Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΠΟΥΣΟΥΛΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΠΟΥΣΟΥΛΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Ομιλία Σαρρή (β΄μέρος)



Ο Γιώργος Σαρρής άνοιξε τον κύκλο των ομιλητών. Θέμα του η επαναστατική Τέχνη. Ολόκληρη την ομιλία μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ. Λίγο πριν κλείσει η εκδήλωση, μίλησε χωρίς χειρόγραφο για την εικόνα του ανθρώπου Βάρναλη που αποκόμισε διαβάζοντας το βιβλίο «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του»:   



Είχα το βιβλίο εδώ και 15 μέρες οπότε είχα την ευκαιρία να ρίξω μια ματιά, θέλω να πω ότι αξίζει πραγματικά τον  κόπο όσοι ενδιαφέρονται για την ποίηση να το διαβάσουν σε κάθε του λεπτομέρεια. Γιατί έχει μια σειρά από πράγματα που έχουν να κάνουν με την ίδια την ιστορία της ελληνικής ποίησης αλλά και της λογοτεχνίας τον τελευταίο αιώνα που έζησε ο Βάρναλης αλλά και γιατί υπάρχουν μια σειρά από ιστορικές λεπτομέρειες αλλά επίσης υπάρχουν και μια σειρά λεπτομέρειες στη ζωή του ίδιου του Βάρναλη. Δηλαδή, εγώ η πρώτη μου γνωριμία με τον Βάρναλη, πριν ακόμα μάθω ποια ακριβώς ποια ήταν η ζωή του και η παρέμβασή του στα πράγματα, μικρός - εικοσάχρονος εικοσιπεντάχρονος - δεν ξέρω γιατί, είχα μέσα μου τη υποψία  ότι όλα αυτά που έκανε τα έκανε επειδή πραγματικά ήταν κομμουνιστής ή επειδή είχε μια τάση να αντιδρά στον καθωσπρεπισμό. Είχε ένα τέτοιο στοιχεί του χαρακτήρα. Βέβαια μελετώντας μετά και βλέποντας όλη αυτή τη μελέτη που έκανε πάνω στο μαρξισμό και στην ταξική κατεύθυνση που πρέπει να υπάρχει στην Τέχνη, το ερώτημά μου απαντήθηκε αλλά από στιγμιότυπα που είδα στο βιβλίο, όπως αυτό που διαλέγει το ψευδώνυμό του, που διαλέγει το όνομα Δήμος Τανάλιας (το Δήμος από το λαό) στο «Φως που καίει» το1 922 και εξηγεί κιόλας ότι το Δήμος Τανάλιας το επιλέγει για να κάνει πλάκα, να κράξει ουσιαστικά αυτούς που ήταν με λόγια ονόματα, τους ποιητές με εύηχα και κουλτουριάρικα ονόματα. Και το αστείο είναι το στιγμιότυπο που έχει από το «Ριζοσπάστη», δεν το ήξερα αυτό, πρώτη φορά το διάβασα,  όπου σε μια κουβέντα που κάνει με τον Λουντέμη, του θυμίζει ο Λουντέμης την ιστορία με αυτό το ψευδώνυμο. Βάζει τα γέλια ο Βάρναλης και του λέει, πού να ήξερες πως αντί για Δήμος Τανάλιας το πρώτο που διάλεξα ήταν Σφύρος Δρεπάνης. Τέτοιος άνθρωπος ήτανε. Όπως και το στιγμιότυπο πάλι, εκεί στο νοσοκομείο με το συντάκτη μπροστά της  «Αυγής» που έχει πάει για να του πάρει συνέντευξη, όπου κρυφά την ώρα που μπαίνει η γυναίκα του, του λέει δε τη χωνεύω αυτή, αφού του έχει πει πρώτα ότι η ζωή θέλει Κορωπί και Φάληρο, δηλαδή κρασί, θάλασσα και ψάρι . Την επόμενη μέρα ήταν να πάει εκδρομή για να πάει να φάει και να πιει και λέει δε τη χωνεύω αυτή γιατί με κάρφωσε στο γιατρό ότι αύριο θα πάω και θα πιω, κα θα γλεντήσω. Εκεί δείχνει αυτή τη φοβερή παιδικότητά του.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Η ομιλία του Νίκου Μπογιόπουλου



Ο Νίκος Μπογιόπουλος ήταν ο συντονιστής της συζήτησης στην παρουσίαση του βιβλίου του Ηρακλή Κακαβάνη «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» (20 Νοέμβρη 2012).
