γιαυτό πεθαίνουν οι άνθρωποι, από κούραση. Ότι δεν γίνεται να ζεις έτσι, με τόσο παρελθόν, τόσους πόνους, τόσα προβλήματα υγείας, σαν λύτρωση έρχεται ο θάνατος, σοφά βαλμένος σ αυτή την ηλικία, όταν πια οι αντοχές είναι στα όριά τους.
Σκέφτομαι τη μαμά μου-να πάρω να της πω ότι ορίστε, μια κυρία του ΄17 μου είπε την ιστορία της σήμερα, ότι κι αυτή δε βγαίνει από το σπίτι σαν εσένα, ότι πήρε ταξί για να έρθει σήμερα-απόσταση δύο τετράγωνα, γιατί έχει πρόβλημα με τα πόδια της, και χαμηλή πίεση, πέφτει, λιποθυμάει, πόσες φορές δεν λιποθύμησε στο δρόμο.
Ότι τα παιδιά της είναι στην Αμερική, και τρέμουν γιαυτήνα, της τηλεφωνούν κάθε μέρα για να σιγουρευτούν ότι είναι καλά. Κι αυτή είναι καλά, μόνο που είναι ολομόναχη, δεν έχει κανέναν δικό της εδώ.
Αλλά ο γιος της πλήρωσε πολλά λεφτά-με πόσο καμάρι το λέει, για να της βάλει ένα πράσινο καρτελάκι στο διαβατήριό της, και τώρα μπορεί να πάει εκεί να μείνει, στην άλλη μεριά της Αμερικής, για πάντα, αλλά δεν θέλει. Δεν μπορεί την αποξένωση της γλώσσας, και της είναι πολύ δύσκολο σ αυτή την ηλικία να μάθει ξένη γλώσσα-ναι, αυτό ακριβώς μου είπε! Και η νύφη της, είναι ρατσίστρια, Αμερικάνα. Είναι ευγενική, αλλά δε χαμογελάει. Άνθρωπος που δεν χαμογελάει, κορίτσι μου…τι περιμένεις? Ενώ εσύ, δες με τι χαμόγελο με κοιτάς τόση ώρα..
Ήρθε σήμερα να στείλει λεφτά στην κόρη της, γιατί χρειάζεται φορητό υπολογιστή-έτσι τον είπε, έχει άλλον στο σπίτι, αλλά θέλει έναν και στην Αμερική, κι εκεί είναι τρεις φορές κάτω οι τιμές από ότι στην Ελλάδα, γιαυτό της τα έστειλε τώρα τα δολάρια, για να προλάβει τις εκεί προσφορές.
Της έχει κολλήσει κι ένα χαρτί στο ψυγείο, η κόρη της, τέτοιο –μου δείχνει μια Α4, που λέει για το χαμόγελο, πόσο σημαντικό είναι όλα στη ζωή να τα βλέπεις με χαμόγελο. Κι εγώ χαμογελώ.
Ρωτώ, πότε τον χάσατε τον σύζυγο? γιατί την βλέπω ότι θέλει να μιλήσει, και δεν βγαίνει από το σπίτι, οπότε ας τα πει λιγάκι, τι πειράζει που έχω δουλειά, και κυρίως που με στεναχωρούν αυτά που λέει, μερικά λεπτά δικά μου, θα την ανακουφίσουν μάλλον, τι θα μου κοστίσει?
Πάνε 8 χρόνια που τον έχασα. Και βουρκώνει. 56 χρόνια έζησα μαζί του. Και τι χρόνια. Άλλον τέτοιον άντρα δεν έχει. Μορφωμένος, καλός, μόνο καλά έζησα μαζί του. Κουβέντα ποτέ δεν μου είπε, κάνε έτσι, μην κάνεις αλλιώς. Και στα παιδιά όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν, είπε, πρώτα τη μάνα σας, αυτή να είναι καλά.
