Σημαίες
σηκώνει το πλήθος, κραυγάζει,
το
δίκαιο ψάχνει, γι’ αλήθεια διψά,
ζητά
οργισμένο να φύγουν οι φαύλοι,
το
φως στην πατρίδα να λάμψει ξανά.
Φωτιές,
προβοκάτορες, βία, αντιβία,
αιτίες,
συνθήματα, λόγια θολά,
μεγάφωνα,
γκλομπ, δακρυγόνα, φορεία.
Παλιά
ιστορία καινούρια φορά.
Για
μέρες το πλήθος απτόητο μένει,
η
βία συσκέπτεται λύση να βρει,
συντάγματα,
νόμους, προσχήματα ξέρει,
τη
σύνεση παίζει, στις κάλπες καλεί.
Κομμάτια
το πλήθος, οι λίγοι εμμένουν,
ποτάμι
κομμένο, ρυάκια μικρά,
το
δήμο υμνούνε οι ρήτορες, τρέχουν,
για
χρέος μιλούνε γι’ αγνή προσφορά.
Σε ΘΑ απλωμένα ο δήμος ψηφίζει,
οι
φαύλοι στην άκρη, καινούριοι ταγοί,
στου
έθνους την άνοιξη τώρα ελπίζει,
βαθιά
ονειρεύεται την αλλαγή.
Στης
νίκης τις δάφνες βαριές υποσχέσεις,
χαρούμενοι
ρήτορες χειρονομούν,
στο
αύριο νέες προτάσεις και θέσεις.
Αιθέρων
οχούμενοι αδημονούν.
Κυλούνε
και χάνονται άπρακτες μέρες,
με
πίστωση χρόνου τα ΘΑ καρτερούν,
μικρές
αλλαγές τις φωτίζουν σπουδαίες,
οι
λίγοι οσμίζονται κι ανησυχούν.
Γρανάζια
παλιά με καινούριο το λάδι
αλέθουνε
ήρωες των σημαιών,
συμφέρον
και χρήμα μαζί στο σκοτάδι,
ηγέτες
ανέλεγκτων μηχανισμών.
Αργά,
σταθερά, τα οράματα σβήνουν,
ανήσυχοι
γίνονται πλέον πολλοί,
ρητόρων
τα πλούτη σκιές μεγεθύνουν,
ποτάμι
καινούριο, το χάσμα βαθύ.
Σημαίες
σηκώνει το πλήθος, κραυγάζει,
το
δίκαιο ψάχνει, γι’ αλήθεια διψά,
ζητά
οργισμένο να φύγουν οι φαύλοι,
το
φως στην πατρίδα να λάμψει ξανά.