Ξεκίνησε με την παρουσίαση του κειμένου που απέδωσαν θεατρικά ο Στέλιος Γεράνης και η Κατερίνα Φωτιάδη:
  
«Τη δεκαετία του 1920 ξεσπά η σύγκρουση υλισμού – ιδεαλισμού. Ο Βάρναλης από τη μια πλευρά, Φώτος Πολίτης και Γιάννης Αποστολάκης από την άλλη. Ξεκίνησε το 1921 με ένα κείμενο του ιδεαλιστή Φώτου Πολίτη και τη σκυτάλη των ιδεαλιστικών απόψεων πήρε στη συνέχεια ο Γιάννης Αποστολάκης. Είναι αρκετά τα κείμενα που έγραψε ο Βάρναλης στα πλαίσια αυτής της διαμάχης. Ένα από αυτά είναι το «Λόγια και πράξις», μια σατιρική αντιμετώπιση των αισθητικών απόψεων του Αποστολάκη. Συζητούν η Μαριγούλα, μια απλοϊκή γυναίκα κάτω των 25 και ο Γιάννης Κλοκυθάκης, μεταφυσικός, πάνω από 45.
Είναι ένα κείμενο από αυτά που περιλαμβάνται στο βιβλίο, άγνωστο ακόμη και στους μελετητές.
Ο Πικαιφής που αναφέρεται στο κείμενο είναι ο Φώτος Πολίτης».

Με το ξεκίνημα του κυρίως μέρους της εκδήλωσης ο «μπογιόπουλος έκανε μια σύντομη εισαγωγική τοποθέτηση μιλώντας για «τον παππού των λαϊκών αγώνων», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο ρίτσος, τον ιδρυτή της επαναστατικής τέχνης στην ελλάδα, που αναποδογύρισε μια έτοιμη ζωή, κι άρχισε να γράφει για αυτούς που δεν ξέρουν να διαβάζουν (λειβαδίτης), χωρίς όμως να τους χαϊδεύει, ώστε να πάψουν να είναι θύμα, ψώνιο, σύμβολο αιώνιο.

Στη συνέχεια περιορίστηκε στο ρόλο του συντονιστή, κάνοντας μικρές γέφυρες μεταξύ των άλλων ομιλητών, τις οποίες διάνθιζε με δηλώσεις από συνεντεύξεις του βάρναλη...
-όλες οι τέχνες πολιτεύονται, είτε το ξέρουν είτε όχι. Η διαφορά της επαναστατικής τέχνης είναι ότι το γνωρίζει. Γιατί αν κάποιος είναι αντιδραστικός από συνήθεια, μόνο με τη γνώση και τη συνείδηση μπορεί να το αλλάξει.
…ή με σπαρταριστά περιστατικά από τη ζωή του –όπως τη γνωριμία του με μια νεαρή ποιήτρια, που συστήθηκε στο δάσκαλο ως αθανασία κι αυτός άρχισε να την πιάνει και να την πασπατεύει λέγοντας: αθανασία, αθανασία, εσένα γύρευα σε όλη μου τη ζωή…» (από το Σφυροδρέπανο εδώ)




Η αρχική τοποθέτηση του Νίκου Μπογιόπουλου:
Η ανταπόκριση στο σημερινό κάλεσμα επιβεβαιώνει αφενός ότι ο Βάρναλης αυτός ο τόσο μεγάλος, αναγνωρισμένος, πασίγνωστος αλλά και - σχήμα οξύμωρο, αλλά όχι ανεξήγητο - άγνωστος ποιητής, παραμένει ζωντανός παρά τα 130 του χρόνια.
Αφετέρου ότι δουλειές σαν αυτή του Ηρακλή είναι πολύτιμες, τόσο πολύτιμες όσο ακριβώς οριοθετούν οι καταστάσεις που ζούμε και τα όσα μας ετοιμάζουν.
*
Μες στην ισόγεια την ταβέρνα, λοιπόν, με όσο γίνεται λιγότερους καπνούς και χωρίς βρισιές
θα μιλήσουμε για έναν ποιητή που όμως δεν ήταν «μόνο» ποιητής. Και αυτό το «μόνο» μπορεί για οποιονδήποτε άλλο να ακουγόταν κακόηχο, ειδικά όταν αναφερόμαστε στην ποίηση. Αλλά στην περίπτωση του Βάρναλη ακόμα και αυτός ο προσδιορισμός, η τόσο ευρύχωρη και πλατιά ιδιότητα του ποιητή είναι στενή, μιας και όταν μιλάμε για τον Βαρναλη μιλάμε στην ουσία για αυτό που έλεγε ο Ρίτσος. Δηλαδή για την «φωνή του λαού» και για τον «παππού των λαικών αγώνων».
***
Εφτά χρόνια πριν ο Βάρναλης γράψει το «Φως που Καίει», στο περιοδικό Νουμάς δημοσιεύτηκε ένα Μανιφέστο. Ηταν το Μανιφέστο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
«... Εχω μέσα μου αίμα ηρώων. Μην ακούς όσα λένε οι μικροί. Είναι ανίδεοι από βίαιους παλμούς και ψηλά πετάγματα, κοιτάνε πολύ προς τα Κείμενα και τα Καθιερωμένα. Την ψυχή τους δε σφυρηλάτησε τ' Ονειρο, δεν καθαγίασεν η Σκέψη. Ξέρουνε ένα "πρέπει" και τίποτ' άλλο, είναι η πιο μουγκή εκδήλωση της Ζωής...
