ΒΡΕ ΚΑΛΩΣ ΤΟ ΜΟΥ!

Ronin.gr - widget IP και λειτουργικού
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα προξενιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα προξενιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

4 Ιαν 2014

ΔΕ ΜΕ ΑΦΗΝΟΥΝ ΝΑ ΑΓΙΑΣΩ...



Μα θέλω να αγιάσω και δε με αφήνουν.
Είπα να μην ξαναγράψω καμένο για να αφήσω και κάτι καινούργιο να διαβάσουν οι αναγνώστες του βιβλίου μου. Αλλά φευ, δε με αφήνει η καθημερινότητα! Και έτσι περνάμε αισίως στον καμένο 

νούμερο 12: ο γεροντοκόρος.

Πάω για ουζάκια με φιλική γυναικοπαρέα στην Καισαριανή. Την ώρα που πάμε να περάσουμε το δρόμο, μας κορνάρει ένα πολυμορφικό αυτοκίνητο. Κοιτώ τον οδηγό, καλός ήταν αλλά δεν τον ήξερα. Τον ήξερε όμως μια από τις κυρίες της παρέας μας. Σταματά, τον χαιρετά, του δίνει πλήρη αναφορά του που πάμε και έρχεται τρέχοντας κοντά μας. Εμείς έχουμε στρωθεί στο ουζερί, έχουμε πέσει με τα μούτρα στους καταλόγους για να δώσουμε παραγγελία.
Και εκεί που έχουν αρχίσει να έρχονται τα μεζεδάκια, σκάει μύτη και ο κύριος!
Θέλουμε δε θέλουμε, δε θέλαμε αλλά τι να κάναμε; Του λέμε να καθίσει μαζί μας. Κάθισε, περιορίσαμε και μεις το ρεπερτόριο μας, για να φανούμε ακόμα πιο κυρίες απ’ ότι είμαστε και όταν έρχεται ο λογαριασμός τον πληρώνει ο κύριος!
Ανέβηκε στα μάτια μου δεν μπορώ να πω. Από τις κυρίες, η μόνη ελεύθερη ήμουν εγώ. Επειδή κάθισε δίπλα μου, όταν έμαθε τη δουλειά μου, κλασσικά όπως όλοι, θυμήθηκε πως έχει κάτι καρδιολογικές ενοχλήσεις. Του είπα για τον αδερφό μου τον καρδιοχειρουργό, μου ζήτησε το τηλέφωνό του, του το έδωσα, ζήτησε και το δικό μου και το έδωσα επίσης. Εγώ πάντως, δε ζήτησα το δικό του.
Το ίδιο βράδυ μου στέλνει 
ένα ευχαριστήριο μήνυμα στο κινητό. Και τον ξεχνώ.
Την παραμονή πριν φύγω για εξωτικές καρδιτσίους νήσους που είχα την ομιλία, μου στέλνει ένα μήνυμα για καλή επιτυχία, λες και δε θα την είχα. Τον ευχαρίστησα μηνυματικώς και εγώ και τον ματαξαναξέχασα.
Πάω στην Καρδίτσα, κάνω τη διάλεξη, κάνω και τη δεύτερη και την ώρα που ανεβαίνω στο χωριό μου στέλνει μήνυμα πάλι το οποίο εγώ είδα τα μεσάνυχτα. Και του ξανααπαντώ. Τα ήθελε ο κώλος μου.
Την άλλη μέρα με καλημερίζει, μου στέλνει μηνύματα όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα. Εγώ απαντώ πολύ τυπικά. Δεν τον ξέρω τον τύπο. Αλλά το βρίσκω χαριτωμένο το φλερτ αυτό.
Η αλήθεια είναι πως ρίχναμε πολύ γέλιο με τη θεία μου όταν ερχόταν το κάθε μήνυμα. Και επειδή είχαμε πιει και τα κρασάκια μας, αρχίζω να απαντώ με πολύ χιούμορ. Αυτός συνεχίζει στο ίδιο στυλ, δείχνει να καταλαβαίνει όμως από χιούμορ και δεν ενοχλείται γιατί μερικά από αυτά που έστειλα ήταν λίγο προσβλητικά αν δεν τα βλέπεις με χιούμορ!
Επιστρέφω στην Αθήνα και έχει φαγωθεί, μηνυματικώς πάντα, να συναντηθούμε.
Κρατάει καμιά δεκαριά μέρες αυτό το φλερτ μποναμάς στην κινητή τηλεφωνία και λέω, δε συναντιώμαστε; Έλα όμως που ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Και αντί να πάμε κάπου αλλού, τον προσκαλώ σπίτι μου.
Έρχεται στην ώρα του. Κύριος. Μου φέρνει και μια γλάστρα, το βρήκα επίσης χαριτωμένο. Καθόμαστε μπροστά από το αναμμένο τζάκι, μου λέει με λίγα λόγια τη ζωή του και πόσο του έχει λείψει η ζεστασιά της σχέσης  και η θαλπωρή μιας γυναικείας αγκαλιάς και άλλα τέτοια δακρύβρεχτα που εμένα μου γύριζε το μάτι με τέτοια κλαψομουνίαση και για να σταματήσω το Νίκο Ξανθόπουλο τον ρωτώ αν έχει φάει.
-Όχι, μου λέει.
-Ωραία ούτε εγώ, του λέω, βέβαια εγώ είχα φάει αλλά ήταν μια τέλεια αλλαγή θεματολογίας.
Παραγγέλνουμε, έρχεται το φαγητό, πάει να πληρώσει, δεν τον αφήνω, στο σπίτι μου κάτι τέτοιο είναι απαγορευμένο. Τρώμε και μπροστά στο τζάκι πίνουμε το κρασάκι μας.
Για να γλιτώσω πιθανή υποτροπή και μίρλα, τον ρωτώ για τη δουλειά του, τις επιχειρήσεις, τα παιδιά του. Και ευτυχώς είναι μέσα στο θέμα. Στις δώδεκα και μετά από δυο μπουκάλια κτήμα γεροσκατοβασιλείου, ούτε και ξέρω πως τον λένε τον μπάρμπα, χασμουριέμαι διακριτικά και ο τύπος πάει στο σπίτι του!
Και από την επομένη αρχίζει νέο μπαράζ μηνυμάτων και e mail. Στο γραπτό λόγο είναι άψογος. 
Στον προφορικό δια ζώσης είναι απλά σπασαρχίδης.
Και μετά από μερικές μέρες, εκεί που κάθομαι και κοιμάμαι αμέριμνη στον καναπέ του σαλονιού παρακολουθώντας ούτε και θυμάμαι τι, χτυπά το κουδούνι και πετάγομαι σα ζεματισμένη να ανοίξω. Κοιτώ, ο εν λόγω τύπος!
Έχω ήδη μιλήσει, οπότε δεν μπορώ να προσποιηθώ πως λείπω. Κατεβαίνω ανοίγω και ανεβαίνουμε σπίτι μου.
