Τι απέγινε το κορίτσι που έκανε μακροβούτια;
Μα... μεγάλωσε φυσικά, κι έπρεπε να κάνει το καθήκον της και να πάει να ψηφίσει.
Είναι παράξενο το πως μπορείς να ορίσεις σαν τόπο σου έναν τόπο με τον οποίο δεν έχεις καμμία σχέση "αίματος", έχεις όμως αναμνήσεις.
Ίσω να φταίει ότι ο τόπος σου είναι μακριά, ποιός τρέχει τώρα στην Κέρκυρα ή την Αμοργό...
Ίσως να φταίει ότι δεν μπορείς να ξεχάσεις το μακροβούτι.
Ή, απλά, ότι είναι μόνο μια ώρα δρόμος....
Και νοιώθει ασφαλής εκεί. με το που βγαίνει απ το φέρυ...Τρία βήματα τη χωρίζουν...
Δεν είναι κανένας σπουδαίος τόπος. Και δεν έχει περάσει καν τα περισσότερα καλοκαίρια της εκεί.
Είναι όμως γεμάτος Στιγμές. Και Πρόσωπα.
Και τώρα που τα πρόσωπα έχουν αρχίσει να φεύγουν, φεύγουν αλλά δεν ξεθωριάζουν, νιώθει πως πρέπει να τα γράψει αυτά, πρέπει να μείνουν οι εικόνες για όταν θα έχουν πιά όλα αλλάξει.
Σαν ένα παραμύθι για τον Α....
Κάπου υπάρχει η παραπάνω εικόνα, ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ο κόσμος στην έρημη τώρα παραλία δεν ήταν ποτέ πολύς, εμείς κι εμείς, το "Σόϊ", δυό τρία παιδιά απ' τα γύρω σπίτια, έτσι είναι και τώρα.
Μόνο που στο βάθος, δεν ήταν τα φέρυ που αράζανε περιμένοντας την επόμενη βάρδια, αλλά ψαροκάϊκα, θυμάσαι;
Αυτά που ήθελες να φτάσεις με το μακροβούτι, με μιαν ανάσα.
Από δω ξεκίναγε το μακροβούτι.
"Παραβγαίνουμε";
"ναι μπαμπά, μέχρι την ξέρα"
ήξερε πως ήταν η μεγάλη χαμένη πάντα, ποτέ δεν τον πέρασε, ποτέ δεν έφτασε μέχρι τα καΐκια.
Ε, και; το παιχνίδι μετρούσε, σ' αυτό ήταν η χαϊδεμένη του μπαμπά . ή μήπως είμαι άδικη;
Κι η "μικρή" ήταν αγοροκόριτσο. Ίσως και να έκανε καλύτερα μακροβούτια, μόνο που αυτό δεν έχει καμμιά σημασία, μαζί βουτούσαν, μαζί ματώνανε τα γόνατά τους με τα ποδήλατα, μεγαλώνοντας μαζί πηγαίνανε στο "νησί" για χορό τα βράδια, μα πριν μεγαλώσουν ήταν εδώ τα καλοκαίρια κι ακούγανε ιστορίες για το βραχάκι της θείας της Κάκιας και πως έγινε η "πισίνα"
ναι, ήταν μεγάλη οικογένεια, θείοι, θείες, πρωτοξάδελφα, δευτεροξάδελφα, μπερδευόταν και λιγάκι, η θεία Κάκια πρέπει να ήταν από αυτές τις προγιαγιάδες που πρωτόφθασαν εδώ, αρχές του προηγούμενου αιώνα, τότε που (υποθέτω) οι κυρίες δεν κολυμπούσαν, της έβαλαν λοιπόν το βραχάκι στο βάθος δίπλα στον αυτοσχέδιο μώλο για να κάθεται και να βρέχει τα πόδια της...
