Παραβγαίνουμε;
Ναι μπαμπά, μέχρι την ξέρα.
Όχι. Πιο πέρα. Μέχρι τα καΐκια.
Το αγαπημένο τους παιχνίδι. Μπαμπά; Θα κάνουμε μακροβούτι;
Πρέπει να τα καταφέρει. Πρέπει να κρατήσει την αναπνοή της και να ξεπεράσει την ξέρα. Να φτάσει τα καΐκια. Δύσκολο. Αλλά είναι δυνατή και της αρέσει αυτό το παιχνίδι που την ωθεί στα όριά της.
Βουτάνε παρέα απ’ τη μικρή προβλήτα (Είσαι να ρίξουμε ένα χαρμάνι; έλεγε ο θείος Αντωνάκης ακόμα κι όταν χτύπησε αισίως τα 85…. Χαρμάνι το χαρμάνι, φτιάχτηκε η προβλήτα και δίπλα της η μικρή κλεισμένη ολόγυρα από μεγάλες πέτρες λιμνοθάλασσα για να παίζουν τα πιό μικρά παιδιά της Οικογένειας χωρίς φόβο).
Αυτός, δεν της χαρίζεται. Ποτέ δεν ήθελε να την καλομάθει, καλό είναι αυτό, δεν είναι κακό. Αν θέλει να τον φτάσει, αν θέλει να ξεπεράσει το δικό της σημάδι, πρέπει να ξεπεράσει τα όριά της πρώτα.
Βαθειά ανάσα. Βουτάει. Τα πρώτα μέτρα είναι τα εύκολα. Το έχει ξανακάνει εκατοντάδες φορές…. Δεν νιώθει κούραση, οι δυνάμεις της κρατάνε. Τα νερά είναι καθαρά, μηχανικά το βλέμμα διατρέχει το βυθό, άμμος στην αρχή, μετά μεγάλες πέτρες και μετά φύκια, σιχαίνεται τα φύκια, η τραγάνα, το όριο, η ξέρα, η ανάσα κοντεύει να της τελειώσει, μα έχει υποσχεθεί στον εαυτό της πως θα τα καταφέρει, θα φτάσει μέχρι το τέλος, νιώθει το κεφάλι της να χτυπάει, πάει να σπάσει, κόκκινα χρώματα, πράσινα, μαύρα θαμπώνουν τα μάτια της, μα προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της πως είναι έτοιμη να πάει πέρα απ’ την ξέρα μόνη της, να φτάσει τα καΐκια και την ασφάλεια της αγκαλιάς του μπαμπά της, κι αυτός, θα την αφήσει να τον κρατήσει απ’ τον ώμο και θα την γυρίσει πίσω, τελειώνει η ανάσα μικρούλα μου, πρέπει ν’ αποφασίσεις, έχεις το θάρρος και τη δύναμη να κολυμπήσεις κι άλλο με το κεφάλι κάτω απ’ το νερό για να φτάσεις τα όμορφα ψαροκάϊκα στο βάθος, που τόσο επιθυμείς ή θα τα παρατήσεις στη μέση, θα βγάλεις το κεφάλι έξω απ’ το νερό και θα πάρεις ανάσα;
Μπορεί, θα ήταν η απάντηση, μπορεί να συνεχίσει μέχρι εκεί, μα έλα που φυσάει κι αυτός ο βοριάς και ξεσέρνει τα καΐκια ακόμα πιο βαθειά, σαν να μη θέλουν εκείνα να τα φτάσει…