Βουρκώνω κι εγώ. Και ταυτόχρονα γελάω με την γραφικότητά μου-μα τι δουλειά κάνω? Μήπως χάνω τον έλεγχο της κατάστασης? Μήπως βασανίζομαι από μόνη μου? Γιατί ανακατεύομαι στα προσωπικά των ανθρώπων? Όμως πάλι, μόνο στη θεωρία να μείνουμε? Αφού μπορώ να κάνω κάτι-ένα τίποτα, ένα αυτί για δέκα λεπτά, γιατί να μην το κάνω?
Η γιαγιά μου κάνει χειραψία, χάρηκα πολύ που σε γνώρισα, θα φέρω την κόρη μου να την γνωρίσεις όταν έρθει.
Να τη φέρετε, θα χαρώ πολύ. Κι αν τελικά αποφασίσετε να πάτε στην Αμερική, να ρθείτε να με χαιρετίσετε, να μην ανησυχώ ότι είστε μόνη στο σπίτι.
* * * * * * *
9.4.06
κυριακή πρωί!
Ετσι είναι η μέρα σήμερα!
Τον καπουτσίνο και την εφημερίδα τα έκρυψαν πίσω απο το τοιχάκι, για να μην μας χαλάσουν την εικόνα-χαρά των ματιών μας!
Μετά, όταν εμείς πάμε σ΄άλλο παράθυρο, θα πηδήξει το τοιχάκι, θα παραμερίσει το βιβλίο και θα καθήσει δίπλα της. Αν είναι εντελώς σίγουροι οτι δεν βλέπουμε, θα την φιλήσει κιόλας!
Θ΄ανοίξει την εφημερίδα, κι αυτή θα τυλίξει τα δαχτυλά της γύρω απο το φλυτζάνι για να ζεσταθούν. Θα της δώσει το ένθετο με τα καλλιτεχνικά κι αυτή θα του φέρνει το φλυτζάνι στα χείλη για να πίνει.
Θα ΄χει το χέρι του γύρω απο τη μέση της κι αυτή θα του λέει σςςς, μην κουνάς την εφημερίδα, άκου τα πουλιά...
Μετά θα πάνε βόλτα στη λίμνη, αλλά θα γυρίσουν γρήγορα, γιατί ο καιρός είναι κρύος ακόμη, κι εξάλλου ο φούρνος θα έχει σβήσει απο ώρα, το φαγητό θα περιμένει...!
(Ο πίνακας a tender moment in the garden-πως αλλιώς θα μπορούσε να λέγεται?! είναι του Federico Anreotti)
* * * * * * *
7.4.06
παρασκευή βράδυ
Εχει ένα σημείο, που δεν έχει πιο κάτω, έχει μόνο καλύτερα. Και μετά ξαναρχίζει το πέσιμο, κι αυτή τη φορά φτάνεις χαμηλότερα, τόσο που δεν ήξερες οτι υπάρχει. Αλλά μετά πάλι συνέρχεσαι.
Δεν ξέρω γιατί ζούμε σ αυτό τον κόσμο του πόνου.
Συνήθως με καλύπτει η απλοική σκέψη ότι πονώντας γινόμαστε καλύτεροι και ωριμότεροι, και δυνατότεροι, και ανθεκτικότεροι. Μετά λέω, και γιατί παρακαλώ όλα αυτά?
Αυτό τον καιρό ψάχνω να βρω αν είμαστε έτσι όλοι εμείς διότι είμαστε γύρω στα 40, έχουμε ζήσει σχεδόν πάνω από το ήμισι της ζωής μας και μάλλον βλέπουμε πια-αν βάλουμε το χέρι στο μέτωπο και μισοκλείσουμε τα μάτια, το τέλος του δρόμου.
Οπότε έχει έρθει αυτόματα και η ώρα της κρίσης: αυτά ήθελα, που έκανα? αυτή τη δουλειά? αυτό το σύντροφο? αυτή τη διακόσμηση στο σπίτι μου? Και τα όνειρά μου να ζήσω στη Νέα Υόρκη, να ζωγραφίσω, να γράψω ένα βιβλίο, να κάνω πολλά παιδιά, να έχω ένα σπίτι με κήπο?