Με το που μπαίνει μέσα με ρωτά γιατί δεν έχω αναμμένο τζάκι. Γιατί δεν κάνει κρύο και κοιμόμουν του λέω.
-Άναψέ το.
Κάνω από μέσα μου μια δέηση στον ξένιο Δία, ανάβω το τζάκι και λερώνομαι με στάχτες.
-Συγνώμη, του λέω, πέντε λεπτά να κάνω ένα ντους και επιστρέφω.
Την ώρα που είμαι στο μπάνιο τον ακούω που κάτι κάνει αλλά δεν μπορώ να βγω γυμνή και με τα νερά. Όταν σκουπίστηκα και ντύθηκα, διαπιστώνω πως έχει μετακινήσει τους καναπέδες και προσπαθεί να μεταφέρει το τραπέζι της κουζίνας μπροστά από το τζάκι.
-Γιατί το κάνεις αυτό; Του λέω.
-Για να φάμε μπροστά από το τζάκι. Έχω παραγγείλει από το ίδιο που φάγαμε και την άλλη φορά.
Ξαναβάζω το τραπέζι στη θέση του, βάζω και τους καναπέδες στη θέση τους και του λέω πως αν θες να φάμε στο τζάκι μπροστά, πρέπει να καθίσει κάτω στις μαξιλάρες που έχω για αυτό το λόγο και θα φάμε στο τραπεζάκι του σαλονιού. Αρχίζει μια γκρίνια αλλά συμμορφώνεται. Τρώμε, καθόμαστε στους καναπέδες και πάει και παίρνει την καρέκλα της τραπεζαρίας που είναι Βαράγκης και κάνει 450 ευρώ η μια, και βάζει τα πόδια του πάνω. Την παίρνω, την πάω στη θέση της και του φέρνω ένα σκαμνάκι. Και αρχίζει:
-Γιατί δεν κάνεις μια γενική καθαριότητα σπίτι σου και να ταχτοποιήσεις τα πράγματα για να ξέρεις που είναι το κάθε τι;
-Γιατί ρε φίλε; Είναι βρώμικο το σπίτι μου; Που την προηγουμένη η κολλητή μου με έλεγε υστερική που σκουπίζω σφουγγαρίζω και ξεσκονίζω κάθε μέρα. Που η γυναίκα έρχεται δυο φορές τη βδομάδα και το σπίτι λάμπει!
-Ε να, έχεις τις μαξιλάρες στο διάδρομο της γυμναστικής.
-Τα έχω εκεί γιατί αν είναι στο πάτωμα, με δυσκολεύουν στο σφουγγάρισμα.
-Γιατί δεν έστρωσες χαλιά;
-Γιατί έτσι μου αρέσει. Να περπατώ με τα τακούνια και να ακούω το τάκα τάκα!
-Γιατί δε στόλισες δέντρο
-Γιατί δεν το αισθάνομαι.
-Να πας σε ένα μαγαζί χρωματοπωλείο να σου δώσουν ένα χρωματολόγιο να διαλέξεις ένα χρώμα για το σαλόνι σου, γιατί το μπλε δεν είναι ωραίο.
-Μα δε θέλω να το βάψω το σαλόνι, τα χρώματα τα επέλεξε διακοσμητής και κακώς σου δίνω αναφορά αλλά το σαλόνι το πήρα τον Οκτώβριο και σπίτια δε βάφονται το χειμώνα.
-Μα δε μου αρέσει
-Αρέσει όμως σε εμένα!
-Δεν έχω δει άλλο σπίτι σε τέτοια χρώματα.
-Τώρα θα λες πως είδες και μπλε!
-Γιατί δε φτιάχνεις το παζλ;
-Το παζλ πρέπει να έχει καλό φωτισμό. Τώρα που νυχτώνει νωρίς και επιστρέφω στις πέντε σπίτι, δε βλέπω να το φτιάξω και θα το κανονίσω το καλοκαίρι που είναι πιο μεγάλη η μέρα.
Είχαν πιάσει οι δεήσεις στο Δία 
γιατί αντί να τον βουτήξω και να τον πετάξω από τον όγδοο, εγώ διασκέδαζα με τη χωριατιά του. Μόνο να μας πηδήξει δεν πήγε ο γεροντοκόρος. Το ένα δεν του κάνει, το άλλο του βρωμάει, το τρίτο του ξενίζει. Μη χέσω!
Αλλά το κλου ήταν όταν του είπα, πως άλλη φορά να με ειδοποιεί όταν θα θελήσει να με δει και να έρχεται φαγωμένος γιατί εγώ έχω εντολή από το διαιτολόγο μου να μην τρώω στερεά τροφή μετά τις πέντε το απόγευμα. Το τι έγινε ρε παιδιά δεν περιγράφεται.
Σηκώθηκε από τον καναπέ σα να τον είχα τρυπήσει με πυρωμένες βελόνες. Περπατούσε μέσα στο χώρο σα λιοντάρι στο κλουβί. Μα μου λες να έρχομαι φαγωμένος; Να έρχομαι φαγωμένος; Επαναλάμβανε συνέχεια αυτό το φαγωμένος. Αφού σου είπα να πληρώνω εγώ.
-Ρε τα λεφτά είναι το πρόβλημα; Ufo, το πρόβλημα είναι πως μπαίνω σε πειρασμό, δε θέλω να πηγαίνουν στράφι τα χρήματα του διαιτολόγου και στο κάτω κάτω της γραφής δεν είμαι υποχρεωμένη να σε ταΐζω κάθε φορά που μου ξεκαμπάς ακάλεστος!
Και το ωραίο!!!
Ανοίγει την πόρτα με κοιτά και μου λέει:
-Εν τοιαύτη περιπτώσει, δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο.
-Που πας ρε Καραμήτροοοοο; Του φωνάζω.
-Φεύγω, μου λέει.
-Κανονικά πρέπει να σ’ αφήσω να κατέβεις κάτω να βρεις κλειδωμένη την πόρτα να ρίξεις τα μούτρα σου να ξανανέβεις να μου ζητήσεις να σου ξεκλειδώσω, αλλά επειδή είμαι κυρία θα σε πάω κάτω με τη μία.
Του ξεκλειδώνω, φεύγει και μου πετά μια καληνύχτα με την πλάτη γυρισμένη. Εντελώς αυθόρμητα του ευχήθηκα: στα τσακίδια…
Αμ δε όμως. Εν μέσω τριημέρου, μου στέλνει μήνυμα να κάνω εμβόλια στις κόρες του.
Του εξηγώ πως είναι μέρες αργιών και οι γιατροί δεν είναι μέσα να γράψουν τα εμβόλια. Με ρωτά αν μπορούν να τα γράψουν μετά αλλά να τα βρει και να τα κάνω εγώ. Εντάξει, του λέω, αυτό μπορώ να το κάνω, λέω η ηλίθια. Ε, βρές τα και κάνε τα. Σε αργίες. Και να βρω εγώ τα εμβόλια των δικών του παιδιών. Δεν πάει καλά ο άνθρωπος. Του το είπα ακριβώς έτσι. Και πειράχτηκε. Αν είναι δυνατό…
Και μετά λένε τις γυναίκες γεροντοκόρες. Οι άντρες πως ακριβώς πρέπει να λέγονται; Όχι πες τε μου…


