Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΑΡΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΑΡΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Η ομιλία του Γιώργου Σαρρή

Ο Γιώργος Σαρρής με μακρά παρουσία στο χώρο του τραγουδιού, ήδη από το 1985 στα φοιτητικά του χρόνια. Γνωστός τη δεκαετία του 1990 με το συγκρότημα ΖΙΚ ΖΑΚ, και δημιουργός αρκετών επιτυχιών του συγκροτήματος. Ως γνήσιος τραγουδοποιός πιάνει τον παλμό της νεολαίας με τραγούδια της αγάπης και του έρωτα χωρίς να παρασυρθεί στο εφήμερο και εύπεπτο σουξε. Από το 2000 ακολουθεί ένα μοναχικό δρόμο. Θεωρητικά μοναχικό γιατί στην πραγματικότητα αρχίζει να πλησιάζει όλο και περισσότερο τους κοινωνικούς αγώνες. Με τους στίχους του, την καθημερινή μαχητική παρουσία στο διαδίκτυο. Τον βλέπουμε στην εξέδρα να τραγουδά για τους διαδηλωτές και μετά στο δρόμο να περπατά μαζί τους. Εχει γίνει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του λαϊκού κινήματος. Είναι ένας δημιουργός με αγάπη και μεράκι για την ποίηση. Με διάθεση να αφομοιώσει τις επαναστατικές ιδέες και να τις μετουσιώσει στα τραγούδια του.
Την ομιλία του Γιώργου Σαρρή στην παρουσίαση του βιβλίου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» του Ηρακλή Κακαβάνη μπορούμε να την παρακολουθήσουμε στο youtube

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Η ομιλία του Γιώργου Σαρρή (Παρουσίαση 17/12/2012)