Εμείς όμως, οι Τεχνίτες, οι Εμπνευσμένοι, τι ψηλά που στεκόμαστε, τι ευγενικά νοσταλγούμε, τι ηρωικά ποθούμε.
Αηδιασμένος απ' το γύρω μου καθεστώς, φτύνοντας απάνου στη Ρωμαίικη Τέχνη καθώς την κατάντησαν οι ανθρωπάκοι των γραμμάτων, αποφασισμένος για τρανούς αγώνες, λυτρωμένος απ' τις ταπεινές ελπίδες των προλήψεων και των μικροσυμφερόντων, σήμερα, πρώτη φορά, κρούω το πολεμόχαρο τραγούδι μου πλατύστομα και ειλικρινά.
Είναι τώρα κάμποσος καιρός, που - ντροπή μας - ένα σωρό μικράνθρωποι μπήκαν μες στο άλσος της Τέχνης και κουρέψανε τις δάφνες (...) ανεχόμαστε ν' ανεβαίνουν το πορφυρό θρονί παράσιτα και χίλια μαλάκια, στενοκέφαλοι κι αντιπαθητικοί, και μακάριοι φχαριστούμαστε διαβάζοντας πως ο κ. Α ή Β εποιήσατο ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου διάλεξιν περί κτλ., ο σοφός ομιλητής κατεχειροκροτήθη". Κι εμείς ξέρουμε πως ο κ. Α ή Β είναι μια μετριότητα αξιοπεριφρόνητη και κωμική, και στη ζωή και στην Τέχνη, ένας αυθάδης παρείσακτος, που αλλού μήτε γι' ακροατής διαλέξεων δε θα 'κανε...
*
Γι' αυτά και γι' άλλα, καλώ το Νέο Ελληνικό Πνεύμα να συνεργαστεί μαζί μου στο γκρέμνισμα των Ψεύτικων Ειδώλων που κυριαρχούν, χάρη στην εγκληματική τους νωχέλεια κι αδιαφορία (...)
Καλώ τους Νέους, που βράζει μέσα τους το αίμα, κι είναι καλεσμένοι γι' αυριανούς θριάμβους, να συντρίψουμε τα είδωλα και να μπούμε εμείς μπροστά.
Να ρίξουμε ό,τι ξέρουμε για ψεύτικο και για πλαστό, να σεβαστούμε μοναχά ό,τι στέκεται Ιερό και ό,τι καθοσίωσεν η Αγνή Εμπνευση.
Σας περιμένω».
***
Με τη δημοσίευση του Μανιφέστου ξέσπασε σάλος.
Τότε ο Βάρναλης είχε ήδη περάσει τα 30, ήταν ήδη ποιητής και με στρωμένη ζωή. Μια ζωή που ο Βάρναλης την αναποδογύρισε και με το έργο του - έτσι τουλάχιστον το αισθάνομαι - έγινε ο σημαιοφόρος κάθε μορφής αγώνα ενάντια στο «βούρκο» και τη στασιμότητα, ενάντια σε κάθε λογής «μικρανθρωπάκους» και «παράσιτα», κάνοντας εκέινη τη μεγάλη επιλογή:
Να γράψει όπως - έλεγε ο Λειβαδίτης - «για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν, για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ'τον άμμο...».
Ο Βάρναλης και με την προσωπική του ζωή και με την Τέχνη του έκανε αυτό ακριβώς που είχε πει ο Λουντέμης στον πρόεδρο του δικαστηρίου - στη δίκη όπου ο Βάρναλης προσήλθε ως μάρτυρας υπεράσπισής του - όταν ο πρόεδρος του έκανε την παραίνεση να κάνει μια «δήλωση μετανοίας» και αποκήρυξης των ιδεών του για να πάψει να «τραβιέται» στα ξερονήσια:
«Κύριε πρόεδρε - απάντησε - ο άνθρωπος έκανε κάτι εκατομμύρια χρόνια για να σταθεί στα δυο του πόδια. Δεν θα τον ξαναγυρίσω εγώ στα τέσσερα»!
***
ο Βαρναλης έγραψε χωρίς να χαιδευει εκείνον στον οποίο απευθυνόταν, τον λαό, χωρίς να τον θωπεύει, χωρίς να τον αφήνει έξω από την ευθύνη του, την προσωπική του ευθύνη, να πάψει να είναι «θύμα, ψώνιο και σύμβολο αιώνιο» της μοίρας του.
Εζησε πέρα από κάθε σεμνοπρέπεια και σοβαροφάνεια. Ανατρεπτικός και σαρκαστικός σε όλα.
Οταν τη δεκαετία του '50 νεαρός δημοσιογράφος τον ρώτησε ποια είναι τα σημαντικότερα ιδανικά της ζωής, ο απίθανος Βάρναλης του απαντά:
«Οι γυναίκες, η θάλασσα, η φασουλάδα και να βλέπεις να πάιζουν τάβλι στο "Βυζάντιο"..»
