Η Αννούλα στην κατασκήνωση

Η Αννούλα στην κατασκήνωση
"Η Αννούλα στην κατασκήνωση" (Από 8 χρονών)

Οι συμπορευτές μου στο διαδίκτυο

Ο δικός μου εννιάλογος για τον σωστό εκπαιδευτικό

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΕΝΝΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΩΣΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ



1. Ο/η εκπαιδευτικός δεν δείχνει την αδυναμία του προς οποιοδήποτε παιδί.

2. Ο/η εκπαιδευτικός είναι ΑΓΑΠΗ και αναβλύζει αγάπη

3. Ο/η εκπαιδευτικός αφουγκράζεται ιδιαίτερα τα συνεσταλμένα παιδιά και τους τονώνει την αυτοπεποίθηση

4. Ο/η εκπαιδευτικός δίνει σε όλα τα παιδιά ίσες ευκαιρίες έκφρασης

5. Ο/η εκπαιδευτικός επιβραβεύει

6. Ο/η εκπαιδευτικός ενεργοποιεί την αίσθηση αλληλεγγύης μεταξύ των μαθητών
του

7. Ο/η εκπαιδευτικός δεν απογοητεύει, ενθαρρύνει

8. Ο/η εκπαιδευτικός είναι προσιτός

9. Ο/η εκπαιδευτικός είναι μάνα και πατέρας



Ροδούλα Σερδάρη-Παπαϊωάννου

Μουσικο-παιδαγωγός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τα παιδικά μου χρόνια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τα παιδικά μου χρόνια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Ελάτε να θυμηθούμε μαζί

Καλησπέρα σας καλοί μου φίλοι!!!!
Ακούστε τώρα τι σκέφτηκα. Να διηγηθούμε ο καθένας μας  μια χαριτωμένη σκηνή απ' όταν ήμασταν μικρά. Κάνω εγώ την αρχή. Είναι όμορφο να ταξιδεύουμε στην εποχή της παιδικής μας ηλικίας, ειδικά αν ήμασταν σκανταλιάρικα, γιατί θυμόμαστε πόσο αθώα και αγνά πλασματάκια ήμασταν, συνάμα πόσο αφελή χαχαχαχαα.
Έχω πολλά για να διηγηθώ, αλλά επειδή δεν μπορώ να τα διηγηθώ όλα.αρκούμαι στο συγκεκριμένο.
Τα καλοκαίρια, συνήθιζα να πηγαίνω στη γλυκιά μου τη γιαγιάκα, από την οποία πήρα και το όνομά μου, και να περνάω τη μέρα μαζί της και την αγαπημένη μου ξαδερφούλα που ζούσε ακριβώς δίπλα.
Το επεισόδιο που θα σας διηγηθώ, συνέβη όταν ήμουνα εννέα χρονών, ίσως και δέκα δε θυμάμαι καλά. Εκείνο το πρωί λοιπόν, ετοίμασα  τα πράγματά μου, μια σακούλα του σούπερμάρκετ δηλαδή γεμάααατη με τα κουζινικά μου, την  κρέμασα στο πίσω μέρος του παιδικού μου ποδηλάτου και... ξεκίνησα ευτυχισμένη για τη γιαγιά μου τη Ροδού.
Στο δρόμο τα κουζινικά μου βροντοφώναζαν παντού ότι περνούσα, κάνοντας ένα αρκετά δυνατό θόρυβο έτσι όπως τραντάζονταν μέσα στην τσάντα από το κούνημα του ποδηλάτου . Κάτι σαν Ντένις τρομερός για να καταλάβετε χαχαχα.
Σε δέκα λεπτά έμπαινα φορτωμένη στο σπίτι της γιαγιάκας μου, η οποία με υποδέχτηκε με την πιο γλυκιά αγκαλιά όπως πάντα. Έπαιξα όλο το πρωί με τη Δημητούλα μου, το μεσημέρι έφαγα με τη γιαγιά και τον παπποπύ μου, και αμέσως μετά ήταν η ώρα που ξεκουράζονταν ο παππούς και η γιαγιά. Η ώρα αυτή ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη για μένα, γιατί ενώ στο σπίτι μου έπρεπε σύμφωνα με τους γονείς μου να κοιμηθούμε για μεσημέρι, κάτι που δεν μπορούσα με ΤΊΠΟΤΑ να κάνω, δεν με έπαιρνε με τίποτα ο ύπνος το μεσημέρι, οπότε περνούσα δυο βασανιστικές ώρες, πειράζοντας αναγκαστικά τα αδέρφια μου για να ξυπνήσουν και να παίξω, με αποτέλεσμα να με κατσαδιάζει η μαμά μου, εδώ στη γιαγιά μου, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Η γιαγιάκα μου μου έλεγε: "Ροδούλα μου, εμείς πάμε να ξαπλώσουμε λίγο. Αν δε θες εσύ να κοιμηθείς, μπορείς να παίξεις ήσυχα όμως εντάξει"; Πόσο εκτιμούσα αυτό που μου πρόσφερε η γιαγιά μου δε λέγεται. Πιο φρόνιμο και ήσυχο παιδάκι από εμένα δε θα βρίσκατε εκείνες τις δυο μεσημεριανές ώρες. Αγνώριστη σας λέω.
Εκείνο το μεσημέρι λοιπόν, επέλεξα να βγω έξω στην αυλή, όπου είχε δυο τρεις μικρές κοτούλες και ειδικά η μια ήταν σκέτη γλύκα. Την πήρα λοιπόν πάνω μου -απορώ πώς την κατάφερα να μείνει πάνω μου. Πρώτη μου φορά έπιανα κοτούλα και τη χάιδευα. Οι κότες έρχονταν από κοντά και με περιεργάζονταν έτσι όπως καθόμουν στο χώμα, έχοντας ακουμπισμένη την πλάτη μου στον κορμό ενός δέντρου. Ξαφνικά, μου ήρθε, ότι οι κοτούλες μιλούν όπως κι εμείς, απλά χρησιμοποιούν τη συλλαβή κο, κα, κου κλπ. Χαχαχαχαχα πώς μου ήρθε ήθελα να ήξερα. Παίρνω λοιπόν την κοτούλα μωρό, μπαίνω στο κοτέτσι κανονικά, και κάθομαι στο χώμα, εξακολουθώντας να την κρατώ αγκαλιά κι εκείνη να μένει. Εκεί άρχισα τη συζήτηση.
 "Κάκου κι κάκεις"; (Γεια σου τι κάνεις);
"Κε κεκε κοκουκα" (Με λένε Ροδούλα).
"Κ' ακεκει κεκω;" (Σ' αρέσει εδώ;)
"Κ'ακακω" (Σ' αγαπώ)

