Όσοι μπορέσανε, όσοι προλάβανε,
δίχως περίσκεψη, δίχως ντροπή
πλούτο της χώρας αδίστακτα αρπάξανε.
Άραγε έχουν πατρίδα αυτοί;
Είτε νομότυπα, είτε παράνομα
μάζεψαν χρήματα για τρεις γενιές.
Πώς να αισθάνονται βλέποντας γύρω τους
πείνα κι ανέχεια στις γειτονιές;
Όσοι τα έβλεπαν, όσοι τα ήξεραν,
κι ήταν πολλοί και σε θέσεις βαριές,
λόγια ωραία για χρόνια μάς έλεγαν
κι έμεναν άβουλοι σαν θεατές.
Έφτασε τώρα η έρημη χώρα μας,
ξένες ποδιές να φιλά δουλικά
και τα παιδιά της να βλέπουν αδιάφορα
ή να τη βρίζουν με λόγια πικρά.
Κι από κοντά τιμητές αναρίθμητοι
δείχνουν τους άλλους ως φταίχτες κακούς,
για τα δικά τους τα κρίματα αμίλητοι
και τα μυαλά τους σε άλλους καιρούς.