Ο Γιώργος Σαρρής με την κιθάρα τραγουδά τους «Μοιραίους» του Βάρναλη



Πρώτα απ’ όλα θέλω να πω ένα τεράστιο ευχαριστώ στον Ηρακλή που μου έδωσε την ευκαιρία να βρίσκομαι εδώ σε αυτό το τρομερό πάνελ, ξεκινώντας από τον κύριο Αλεξίου. Την ώρα που ξεκίνησε σκέφτηκα αυτό που πολλές φορές έχουμε αισθανθεί, που λέμε ποτέ δεν ξέρεις ποιος κάθεται δίπλα σου και στην περίπτωση μου ίσχυε πόση πηχτή ιστορία υπήρχε δίπλα μου κυλώντας. Όλοι οι ομιλητές πρόσεξα ότι είχαν ένα μικρό ή ένα μεγαλύτερο άγχος, όπως και εγώ τώρα αυτή τη στιγμή, αφού μιλάμε για έναν τόσο τεράστιο άνθρωπο, έναν τόσο τεράστιο λογοτέχνη, ένα τέτοιο τεράστιο φαινόμενο όπως ήταν ο Κώστας Βάρναλης.
Ο τίτλος του βιβλίου «Ο άγνωστος Βάρναλης» ακούγοντας τη σημερινή συζήτηση, κατέληξα ότι είναι τόσο πραγματικός όσο δε λέγεται και να σας πω γιατί. Όσοι βρισκόμαστε σήμερα εδώ είμαστε από κάποιες ηλικίες τουλάχιστον από σαράντα και πάνω, εκτός από πολύ λίγους, επομένως λίγο πολύ έχουμε ακούσει ή έχουμε διαβάσει ποιήματα ή κάποιο τραγούδι του Βάρναλη. Πιστεύω ότι μέχρι την έναρξη της κρίσης όπου πολλά επανέρχονται, ο Βάρναλης είναι τόσο άγνωστος όσο ποτέ δεν ήταν άγνωστος. Πιστεύω ότι το έργο το Βαρναλικό στην ουσία του δε θα απασχολούσε κανέναν ή θα απασχολούσε τους ελάχιστους που ασχολήθηκαν και έζησαν στο παρελθόν εάν δε μας έβαζε σε αυτή την κατάσταση αυτό το οποίο ζούμε. Η νέα γενιά η γενιά που έζησε σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε εντός εισαγωγικών ευημερία, δε θα είχε κάποιο λόγο να ανοίξει τα αυτιά της και να στραφεί σε κάποιον λογοτέχνη σαν τον Κώστα Βάρναλη. Αυτή η εποχή λοιπόν και αυτό που ζούμε γίνεται ένα τεράστιο ηχείο όπου η φωνή του Βάρναλη ηχεί όχι μόνο σαν ποιητική φωνή αλλά σαν μια τεράστια ανάγκη. Ο Βάρναλης και το έργο του είναι ένα πραγματικό κλειδί, κατά τη γνώμη μου, που μπορεί να ξαναβάλει την τέχνη, όχι μόνο την ποίηση, στο πραγματικό μονοπάτι που της πρέπει. Ο Βάρναλης ο ίδιος και η ζωή του είναι μία πορεία, μια πορεία που ξεκινάει από την καρδιά ενός ανθρώπου που ψάχνει τρόπους να εκφραστεί και να μπει μέσα στη ζωή όπως μπήκε αυτός από πολύ μικρός και καταλήγει σε έναν κοφτερό εντελώς καθαρό σκοπό. Ο Βάρναλης, πιστεύω ότι στην πορεία υποτίμησε την ποιητική του πλευρά παίρνοντας πολύ περισσότερο και πολύ πιο ξεκάθαρα την πλευρά του επαναστάτη. Πρώτα απ’ όλα ήταν επαναστάτης και μετά ήταν ποιητής. Και γιατί; Γιατί ήξερε σαν υλιστής, ότι η τέχνη δεν υπάρχει για την τέχνη. Η τέχνη όπως και όλα τ’ άλλα είναι ένα εργαλείο. Είναι ένα εργαλείο που πρέπει να το δώσεις σε αυτούς που πρόκειται να κάνουν τα δύσκολα βήματα για να μπορέσουν να καταφέρουν αυτά που χρειάζεται και που πρέπει και τους αξίζει να τα καταφέρουν.
Ο Βάρναλης είναι ένας άνθρωπος λαϊκός ο οποίος θα μπορούσε να είναι λόγιος και να βλέπει το λαό από ψηλά, δεν το έκανε όμως, τον αγάπησε, βούτηξε μέσα στο λαό, τον γεύτηκε, τον έζησε και όντας κομμάτι του κατέληξε να είναι κομμουνιστής. Ενας άνθρωπος που έστρεψε όλη του την προσωπικότητα, όλη του την ύπαρξη σε μια συγκεκριμένη ταξική κατεύθυνση. Η ταξική αυτή κατεύθυνση δεν είχε την έννοια κάποιου είδους οπαδισμού, ενός ανθρώπου που έτυχε να είναι οπαδός ή μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Είχε την έννοια του να πάρει την πλευρά αυτών που έπρεπε για λογαριασμό τους σαν καταπιεσμένοι να ανατρέψουν το σύστημα το οποίο τους καταπίεζε και να βαδίσουν προς τη δική τους εξουσία.
Σε σχέση με τις προηγούμενες ομιλίες που έγιναν μπορούμε να το δούμε όλο αυτό μέσα από τον τρόπο που λειτούργησε σε ό,τι αφορά την κριτική του σε αυτούς που τους θεωρούσε δάσκαλους και τους θαύμαζε. Η κριτική προς τον Παλαμά, η κριτική προς τον Καβάφη, η κριτική προς όλους αυτούς που όπως είπε ο κύριος καθηγητής, σαν ευγενικός άνθρωπος δε θα το έκανε υπό άλλους όρους, και δεν το έκανε επειδή κάποιοι από αυτούς τον στεναχώρησαν επειδή στράφηκαν εναντίον των μπολσεβίκων, αλλά ένιωσε σαν καθήκον του πιστεύω εγώ ότι έπρεπε να το κάνει γιατί το ζήτημα ήταν πολύ σοβαρό εφόσον αφορούσε την τάξη που τον ενδιέφερε.
Το βιβλίο του Ηρακλή κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι ένα πραγματικό αριστούργημα. Για ποιο λόγο; Και νομίζω αξίζει τον κόπο και για όλους αυτούς που το έχουν διαβάσει ή πρόκειται να το διαβάσουν και για όλους αυτούς που θα γράψουν για το βιβλίο τις επόμενες μέρες, να προσέξουν τον τρόπο με τον οποίο περνά από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, που ξεκνάει από κάποια ιστορικά στοιχεία και την εργογραφία του, περνάει στις στιγμές της εμπειρίας του, πώς έζησε αυτός σαν κομμουνιστής εξόριστος κλπ, στη διένεξη που είχε με το Δελμούζο και τους λογοτέχνες και λόγιους που ανέφερα προηγουμένως. Κατά τη γνώμη μου ο Ηρακλής μπαίνει μέσα στο πετσί του Βάρναλη και μας δείχνει ιδιαίτερα στους καλλιτέχνες ποιος είναι αυτή τη στιγμή ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε. Έχουμε ανάγκη σήμερα από περισσότερο Βάρναλη; Δεν έχουμε ανάγκη σήμερα από περισσότερο Βάρναλη. Έχουμε ανάγκη από περισσότερη Βαρναλική ουσία. Έχουμε ανάγκη από μια επαναστατική προλεταριακή τέχνη. Εκείνη την τέχνη δηλαδή που παίρνει το λαό στην αγκαλιά της και του δίνει κουράγιο για να καταφέρει αυτά τα δύσκολα βήματα που πρέπει να καταφέρει. Είναι υποχρεωμένος να τα καταφέρει.
Συμφωνώ απόλυτα με τον σύντροφο τον Κώστα τον Καζάκο ότι πραγματικά δεν υπάρχουν ήττες. Όλα αυτά που αναφέρονται ως ήττες από τους θεωρητικούς της ήττας είναι κομμάτια της μεγάλης νίκης. Δε θυμάμαι ποιος το είχε πει, ότι όλες οι μεγάλες νίκες αποτελούνται από μικρές ήττες. Αυτές λοιπόν οι εντός εισαγωγικών ήττες μόνο ένα τέτοιο νόημα μπορούν να έχουν και αυτό το ρόλο νομίζω εγώ ότι έρχεται να παίξει και πρέπει να παίξει η τέχνη. Πρέπει να πείσει, να βοηθήσει το λαό να καταλάβει τη δύναμή του και να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει. Ο λαός μπορεί και είναι υποχρεωμένος, έχει υποχρέωση και στον εαυτό και στις επόμενες γενιές που έρχονται να κάνει το μεγάλο βήμα που είναι η ανατροπή.
Πιστεύω ότι το βιβλίο του Ηρακλή είναι ένα μικρό τουβλάκι σε όλη αυτή την υπόθεση και γι’  αυτό έχει πολύ μεγάλη αξία.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Ο άγνωστος Βάρναλης (Αναδημοσίευση)

