Νεκρός απόψε βρέθηκε ο Άρνης,
παράξενα γαυγίζαν τα σκυλιά.
Αγέραστος ο άτυχος τσοπάνης,
κρυφό εχθρό του είχε την καρδιά.
Τον είχαν Αριστείδη βαφτισμένο,
μα του κολλήσανε το Άρνης στο σχολειό,
από μικρός είχε το όχι αγαπημένο.
Και ήταν ένα σπάνιο μυαλό.
Μα στο Γυμνάσιο πενήντα μόνο μέρες,
δεν άντεξε καλούπια, προσβολές,
πήρε το όχι του μακριά απ’ τις φοβέρες
κι από τα δώδεκα σε χίλιες δυο δουλειές.
Δε σήκωνε φωνές και επιπλήξεις,
δεν ήτανε ν’ ακούει αφεντικά,
στις αδικίες ζωηρές τις αντιρρήσεις,
κι όλο καινούρια έψαχνε δουλειά.
Τη βρήκε τη διέξοδο μονάχος
με πέντε γίδια, όλα κι όλα, αρχικά.
Της ακριβής ελευθερίας μονομάχος,
γεμάτη η ψυχή του στα βουνά.
Σιγά-σιγά αβγάτισε τα γίδια,
μεγάλωσε τα τρία του παιδιά,
τους μίλησε νωρίς για την ουσία,
πώς να χορταίνουν της ζωής την ομορφιά.
Ξεστόμιζε ατόφια την αλήθεια
και αγνοούσε των αυτιών την αντοχή,
αποδομούσε δεδομένα παραμύθια
και λοιδορούσε των πολλών την ανοχή.
Τον χαίρονταν, μα είχαν κι έναν φόβο,
οι λίγοι που του ήταν φιλικοί,
οι άλλοι δεν τον ήθελαν καθόλου
κι η καλημέρα τους ψυχρή και τυπική.
Νεκρό τον βρήκαν σήμερα τον Άρνη,
με ανακούφιση το άκουσαν πολλοί.
Σε άνθρωπο, κακό δεν είχε κάνει,
μα είχε γλώσσα τσουχτερά αληθινή.