Λόγια πολλά, λόγια καλά και λόγια τιμημένα
και σχέδια μεγαλόπνοα στου έθνους το σκοπό,
και νόμοι και συντάγματα στο δίκαιο ταγμένα,
όλα στης χώρας το βωμό, όλα για το λαό.
Μα γρήγορα προβάλανε τα χέρια απλωμένα
φανταχτερών αγωνιστών αμέτρητα πολλά,
και ζήτησαν κι απαίτησαν πολλά υπεσχημένα
κι ακόμα περισσότερα για να περνούν καλά.
Τα λόγια ακούγονταν καλά, ποτέ δε σταματήσαν,
και χρήματα μοιράστηκαν πολλά και δανεικά,
και θέσεις κι αξιώματα εδώ κι εκεί δοθήκαν,
με θώκους ανταλλάχτηκαν παλιά ιδανικά.
Πολλοί περνούσανε καλά, τους βασιλείς τιμούσαν
και κάποιοι άρπαζαν πολλά, κρυφά και φανερά,
οι συνετοί απ’ τη γωνιά ανήσυχοι κοιτούσαν,
του πλήθους όμως η βουή τούς κράτησε μακριά.
Αφού τα χρόνια πέρασαν, σηκώθηκε η αντάρα
και φάνηκε ο ορίζοντας σαν κάποτε παλιά,
μα τώρα ήταν άσχημος σαν την κακιά κατάρα
και όλοι πια κατάλαβαν, μα ήτανε αργά.
Τα λόγια τώρα λιγοστά και όχι τιμημένα,
τα σχέδια ολιγόπνοα με άγνωστο σκοπό,
και νόμοι και συντάγματα για άλλους πια ταγμένα,
για ποια εστία, ποιο βωμό και τι για το λαό;