 

Αναδημοσιεύουμε σήμερα το ρεπορτάζ του «Σφυροδρέπανου» από την παρουσίαση του βιβλίου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», που έγινε τη Δευτέρα 17 Δεκέμβρη 2012 στην Αθήνα (στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΕΔΟΕΑΠ). Εδώ μπορεί να διαβάσει κανείς και τα σχόλια στην ανάρτηση του Σφυροδρέπανου.
 
 

  
Χτες το βράδυ η κε του μπλοκ βρέθηκε στην αίθουσα των εκδηλώσεων του εδοεαπ, (του ταμείου των δημοσιογράφων), για την ανοιχτή παρουσίαση του βιβλίου του ηρακλή κακαβάνη για τον άγνωστο βάρναλη (και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του) από τις εκδόσεις εντός. Είχε προηγηθεί πριν μερικές μέρες μια «κλειστή» παρουσίαση του βιβλίου σε δημοσιογράφους και blogger και η ανταπόκριση της κε του μπλοκ, που μπορείτε να θυμηθείτε εδώ.
Η απόφασή μου να ξαναγράψω για το ίδιο θέμα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, δεν είναι γιατί ξεμείναμε από θέματα. Αλλά αφενός για να τιμήσει τη μνήμη του ποιητή και τη συμπλήρωση 38 χρόνων από το θάνατό του, αφετέρου γιατί αυτή η εκδήλωση δεν επανέλαβε όσα ειπώθηκαν στην προηγούμενη, αλλά ήρθε να προσθέσει πολλά και ουσιαστικά πράγματα.

Ρόλο συντονιστή είχε η συνάδελφος του ηρακλή στο ριζοσπάστη, σοφία αδαμίδου, που είπε στο άνοιγμα ότι το βιβλίο που θα παρουσιαστεί είναι από αυτά που ζηλεύει κανείς και θα ήθελε να τα έχει γράψει ο ίδιος. Ακολούθησε ο χαιρετισμός εκ μέρους του δσ του εδοεαπ, από ένα μέλος του και προσωπικό φίλο του ηρακλή, που ανέφερε και «το τρίτο μέλος της παρέας», τον δημοσιογράφο γιώργο πετρόπουλο, με την καθοριστική συμβολή στη συγγραφή του βιβλίου. Κι η δραματοποίηση του σατιρικού διαλόγου του βάρναλη «λόγια και πράξις», από τους ηθοποιούς στέλιο γεράνη κι εύα βάρσου.

Πρώτος μίλησε ο χρήστος αλεξίου, ακαδημαϊκός κι υπεύθυνος του περιοδικού θέματα λογοτεχνίας. Ο οποίος διηγήθηκε την πρώτη του επαφή με την ποίηση του βάρναλη –στην περιοχή της θεσσαλίας με μια ανταρτοεπονίτικη ομάδα, που ήταν χρεωμένη και με την πολιτιστική δουλειά, με τον 13χρονο τότε αλεξίου να ερωτεύεται κεραυνοβόλα τα ποιήματα που άκουσε και να ακολουθεί στο βουνό την ομάδα, που γυρνούσε από χωριό σε χωριό. Καθώς και τη γνωριμία του με τον ίδιο τον ποιητή –όταν κατέφυγε στην αθήνα κυνηγημένος από τους σούρληδες, το 47’, και μέσω του κορδάτου και του συλλόγου «οι φίλοι του βιβλίου» συνάντησε το βάρναλη σε ένα βιβλιοπωλείο, γωνία ακαδημίας και ιπποκράτους, κρατώντας ένα ρίζο της δευτέρας για να τον αναγνωρίσει ο ποιητής. Αλλά έμεινε αποσβολωμένος, γιατί είχε πλάσει στη φαντασία του το βάρναλη ψηλό και μαυριδερό. Κι αυτός βάζοντας το χέρι του πίσω απ’ το αυτί του, το ρώτησε: τι, δε σου γεμίζω το μάτι;

Μας διηγήθηκε επίσης ένα ακόμα περιστατικό από τις διαλέξεις του τόμσον στην αθήνα, το 61’, όπου ένας συντηρητικός ακαδημαϊκός αντέδρασε και ξέσπασε, «αυτά είναι μαρξιστικές ανοησίες, όχι επιστήμη», για να εισπράξει την πληρωμένη απάντηση του βάρναλη: άι να χαθείς γάιδαρε, είσαι και καθηγητής πανεπιστημίου!