Ο Βάρναλης, ο κομμουνιστής Βάρναλης, έγραψε με πλήρη επίγνωση ότι «όλες οι τέχνες "πολιτεύονται", είτε το ξέρουνε είτε όχι, είτε τους φαίνεται είτε όχι. Κι η επαναστατική τέχνη "πολιτεύεται" - έλεγε ο Βάρναλης - με τη διαφορά, πως το ξέρει. Γιατί αν είναι κανείς συντηρητικός από κοινωνική Συνήθεια, γίνεται επαναστάτης μονάχα από γνώση της πραγματικότητας κι από αντίδραση στη Συνήθεια».
*
Το βιβλίο του Ηρακλή είναι σπουδαίο και αυτό μπορεί να το αποδείξει το ίδιο του το περιεχόμενο και η φροντίδα με την οποία δουλεύτηκε.
Και μόνο το γεγονός της παρουσίασης ενός σώματος 19 άγνωστων ποιημέτων του Κώστα Βάρναλη είναι από μόνο του σημαντικό πνευματικό και πολιτιστικό γεγονός.
Οπως ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Ηρακλής, λέει, είναι «δύσκολο το τόλμημα να γράψεις για τον Βάρναλη». Και γίνεται δυσκολότερο όταν θέλεις να αγγίξεις το κεντρικό ζήτημα στη μελέτη του βαρναλικού έργου: Γιατί γράφει, πότε γράφει, γιατί κάποια από τα ποιήματά του τα ξαναδουλεύει, γιατί άλλα τα αφήνει στην άκρη; Και είναι δύσκολο το εγχείρημα γιατί τελικά ο Βάρναλης είναι ο ιδρυτής της επαναστατικής Τέχνης στην Ελλάδα.
Τη σκυτάλη αυτή της δυσκολίας, να μιλήσεις για τον Βάρναλη, πράγμα όχι λιγότερο δύσκολο από το να γράψεις για αυτόν, με ανακούφιση πρέπει να πω, θα την παραδώσω στα σίγουρα χέρια μιας εκλεκτής συντροφιάς.

Η παρέμβασή του μετά την ομιλία του Γιύργου Σαρρή:
Πριν δώσω το λόγο στην κυρία Λαδογιάννη, είχανε ρωτήσει το Βάρναλη σε μια συνέντευξή του το 1958 για τους διανοουμενους
»Συζητούμε τώρα για τους διανοουμένους. Για τις ευθύνες τους απέναντι στα προβλήματα του καιρού τους.
» – Για τους διανοούμενους; ρωτά ο Βάρναλης. Άλλοι νοιώθουν κι’ άλλοι δε νοιώθουν την ευθύνη τους. Για τους δεύτερους θα δουλέψει η σκούπα της ιστορίας. Οι πρώτοι δημιουργούν ιστορία. Θέλεις να δεις ποιοι είναι σήμερα οι σκάρτοι; Κοίτα ψηλά. Εκεί σκαρφαλώνουν οι πίθηκοι. Αυτοί γρυλίζουν ξεδιάντροπα ότι σήμερα ξεπεράστηκε το ιδανικό της εθνικής αυτοτελείας και ανεξαρτησίας. Είναι, λένε, ιδανικό του περασμένου αιώνα!...
Αυτά έλεγε γι’ αυτού του τύπου τους διανοούμενους ο Βάρναλης.
Η κυρία Λαδογιάννη είναι Επίκουρος καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων έχοντας ως θεματικά πεδία διδασκαλίας και έρευνας τη νέα ελληνική λογοτεχνία, τη δραματουργία, την κριτική θεωρία και τα λογοτεχνικά περιοδικά.  Με ιδιαίτερη αγάπη για τον Βάρναλη, είναι από τους πιο σημαντικούς μελετητές του έργου του, με αφετηρία την ανάδειξη των επαναστατικών ιδεών και του ιστορικού υλισμού στο έργο του Κ. Βάρναλη.

Μετά την τοποθέτηση της κυρίας Λαδογιάννη:
Νομίζω ότι πρέπει να επισημάνουμε πως ο Βάρναλης ήταν ένας απίθανος τύπος, έτσι; Ήταν ένας τόσο απίθανος τύπος που για παράδειγμα νεαρός και στη δημοσιογραφική πιάτσα ο Μανώλης ο Μαθιουδάκης, τη δεκαετία του 50 του παίρνει μια συνέντευξη. Τον ρωτάει λοιπόν, έτσι με ένα δέος:
- Κύριε Βάρναλη, ποια κατά τη γνώμη σας, είναι τα καλύτερα ιδανικά της ζωής;
Και απαντάει ο Βάρναλης:
- Οι γυναίκες, η θάλασσα, η φασουλάδα, και να κάθεσαι να βλέπεις να παίζουν τάβλι στο «Βυζάντιο»...