27 Απρ 2013

EURO killer Ή ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: ΔΡΑΧΜΟΦΟΝΙΑΣ



Αχ ιταλέ, για σένα τα γράφω…
Γιατί μη νομίζεις, δεν είναι και τόσο ανώδυνα όσα πέρασα. Ειδικά για τον καμένο αυτό, είπα πως ήταν η χειρότερη εμπειρία μου!

Κεφάλαιο ενδέκατο: ο τσιγκούνης

Φίλη από τα παιδικά μου χρόνια, έχει τη γιορτή της. Είχα να τη δω χρόνια, είχε κάνει και δυο παιδάκια, λέω ας πάω στη γιορτή της.
Και πάω. Έχει πολύ κόσμο, χαίρεται πραγματικά που με βλέπει, εξαιρετικός ο άντρας της, μου ζητά την άλλη Κυριακή να πάω να φάμε. Η μαμά μου και η μαμά της φίλης μου είναι κολλητές πάνω από τριάντα χρόνια. Το ίδιο και εγώ με τη Φανή.
Το λέω στη μαμά μου πως την Κυριακή θα φάω στης Φανής, πάμε και παίρνουμε δώρα για τα παιδιά και την Κυριακή πάω τη μαμά στο ισόγειο που μένει η φιλενάδα της και ανεβαίνω εγώ στο δεύτερο που μένει η Φανή.
Περνάμε πολύ ωραία, κατεβαίνουμε και στη μαμά της και αργά το βράδυ επιστρέφουμε στα σπίτια μας.
Την άλλη Πέμπτη μου τηλεφωνεί η Φανή και θέλει να πάμε παρέα σε μια σύναξη συναδέλφων της. Γιατί καλέ, δεν παίρνεις τον άντρα σου και παίρνεις εμένα; Τη ρωτάω και μη μου πείτε ότι είχα άδικο; Γιατί ο άντρας της θα κρατούσε τα παιδιά. Γιατί δεν τα κρατάει η μάνα σου; Από κάτω μένει. Παράλογο το ερώτημα; Γιατί η μάνα της ήταν στην Κρήτη. Με τα πολλά και με τα λίγα, με πείθει και ετοιμάζομαι να πάω μαζί της στο ταβερνάκι που θα πήγαινε με τους συναδέλφους της.
Επειδή εδώ θα παρεξηγηθούν οι φίλοι εκπαιδευτικοί, θα ξεκαθαρίσω ότι ένα κάτι με τους εκπαιδευτικούς το έχω. Και αυτό γιατί η εμπειρία μου, μου έχει διδάξει πως έχουν ένα δικό τους τρόπο να σκέφτονται. Και ο τρόπος αυτός δε μου αρέσει καθόλου. Τη Φανή την ήξερα από μικρή και δεν μπορώ να τη δω σα δασκάλα. Αλλά αν τη γνώριζα τώρα, δε θα γινόμουν φίλη της με τίποτα. Όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί είναι δασκάλα. Θα ήμουν εξαιρετικά επιφυλακτική και προσεκτική και δε θα επεδίωκα πολλά πολλά…
Ας επανέλθουμε στο θέμα μας.
Πάω παίρνω τη Φανή γιατί δεν οδηγεί κιόλας η φιλενάς και κατευθυνόμαστε προς Μοσχάτο που είχαν κανονίσει…
Φτάνουμε, ωραίο το ταβερνάκι, βρίσκουμε θέσεις ανάμεσα σε μια φίλη της και το διευθυντή του σχολείου που δούλευε η Φανή.
Η Φανή με σύστησε και αυτή έπιασε κουβέντα με τη φίλη της και εγώ, τι να κάνω; με το διευθυντή! Σοβαρός, μετρημένος, περιποιητικός, κύριος.
Την άλλη μέρα το πρωί μου τηλεφωνεί στις δέκα και δέκα το πρωί η Φανή και μου λέει πως ο διευθυντής της ήθελε το τηλέφωνό μου. Λέω δως  το. Και το δίνει. Και δίνει το κινητό.
Μετά από καμιά ώρα βρίσκω αναπάντητη στο κινητό μου από άγνωστο νούμερο. Δεν το είχα ακούσει όμως να χτυπάει. Λέω, άστο, μπορεί να είναι λάθος και μόλις το κατάλαβαν να το έκλεισαν. Και εκεί που το κοίταζα, βλέπω το κινητό να ανάβει η οθόνη του, να δείχνει πάλι το νούμερο και να δείχνει αμέσως αναπάντητη. Πάλι δεν την ψυλλιάζομαι τη δουλειά. Μέχρι το μεσημέρι που έφυγα για την άλλη δουλειά είχα έξι αναπάντητες με τον ίδιο τρόπο. Ε, λέω, κάποιος που έχει παιδάκι θα έδωσε το κινητό του στο παιδί να παίξει και αυτό με πήρε ξανά και ξανά. Δε δίνω πάλι σημασία.
Που να μου πάει το μυαλό! Στην άλλη δουλειά, είχαμε ένα σουαρέ λόγω της καινούργιας χρονιάs και είχαμε χορωδίες, ένα συγκρότημα με έγχορδα και κατά τις εννέα που πάω να φύγω, τσεκάρω και βλέπω άλλες δέκα κλήσεις. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και ξανά μανά ανάβει το κινητό και ταυτόχρονα μου δείχνει άλλη μια αναπάντητη από το άγνωστο νούμερο. Δεν πειράζει σκέφτομαι, ας πάρω να τους πω πως μου άλλαξαν τα φώτα στις αναπάντητες.
Καλώ το νούμερο, απαντά ένας κύριος και μου λέει:
-Ρία τι κάνεις;
-Ποιος είναι; Ρωτώ.
-Ο Μελέτης.
-Ποιος Μελέτης;
Mελέτης ο διευθυντής της Φανής από την ταβέρνα χθες βράδυ…
-Α, μάλιστα, τι κάνετε;
-Καλά είμαι. Δεν έχεις ένα σταθερό να σου τηλεφωνήσω;
-Έχω αλλά είμαι στο δρόμο και θα φτάσω σπίτι σε καμιά ώρα.
-Ε δως το μου και θα σε πάρω σε μια ώρα.
Ούτε σε αυτό το σημείο υποψιάστηκα κάτι. Μπορεί να ήθελε να φάει, να κάνει μπάνιο, να δει ειδήσεις…
Κλείνω, φτάνω σπίτι μου και ενώ είμαι στο μπάνιο, βλέπω να φωτίζεται το κινητό στην εταζέρα του μπάνιου και να κλείνει πάλι.
Τυλίγομαι με το μπουρνούζι, το κοιτώ, όπως μαντέψατε, είναι ο Μελέτης.
Τον παίρνω πίσω.
-Ρία δεν έφτασες ακόμα σπίτι;
-Σπίτι είμαι εδώ και κανένα τέταρτο. Σου έδωσα το νούμερο γιατί δε με πήρες;
-Παίρνω και δεν απαντάς και δοκίμασα και στο κινητό.
-Ήμουν στο μπάνιο και με το νερό να τρέχει δεν το άκουσα το σταθερό.
-Κλείσε σε παίρνω.
Και με παίρνει. Μιλάμε για πολλά, δίνουμε ραντεβού την Παρασκευή το βράδυ να πάμε για ποτό. Έμενε και σχετικά κοντά δώσαμε ραντεβού στο Παγκράτι. Παίρνω το αυτοκίνητο και πάω.
Με περίμενε. Θετικό αυτό. Πάμε σε ένα μπαράκι, παραγγέλνουμε, έρχονται τα ποτά, τα πίνουμε και κάνω νόημα στο σερβιτόρο να μας φέρει άλλον ένα γύρο. Έρχονται τα ποτά, φέρνει το παιδί και το δεύτερο χαρτάκι με το λογαριασμό.
Επειδή είμαι και άμαθη με τα δυο μαρτινάκια άρχισα να ζαλίζομαι. Του εξηγώ ότι είμαι κουρασμένη και να πηγαίνουμε. Πληρώνει, παίρνει τις αποδείξεις και προλαβαίνω να δω πως ο λογαριασμός ήταν 28 ευρώ. Του δίνει το γκαρσόνι το δίευρο πίσω και αυτός το βάζει στην τσέπη του. Δεν αφήνει φιλοδώρημα.
Μου γυρνάει το μάτι αλλά δε λέω τίποτα γιατί έχω και τρόπους.
Πάω προς το αυτοκίνητό μου.
-Γιατί ήρθες με το αυτοκίνητο; Νόμιζα πως έμενες κοντά.
-Κοντά μένω αλλά μες τη νύχτα δε θα περπατώ μόνη στα σκοτάδια. Φοβάμαι λιγάκι. Και με τα τακούνια δεν μπορώ και να τρέξω γρήγορα…
-Και η βενζίνη, η φθορά του αυτοκινήτου, τα έξοδα;
-Ποια έξοδα καλέ, μπροστά στην ακεραιτότητα μου;
Τον καληνυχτίζω χωρίς να πάει το μυαλό μου στο φλέγον θέμα γιατί όπως σας προείπα είχα πιει και δυο μαρτινάκια με τις ελίτσες τους, τα λεμονάκια τους και ήμουν και νηστική!
Την παράλλη μέρα, μέχρι να το πάρω χαμπάρι γύρω στις ένδεκα, είχα πέντε αναπάντητες από το Μελέτη.
Του τηλεφωνώ, μου δίνει χωρίς να το ζητήσω το τηλέφωνο στο γραφείο του. Σκέφτομαι και εγώ το χαϊβάνι, πως δε θέλει να ακτινοβολείται με το κινητό. Και αυτό κόλλαγε στον τρόπο σκέψης των εκπαιδευτικών. Του τηλεφωνώ από το γραφείο και μου λέει να πάμε για φαγητό. Και δεν πάμε; Είναι γνωστό πως σιχαίνομαι το μαγείρεμα, οπότε δε λέω ποτέ όχι για φαγητό έξω.
Δίνουμε ραντεβού πάλι στο Παγκράτι. Πάω με το τουτού, παρότι ήταν μέρα. Παρκάρω, κλειδώνω, πάω στο σημείο του ραντεβού.
Με πιάνει αγκαζέ ο Μελέτης, ρίχνουμε ένα τέταρτο ποδαρόδρομο και με πάει σε κουτούκι που δε θα πήγαινα ποτέ μόνη μου. Υπόγειο, μικρό, μίζερο και όχι ιδιαίτερα καθαρό.
Έχω αρχίσει να φορτώνω. Πας ρε φίλε μια γυναίκα να την εντυπωσιάσεις και τη φέρνεις σε ένα τέτοιο μέρος;
Δεν έχω διάθεση να μείνω και βγαίνει όλη η μέγαιρα από μέσα μου.
-Καλέ τι αχούρι είναι αυτό που μ’ έφερες;
-Έχει καλή κουζίνα και οικονομική.
-Τι καλή κουζίνα ρε Μελέτη, αφού είναι αμφίβολης καθαριότητας εκεί που είναι η βιτρίνα δηλαδή στην τραπεζαρία και θα είναι καθαρά στην κουζίνα που δεν τη βλέπει και κανένας;
-Έχει καλές τιμές και παραβλέπεις μερικά πράγματα…
-Σιγά μην παραβλέπω. Καλύτερα να φάω στα goodys που είναι πλαστικό το φαγητό παρά εδώ. Εγώ εδώ δεν κάθομαι.
-Έλα βρε Ρία, θα δεις, οι τιμές είναι ασυναγώνιστες.
Εκεί το έπιασα το υπονοούμενο.
-Εγώ δεν επηρεάζομαι από τις τιμές, αλλά από αυτό που βλέπω! και γυρνώ να φύγω.
Έρχεται πίσω μου στη σκάλα.
Μου έρχεται μια φλασιά και τον ρωτώ.
-Όταν μου πρωτοτηλεφώνησες, μου έκανες αναπάντητες ή απλά δεν είχες το θάρρος να με καλέσεις και ενώ έπαιρνες το έκλεινες γιατί το μετάνιωνες;