Ως καθηγητής πανεπιστημίου στο μπέρμιγχαμ, ο αλεξίου ήταν εποπτεύων στην πρώτη διδακτορική διατριβή σχετικά με τον ποιητή (από τη θεανώ μιχαηλίδη που ανέλαβε αργότερα την ευθύνη του αρχείου βάρναλη) κι είναι σε θέση να (ανα)γνωρίζει τη σημασία και το κενό στη βιβλιογραφία που έρχεται να καλύψει το έργο του ηρακλή, καθώς και τη σπουδαιότητα του επιστημονικού συνεδρίου που έγινε πέρσι στην έδρα της κε, στον περισσό. Όπως επίσης και την άγνοια (εξ ου και άγνωστος βάρναλης, όπως αναφέρεται στον τίτλο) για τα σύμβολα στο έργο του ποιητή –τι είναι ο χριστός; Τι είναι ο προμηθέας; Η μάνα γη, κτλ. Ο οδηγητής πάντως είναι ο λένιν, όπως μάθαμε προς το τέλος, κατά την απαγγελία του ομώνυμου ποιήματος.

Ενδιάμεσα ο αλεξίου μας έδωσε μερικά παραδείγματα, ενδεικτικά για τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του στοχαστή βάρναλη. Ο οποίος θαύμαζε κι αγαπούσε τον παλαμά, αλλά όταν ο τελευταίος έγραψε σε ένα ποιήμά του για τους «λύκους-μπολσεβίκους», δε δίστασε να του δώσει μια σκληρή απάντηση «σπαράζουν τους μωρούς ποιητές οι λύκοι», για να την αφαιρέσει αργότερα από τις επόμενες εκδόσεις του ποιήματος. Ενώ αντίστοιχες κριτικές είχε ασκήσει και σε προσωπικότητες όπως ο δελμούζος κι ο τριανταφυλλίδης, που επίσης εκτιμούσε βαθύτατα.

Εάν ο αλεξίου δεν πρόλαβε να γράψει κάτι εισηγητικά για την περίσταση, και ζήτησε την κατανόησή μας για αυτό (!), ο νίκος σαραντάκος φάνηκε αντιθέτως να μην προλαβαίνει να μας διαβάσει ολόκληρη την εκτενή εισήγηση που ‘χε γράψει για το βιβλίο, το οποίο είχε διαβάσει σε διάφορες μορφές, κατά τη συγγραφή του ακόμα, συμβάλλοντας σημαντικά στην ολοκλήρωσή του. Ελπίζω η περιληπτική απόδοση όσων είπε βάση σημειώσεων που μπόρεσα να κρατήσω, να μην αδικήσει το λόγο του, που ήταν πυκνός και χειμμαρώδης ως προς τη ροή του.

Αρχικά καταπιάστηκε με το ερώτημα που βάζει ο ηρακλής στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του: γιατί κάποια από τα ποιήματά του ο βάρναλης, ενώ τα δημοσίευσε στον καιρό τους, δεν τα συμπεριέλαβε στις συλλογές ποιημάτων που εξέδωσε; Αναφέρθηκε σε ένα χρονογράφημα του βάρναλη στην πρωία (οι καταλοιποθήραι), όπου καταφέρεται ενάντια στους τυμβωρύχους (αν όχι εμπόρους) του πνεύματος που σκαλίζουν τα οστεοφυλάκια των νεκρών ποιητών, για να βρουν ό,τι να ‘ναι και να το δημοσιέψουν (ατελή κι ανέκδοτα ή πρωτόλεια ποιήματα που δε συμπεριλήφθηκαν στις οριστικές συλλογές τους). Αλλά [αναφέρθηκε] και στον αντίλογο που λέει ότι ο ίδιος ο βάρναλης είχε εμπνευστεί μια απάντηση σε ένα καβαφικό ποίημα, το οποίο δημοσιεύτηκε μόλις το 63’ (30 χρόνια μετά το θάνατό του). Κι ότι με αυτό το σκεπτικό δεν θα είχαμε σήμερα σημαντικά έργα του κάφκα –όπως τη δίκη, και τον πύργο- ο οποίος είχε ζητήσει στη διαθήκη του να καούν τα χειρόγραφά του –αλλά ευτυχώς δεν εισακούστηκε από το φίλο του, που είχε αναλάβει να την εκτελέσει.

Ο σαραντάκος είπε επίσης ότι πολλές ενότητες του βιβλίου θα μπορούσαν να σταθούν ξεχωριστά ως αυτοτελείς μονογραφίες, όπως πχ το κεφάλαιο για την εξορία, για την οποία ο βάρναλης είχε γράψει τις αναμνήσεις του σε μια μαρτυρία, που προοριζόταν να δημοσιευτεί στο ριζοσπάστη, αλλά το χειρόγραφο κάηκε με τη δικτατορία του μεταξά και χάθηκε. Μίλησε για την υποδειγματική ανάλυση των μαρασλειακών από το συγγραφέα, σε αντίθεση πχ με την προσέγγιση της ρεπούση που επικεντρώνει την ανάλυση των αιτιών αποκλειστικά στη ρόζα ιμβριώτη και το χτύπημα του φεμινισμού, αποσιωπώντας τη δίωξη του κώστα βάρναλη, που προηγήθηκε χρονικά.