Αυτός λοιπόν ο απίθανος τύπος είναι αυτός ο οποίος έλεγε το εξής, αυτό που έλεγε και ο Γιώργος προηγουμένως, ότι όλες οι τέχνες πολιτεύονται, είτε το ξέρουνε είτε όχι, είτε τους φαίνεται είτε όχι, και η επαναστατική τέχνη πολιτεύεται, με μια διαφορά, έλεγε ο Βάρναλης, πως αυτή το ξέρει ότι πολιτεύεται. Γιατί αν είναι κανείς συντηρητικός από κοινωνική συνήθεια, γίνεται επαναστάτης μονάχα από γνώση της πραγματικότητας και από αντίδραση στη συνήθεια.
Το λόγο στον κύριο Τσακνή. Έναν επαναστάτη χωρίς συνήθεια και από αντίδραση στην πραγματικότητα.

Η «γέφυρα» μετά την ομιλία του Διονύση Τσακνή
(Απευθυνόμενος στον Τσακνή) Μιας και αναφέρθηκες στη δίκη το Λουντέμη, θυμήθηκα τη δίκη, ο Λουντέμης νομίζω από κάποια εξορία τον είχανε φέρει για να τον δικάσουν, από τον Αϊ-Στράτη, λέει ο πρόεδρος του δικαστηρίου του Λουντέμη
-         Βρε παιδάκι μου, με τόση ταλαιπωρία που τραβάς, έχεις και οικογένεια, κάνε μια δηλωσούλα να τελειώνουμε
Και γυρνάει ο Λουντέμης και του λέει
-         Ακούστε κύριε πρόεδρε, ο άνθρωπος έκανε κάτι εκατομμύρια χρόνια για να σταθεί στα δύο, δε θα τον γυρίσω εγώ ξανά στα τέσσερα.
Το κλείσιμο της κουβέντας μετά την παρέμβαση της Ρίτας Νικολαΐδου:
Το βιβλίο του Ηρακλή είναι έτσι κι αλλιώς σπουδαίο και  αναφέρθηκε πόσο σπουδαίο είναι. Νομίζω για εμάς τους μη ειδικούς η αξία του βιβλίου κρίνεται από την αντοχή του στο χρόνο, όπως και για τους ειδικούς, και όταν λέω για την αξία του στο χρόνο έχει να κάνει με το πόσες φορές εμείς οι μη ειδικοί θα το αναζητήσουμε στη βιβλιοθήκη μας. Από αυτή την άποψη, είναι σίγουρο ότι το βιβλίο του Ηρακλή πολλές φορές θα διαπιστώσουμε πόσο αξίζει γιατί πολλές φορές θα το αναζητήσουμε. Επίσης το βιβλίο του Ηρακλή είναι σπουδαίο και από μια ακόμα άποψη, γιατί κατάφερε σήμερα, να μαζέψει εδώ πολύ' σημαντικούς ανθρώπους. Θα μου επιτρέψετε μια ειδική αναφορά. Μία αναφορά η οποία δείχνει και το πνεύμα το βαρναλικό, δηλαδή μια  εποχής, μιας γενιάς, μιας κατηγορίας ανθρώπων. Δεσμώτης ο Φαρσακίδης, ο Γιώργος ο Φαρσακίδης εκείνη την εποχή, δεσμώτης, με μια μάνα η οποία δεν ήταν κομμουνίστρια, κάθε άλλο μάλλον, αλλά περήφανος άνθρωπος. Ο Φαρσακίδης κάποια στιγμή απολογείται στη μάνα του και της λέει «μάνα, δεν έκανα δήλωση, ούτε θα κάνω δήλωσης μετανοίας» Και η μάνα του Φαρσακίδη του απαντάει «Ήξερα ότι είσαι μπουμπουνοκέφαλος αλλά αλίμονό σου αν μου γύρναγες πίσω και με σκυμμένο το κεφάλι» Δάσκαλε να είσαι γερός και δυνατός, σε ευχαριστούμε που υπήρξες, που υπάρχεις και που θα υπάρχεις.
Εκλεισε αφηγούμενος ένα περιστατικό από αυτά που περιγράφει η Ελλη Αλεξίου στο βιβλίο της «Υπό εχεμύθιαν». 

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Η ομιλία του Διονύση Τσακνή στην παρουσίαση του βιβλίου



Η ομιλία του Διονύση Τσακνή ήταν ιδιαίτερα επίκαιρη και σύγχρονη. Κέρδισε το ακροατήριο και πυροδότησε συζητήσεις γόνιμες τη βραδιά της εκδήλωσης στις παρέες που διαμορφώθηκαν στα τραπέζια. Αυτή η εντύπωση μεταφέρθηκε και στα γραπτά των καλεσμένων τις επόμενες μέρες. Θέμα της η υπεροχή του πολιτισμού της Αριστεράς. 