Ναι παιδιά, όσο χαζό και αν είναι, αυτό είχα σκεφτεί μετά που διαπίστωσα ότι ήταν ο Μελέτης.

-Σου έκανα αναπάντητη μου απαντά.
-Αυτοκίνητο έχεις;
-Όχι.
-Είσαι ένα άτομο, παίρνεις τόσα λεφτά και δεν έχεις αυτοκίνητο;
-Έχει πολλά έξοδα.
Εν τω μεταξύ, κοιτούσα για ταξί. Βρίσκω ένα, του κάνω σήμα.
-Έχεις το αυτοκίνητό σου εδώ, μου λέει.
-Το ξέρω. Για να πάω στο αυτοκίνητό μου το θέλω.
-Και θα δώσεις τρία ευρώ για να πας δυο χιλιόμετρα; Ξέρεις πόσο είναι τρία ευρώ; Είναι ένα χιλιάρικο.
-Και που να δεις που θα πάω μετά. Του λέω. Θα πάω στην Ιθάκη να φάω τον αστακό μου, γιατί όσο αξίζω εγώ, δεν αξίζουν του κόσμου όλου τα χιλιάρικα!!!
Και μπαίνω στο ταξί. Τηλεφωνώ από το κινητό μου στη Φανή.
-Το βράδυ που με κάλεσες στο τραπέζι με τους συναδέλφους σου, ήταν τυχαία η συνάντηση με το διευθυντή σου ή επίτηδες;
-Επίτηδες. Του είπα την άλλη μέρα πως είδα μια παλιά μου φίλη μετά από μερικά χρόνια που είχαμε να ιδωθούμε, πόσο δεν είχες αλλάξει και επειδή είναι γεροντοπαλίκαρο, ήθελα να σας φέρω κοντά.
-Αναρωτήθηκες γιατί είναι γεροντοπαλίκαρο;
-Γιατί δε βρήκε τη γυναίκα που του ταιριάζει
-Όχι, γιατί είναι ταλιροφονιάς Φανή μου και της εξιστορώ τα καθέκαστα. Η κοπέλα ακόμα ζητάει συγνώμη…


13 Απρ 2013

ΚΡΑΤΗΘΕΙΤΕ, ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΜΕΝΟΣ...



Κεφάλαιο δέκατο: ο κατακαρβουνιασμένος.

