Εβαυκαλιζόμην
άδων και συνώδευεν η φόρμιγξ
και
τους άλλους ελοιδόρουν ως η πονηρά αλώπηξ,
ευζωία
και κραιπάλη, εργωδέστατος ο φάρυγξ
και
ηδύποτα και οίνοι, ευτυχέστατος ο λάρυγξ.
Εν
μιά νυκτί εκλείσθη των δανείων μου η στρόφιγξ,
η
δοτή ευημερία διερράγη ως πομφόλυξ
και
το τέλος ανεφάνη του καιρού τής ευφορίας.
Φοβερώτατον
υψώθη φάσμα παλαιάς πτωχείας.
Προ
κρημνού αβυσσαλέου εις τους φίλους απηυθύνθην,
χείρα
τείνων ως επαίτης και βοήθειαν ητήθην.
Συνελθόντες
εσπευσμένως απεφάσισαν δεόντως
όπως
αρωγήν γενναίαν χορηγήσωσιν, εντόκως.
Συμφωνίαν
υπογράψας, άνευ γνώσεως των όρων,
ηυχαρίστησα
τους φίλους δια το μέγα τούτο δώρον.
Λόγους
ήκουσα αφθόνους, παραινέσεις και συστάσεις,
θετικάς
διαβεβαιώσεις και νεοφανείς προτάσεις.
Παρελθούσης
εβδομάδος, τρεις εκπρόσωποι των φίλων
ήλθον
μετ’ αποσκευών των και κατέλαβον τον οίκον.
Ερωτήσας
μετά φόβου τι σκοπεύουσι δι’ εμένα,
μου
απήντησαν γελώντες: Παύσε άθλιε επαίτα!
Και
εκτείναντες τους πόδας επί των εμών εικόνων,
επελήφθησαν
ελέγχων τών εσόδων και εξόδων.
Καταγράψαντες
αγρούς τε αποθήκας και λειμώνας,
ήρχισαν
αυτά πωλούντες εις διαφόρους λυμεώνας.
Ω
θεοί! Τι έχω πράξει; Φθάνουσιν αι Ερινύες!
Έμπροσθεν
το μέλλον μέλαν, παραλύουσιν οι μύες.
Νυν
κατανοώ το άγος τής εμής αβελτηρίας,
καταντήσας
νεκροθάπτης τής ενδόξου Ιστορίας!
Μετάφραση
Απογιγνώσκω
= 1. βρίσκομαι σε απόγνωση, 2. αλλάζω γνώμη
Ξεγελούσα
τον εαυτό μου τραγουδώντας με τη συνοδεία τής κιθάρας
και
κορόιδευα τους άλλους σαν την πονηρή αλεπού.
Καλοπέραση
και κραιπάλη, άφθονο φαΐ
και
τερψιλαρύγγια ηδύποτα και κρασιά.
Μέσα
σε μια νύχτα έκλεισε η στρόφιγγα των δανείων μου,
η
δοτή ευημερία έσκασε σαν σαπουνόφουσκα
και
εμφανίστηκε το τέλος τού καιρού τής ευφορίας.
Απειλητικότατο
υψώθηκε το φάντασμα παλιάς φτώχειας.
Μπροστά
σε αβυσσαλέο γκρεμό, απευθύνθηκα στους φίλους,
απλώνοντας
το χέρι σαν επαίτης και ζήτησα βοήθεια.
Εκείνοι
συγκεντρώθηκαν εσπευσμένα και αποφάσισαν καθώς έπρεπε
να
μου χορηγήσουν μεγάλη βοήθεια, με τόκο.
Αφού
υπέγραψα τη συμφωνία, χωρίς να γνωρίζω τους όρους,
ευχαρίστησα
τους φίλους για το μεγάλο αυτό δώρο.
Άκουσα
άφθονα λόγια, παραινέσεις και συστάσεις,
θετικές
διαβεβαιώσεις και πρωτοφανείς προτάσεις.
Μόλις
πέρασε μια εβδομάδα, τρεις εκπρόσωποι των φίλων
ήρθαν
με αποσκευές τους και έκαναν κατάληψη του σπιτιού.
Τους
ρώτησα φοβισμένος τι σκοπεύουν για μένα
και
μου απάντησαν γελώντας: πάψε ελεεινέ ζητιάνε!
Και
αφού άπλωσαν τα πόδια τους πάνω στα εικονίσματά μου,
έβαλαν
μπρος τούς ελέγχους των εσόδων και των εξόδων.
Αφού
κατέγραψαν τα χωράφια και τις αποθήκες και τα λιβάδια,
άρχισαν
να τα πουλούν σε τυχαίους εκμεταλλευτές.
Ω
θεοί! Τι έχω διαπράξει! Έρχονται οι Ερινύες!
Μαύρο
μπροστά μου το μέλλον, αρχίζω και παραλύω.
Τώρα
καταλαβαίνω το αίσχος τής αμυαλιάς μου,
κατάντησα
νεκροθάφτης τής ένδοξης ιστορίας!