Θα προλάβω από δω και πέρα να πάω πολλές φορές στο Παρίσι, ΚΑΙ σε άλλα μέρη του κόσμου, ή θα είμαι σαν τις γραφικές κυρίες με τα άσπρα μαλλιά και τα φουξ παντελόνια που τρέχουν στα μουσεία ακολουθώντας το γκρούπ?
Οι υπηρεσίες που όλοι τις ειρωνεύονται και τις κατηγορούν-εγώ κοντεύω να πάρω σύνταξη σε μια τέτοια δουλειά, πως βρέθηκα εγώ εδώ πέρα? Σύνταξη? σύντομα δηλαδή θα περπατάω τα πρωινά στην παραλία με αθλητικά και φαρδιές φόρμες?? Φαρδιές, γιατί αυτά τα κιλά δεν λένε να ξεκουνηθούνε πια, και σε λίγο θα μπώ και στην εμμηνόπαυση.
Εμμηνόπαυση? και τα παιδιά, ΤΟ παιδί έστω, ( έκπτωση του ονείρου, ναι) πότε θα το κάνω? Παιδί? σ αυτή την ηλικία? ας γελάσω! στα 5 του θα είμαι 45 με εξάψεις, στα 10 του θα είμαι πενηντάρα. Εεε, δε φταίει το παιδάκι, να το φέρω στον κόσμο, νάχει γρηά μαμά, μόνο για νάχω εγω τη χαρά να αγοράζω ρουχάκια και καλτσούλες, για να γεννήσω και να έρχονται να με δουν στην κλινική όλοι αυτοί που πήγα εγω όταν γεννήθηκαν τα παιδιά τους, κι έκλαιγα μετά, από την ανατριχίλα ευτυχίας που προκαλεί μια τοσοδούλα ζωούλα που κάνει μορφασμούς, κι απο τον πόνο που για άλλη μια φορά ήμουν η ευγενική κι ενθουσιασμένη επισκέπτρια και όχι η περήφανη και κουρασμένη απο τη γέννα μάννα, με τον περήφανο μπαμπά στο πλάι, με τις γλάστρες και τα μπαλόνια.
Από πού άρχισα και έφτασα εδώ-πάλι, στο γραφικότατο εγω πότε θα γίνω μάνα?
ΠΟΤΕ. Κυτάζεσαι στον καθρέφτη και λες ποτέ, και δεν πονάει πια, υπάρχει μια αχνή ανάμνηση ότι αυτή η σκέψη προκαλεί πόνο, αλλά την διώχνεις σαν τούφα που πέφτει μπροστά στα μάτια σου, και πάμε παραπέρα.
Δεν είναι τίποτα της προκοπής το παραπέρα. Αλλά δεν πονάει τουλάχιστον.
Είναι ζεστά πατώματα όπου μπορείς να περπατάς ξυπόλυτη, κουρτίνες με τριαντάφυλλα, βιβλία δίπλα στο κρεβάτι, καθαρά σεντόνια, ησυχία.
Είναι βόλτες με το αυτοκίνητο τα Σάββατα, κοτόσουπες τις Κυριακές, το τραπέζι της κουζίνας γεμάτο εφημερίδες, το σπίτι πάντα τακτοποιημένο.
Είναι τέσσερις γλάστρες εσωτερικού χώρου και μια ταλαίπωρη γαζία στο μπαλκόνι που βγάζει ένα χνουδωτό μπαλάκι κάθε χρόνο, είναι οι δυό χαρές μου-δώρο απο την αδερφούλα μου-10 και 14 χρονών!
Παραδόξως, αυτό το ποστ είναι αισιόδοξο, χαίρομαι πολύ που τα είπαμε, και δεν νιώθω καθόλου εκτεθιμένη.