Ο τίτλος που συνοδεύει το κείμενο είναι δική μου  επιλογή. Νομίζω ότι αποδίδει το πνεύμα της ομιλίας:  

Είμαστε εδώ, με τα όπλα μας και τα όπλα που εμείς θα δημιουργήσουμε για το μέλλον



Να πιάσω το νήμα από εκεί που τελείωσε ο Νίκος και να πω ότι σε αυτή τη συνέντευξη αφού ολοκλήρωσε ο Βάρναλης τις απαντήσεις για το ποια είναι τα καλύτερα πράγματα στη ζωή και πρόταξε φυσικά τη γυναίκα, ο δημοσιογράφος δεν απέφυγε τον πειρασμό (απόφυγε με τη σημερινή γραμματική; Γιατί θα μιλήσω και για το γλωσσικό ζήτημα) όταν τον ρώτησε λοιπόν, δηλαδή ποια γυναίκα είναι η πιο ωραία, ο Βάρναλης είπε του αλλουνού. Να το σπάσουμε λίγο το κλίμα.
Ακούστηκαν πολύ όμορφα πράγματα, μοιάζουν περιττά αυτά που θα πω. Τέσσερα πέντε σημεία θα πιάσω. Ναι σημεία είναι, όπως πηγαίναμε στις κομματικές συνεδριάσεις παλιά, φανταστείτε κάθε σημείο 30 λεπτά…
Αν και με παρακάλεσε ο Ηρακλής να μιλήσω για τον Βάρναλη και όχι για το βιβλίο δε θα αποφύγω να μιλήσω πρώτα για το βιβλίο. Συμφωνώ απόλυτα με την κυρία Λαδογιάννη, την καθηγήτρια, που με τόσο  πάθος μίλησε και θα ‘θελα να την ακούσω να μιλάει ώρες. Το βιβλίο αυτό είναι πάρα πολύ χρήσιμο γιατί η έννοια της χρησιμότητας στις μέρες που ζούμε είναι μια έννοια που πρέπει να θέτουμε ως προϋπόθεση. Είναι χρήσιμο για δύο λόγους: Γιατί δικαιώνει τον τίτλο του αρχικά, και τον δικαιώνει διότι εμάς τους μη μελετητές αλλά τους απλούς εραστές της ποίησής του και της στάσης ζωής του μας φέρνει σε επαφή με άγνωστες ή λιγότερο γνωστές πλευρές του ποιητή και του έργου του. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Μιλάει το βιβλίο για γεγονότα και περιστατικά που είναι χαρακτηριστικά της ζωής τα οποία είναι γνωστά μόνο σε μελετητές. Και μάλιστα, επειδή τυχαίνει να αγαπάω αυτούς τους καταραμένους, όπως αγαπάω τον Σκαρίμπα πάρα πολύ, έτσι και τον Βάρναλη, ελάχιστοι είναι οι λόγιοι της εποχής μας, καθηγητές, όπως η κυρία Λαδογιάννη, η κυρία Κατερίνα Κωστίου στο πανεπιστήμιο της Πάτρας, που ασχολούνται με αυτές τις περιπτώσεις της ελληνικής σκέψης. Αλλά για εμάς, του απλούς εραστές, επαναλαμβάνω, του έργου, είναι πάρα πολύ χρήσιμο. Επίσης, η ημερολογιακή παράθεση που υπάρχει στο βιβλίο το καθιστά το βιβλίο αυτό και ιδιαίτερα χρηστικό, υπάρχει μια λεπτή διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο πράγματα, το ένα δεν απορρίπτει το άλλο, αλλά είναι και χρηστικό, δηλαδή θες να ανατρέξεις κάπου και το βρίσκεις αμέσως. Ο δεύτερος λόγος που το βιβλίο αυτό είναι χρήσιμο είναι διότι συμβάλλει στην προβολή του πολιτισμού της Αριστεράς. Έχουμε απεμπολήσει, έχουμε ξεχάσει ή ενοχικά σκεπτόμενοι δεν προβάλλουμε το οπλοστάσιο μας το οποίο είναι τεράστιο και ο Βάρναλης είναι το βαρύ πυροβολικό του οπλοστασίου της Αριστεράς, υπό αυτή την έννοια και στις εποχές που ζούμε, όταν από τις προηγούμενες δεκαετίες δεχτήκαμε μία επίθεση με ατομικές βόμβες λάιφ-στάιλ, το να βγάζουμε το βαρύ μας πυροβολικό και τις ατομικές βόμβες τις δικές μας, όπως είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ακούστηκαν τα ονόματά τους και έχουμε να πούμε και άλλα εκατοντάδες, είναι πάρα πολύ σημαντικό. Σήμερα έχουμε υποχρέωση να πούμε είμαστε εδώ, με τα όπλα μας και τα όπλα που εμείς θα δημιουργήσουμε για το μέλλον. Στο βιβλίο αυτό φαίνεται η ταύτιση λόγων και έργων καταρχήν και η στάση ζωής της μαχόμενης ελληνικής διανόησης, που δεν είναι μια διανόηση για τη διανόηση, αναλύθηκε πριν και πολύ σωστά και από τον Γιώργο και από την κυρία Λαδογιάννη, αλλά είναι μια σπίθα μιας ελληνικής διανόησης στο πλάι του ταξικού κινήματος της εποχής.