Μίλησε ακόμα για την ιδιαίτερη γλώσσα και τον ψυχαρικό λόγο του βάρναλη, που δεν έχει τοπικούς αλλά πανελλήνιους ιδιωματισμούς, και για τις διάφορες κατηγορίες ποιημάτων του –πρωτόλεια, καταγραμμένα εκτός απάντων, αθησαύριστα κι ατελή, όπως το όχι του λαού, όπου ο ποιητής είχε σημειώσει στο χειρόγραφο ένα «ΟΧΙ», που κανείς δεν γνώριζε με σιγουριά αν αναφερόταν στον τίτλο του ποιήματος ή απέρριπτε έτσι τη δημοσίευσή του.

Επισήμανε επίσης το παράδοξο να έχουν εκδοθεί τα άπαντα ωραιότατων αλλά λιγότερο σημαντικών ποιητών από το βάρναλη, για το οποίο ευθύνεται εν μέρει κι ο ίδιος ο ποιητής, εξαιτίας της τελειομανίας του, καθώς τα αναδημοσίευε με το σταγονόμετρο, ή τα ξαναδούλευε όσο σήκωναν –γι’ αυτό κι ο ίδιος έλεγε ότι δε θυμόταν απέξω κανένα ποιήμά του. Και κατά μία άλλη εκδοχή –που δε βρίσκει σύμφωνο τον ηρακλή-εξαιτίας του φόβου του για τυχόν διώξεις, ή μη τυχόν δημοσιευτούν πρωτόλεια ποιήματά του, πχ αυτά που έστειλε κάποτε στον παλαμά.

Στο τέλος ο σαραντάκος χαρακτήρισε τον μ. παπαϊωάννου ως τον κορυφαίο σύγχρονο βαρναλιστή, αυτολογοκρίθηκε στα σημεία που δεν είχε προλάβει να αναπτύξει (ιδεολογική αντιπαράθεση με ιδεαλισμό, αθεϊκά, δίκη λουντέμη) και έκλεισε με ένα σχόλιο αναγνώστη από το ιστολόγιό του, που άφησε ο σφος οικοδόμος.

Στη συνέχεια ακολούθησε μια πολύ ιδιαίτερη και συγκινητική εισηγητική τοποθέτηση από την ποιήτρια σοφία κολοτούρου, που έχει υποστεί πλήρη απώλεια της ακοής της –κάτι που έχει επηρεάσει αναπόφευκτα και την εκφορά του λόγου της. Παράλληλα όμως είχε ένα ιδιαίτερο κοινό γνώρισμα με το βάρναλη, που ήταν βαρήκοος, και ανέπτυξε αυτό ακριβώς το θέμα των ήχων στο έργο του ποιητή, μιλώντας μεταξύ άλλων για τη δύναμη που έχουν οι ποιητές να αφουγκράζονται τον κόσμο γύρω τους, ακόμα κι όταν δεν ακούνε.

Η σκυτάλη πέρασε στον καζάκο, που αναρωτήθηκε φωναχτά «εμένα τώρα γιατί με φώναξαν;», αλλά όπως είπε στο κλείσιμο κι ο ηρακλής δεν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να μεταδώσει καλύτερα, με τέτοια αμεσότητα τα μηνύματα της ποίησης του βάρναλη.
Στην αρχή διηγήθηκε την πρώτη του συνάντηση με τον ποιητή, σε ένα κουτούκι στην πλάκα, μαζί με άλλους συμφοιτητές του από τη θεατρική σχολή, όπου ο βάρναλης τους ζήτησε να του πουν απέξω κάποιο ποίημά του, κι αυτοί του απήγγειλαν τους μοιραίους. Καθώς και μια άλλη συνάντηση, στο πατάρι του λουμίδη, όπου τον χαιρετούσαν με σεβασμό κι αυτός τους έλεγε: μην προσκυνάτε βρε, και σας μείνει κουσούρι.

Μας διηγήθηκε επίσης ένα επεισόδιο από τη συμμετοχή του σε μια επιτροπή του υπουργείου πολιτισμού,στα μέσα της δεκαετίας του 80’, όπου έκοψαν σύσσωμη μια τάξη τελειόφοιτων, γιατί δεν ήξερε κανείς τους τίποτα για το βάρναλη. Κι έτσι δημιουργήθηκε πολιτικό θέμα, με τη μελίνα να πιέζει την επιτροπή να ανακαλέσει και να την εξαναγκάζει ουσιαστικά σε παρίατηση.

Ενώ στη συνέχεια –χωρίς να νιώθει ότι ξεφεύγει από την ουσία του θέματος- μίλησε: για την απέχθειά του προς τη φιλολογία της ήττας, των αγώνων και της αριστεράς, και κατά συνέπεια τους «ποιητές και τους καλλιτέχνες της ήττας». Για τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης, την ενότητα και πάλη των αντιθέτων. Και για το κίνημα, που αναπτύσσεται ασταμάτητα από αυτή την αντίθεση και μπορεί να γονατίζει, αλλά δε σταματά, ούτε πισωγυρίζει. Μίλησε επίσης για το δσε, που είναι πηγή περηφάνιας, κι όχι ήττα, επειδή έχασε από έναν πάνοπλο στρατό, που ενισχύθηκε από άγγλους, αμερικανούς και τα κέρατά τους... Αλλά και για την ελπίδα που είναι μόνο για τους πεθαμένους, που ελπίζουν στην κρίση της δευτέρας παρουσίας και όχι για τους ζωντανούς [–τι είναι ελπίδα; Τρώγεται αυτό το πράγμα;] που δεν πρέπει να ελπίζουν, αλλά να δρουν. Τώρα αντιθέτως έχουμε ένα εμπόριο ελπίδας, που συν τοις άλλοις είναι και κάλπικες.
Άλλο όμως να στα περιγράφει κανείς όλα αυτά κι άλλο να τα βλέπεις ζωντανά, με το ύφος και την παραστατικότητα του καζάκου.