* * * * * * *
6.4.06
ανυπεράσπιστος καημός
η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.
Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα.
Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών,
φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριά σπασμών.
Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,
όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο
κορμί.
(Ντίνος Χριστιανόπουλος)
* * * * * * *
2.4.06
ένα τραγούδι απ’ τα Αλγέρι…
Η ταινία κεντράρει στις ζωές τριών γυναικών παγιδευμένων μέσα στον αυξανόμενο φονταμενταλισμό του Ισλαμικού κόσμου και τον κοσμοπολίτικο μοντερνισμό μιας δυτικής πόλης, τριών γυναικών εξόριστων στην ίδια τους την πατρίδα.
Η μάνα, η κόρη και η πόρνη, ζουν σ ένα φτηνό ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης.
Η όμορφη Γκουσέμ (Lubna Azabal) ζει διπλή ζωή ανάμεσα στην παράδοση και στη μοντέρνα κοινωνία, με συνεχείς συγκρούσεις με την μητέρα της που επιθυμεί να την παντρέψει. Τη μέρα δουλεύει σε ένα φωτογραφείο και τις νύχτες γυρίζει στα κλαμπ –κάνοντας περιστασιακές σχέσεις με αγνώστους. Ταυτόχρονα έχει σχέση μ έναν γιατρό-που συνεχώς της υπόσχεται ότι θ αφήσει τη γυναίκα του για να την παντρευτεί.
Η Φίφη (Nadia Kaci), είναι η γειτόνισσά τους, μια χαρούμενη πόρνη που προστατεύεται από τον ισχυρό φίλο της.
Η μάνα (Biyouna), τρώει πίτσες μπροστά σην τηλεόραση όλη μέρα, διχασμένη ανάμεσα στο φόβο και τη νοσταλγία. Πρόκειται για την κάποτε διάσημη “Papicha”, πρώην χορεύτρια εξωτικών χορών σε καμπαρέ της πόλης, τώρα χήρα, που κρύβεται από τους τρομοκράτες που ψάχνουν να την σκοτώσουν. Παρακινημένη από το θαυμασμό της μικρής κόρης του ξενοδόχου, αποφασίζει να ξαναγυρίσει στη σκηνή, όταν μαθαίνει επίσης πως το διάσημο καμπαρέ στο οποίο κάποτε χόρευε πρόκειται να γίνει τζαμί.
(Τα υπόλοιπα επι της οθόνης).
Ο τίτλος της ταινίας Viva Laldjérie είναι ένα μίγμα της γαλλικής λέξης για την Αλγερία (“Algérie”) με την αντίστοιχη αραβική (“El Djazair”) .
Ο σκηνοθέτης Nadir Moknèche θεωρείται η απάντηση της Αλγερίας στον Pedro Almodovar :
- Οι αλγερινοί έχουν την σχέση με την εικόνα τους μπλοκαρισμένη. Αρχισαν βλέποντας τον εαυτό τους μέσα από το μάτι του αποικιοκράτη και μετά όταν ήρθε η απελευθέρωση, σαν αρχέτυπα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ο μαχητής, ο αγρότης, ο εργάτης. Ποτέ σαν μεμονωμένες προσωπικότητες, με το δικό τους χαρακτήρα.
- Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων βάλαμε την κάμερα σε όλα τα σημεία της πόλης: στους κεντρικούς δρόμους, σε μέρη δημοφιλή όπως η Πλατεία Μαρτύρων, στην Κάσμπα και ποτέ δεν μας ανάγκασαν να φύγουμε. Οι άνθρωποι πλησίαζαν να μας χαιρετίσουν, να μου πουν ότι είναι περήφανοι που ένας νέος αλγερινός σκηνοθέτης γυρίζει στην χώρα του με επαγγελματικό συνεργείο για να τους «πάρει με την κάμερα».
