Φουσκωμένη
η λάβα ξεσπάει με βία,
Πομπηίες
και Θήρες σαρώνει γοργά,
ο
Εγκέλαδος χρόνια με θεία μανία
τα
πολύμοχθα έργα σου τα διασκορπά.
Του
Διός κεραυνοί θορυβώδεις σε πλήττουν,
θυελλώδη
ορμούν του Αιόλου παιδιά,
μες
στη λάσπη οι βίαιες μπόρες σε πνίγουν,
ποταμοί
αγριεύουν, ρημάζουν σπαρτά.
Τα
θηρία σε τρώνε σε ζούγκλες και δάση,
σου αρπάζουν του μόχθου σου τα ζωντανά,
στην καλύβα σου κι έντομα έχουνε φτάσει
και μπορούν να σε ρίχνουνε του θανατά.
Δεν
αρκούνε αυτά τα πολλά που παθαίνεις,
και
στο αίμα σου μέσα εχθρούς κουβαλάς,
από
χίλιες αρρώστιες πονάς και πεθαίνεις,
σε
θολό πεπρωμένο με πείσμα τραβάς.
Απ’
τ’ αρχέγονα χρόνια σηκώνεσαι, πέφτεις,
ξεπερνάς
κάθε κόπο και στέκεις ορθός,
κι
αν ερείπια, στάχτες τριγύρω σου βλέπεις,
παραμένεις
ακάματος δημιουργός.
Τιθασεύεις δυνάμεις τής άγριας Φύσης,
αντιστέκεσαι, κι ας σε προγκίζει ο καιρός,
στις ανάγκες σου βρίσκεις απίθανες λύσεις.
Στις τρελές εφευρέσεις σου μένω ενεός.
Μες
στην έρημο βρήκες τους τρόπους να ζήσεις,
τους
αιώνιους πάγους κι αυτούς κατακτάς,
στων
βυθών τις αβύσσους τολμάς καταδύσεις,
στους
αιθέρες μπορείς σαν πουλί να πετάς.
Στο
φεγγάρι σου τόλμησες κι έχεις πατήσει,
τους
πλανήτες αδιάκοπα εξερευνάς,
και του ήλιου τη δύναμη έχεις νικήσει,
διαστημόπλοια
στέλνεις, το χάος νικάς.
Με
το θάνατο μάχες ατέρμονες δίνεις,
μηχανές
και στο σώμα σου εγκαθιστάς,
μυστικά
τών κυττάρων σου τα ξεδιαλύνεις,
το
γραφτό σου το ίδιο με σθένος χτυπάς.
Πώς
μπορείς, χόμο σάπιενς, τόσα ν' αλλάζεις;
Ποιων
ορίων ακόμα θα σπάσεις φραγμούς;
Στο
μυαλό σου απίθανα νούμερα βάζεις,
μ’
ένα δέος κοιτώ τους ταχείς σου ρυθμούς.
Κι
όμως, άνθρωπε πάνσοφε, πανεφευρέτη,
η
ερώτηση μένει για σένα ρητή,
η μεγάλη πορεία σου πια σε εκθέτει,
και απάντηση τώρα οφείλεις σαφή:
Πώς
μπορείς Παρθενώνες στον ήλιο να υψώνεις
και
την ίδια στιγμή το κακό στο μυαλό,
αφορμές
να ζητάς και τα όπλα να ζώνεις,
τα
ωραία σου έργα φριχτό ρημαδιό;
Να διαπράττεις χωρίς δισταγμό ατιμίες
και
στο γείτονα, ακόμα στον αδερφό;
Κι απ' την άλλη θυμόσοφες ευαισθησίες,
ρητορείες
ατέλειωτες για το ορθό,
Πυθαγόρες,
Επίκουροι, φιλοσοφίες.
Μα
να μένει ακμαίο παντού το κακό;