Όλα τα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει ο διανοητής Βάρναλης είναι ζητήματα που θέτει το ίδιο το ταξικό κίνημα. Υπό αυτή και μόνο την έννοια βλέπουμε πόσο σημαντική είναι η στάση της μαχόμενης ελληνικής διανόησης. Αλλά ήταν τόσο ισχυρή τότε η αριστερή διανόηση που - επιτρέψτε μου να καταφύγω σε έναν αγαπημένο μου διανοητή τον Γκράμσι - καταφέρνει η αριστερή διανόηση να κερδίσει τον πόλεμο θέσεων. Ο Γκράμσι έλεγε ότι για να μπορεί να υπάρξει μια πλειοψηφία να αποδεχτεί ο κόσμος την ιδεολογία της Αριστεράς, πρέπει η ιδεολογία της να περάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Στη μάχη αυτή η αριστερή διανόηση είναι νικήτρια την περίοδο εκείνη, έχει κερδίσει τον πόλεμο θέσεων. Όταν παρελαύνουν οι Έλληνες ποιητές και διανοούμενοι, όπως πολύ σωστά γράφει το βιβλίο και πολύ μου άρεσε εκείνο το σημείο, στις παρελάσεις ο κόσμος τους ζητωκραυγάζει και λέει είστε η φωνή μας, πράγμα που σήμερα, αυτό δε συμβαίνει. Κρύβεται η διανόηση ή δεν υπάρχει. Και για να τονίσω ότι αυτή κερδίζει στον πόλεμο, στον πόλεμο θέσεων αναφέρω κάποιες προσωπικότητες που κυριαρχούν ακόμα και σε ορισμένα λεγόμενα αστικά προπύργια. Δηλαδή, πέρα από το γεγονός ότι ο Δελμούζος αργότερα φεύγει, ο ίδιος ο Βάρναλης τον εκτιμά βαθύτατα πέρα από τις κάποιες διαφορές που προέκυψαν πολύ αργότερα, γιατί στο Αθεϊκό ήταν μαζί, πλάι πλάι. Φανταστείτε ότι ένας Δελμούζος είναι διευθυντής του Μαρασλείου, ένας Γληνός είναι διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Είναι σημαντικά πράγματα και δεν τα κατέκτησαν επειδή κάποιος τους τα χάρισε. Τα κατέκτησαν διότι είχαν εκείνοι τη δύναμη και της αλήθειας αλλά και την πνευματικότητα να τα επιβάλουν. Αυτός ήταν ο Βάρναλης. Αυτή ήταν η  Ρόζα Ιμβριώτη που ήταν μέσα στο Μαράσλειο καθηγήτρια, σπάνιο και αδιανόητο για μια εποχή διώξεων, μια εποχή μεταπαγκαλική, μια εποχή λίγο πριν ενδεχομένως, διορθώστε με αν κάνω λάθος, από τη δικτατορία του Μεταξά. Άνθρωποι σαν αυτούς να βρίσκονται σε θέσεις καίριες, σε θέσεις κλειδιά. Να λοιπόν η νίκη της αριστερής διανόησης την εποχή εκείνη. Και πού φαίνεται αυτή η νίκη; Φαίνεται ακόμα ακόμα όταν ο Βάρναλης παύεται με εξάμηνη αργία για το «Φως που καίει», από το Μαράσλειο, βγαίνει σύσσωμη η διανόηση της Ελλάδας, ακόμα και μη αριστεροί άνθρωποι - να λοιπόν η δύναμη που μπορεί να έχει η αριστερή διανόηση όταν είναι συμπαγής - βγαίνει και τον  υποστηρίζει. Δηλαδή, συμμαχίες στην Τέχνη και στη διανόηση θα μπορούμε να κάνουμε εμείς οι καλλιτέχνες και οι πνευματικοί άνθρωποι μόνο όταν είμαστε πολύ ισχυροί. Θυμίζω ότι ανάμεσα στις υπογραφές ήταν οι υπογραφές του Παλαμά και του Καβάφη. Φανταστείτε σήμερα να μου κάναν μία δίωξη, δε θα υπήρχαν παραπάνω από δώδεκα υπογραφές.