Είναι καλοκαίρι. Έχω επιστρέψει από νησί που ήμουν διακοπές μετά του υιού, έχω τακτοποιήσει τα του σπιτιού  μου και μου σκάει το παραμύθι η μαμά μου, πως πρέπει να πάω στην Καρδίτσα το σαββατοκύριακο για να παρευρεθώ στο γάμο ενός ανιψιού του μπαμπά μου, που όταν ο ντάντυ ήταν στη μονάδα εντατικής θεραπείας, το παιδί αυτό, είχε έρθει πολλές φορές και είχε δώσει και αίμα για το μπαμπά, παρότι δε χρειάστηκε. Είχε πει πως το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν αυτό και χωρίς να μας ζητήσουν οι γιατροί αίμα πήγε και έδωσε. Δεν το χρειάστηκε ο μπαμπάς, αλλά και να χρειαζόταν, εγώ είμαι αιμοδότης και έχω κάρτα. Πάντως η χειρονομία μέτρησε.
Το παιδί το ήξερα, συνάδελφος υπαξιωματικός που υπηρετούσε στη Λάρισα. Ο γάμος θα γινόταν σε ένα γκαραγκουνοχώρι στην Καρδίτσα γιατί από εκεί ήταν η νύφη. Η μαμά λόγω πένθους δε θα πήγαινε, όμως εγώ έπρεπε να εκπροσωπήσω την οικογένεια.
Ρωτώ το βλαστάρι μου αν θα με συνοδέψει. Εισπράττω ένα βλέμμα δολοφονικό και το πιάνω το υπονοούμενο.
Την άλλη μέρα, αχάραγα δηλαδή, ξεκινώ για τις εξωτικές καρδιτσίους νήσους. Επτά και μισή είμαι στην πρωτεύουσα του νομού (πως τα λέω, το άτιμο!). Πάω κομμωτήριο, ανεβαίνω στο χωριό, κοιμάμαι κανά δυο ώρες και παίρνω τη χήρα θεία και ξανακατεβαίνω από τα χίλια μέτρα υψόμετρο, για να βρω το γκαραγκουνοχώρι.
Δρόμο πιάνω, δρόμο αφήνω, φτάνουμε τελικά. Μεταξύ μας, πολύ ωραία η διαδρομή.
Τελείως καρακαμπίλα, να βλέπεις
απέραντες εκτάσεις καλλιεργημένες, να περνάς από χωριά με τα γουρουνάκια να κυκλοφορούν ελεύθερα στα χωράφια, να βλέπεις μικρές λιμνούλες με πάπιες, κοπάδια χήνες να περπατούν στο δρόμο. Πολύ γραφικά και όμορφα. Δεν είχα ξαναπάει σε πεδινά χωριά και μάλιστα από δρόμο επαρχιακό. Ωραία ήταν. Θα το ξανακάνω!
Φτάνουμε στο χωριό, με βάζουν με μαντήλι στο αυτοκίνητο και πίσω από το αυτοκίνητο του γαμπρού γιατί ήμουν βλάμισσα, αυτό δεν το ήξερα, μου είπε η θεία μου, πως είναι οι στενοί συγγενείς και φίλοι του γαμπρού που τον συνοδεύουν στο γάμο και ξεκινά κομβόι για το χωριό της νύφης. Πάλι εξαιρετική η διαδρομή.
Γίνεται ο γάμος και επιστρέφουμε στην πόλη σε ένα γκράντε επαρχιακό μαγαζί για το  γλέντι.
Παραδόξως είδα και μερικούς συναδέλφους από τη Λάρισα που είχαμε περάσει μαζί το σχολείο για να γίνουμε επισμηναγοί και παραδόξως επίσης, τους θυμήθηκα κιόλας.
Ήταν και ένας ωραίος στο γάμο και στο γλέντι που μου άρεσε. Εμφανισιακά, πολύ πολύ καλός.
Ρώτησα τη θεία μου μήπως τον ήξερε, δεν ήταν από το σόι μας, καλό αυτό, γιατί σε έναν άλλο γάμο στην Αθήνα, φλέρταρα με κάποιον και έρχεται ο μπαμπάς μου και αγκαλιές και φιλιά με τον τύπο, τον είχα ξάδερφο δεύτερο… πάθαμε και οι δυο ένα σοκ! Δεν ξαναμιλήσαμε από τότε γιατί ο ερωτισμός μεταξύ μας ήταν απτός και δε μου πάει η αιμομιξία!
Επανερχόμαστε στον τύπο από το γάμο που μου αρέσει. Με κοιτά συνεχώς. Βγαίνω έξω να μιλήσω στο κινητό, τον βλέπω να με ψάχνει. Πάω στην τουαλέτα, μου λέει η θεία μου σηκώθηκε και έψαχνε με το βλέμμα του να δει που είμαι. Βγήκε έξω και ξαναμπήκε μόλις είδε το αυτοκίνητό μου παρκαρισμένο. Μόλις ξαναμπήκα στην αίθουσα, έκανε τον αδιάφορο. Είχα τον ανταποκριτή μου στο χώρο!
Σηκώθηκαν χόρεψαν, εγώ δημοτικά δεν ξέρω, πάω με το ρυθμό αλλά από βήματα νιέντε! Οπότε έμεινα στο τραπέζι και έκανα και βόλτες στα άλλα.
Ο τύπος καθόταν με κάτι γνωστούς μου, πήγα χαιρέτησα τους γνωστούς μου, δεν τον ήξεραν προφανώς γιατί κανείς δε μου τον σύστησε.
Ξανακάθομαι στο τραπέζι με τη θεία και αρχίζουμε το κους κους και τα αστεία. Ξαφνικά μια κυρία γύρω στα εβδομήντα πλησιάζει στο τραπέζι μας.
Έρχεται δίπλα μου και τι μου λέει ρε παιδιά; Όχι τι μου λέει;;;

-Δεσποινίς, θα θέλατε να έρθετε να καθίσετε με εμένα και το γιο μου που του αρέσετε;;;

-Ποιος είναι ο γιος σας; Τη ρωτώ. μου τον δείχνει. Ήταν ο τύπος που μου άρεσε και με έτρωγε με τα μάτια του όλο το βράδυ.
-Πόσων χρόνων είναι ο γιος σας; Τη ρωτάω.
-Σαράντα έξι, μου λέει.
-Και έστειλε τη μαμά του να μου πει να καθίσω στο τραπέζι του; Ευχαριστώ δε θα πάρω, της λέω και τη στέλνω τη γυναικούλα αδιάβαστη.

Ρε κατακαρβουνιασμένε, γιατί το καμένος σου πέφτει λίγο, σου αρέσει μια γυναίκα και στέλνεις τη μαμά σου να της το πει; Για αυτό μάλλον μόνος θα είσαι, παρά την  εμφάνιση, τα χρήματα και τη θέση που έχεις. Γιατί όσο να ΄ναι, μετά ρώτησα και έμαθα για αυτόν!

16 Μαρ 2013

ΙΤΑΛΕ ΠΕΣ ΑΛΕΥΡΙ... ΚΑΜΕΝΟΣ ΣΕ ΓΥΡΕΥΕΙ!!!




Κεφάλαιο ένατο : ο κοινόβιος.