- Η εμμονή τους ήταν να δείξουν στον κόσμο ότι είναι «φυσιολογικοί». Ότι η Αλγερία δεν είναι ούτε Καμπούλ, ούτε Τεχεράνη. Εχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι πια άρχισαν ν αγαπούν τον εαυτό τους, να τον αποδέχονται, έχουν την επιθυμία να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να αποτινάξουν από πάνω τους την είτε αποικιοκρατική είτε φολκλορική εικόνα που παρουσίαζαν μέχρι σήμερα.
- Μια βαθειά μεσογειακή πόλη, όπως πολλές στην Ισπανία ή στα Βαλκάνια, όπου συνυπαρχουν η ευρωπαική και η μουσουλμανική αρχιτεκτονική, το φως του χειμώνα, η πράσινη φύση, η εθνική οδός, τα μισοτελειωμένα κτήρια, αυτό είναι το σημερινό Αλγέρι.
Ο άλλος λόγος που σας παρουσιάζω την ταινία είναι η υπέροχη μουσική της : Raï music, λέξη που αρχικά σημαίνει «κριτική και προσωπική ματιά», είναι η μουσική του περιθωρίου. Τραγουδισμένη μέσα στα καμπαρέ και γραμμένη σε κασέτες που πουλιούνται σ όλη τη χώρα, έχει γίνει μια εθνική μουσική της χώρας, σε αντίθεση με τα άλλα είδη που παραμένουν τοπικά.
Αντιπρόσωποι, ο τραγουδιστή Cheb Abdou με το "I love a policeman, but his heart is for a prisoner", και η τραγουδίστρια Cheba Djenet με το "I don't work for pimps".
(οι γνώσεις μου πάνω στην πολιτική και στο τραγούδι είναι ελάχιστες, βαδίζω με το ένστικτο: είδα τρεις γυναίκες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους αλλά θαυμάσιες, γεμάτες επιθυμία να ζήσουν, να ταλαντεύονται ανάμεσα στην παράδοση και το μέλλον-και να διαλέγουν τη ζωή. Και βγήκα από τον κινηματογράφο προσπαθώντας να κρατήσω ζωντανό στην μνήμη μου το τραγούδι της Cheba Djenet).
(Και όπως βλέπετε ΔΕΝ ξέρω να κάνω λινκς με τραγούδια!).
* * * * * * *
1.4.06
...απρίλης, ξανά...
Να πέσω? αναρωτήθηκε....
Τελικά, πνίγηκε μέσα στα μάτια του...
Είναι σαν κεφαλάκι καρφίτσας, σχεδόν αδιόρατο, που ακόμη κι όταν το βρεις-και κεντράρεις σ αυτό, πάλι δεν μένει, συχνότατα το χάνεις, κάτι γίνεται πάντα και η ισορροπία χαλάει.
Είναι η διαπίστωση πως ο παράδεισος, η ευτυχία, το νόημα της ζωής, η ηρεμία της ψυχής εν ολίγοις, βρίσκεται πάντα σχεδόν δίπλα σου, μέσα σου, ΑΛΛΑ μόνο αν το επιτρέψεις εσύ ο ίδιος, θα φωτίσει τη ζωή σου…
Ζούμε καθημερινά την κόλαση και τον παράδεισο ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ.
Είναι μια ζυγαριά που ταλαντεύεται συνέχεια μέσα μας, και μόνο αν είμαστε τυχεροί και μπορέσουμε να χαλαρώσουμε, αν αφήσουμε την καρδιά μας να πλημμυρήσει από αγάπη, τότε θα γευτούμε τον παράδεισο.
Τόσο απλά-αλλά και τόσο δύσκολα.
Προσπαθώ να βρω ισορροπία, προβληματίζομαι πολύ αυτόν τον καιρό, είναι λίγο παρορμητικός ο συλλογισμός μου, περισσότερο προσπάθησα να βάλω σε σειρά τις σκέψεις μου-για δική μου παρηγοριά περί του "γιατί ζούμε σ αυτό τον κόσμο του πόνου"...
* * * * * * *