Και συνέχισα για πάρα πολλή ώρα, μέχρι που ξύπνησε η γιαγιά μου και με φώναξε για χυμό. Το τι κουβέντες έκανα με τις κοτούλες δε λέγεται. Και ένιωθα τόσο όμορφα, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο όμορφα!!
Όταν ήρθε η ώρα να φύγω, η γιαγιάκα μου μου έδωσε μερικά αυγουλάκια, έξι στον αριθμό. Τα πήρα λοιπόν και ξεκίνησα για το σπίτι.
Όταν έφτασα, και κατέβηκα από το ποδήλατο, φορτωμένη τα κουζινικά μου και τα αυγά, είδα ότι ένα από αυτά είχε σπάσει. Ακούστε τώρα η αθεόφοβη τι σκέφτηκα:

"Το καημένο, θα στεναχωριέται που είναι το μοναδικό σπασμένο και όλα τα άλλα γερά"
Και κάνοντας αυτή τη σκέψη, κάθισα στα γόνατα πάνω στη βεράντα του σπιτιού μου και έσπασα άλλο ένα αυγό, κτυπώντας το στο πάτωμα της βεράντας, για να του κάνει λέει παρέα.
Αμέσως όμως, άλλη σκέψη μου καρφώθηκε στο μυαλό:
"Ω, τώρα αυτά που είναι δυο θα τα κοροϊδεύουν τα άλλα τέσσερα ότι είναι σπασμένα"
Και χωρίς δεύτερη σκέψη, έσπασα άλλο ένα αυγό, για να είναι λέει  ίσα τα σπασμένα και τα γερά, και να μην κοροϊδεύονται.
Αμ δεν ησύχασα όμως, γιατί ήρθε άλλη σκέψη στο μυαλό μου.
"Για να δούμε τα κύρια γερά αυγά τώρα, αν αυτά ήταν πιο λίγα, θα τους άρεσε να τα κοροϊδεύουν τα σπασμένα αν ήταν πιο πολλά";
Και δώστου χτυπάω άλλο ένα αυγό κάτω και το σπάω. Είχα τώρα τέσσερα σπασμένα και δυο γερά.
Άντε πάλι έρχεται άλλη σκέψη στο μυαλό μου:
"Τα καημένα τα γερά που τα κοροϊδεύουν τα σπασμένα"
Και χωρίς δεύτερη σκέψη, γλύτωσε τα μοναδικά δυο γερά αυγά από την κοροϊδία κτυπώντας τα στο πάτωμα, μέχρι που σπάσανε. Χαχαχαχαχα
Ήσυχη πια, κτύπησα το κουδούνι, και μόλις μου άνοιξε η μαμά μου, που δεν είχε ιδέα τι έκανα εγώ τα τελευταία λεπτά στη βεράντα, της είπα δείχνοντας το σακουλάκι με τα σπασμένα αυγά:

"Μαμά μου έδωσε η γιαγιά αυγά, αλλά έσπασαν στο δρόμο"
"Δεν πειράζει Ροδούλα μου" μου είπε η μαμά μου, και ήσυχη πέρασα σπίτι.
Χαχαχαχαχα μόνο μετά από χρόνια της αποκάλυψα τι πραγματικά έγινε.

Περιμένω στα σχόλια τη δική σας σκανταλιά.
Σας φιλώ γλυκά γλυκά!