Ο γιώργος σαρρής τέλος στάθηκε στην «τρομερή σύνθεση του πάνελ», όπου ένιωσε να κυλάει πηχτή δίπλα του η ιστορία, και είπε ότι σήμερα δεν έχουμε ανάγκη από περισσότερο βάρναλη, αλλά από περισσότερη βαρναλική ουσία, με το βιβλίο του ηρακλή να βάζει ένα μικρό τουβλάκι σε αυτήν την κατεύθυνση. Στο τέλος της εκδήλωσης τραγούδησε με την κιθάρα του δυο μελοποιημένα τραγούδια του βάρναλη, ενώ αργότερα έδωσε το «παρών» και στη συνεστίαση της αχτίδας καλλιτεχνών του κκε, ολοκληρώνοντας ένα γεμάτο πρόγραμμα.

Ενδιάμεσα είχαμε την απαγγελία ποιημάτων από τον χρήστο αλεξίου κι από το μακρονησιώτη συγγραφέα σωτήρη κράνια, που «πέτυχαν» αρκετά καλά και τη φωνή του μπαρμπα-βάρναλη. Καθώς και το κλείσιμο του συγγραφέα, στο οποίο ο ηρακλής στάθηκε στις ελάχιστες αναφορές που υπήρχαν στον τύπο και το διαδίκτυο για την επέτειο θανάτου του κώστα βάρναλη –μεταξύ των οποίων και η χυδαία δημόσια τοποθέτηση της χρυσής αυγής για το «κτήνος της βουλγαροφροσύνης». Μίλησε επίσης για τις επίσης ελάχιστες αναφορές των σχολικών βιβλίων στο έργο του ποιητή και έκανε ειδική μνεία στα δυο ντοκιμαντέρ της κρατικής τηλεόρασης –εκ των οποίων το ένα προβλήθηκε προχθές βράδυ στην ετ1- που είναι αξιόλογα και με πολύ καλή προσέγγιση στο έργο του βάρναλη, αλλά του ασκούσαν παράλληλα άδικη κριτική, γιατί τάχα ήταν υπερβολικά αισιόδοξος, με μια σχηματική ιδεολογική γραμμή της πάλης του καλού με το κακό, ενώ το έργο του είχε υπερβολικό ιδεολογικό φορτίο...

Επί τη ευκαιρία αναφέρθηκε και στο σχετικό ντοκιμαντέρ που επιμελήθηκε η σοφία αδαμίδου –που προβλήθηκε πρόσφατα από την τηλεόραση του 902- αλλά δυστυχώς δε μπορέσαμε να το παρακολουθήσουμε εξαιτίας ενός τεχνικού προβλήματος, όπως εξάλλου και ένα άλλο σύντομο βιντεάκι με στιγμιότυπα από την κηδεία του ποιητή.
Σε κάθε περίπτωση όμως φεύγοντας από την εκδήλωση για τον άγνωστο βάρναλη, νιώθαμε ότι γνωρίζαμε πολύ καλύτερα το έργο του και πως δε μας ήταν πλέον τόσο άγνωστος. Κι αυτή είναι η πραγματική αξία του βιβλίου του ηρακλή κακαβάνη.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Σημαντική εκδήλωση για την ποίηση του Κώστα Βάρναλη (Αναδημοσίευση από το Βαθύ Κόκκινο)



Αναδημοσιεύουμε το ρεπορτάζ που υπογράφουν οι β. ariaditis και  kokkiniotis στο «Βαθύ Κόκκινο» για την εκδήλωση – παρουσίαση του βιβλίου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» στις 20 Νοέμβρη 2012 στο τσιπουράδικο «Ο Μπούσουλας» στην Καισαριανή. Το κείμενο συνοδεύεται και από βίντεο με πλάνα από την κηδεία του Κώστα Βάρναλη. Το βίντεο (όπως και το κείμενο) μπορείτε να το βρείτε εδώ.
 

