Εικοσιτρία η Ζωίτσα, στο
σπίτι βάσανο πικρό,
βαλαντωμένοι οι δικοί της· πότε θα βρίσκανε γαμπρό;
Κανένα άγχος η Ζωίτσα,
πανέμορφη και γελαστή,
σταμάτησαν οι
προξενήτρες, είχανε πλέον βαρεθεί.
Για ένα θέλημα τυχαίο,
στο σπίτι τους κάποια φορά,
και η Ζωίτσα ανθισμένη με
υποδέχτηκε θερμά,
γλυκό-δαμάσκηνο, δικό
της, το κέρασμα εθιμικό,
για το σχολείο ερωτήσεις,
το ενδιαφέρον στοργικό.
Το κοίταγμά της μες στα
μάτια μαγνητισμένη ταραχή,
και φεύγοντας, μια χειραψία.
Αργά η τρυφερή αφή.
«Κι όταν θελήσεις, να
ξανάρθεις, ας είμαστε και μακριά,
σαν τη δική σας είναι
ωραία και η δική μας γειτονιά!»
Στα δεκαέξι μου τα χρόνια
τέτοιοι ρυθμοί πρώτη φορά
και στο λαιμό μου μία
φλέβα δε σταματούσε να χτυπά.
Τη νύχτα όνειρο μεγάλο με
τη Ζωίτσα στην πηγή,
στην ανηφόρα χέρι-χέρι.
Κι ένιωθα ίδια την αφή!
Αιτίες εύρισκα και
τρόπους για την απάνω γειτονιά
με τη Ζωίτσα στην αυλή
της· άφηνα τ’ άλλα τα παιδιά.
Σαν μαγεμένος τη ζητούσα,
εκείνη χαμογελαστή.
Και ύστερ’ από δυο
βδομάδες οι δυο μας στην κρυφή πηγή!
Όπως και στ’ όνειρο
αντάμα, στα χέρια τρυφερή αφή,
αμήχανος την καρτερούσα
κάτι εκείνη να μου πει.
Άρχισε να μου ψιθυρίζει
τραγούδι όμορφο παλιό
για κάποια κόρη που ’χε φέρει σ’ ένα παιδί καημό
γλυκό.
Τα μάτια μου μες στα δικά
της. Ξάφνου απότομη σιγή.
Σε κάποια αραιά δεντράκια
μια παρουσία αισθητή.
Με τράβηξε στην κατηφόρα
στο μονοπάτι το στενό,
η βιαστική επιστροφή μας
σαν επικίνδυνο κρυφτό.
Μια στάση στο πεσμένο
πεύκο, ανάσα πήραμε βαθιά,
έπρεπε πλέον για τα
σπίτια να κινηθούμε χωριστά.
Το χέρι της στο πρόσωπό
μου. Κι ένα φιλί, για μια στιγμή!
Απόμεινα μαρμαρωμένος,
καθώς χανόταν στη στροφή.
Βαριά κυλήσανε τρεις
μέρες και πήρα την ανηφοριά
να δω και πάλι τη Ζωίτσα
εκεί στην πάνω γειτονιά.
Έφερα γύρω την αυλή της.
Το σπίτι έρημο, κλειστό,
και μια γειτόνισσα, με
άχτι: δε μένει πια κανείς εδώ.
Δεν τόλμησα να τη ρωτήσω
το πώς και τι είχε συμβεί,
μπορεί να ήταν η αιτία η παρουσία
στην πηγή.
Από την άφατη χαρά μου ξάφνου σε μαύρη μοναξιά,
σαν οδοιπόρος που μπροστά του απλώθηκε η ερημιά.
Δύσκολες έγιναν οι μέρες, όλο σ’ εκείνη το μυαλό,
κάποια της είδηση ποθούσα, ένα της μήνυμα καλό.
Πλησίασα τον ταχυδρόμο μην ξέρει κάτι να μου πει·
μονάχα κάποια εικασία πως πήγε στην Αμερική.
Απογοήτευση και φόβος, στη μοναξιά μου σταθερά,
μέσα στα φύλλα των βιβλίων πολλά στιχάκια φλογερά,
την έφερνα στα όνειρά μου κι όλο θυμόμουν την αφή,
το κοίταγμά της μες στα μάτια, το στιγμιαίο της φιλί.
Οι μέρες γίνανε βδομάδες, οι μήνες κύλησαν αργά.
Βαρύ το νέο τής Ζωίτσας: είχε χαθεί στην ξενιτιά.
Σιγά-σιγά μέσα στο χρόνο έκλεινε η βαθιά πληγή,
με τις καινούριες γνωριμίες ξεθώριασε η προσμονή…
Τα χρόνια πήραν το ρυθμό τους, οι εμπειρίες σωρηδόν,
στου βίου τον τρανό αγώνα ποιος προλαβαίνει το παρόν;
Η εργασία και ο γάμος, οι μέριμνες για τα παιδιά,
η μνήμη τις επιλογές της· τι απορρίπτει, τι κρατά;
Απανωτές δεκαετίες, οι ηλικίες προχωρούν
με τα πενήντα να καλπάζουν, με τα εξήντα ν’ απειλούν.
Και τώρα στα εξηνταέξι, στη βόλτα με τον εγγονό,
με καλημέρες κι ερωτήσεις στο αλησμόνητο χωριό.
Συνηθισμένες απαντήσεις μαζί και νέα τού χωριού,
ποιοι έρχονται και ποιοι θα φύγουν τις μέρες τού
καλοκαιριού.
Την τελευταία τού Αυγούστου ανηφορίζανε μαζί
μία γιαγιά μ’ ένα κορίτσι που το φωνάζανε Ζωή.
Πενήντα χρόνια σκεπασμένα παραμερίσανε μεμιάς,
μπροστά μου είχα τη Ζωίτσα στη θέση μιας καλής
γιαγιάς.
Τα μάτια μίλησαν αμέσως, το στόμα τι να πρωτοπεί,
πώς όλα κόπηκαν μια μέρα σ’ εκείνη την κρυφή πηγή!
Οι λέξεις βγήκαν ραγισμένες, αμήχανες χωρίς ειρμό,
απόμεινε μονάχα ένα: σε λίγο φεύγει απ’ το χωριό.
Επίμονη η χειραψία, μιλούσε η παλιά αφή,
πενήντα χρόνια μες στη μνήμη. Μαζί κι εκείνη η ταραχή!
(ιστορίες τού χωριού)