Όπως έχω γράψει επανειλημμένως, ξυπνώ κάθε πρωί στις πέντε και μισή και φεύγω για τη δουλειά στις έξι και τέταρτο.
Καθώς είμαι ένα πρωί στο αυτοκίνητο προς το νοσοκομείο, χτυπάει το κινητό. Είναι ένας φίλος μου που θέλει να με ενημερώσει πως στο τμήμα μου, νοσηλεύεται ο πατέρας ενός φίλου του και να τον προσέξω ιδιαίτερα.
Πράγματι, έχω έναν ασθενή που ο γιος του είναι στο εξωτερικό. Η κόρη του δίπλα κερί αναμμένο.
Ο παππούς πεθαίνει. Μου τηλεφωνεί ο κολλητός να πάμε στην κηδεία που θα γινόταν τρεις μέρες μετά.
- Βρε πουλάκι μου, του λέω, σιγά μην τρέχω στις κηδείες των ασθενών που έχω. Άλλη δουλειά δε θα είχα!
- Θα έρθεις για να μου κάνεις εμένα παρέα. Πρέπει να πάω αλλά ξέρεις πως δεν αντέχω μόνος. Θα έρθεις μαζί μου.
Και πάω.
Ωραία κηδεία. Το ομολογώ. Στην κηδεία ήταν και ο γιος που στις τρεις μέρες που ο πατέρας του ήταν στο νοσοκομείο δεν είχε προλάβει να έρθει από τις ηνωμένες πολιτείες.
Ωραίος ο γιος, το ομολογώ επίσης!
Λέω του κολλητού να φύγουμε και να μην κάτσουμε στο τραπέζι, πάμε να χαιρετήσουμε, να μη μας αφήνει ο τύπος να φύγουμε με τίποτα. Κάποια στιγμή ξεμοναχιάζει και τον κολλητό μου, με κοιτούν, κάτι λένε και μετά βγάζει ο ωραίος το κινητό του, βγάζει και ο κολλητός το δικό του και κάτι κοιτούν και γράφει ο ωραίος.
Όντως ωραίος ο τύπος παιδιά. Ψηλός, με κάτι πλάτες ναααα, με γκρίζα μαλλιά, με υπέροχα πράσινα μάτια και τέλεια χέρια. Έχω μια μέντα με τα χέρια παιδιά!
Καθόμαστε και στο τραπέζι και φεύγουμε και σχετικά νωρίς γιατί την άλλη μέρα δούλευα.
Μέσα στο αυτοκίνητο ο κολλητός μου λέει πως ο φίλος του, ο Κώστας νόμιζε πως ήμασταν ζευγάρι και πώς μόλις έμαθε πως δεν ήμουν η κοπέλα του Ο…, ζήτησε το τηλέφωνό μου και ο Ο…, του το έδωσε.
- Γιατί παιδί μου το έδωσες; Με ρώτησες εμένα;
- Επειδή είσαι ηλίθια και δεν καταλαβαίνεις. Θα σου τηλεφωνήσει και μην τον αποπάρεις τον άνθρωπο.  Να του φερθείς ευγενικά και να τον γνωρίσεις. Αξίζει πραγματικά.
Με τα πολλά που μου έσουρε στο αυτοκίνητο ο κολλητός, έχω στραβώσει πολύ και ενώ μου αρέσει ο Κώστας, δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά γιατί αποφάσισε μόνος του ο Ο…
Πέντε μέρες μετά, ο Κώστας μου τηλεφωνεί. Έκανε ένα τραπέζι μετά από μια παρουσίαση βιβλίου που θα προλογούσε και θα ήθελε να παρευρεθώ για να με ευχαριστήσει για τις διευκολύνσεις που έκανα στην αδερφή του όσο καιρό ο πατέρας του ήταν στο τμήμα μου.
Δε θέλω να πάω, αλλά λέω άσε να δω γιατί ο Ο… δεν είναι και ηλίθιος. Για να επιμένει, κάτι ξέρει, μου είχαν περάσει και τα νεύρα, μου άρεσε και ο Κώστας… και δέχομαι!
Δίνουμε ραντεβού στο εστιατόριο απ’ έξω.
Κλείνουμε και ξαναχτυπά το τηλέφωνό μου και είναι ο Ο… με βρίζει για να με πείσει να πάω. Του εξηγώ ότι δέχτηκα.  Μαλακώνει και προσφέρεται να μου τηλεφωνήσει να με ξυπνήσει για να ετοιμαστώ. Ξέρει πως όταν κοιμάμαι, δεν ξυπνώ ούτε με κανόνια.
Με ξυπνά, ετοιμάζομαι, μια θεά ήμουν, δεν το συζητώ και πάω στο ραντεβού μου με τρία λεπτά μόνο καθυστέρηση. Με περίμενε απ’ έξω από το εστιατόριο ενώ οι άλλοι είχαν καθίσει ήδη στο τραπέζι.
Η αλήθεια είναι, πως είχε κλείσει όλο το μαγαζί και με έβαλε να καθίσω δίπλα του. Όλο το βράδυ να με ταΐζει στο στόμα. Να μου καθαρίζει τις γαρίδες για να μη λερώσω τα χέρια μου, να μου γεμίζει το ποτήρι, να μου ανάβει το τσιγάρο, να μη μιλά με κανέναν άλλον.
Ξαφνικά χτυπά το κινητό μου. Κάτι είχε προκύψει στο νοσοκομείο, πρέπει να φύγω για να το διευθετήσω. Ζητώ συγνώμη, και αντί να με χαιρετίσει, κάνει νόημα στον άντρα της αδερφής του και αυτός με συνοδεύει, μου φορά το μαντώ, βάζει το παλτό του και με πάει στο νοσοκομείο με το αυτοκίνητό του.
Μένει κάτω στο φουαγιέ μέχρι να φτιάξω το πρόγραμμα και να κάνω τα σχετικά τηλεφωνήματα. Αλλά το πράγμα αργεί και ανεβαίνει στο τμήμα. Με βλέπουν τα παιδιά με τον τύπο και από την επομένη αρχίζει η καζούρα.
Ξεμπερδεύω με το πρόγραμμα και φεύγουμε. Πάμε για ένα ποτό στη Γλυφάδα και μετά με πάει σπίτι μου.
Τη επομένη μου τηλεφωνεί να πάμε για φαγητό το μεσημέρι. Εγώ δεν μπορούσα και το ανανεώνουμε για το Σάββατο. Βγαίνουμε το Σάββατο. Καλός συζητητής, καλλιεργημένος, πολύ διαβασμένος, με χιούμορ. Και πάνω από όλα διεκδικητικός. Αυτό ως χαρακτηριστικό άντρα, το βρίσκω πολύ σημαντικό. Να ξέρει τι θέλει και να το διεκδικεί. Να μη φοβάται μια δυναμική γυναίκα όπως εγώ, (είπατε κάτι;;; άντε!), να έχει αυτοπεποίθηση…
Ξαναβγαίνουμε πολλές φορές, και η σχέση μας περνάει σε άλλη φάση.
Είμαστε στο σπίτι του, μαγειρεύουμε, ναι, μαγείρευα, το άξιζε, και ενώ στρώνουμε τραπέζι, ανοίγει η εξώπορτά του και μπαίνει μέσα ο γαμπρός του που με βλέπει να είμαι εκεί και ψιλοκωλώνει. Ανοίγει το ψυγείο, παίρνει ένα λεμόνι και φεύγει. Δυο λεπτά μετά, ξανανοίγει η πόρτα και μπαίνει η αδερφή του. Με χαιρετάει, ξανανοίγει το ψυγείο και παίρνει άλλα δυο λεμόνια και φεύγει.
Κοιτώ τον Κώστα και τον ρωτώ που μένει η αδερφή του. Έμενε από πάνω, στο ισόγειο μένει η γυναίκα που τους καθαρίζει τα σπίτια και πρόσεχε και τον παππού, στον πρώτο ο Κώστας στο δεύτερο η αδερφή του και στον τρίτο έμενε ο μπαμπάς τους και τώρα θα το πάρει το σπίτι η κόρη της αδερφή του που είναι έντεκα χρονών.
Στην πυλωτή της οικοδομής ήταν το πάρκινγκ. Αυτοί είχαν όλοι μαύρα αυτοκίνητα. Το δικό μου είναι ασημί. Βγάζει μάτι όταν είναι εκεί παρκαρισμένο. Διαφέρει σαν τη μύγα μες το γάλα!
Τρώμε, βάζω τα πιάτα στο πλυντήριο και καθόμαστε στον καναπέ να δούμε μια ταινία. Ανοίγουμε πατατάκια, ντορίτος και ποπ κορν, φέρνουμε μπύρες και καθόμαστε αγκαλιά στον καναπέ. Και στο τέταρτο επάνω ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η ανιψιά. Βλέπει τα πατατάκια, βλέπει την ταινία και κάθεται μαζί μας και αυτή. Ψιλοχαλιόμαστε αλλά παιδάκι λέμε είναι, δεν καταλαβαίνει ότι ενοχλεί. Δέκα λεπτά μετά, έρχεται και η μάνα της να δει τι γίνεται. Βλέπει την ταινία, της αρέσει, και κάθεται και αυτή. Σε άλλα δέκα λεπτά, έρχεται και ο άντρας της. Ξαναβάζουμε την ταινία από την αρχή, ανοίγουμε καινούργια πατατάκια και μπύρες και από ένα τρυφερό τετ α τετ, καταντά οικογενειακή μάζωξη. Τελειώνει η ταινία δε φεύγουν, παραγγέλνουμε πίτσες, δε φεύγουν, αρχίζω και φορτώνω και φεύγω εγώ.
Την άλλη μέρα ενώ είμαστε στο σπίτι του, ότι έχω βγει από το μπάνιο τυλιγμένη με την πετσέτα και φτιάχνοντας καφέδες να τους πιούμε στο κρεβάτι, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο γαμπρός του. Ζητά συγνώμη και φεύγει.
Πάω τους καφέδες στην κρεβατοκάμαρα και εξηγώ του Κώστα πως πρέπει να μιλήσει στην αδερφή του και να εξηγήσει πως όταν βλέπουν το αυτοκίνητό μου στο πάρκινγκ δεν πρέπει να χρησιμοποιούν τα κλειδιά που έχουν από το σπίτι του αλλά να χτυπούν το κουδούνι γιατί θα μας πετύχουν σε πολύ ακατονόμαστη στάση και δεν είναι πρέπον!
Συμφωνεί και μου λέει πως θα τους μιλήσει.
Μερικές μέρες μετά που έχουμε γυρίσει πτώματα από τα μαγαζιά γιατί ψάχναμε καινούργιο σαλόνι για το σπίτι του, είμαστε μαζί στο μπάνιο και ακούμε την πόρτα να ανοίγει. Βγαίνει ο Κώστας, ακούω ομιλίες και πόρτα να κλείνει.
Ξαναέρχεται ο Κώστας στο μπάνιο και το βράδυ εξελίσσεται όπως φαντάζεστε!
Σε μια βδομάδα φέρνουν το καινούργιο σαλόνι και μόλις φεύγουν οι μεταφορείς, καθόμαστε να το εγκαινιάσουμε και αρχίζουμε τα φιλιά και τα χάδια. Και ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η αδερφή του!
Τσατίζομαι, σηκώνομαι, παίρνω την τσάντα μου, παίρνω τα κλειδιά μου και φεύγω. Από πίσω ο Κώστας να με κυνηγά. Μου τη βαράει, ξέρει που είναι το σπίτι μου και εγώ παίρνω την εθνική και τέσσερις ώρες μετά είμαι στην Καρδίτσα στο εξοχικό μου. Ήξερα πως την άλλη μέρα είχε δουλειά και δε θα με ακολουθούσε. Πέρασα ένα σαββατοκύριακο στο χωριό με το κινητό κλειστό.
Επιστρέφω Κυριακή βράδυ, και μπαίνω στο σπίτι. Δυο ώρες μετά, έρχεται ο Ο.. με τραβάει μια κατσάδα, του εξηγώ, μαζεύεται και μου λέει πως τα ξέρει όλα γιατί ο Κώστας δεν ήξερε που να με βρει και πήρε αυτόν μήπως ήξερε.
Το άλλο πρωί τηλεφωνεί στη δουλειά ο Κώστας γιατί νόμιζε πως θα είχα πάλι κλειστό το κινητό. Μου ζητά συγνώμη, πάμε για φαγητό και καταλήγουμε στο δικό μου σπίτι. Αλλά εγώ δεν έχω φαξ και ο Κώστας τις περισσότερες δουλειές τους τις κάνει από το γραφείο του στο σπίτι του. Το άλλο απόγευμα μου τηλεφωνεί να πάω από εκεί. Μου έχει δώσει το λόγο του ότι μίλησε στην αδερφή του και το γαμπρό του. Πράγματι μένω εκεί τόσες ώρες και δεν άνοιξε η πόρτα καμιά φορά.
Όταν ξαναπάω, πάλι ησυχία και δε μας ενόχλησε κανείς.
Το βράδυ, κάνουμε έρωτα, πάμε στο μπάνιο και μόλις ξαπλώνουμε με τα νυχτικά μας, ακούμε την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει. Κοιτώ το ρολόι, ήταν δύο και πέντε τη νύχτα. Ανοίγει η πόρτα της κρεβατοκάμαρας και είναι η ανιψιά του που κρατά ένα τεράστιο βάτραχο λούτρινο, με το νυχτικό της, που λέει:
- Η μαμά με έδιωξε από το κρεβάτι της με τον μπαμπά και ήρθα να κοιμηθώ με το θείο γιατί φοβάμαι…
Σηκώνομαι από το κρεβάτι, κοιτώ τον Κώστα, βάζω το παλτό μου πάνω από το νεγκλιζέ, βάζω τις γόβες μου και ανοίγω την πόρτα και φεύγω.