Σημαντική εκδήλωση για την ποίηση του Κώστα Βάρναλη (Βίντεο)
Γράφουν: β. ariaditis και  kokkiniotis
Είχαμε την αίσθηση ότι στις μέρες μας ο ποιητής Κώστας Βάρναλης και το έργο του ξαναέρχονται στην επικαιρότητα. Για πολλούς λόγους, στους οποίους θα επανέλθουμε. Προγραμματίζαμε μάλιστα μια σχετική ανάρτηση με αφορμή την επέτειο του θανάτου του το Δεκέμβρη. Μας πρόλαβαν όμως …οι εξελίξεις!
Την προηγούμενη Τρίτη 20 του Νοέμβρη, στην πλατεία της Καισαριανής, στο γνωστό τσιπουράδικο «Ο Μπούσουλας» έγινε η παρουσίαση του βιβλίου του δημοσιογράφου του Ριζοσπάστη και συγγραφέα Ηρακλή Κακαβάνη «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» (Εκδόσεις ΕΝΤΟΣ).
Για τον Κώστα Βάρναλη μίλησαν οι:
Γεωργία Λαδογιάννη, επίκουρος καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Δραματουργίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Διονύσης Τσακνής, συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής
Γιώργος Σαρρής, στιχουργός – ερμηνευτής.
Το ρόλο του συντονιστή είχε ο δημοσιογράφος Νίκος Μπογιόπουλος.
Εξαιρετικοί ήταν οι ηθοποιοί Κατερίνα Φωτιάδου και Στέλιος Γερανής στην θεατρική απαγγελία του σατιρικού διαλόγου του Βάρναλη «Ο Άντρας και η Γυναίκα – ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΙΣ» (σελίδα 200 στο βιβλίο του Ηρακλή Κακαβάνη).
Στο έδαφος του –σπαρταριστού μερικές φορές- διαλόγου της απλοϊκής Μαριγούλας με τον μεταφυσικό Γιάννη Κολοκυθάκη, ο Βάρναλης «κεντάει» τη σύγκρουση των ιδεολογικών ρευμάτων του υλισμού και του ιδεαλισμού.
Πέρα από την παρουσίαση του εξαιρετικά χρήσιμου, ιδιαίτερα στις μέρες μας, βιβλίου και το σπάνιο υλικό που φέρνει στο φως, η εκδήλωση αυτή είχε κατά τη γνώμη μας μια ξεχωριστή σημασία. Ήταν ένα αυτόνομο καλλιτεχνικό και πολιτιστικό γεγονός με ευρύτερες θα λέγαμε πολιτικές διαστάσεις.
Πραγματοποιήθηκε στην πλατεία της Καισαριανής, σε ένα χώρο που οι τοίχοι του αναγράφουν ποιήματα Ελλήνων ποιητών (εκεί που καθόμασταν εμείς υπήρχε «Η Πόλις» του Κ. Καβάφη).
Συγκέντρωσε ανθρώπους που είναι η ζωντανή ιστορία της Αριστεράς (όπως ο αειθαλής χαράκτης και λογοτέχνης Γιώργος Φαρσακίδης).
Είχε σαν περιεχόμενο τον πολιτισμό και την ποίηση. Ένα περιεχόμενο που όλο και αραιότερα συναντούσαμε στα προηγούμενα χρόνια της καπιταλιστικής ‘ευμάρειας’. Ένα περιεχόμενο που –κάνουμε την πρόβλεψη-  όλο και συχνότερα θα συναντάμε από δω και πέρα.
Με την ευκαιρία, να δώσουμε κι εμείς μια σύντομη πρόχειρη απάντηση στο πολυσυζητημένο ερώτημα –τέθηκε καίρια και στην συζήτηση που ακολούθησε την παρουσίαση του βιβλίου: «Πού είναι οι διανοούμενοι;»
Οι διανοούμενοι παλιά, είχαν ενεργό συμμετοχή και συμπορεύονταν με το λαϊκό κίνημα.
Αργότερα περιορίστηκαν στις λίστες υποστήριξης ψηφοδελτίων της αριστεράς στην αρχή, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στη συνέχεια.
Μεσολάβησε η φάση που πολλοί άνθρωποι του πνεύματος κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου ενώ γύρω τους γινότανε της κακομοίρας. Πρόσφατα είχαμε μια ποιοτική αλλαγή. Από το στάδιο της αναρώτησης «Γιατί δεν μιλάνε οι διανούμενοι;», φτάσαμε στο σημείο, μερικές φορές, να παρακαλάμε να μην ανοίξουνε το στόμα τους…
Πρόκειται για μεταμορφώσεις που ίσως εξηγούνται από τον «μεταμορφισμό» των διανοουμένων όπως τον αναλύει ο Γκράμσι.
’’Αχ. πούσαι νιότη πούδειχνες πως θα γινόμουν άλλος…’’, έλεγε ο Βάρναλης.
Χωρίς φυσικά να απαξιώνουμε τους σύγχρονους δημιουργούς και το έργο τους, κάνουμε ωστόσο την αισιόδοξη πρόβλεψη, πως όσο ‘σφίγγουν τα πράγματα’, θα ξεπηδήσουν πολύ περισσότεροι νέοι ποιητές, εικαστικοί, κινηματογραφιστές, συγγραφείς και καλλιτέχνες που θα αναβιώσουν τη ‘χρυσή εποχή’ της πολιτιστικής δημιουργίας μέσα στους κόλπους του ευρύτερου λαϊκού κινήματος και μιας αριστεράς ανατρεπτικής και νικηφόρας.
Για να επανέλθουμε στο βιβλίο για τον άγνωστο Βάρναλη και την παρουσίασή του, σημαντικό κατά τη γνώμη μας ήταν και το γεγονός ότι βρέθηκαν μαζί, γνωρίστηκαν και συζήτησαν δημιουργικά αγωνιστές της αριστεράς.
