Ξέρω που φτάσατε φίλοι καλοί,
συμπαραστάτες στην άγρια πάλη,
σαν ήρθε ώρα να βγω στο κλαρί,
απ’ το ζυγό να σηκώσω κεφάλι.
Μες στους αιώνες βαριά η σκλαβιά
και οι μπροστάρηδες πελεκημένοι,
ώσπου να βγει των Κλεφτών η μαγιά
μέσ’ από χόβολη προσκυνημένη.
Από τις στάχτες να στήσω χωριό
και ο δυνάστης συνέχεια μπρος μου,
όπλα πανάκριβα και για τους δυο
μέχρι και σήμερα ίδιος εχθρός μου.
Φτάσατε πρόθυμοι κι ως δανειστές,
ήταν ο τόπος μου καθημαγμένος,
με τ’ αζημίωτο προμηθευτές,
γρήγορα μέσα στους τόκους πνιγμένος.
Ξέρω που έκανα λάθη πολλά,
άλλαζα εύκολα καπεταναίους,
η δουλοπρέπεια κληρονομιά
δίπλα σε τόσους μεγάλους γενναίους.
Πέρασαν χρόνια, πολλές οι στροφές,
και η διχόνοια παρούσα συνέχεια,
ανδραγαθήματα και συμφορές,
όμως με πείσμα μπροστά στην ανέχεια.
Ξέρω που έκανα λάθη πολλά,
όμως με ρήμαξαν κι άθλια κόλπα,
μου ’παν για ήρωες λόγια καλά
και σε εμφύλια μ’ έριξαν βρόχια.
Πάλι ανήφορος στο ρημαδιό,
βγήκα εργάτης σαν τότε στα ξένα,
από τη φτώχεια να βρω λυτρωμό,
και με το πλέγμα να μοιάσω με σένα.
Μπήκα στο δρόμο τού πλούτου γοργά,
πρώτη φορά σε αγνώριστα μέρη,
απ’ της αυτάρκειας τη σιγουριά
στων δανειστών το φιλόξενο χέρι.
Δίχως γκεσέμια να βγούνε μπροστά,
μες στο μαντρί μ’ αρχηγούς προβατάκια
– ξέρω που έκανα λάθη πολλά –
τώρα με φέρνουν τριγύρω κοράκια.