Το γνωρίζω ότι ο Κώστας μεγάλωσε το κοριτσάκι αυτό σα δικό του γιατί ο πατέρας της μικρής ήταν ναυτικός και έλειπε. Αλλά δεν μπορώ να πιστέψω πως η μιρκή απενεργοποίησε το συναγερμό στο σπίτι της, κατέβηκε, απενεργοποίησε το συναγερμό στο σπίτι του Κώστα και όλα αυτά τα έκανε χωρίς η μάνα της να καταλάβει κάτι. Πολύ απλά έβλεπαν ότι το πράγμα σοβάρευε και φοβόντουσαν ότι ο Κώστας θα με παντρευόταν και θα έχαναν την περιουσία του. Και βάλανε μπροστά τη μικρή γιατί υποτίθεται ότι αυτήν ήταν ενήμερη για τις επισκέψεις μου!
Το άλλο πρωί μου τηλεφωνεί η αδερφή του Κώστα.
Και η απάντησή μου ήταν η κάτωθι. Εννοείται ότι μετά από αυτό δεν ξαναείδα τον Κώστα. Βάλτε με το μυαλό σας τι του είπε η αδερφή του.
- Άκου Χριστίνα, δεν είμαι εγώ αυτή που θα σου πω πως θα μεγαλώσεις το παιδί σου, όμως δεν είναι δυνατόν ένα κορίτσι που σε δυο μήνες θα κλείσει τα δώδεκα να κατεβαίνει στο διαμέρισμα του θείου της να κοιμηθεί. Είναι σχεδόν σχηματισμένη κοπέλα. Ξέρω πως δεν υπάρχει κάτι πονηρό στη σχέση, αλλά ως γυναίκα δεν το ανέχομαι. Τρία λεπτά νωρίτερα να άνοιγε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, θα μας έβλεπε σε εντελώς ανάρμοστη στάση για τα μάτια ενός παιδιού όπως λες εσύ, μια νεαρής γυναίκας όπως λέω εγώ. Και επειδή δεν είναι τριών χρονών, δεν μπορώ να πιστέψω πως δεν έχεις κάποια ανάμιξη σε όλα αυτά…
Και έτσι έληξε και η σχέση μου τον τύπο που το σπίτι του δεν ήταν σπίτι αλλά κοινόβιο! 

3 Μαρ 2013

ΤΙ ΤΡΑΒΑΜΕ ΚΑΙ ΜΕΙΣ ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΕΣ...




...λέω εγώ η ψωνάρα τώρα!
Απορώ πως δε με ρώτησε κάποιος ή καλύτερα, κάποια, για το αν γνώρισα κανένα μαμάκια στα καμένα προξενιά που μου έκαναν.
Ε λοιπόν, υπήρχε περίπτωση να μην έχω γνωρίσει τέτοιο φρούτο; Όχι πες τε μου, υπάρχει γυναίκα που έστω, έστω και μόνο μια φορά ζωή της δεν έχει γνωρίσει ένα μαμάκια; Δεν υπάρχει. Είναι τόσο σύνηθες το φρούτο αυτό που ευδοκιμεί στη χώρα μας, που δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να τη γλιτώσω εγώ.

Ιταλέ, κρατήσου, έτερος καμένος!!!

Κεφάλαιο όγδοο: ο μαμάκιας.