Χωρίς να το θέλουμε, μας ήρθαν στο μυαλό εικόνες από την κηδεία του ποιητή της εργατιάς Κώστα Βάρναλη στις 18 Δεκέμβρη 1974. Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης και μια παλλαϊκή πορεία τον συνόδεψε στο Α΄Νεκροταφείο. Τα συνθήματα «Ποιητή της εργατιάς  -Είσαι Οδηγητής για μας», «Ο λαός δεν ξεχνά-Τους αγωνιστές τιμά»  και «Δεν πεθαίνει ο ποιητής –Είναι πάντα Οδηγητής» δονούσαν το χώρο του Α΄ Νεκροταφείου.
Εκεί πάλι ο Βάρναλης ένωσε τον κόσμο της αριστεράς σε ένα μεγάλο λαϊκό ποτάμι, παρά τα μικρά ‘παρατράγουδα’ που έγιναν μπροστά στον ανοιχτό τάφο του για το ποιο έντυπο θα τον συνοδέψει στην τελευταία του κατοικία.
Δυο μέρες πριν, στις 16 του Δεκέμβρη στο θέατρο «Αλίκη» είχε γίνει μέσα σε μεγάλη κοσμοσυρροή μια τιμητική εκδήλωση για τον Κώστα Βάρναλη.  Ο ίδιος δεν μπόρεσε να παρευρεθεί για λόγους υγείας, πρόλαβε να μάθει όμως τι έγινε. Έμαθε και για το ποίημα που είχε γράψει προς τιμήν του το 1956 και διάβασε ο ίδιος ο Γιάννης Ρίτσος:
«Ποιητή, σ” είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ” είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ” αυτί, για ν” αφουγκράζεσαι πίσω απ” τα τείχη τη στρογγυλή βουή του Ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο μας έδειξες!»
Δεν θα προχωρήσουμε στην περιγραφή της εκδήλωσης της Καισαριανής και το περιεχόμενο των παρεμβάσεων. Το έχουν κάνει πολύ εύστοχα και χαρακτηριστικά, με λογοτεχνικές μάλιστα αξιώσεις, άλλοι σύντροφοι στα ιστολόγια Οικοδόμος και Σφυροδρέπανο. Περισσότερα μπορεί κανείς να βρει στο μπλογκ Ο άγνωστος ΒΑΡΝΑΛΗΣ και αδημοσίευτα ποιήματά του που γράφει στην προμετωπίδα του:
«Αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του Κώστα Βάρναλη κι όμως συνεχίζουμε να αγνοούμε πολλά για το έργο του. Σκοπός του Blog να γνωρίσουμε καλύτερα τον εκπαιδευτικό, τον ποιητή, τον χρονογράφο, τον κριτικό, το δοκιμιογράφο, το μεταφραστή, το θεατρικό συγγραφέα, μα πάνω απ” όλα τον ανατρεπτικό, τολμηρό και επίκαιρο διανοητή Κώστα Βάρναλη.»
Στη Σεισάχθεια επίσης μπορείτε να διαβάσετε μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση για το έργο του Βάρναλη.
Θα αναφερθούμε μόνο σε μια δημιουργική στιγμή της βραδιάς, όταν ‘άναψαν’ δημιουργικά τα ‘αίματα’ με τη γλωσσολογική ‘κόντρα’ της πολύ ενδιαφέρουσας τοποθέτησης της φιλολόγου Ρίτας Νικολαΐδη που απάντησε σε σχετική αποστροφή του λόγου του Διονύση Τσακνή.
Πίνοντας τα πρώτα ποτηράκια κρασί, ασυναίσθητα μας ήρθε στο μυαλό το ένα από τα δύο ‘θέματα’ που λάτρευε ο ποιητής: το καλό κρασί. Έκανε “έρευνες” στα ταβερνάκια και αντάλλασε απόψεις με τους φίλους του. Όταν κάποιος φίλος του μιλούσε για ένα καινούργιο ταβερνάκι, αμέσως αυτός ρωτούσε: «Έχει καλό;»
Η βραδιά τελείωσε βρίσκοντας όλους να τραγουδάμε, συντροφικά όπως παλιά τα τραγούδια μας. Σημαντικότατη βέβαια ήταν και εδώ η συμβολή του Γιώργου Σαρρή.
Θα επανέλθουμε στο έργο του Κ. Βάρναλη καθώς και στο σημαντικότατο βιβλίο του Ηρακλή Κακαβάνη. Θα κάνουμε μάλιστα και μια εκπομπή παρουσίασης της εκδήλωσης στο διαδικτυακό ραδιοσταθμό μας. Προς το παρόν θα τελειώσουμε –τι άλλο;-με κάποιους στίχους του Βάρναλη.
Από το πασίγνωστο ποίημα «Οι μοιραίοι» κάποια όχι τόσο γνωστή στροφή:
«Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος –ίδιο στοιχειό
του άλλου η κοντόμερη γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό.
Στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.»
 «Η ποίηση του Βάρναλη δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι», έγραψε κάποτε ο Μενέλαος Λουντέμης. Ανασύραμε λοιπόν από τη μνήμη άλλους δυο στίχους, εξαιρετικά επίκαιρους και σήμερα νομίζουμε:
«Απ’ τα τσακάλια δε γλιτώνεις μ’ εφκές και παρακάλια» είναι ο ένας. Και ο άλλος:
«Κι αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς,
χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς.»