Βέβαια, αυτό το βιβλίο πιάνει και ορισμένα ζητήματα επιστημονικά, ξεφεύγουν των δυνατοτήτων μου πέρα από τα γενικά διαβάσματα, λέγοντας πέντε πράγματα ίσως πρέπει να σταθώ γιατί είναι πάρα πολύ μεγάλο ζήτημα του δημοτικισμού και της πάλης που γίνεται ανάμεσα στους καθαρευουσιάνους και στους λεγόμενους μαλλιαρούς και τον Ψυχάρη επικεφαλής. Πιστεύω ότι ο Βάρναλης και η συντροφιά του η αρχική συντάσσονται με τους δημοτικιστές και καλά κάνουν, πάλι βλέποντας το ζήτημα μέσα από ένα ταξικό πρίσμα και ότι η γλώσσα της καθαρεύουσας είναι η γλώσσα του κράτους, το οποίο κράτος θέλει να την κρατήσει για να κρατήσει το λαό μακριά από τη γνώση. Το ζήτημα δηλαδή που αναγκάζει το Βάρναλη, πιστεύω και τους αριστερούς διανοητές της εποχής να πάρουν σαφή θέση υπέρ του δημοτικισμού, δεν μπορεί να ήταν άλλη παρά αυτή, η ταξική υφή του γλωσσικού ζητήματος είναι που τους απασχολεί. Διότι δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε και κάποια γεγονότα. Η προσπάθεια να υιοθετηθεί η γραφή η φωνητική σήμερα μοιάζει να είναι μάλλον αντιδραστική. Συγχωρήστε μου την ακρότητα αυτή αλλά νομίζω ναι. Διότι το ζήτημα αυτό το θέτουν οι λεγόμενοι ευρωπαϊστές. Να λοιπόν πώς ένα πράγμα, ένα ερώτημα περνώντας οι καιροί μπορεί να τεθεί με διαφορετικό τρόπο και να προκαλέσει διαφορετικές συζητήσεις. Θυμάται ο Θανάσης ο Σκαμνάκης που είναι εδώ πέρα, τα πρώτα διαβάσματα που κάναμε στο κεφάλαιο σε μια άθλια μετάφραση που έλεγε την εμπορευματική κυκλοφορία γυροβολιά του προϊόντου. Αυτό δεν είναι δημοτικισμός είναι μαλλιαρισμός. Τέτοιες ακρότητες δεν αποφεύχθησαν και δυστυχώς ο Βάρναλης έπεσε θύμα τέτοιων ακροτήτων.
Θέλω να τελειώσω για έναν ποιητή που λατρεύω διαβάζοντάς σας, 10 σειρές είναι, κάτι από ένα περιστατικό που δεν το γνώριζα και σε ευχαριστώ πάρα πολύ Ηρακλή που μου έδωσες τη δυνατότητα να το μάθω. Ότι ο Βάρναλης είναι μάρτυρας υπερασπίσεως στη δίκη του Λουντέμη. Ακούστε 10 σειρές. Ο Βάρναλης ξέρετε ήταν και λίγο περήφανος στα αυτιά. Έτσι δεν είναι;
«Εδώ επεμβαίνει ο Πρόεδρος και ρωτά κάτι.
»– Πιο δυνατά! φώναξε ο Βάρναλης φέρνοντας το χέρι στο αυτί του, σημάδι ότι δεν άκουσε την ερώτηση.
»– Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος; επανέλαβε ο Πρόεδρος πιο δυνατά τούτη τη φορά.
»– Ένοχος; έκανε ο δάσκαλος με έμφαση. Όχι! Για νάναι ένοχος ένας συγγραφέας, πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις: Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας, με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας, με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτο και τελευταίο: Αν η πατρίδα πέσει σε εθνική σκλαβιά, ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω και σα συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις παραπάνω ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε σωστές απαντήσεις... Δεν είναι ένοχος!...
»– Μα, κύριε Βάρναλη... έκανε ο Πρόεδρος ξαφνιασμένος. Ήρθατε εδώ για να απαλλάξετε τον κατηγορούμενο ή για να τον ενοχοποιήσετε; Διότι σεις –με το είδος της υπερασπίσεώς σας– αντί να ελαφρύνετε τη θέση του, την επιβαρύνετε περισσότερο. Ρωτήσατε τον κατηγορούμενο αν συμφωνεί με το είδος αυτό της υπερασπίσεώς σας;
»– Όχι, είπε με κάποιο θυμό στη φωνή του ο δάσκαλος. Ρωτήστε τον εσείς. Και αν συμφωνεί μαζί σας εγώ φεύγω. Γιατί πιστεύω ότι οι συγγραφείς δεν έχουν ανάγκη από άλλο είδος υπεράσπισης. 
»Ο Λουντέμης πετιέται όρθιος σα να τον σούβλισαν με πυρωμένα σουβλιά και χωρίς να ζητήσει το λόγο λέει:
»– Συγχαίρω και ευχαριστώ θερμά το δάσκαλο και υπερασπιστή μου. Και δηλώνω ενώπιον του δικαστηρίου, ότι είμαι απόλυτα σύμφωνος με το είδος της υπεράσπισής του.
»– Ε, τότε εγώ δεν έχω να κάνω τίποτα άλλο εδώ. Το χρέος μου τόκανα. Γι’ αυτό φεύγω...».
Να ο πολιτισμός της Αριστεράς.