Κι επειδή σ' αυτήν την μεγάλη οικογένεια τα παιδιά είχαν πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο, οι παππούδες, ή, για να ακριβολογώ οι προ-προπαππούδες, σκάρωσαν κι αυτήν την αυτοσχέδια πισίνα, έτσι "για να κολυμπανε τα μικρά χωρίς να φοβόμαστε" όπως θυμάται ο Αντωνάκης από ιστορίες που φθάνουν από στόμα σε στόμα...
Εδώ, σ' αυτήν την πισίνα
ίσως όχι αυτό το καλοκαίρι, το άλλο όμως σίγουρα, θα σου δείξει πως να κάνεις τα χέρια σου φωλιά και να πιάνεις τις γαριδούλες, θα δεις τα καβούρια, θα κλάψεις για πρώτη φορά απ' το αλμυρό νερό που θα μπει στα μάτια σου, έτσι έκαναν όλοι......
Και θ' ακούς ιστορίες. Πολλές ιστορίες, για γέλια και για περισσότερα γέλια, πάντα γελάς όταν είσαι παιδί. Αγαπημένο θέμα; Οι "θείες". Ναι, αυτές οι θείες με τα ψάθινα καπέλα, δεμένα με ένα πολύχρωμο μαντήλι στο κεφάλι τους, τα μαύρα μαγιώ που έμπαιναν πάντα από την άλλη πλευρά της πισίνας, εκεί που ήταν γεμάτο φύκια που το κορίτσι της ιστορίας τόσο σιχαινόταν,
οι θείες που δεν κολυμπούσαν, μόνο πήγαιναν όσο πάτωναν και κουνούσαν τα χέρια τους και μιλούσαν ακατάπαυστα.
και πρέπει για την ιστορία να πούμε πως υπήρχαν θείες (και ανήψια) δύο ταχυτήτων, αυτές που μύριζαν παρελθόν και κρέμες από αυτές που θύμιζαν "μαυσωλείο", και θείες όμορφες, δυναμικές, που γελούσαν συνεχώς και χόρευαν τα βράδυα - ok, ok, Τάνγκο και φοξ τροτ, αλλά μην ξεχνάμε πως μιλάμε γιά άλλα χρόνια - αυτές, οι"άλλες" θείες ήταν πάντα απ' τη δική μας μεριά...
Ελάχιστα έχουν αλλάξει οι εικόνες από τότε...
Μόνο που ο Αντωνάκης κοντεύει αισίως τα 90, κάτι που τον αποτρέπει από το να σκαρφαλώσει στον ευκάλυπτο να τον κλαδέψει - για να λέμε την αλήθεια τίποτα δεν μπορεί να τον αποτρέψει παρά οι φωνές των άλλων θείων, αλλιώς δεν το 'χει σε τίποτα να σκαρφαλώσει - κι έτσι ο αυκάλυπτος δείχνει λίγο παραμελημένος
αλλά δεν τον αποτρέπει από το να φτιάχνει "χαρμάνια" και να τα υπογράφει
και κάπως έτσι κυλά ο καιρός, εκεί, στη δική μας παραλία, χρόνια τώρα.
Τα παιδιά του τότε μεγάλωσαν, μα τα δικά τους παιδιά καταφθάνουν κάθε μέρα με το "πειρατικό", και τρέχουν όλα μαζί στην αυλή του Γ., "θείε, θείε, παγωτό" "θείε, θείε, φράουλες" και θέλω λίγο, έστω και λίγο μικρέ μου, να νιώσεις κι εσύ το άγγιγμα αυτών των στιγμών, να κολυμπήσεις στην πισίνα, να κάνεις εκεί την πρώτη προσπάθεια να καβαλήσεις ποδήλατο χωρίς βοηθητικές, όχι σαν τη δική σου γιαγιά που έμαθε με δάσκαλο ποδηλάτου στην Κώ, Τζίζας Κράϊστ, θα γελάνε και οι πέτρες, να ρίξεις κιούρτο που δεν θα πιάσει τίποτα και κυρίως, να κάνεις το δικό σου μακροβούτι.
Είμαι σίγουρη πως θα περάσεις την ξέρα....
Είμαι σίγουρη....