στον
Θανάση
Η δουλειά μου στο γραφείο σε αγχωτικό ρυθμό,
δώδεκα δουλεύαν πέρσι, απομείναμε οχτώ,
το αφεντικό φωνάζει, βρίζει τους πολιτικούς
και ξανά θα ψαλιδίσει τους κομμένους μας μισθούς.
Από τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά,
διάθεση καμιά δεν έχω όπως κάποτε παλιά,
στο διαδίκτυο το βράδυ ψάχνω κάτι για να βρω
και αντί να χαλαρώσω, στην κατάθλιψη βουτώ.
Πλήθη γράφουν στις οθόνες, καταγγέλλουν, λοιδορούν,
την κατάσταση της χώρας χρόνια διεκτραγωδούν,
τους υπαίτιους χλευάζουν, γράφουν πράγματα βαριά,
φεϊσμπούκια,
τουιτέρια κάθε μέρα στη φωτιά.
Κάθισα κι εγώ να γράψω στίχους αγωνιστικούς,
τα παλιά να ξεσκονίσω με παλμούς νεανικούς,
βρίσκω ρήσεις των αρχαίων, παροιμίες ταιριαστές
και τσιτάτα ξεχασμένα από άλλες εποχές.
Γράφω, σβήνω, ξαναγράφω και τους φίλους μελετώ,
στη δική μου τη γωνίτσα απ’ τους άλλους καρτερώ.
Κάποιοι άλλοι ν’ αντιδράσουν, όρθιοι να σηκωθούν,
κάποιοι άλλοι να κινήσουν, σθεναρά ν’ αγωνιστούν...