Συνάδελφος από το πεντάγωνο. Είμαστε σε διπλανά γραφεία, έχει τη γιορτή του και αποφασίζουμε όλο το γραφείο να τον πάμε κάπου έξω. Το μαθαίνουν πολλοί, και έρχονται και από άλλες διευθύνσεις και φέρνουν και φίλους τους. Ο καθένας θα πλήρωνε τα δικά του και μόνο ο εορτάζων δε θα πλήρωνε. Το έχει μάθει όλος ο κλάδος και θα έρθει και μια φίλη μου, γραμματέας του κλαδάρχη, που καιρό προσπαθεί να με πείσει να βγούμε για να με γνωρίσει στον αδερφό του φίλου της.
Πάμε στο κέντρο που έχω διαλέξει εγώ, γιατί ήμουν escort officer σε μια αντιπροσωπεία και το είχα διαλέξει και τότε και άρεσε στο διευθυντή και τον κλαδάρχη.
Ο κόσμος έχει μαζευτεί και ήρθε και ο εορτάζων. Και φτάνει και η Σόφη με το φίλο της και τον κουνιάδο της.
Εκ πρώτης όψεως ο κουνιάδος πολύ ωραίος. Πάρα πολύ ωραίος. Και από δουλειά τέλειος και από τρόπους. Λυσσάει η Σόφη, μου τον συστήνει και με ρωτά αν δέχομαι να του δώσει το τηλέφωνο μου. Του ρίχνω μια δεύτερη ματιά και της δίνω το πράσινο φως.
Όλο το βράδυ ο Ορέστης, είναι δίπλα μου, μου αρέσει πολύ το όνομα αυτό, το συζητάμε, κάνουμε πλάκα με τη μυθολογία, ήταν και διαβασμένος και άρχισε να μου καλαρέσει η ιδέα.
Και ξαφνικά χτυπάει το κινητό του, βγαίνει να μιλήσει γιατί μέσα έχει πολύ φασαρία και επιστρέφει, με χαιρετά, μου λέει θα μου τηλεφωνήσει και εξαφανίζεται.
Ε, λέω, θα έχει καμιά επιπλοκή σε κάποιον ασθενή.
Μου τηλεφωνεί την άλλη μέρα γύρω στις έντεκα και κανονίζουμε να πάμε στον Ανδρόνικο, που έχει μουσική της εποχής μας.
Πάμε στον Ανδρόνικο, κύριος. Ούτε να με χουφτώσει, ούτε να πει πρόστυχα αστεία. Μας πιάνει μια λιγουρίτσα κατά τις δυο και πάμε για κρέπες σε μια κρεπερί που ξέρω στον Πειραιά. Παίρνουμε δυο κρέπες, καθόμαστε να τις φάμε και παραγγέλνει και άλλη μία με φράουλες και μπανάνα για το σπίτι.
- Αρέσουν στη μητέρα μου και αφού είμαστε εδώ, λέω να της πάρω και αυτής μια κρέπα…
Εκεί έπρεπε να καταλάβω αλλά το βρήκα πολύ τρυφερό να σκέφτεται τη μητέρα του. Ήταν παιδί χωρισμένων γονιών και η μητέρα τους, τους ανέθρεψε με αυταπάρνηση, μου εξήγησε. Έχω και εγώ γιο, σκέφτομαι, μακάρι και το δικό μου βλαστάρι να σκέφτεται έτσι μια μέρα!
Με πάει σπίτι μου, με καληνυχτίζει και  ανανεώνουμε το ραντεβού μας για τη Δευτέρα που δε θα εφημέρευε.
Έρχεται η Δευτέρα, πάμε για μπάνιο στο Λαγονήσι. Τρώμε σε ένα ταβερνάκι και παίρνει και καλαμαράκια τηγανητά για τη μαμά που της αρέσουν!
Γυρνάμε το βράδυ στα σπίτια μας. Μου τηλεφωνεί πριν κοιμηθεί και κάποια στιγμή με αφήνει σύξυλη ενώ μιλάω και δεν το παίρνω χαμπάρι. Κλείνω το τηλέφωνο και λέω θα τον πήρε ο ύπνος. Μου τηλεφωνεί σε λίγο να μου πει πως του έστειλε μήνυμα στο κινητό η μαμά του που μένει από κάτω, ότι δεν αισθανόταν καλά και πετάχτηκε να τη δει.
Δε μου άρεσε, αλλά μπορεί να είχε η γυναίκα κανένα πρόβλημα υγείας και δεν έδωσα συνέχεια.
Κανονίζουμε να πάμε σινεμά να δούμε μια ταινία δεν την είχαμε δει το χειμώνα που βγήκε. Βρίσκουμε και ένα θερινό σινεμαδάκι, πάμε μετά από δυο μέρες και ενώ απολαμβάνουμε την ταινία, χτυπάει το κινητό του. Είναι η μαμά του. Ακούω κάτι ναι, μα δε γίνεται να πάμε αύριο, είμαι έξω, καλά έρχομαι και αρχίζω να φορτώνω.
Εννοείται πως με παράτησε και έφυγε τσουρουφλισμένος.
Μου τηλεφωνεί το ίδιο βράδυ, εγώ είμαι πυρ και μανία. Δεν το σηκώνω. Το άλλο πρωί η Σόφη μου φέρνει μια ανθοδέσμη στο γραφείο με μια κάρτα συγγνώμης.
Άντε, λέω, ας μην το παρατραβάω, μπορεί να μην μπορούσε να κάνει και αλλιώς.
Μου τηλεφωνεί μετά από δυο ώρες και λέει να πάμε για φαγητό το βράδυ να εξιλεωθεί. Και δέχομαι.
Και πάω σπίτι, ετοιμάζομαι, βάζω και ένα μπουκάλι κρασί στο ψυγείο και πάω στο ραντεβού μου. Και είναι εκεί. Όχι όμως μόνος του. Είναι και η μαμά του!!!
Εγώ είμαι κάπως μπερδεμένη και φαίνεται!
- Ριάκι, να σου συστήσω τη μητέρα μου, ήταν στο νοσοκομείο το μεσημέρι, μου είχε φέρει πίτα να τη φάω ζεστή και άκουσε πως θα ερχόμασταν εδώ και επειδή είναι από τα αγαπημένα της εστιατόρια είπα να έρθει να σε γνωρίσει κιόλας!
Δε λέω κάτι, αλλά έχω πάρει ανάποδες.
Την ώρα που τρώμε, λέει ο Ορέστης ότι είμαι στρατιωτική νοσηλεύτρια.
- Οι νοσοκόμες είναι πουτάνες! Λέει η μαμά του Ορέστη!
- Τι λες ρε μάνα; Πετάγεται ο Ορέστης.
- Ρώτα όποιον θες, απαντά απτόητη η κυρία Φρόσω!
- Και εσείς τι φοβάστε; Τον ανταγωνισμό; Της λέω γιατί είμαι στα όριά μου!
- Είδες χιούμορ που έχει το Ριάκι μαμά; λέει ο Ορέστης σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
- Εσύ πρέπει να πάρεις μια κοπέλα ποντία, δικιά μας, να σε τιμήσει. Όχι μια χαμουτζού με μεγάλη γλώσσα. Λέει η ποντία μάνα του Ορέστη!
- Ναι Ορέστη μου, να πάρεις μια ποντία γιατί αυτή η χαμουτζού δε θέλει να σε ξαναδεί αφού στο τέταρτο ραντεβού έφερες και τη μαμά σου! Αλήθεια κυρία Φρόσω, αν παντρευτεί ο κανακάρης σας, θα πάτε μαζί του και στο γαμήλιο ταξίδι; Τη ρωτώ μαζεύοντας τσάντα, τσιγάρα και φουλάρι.
Και στο θεό σας ρε παιδιά τι μου απαντά;;;
- Γιατί να μην πάω;
Ναι αυτό μου είπε. Ήταν το τελευταίο που άκουσα. Μέχρι να καταλάβει ο Ορέστης τι έγινε, έχω γίνει καπνός. Είμαι ήδη στο δρόμο. Ο καημένος ο Ορέστης πάει να με κυνηγήσει αλλά ήδη έχω κάνει σήμα σε ταξί που σταματά εμπρός μου. Με πιάνει ο έρμος από το χέρι πριν μπω στο ταξί. Και ενώ προσπαθεί να τα μπαλώσει, βγαίνει η μαμά του στο δρόμο και τι του λέει; Όχι πες τε μου τι του λέει!

- Έλα Ορέστη, ήρθε το φαγητό σου και θα κρυώσει!
Και ο Ορέστης γυρνάει, την κοιτά και αντί να της ρίξει μια χριστοπαναγία να θυμηθεί τι έχει στο παντελόνι του, της λέει
- Έρχομαι σε λίγο μαμά!!!

Πήγε. Ακόμα ελεύθερος είναι. Και ελεύθερος θα μείνει. Ο αδερφός του δεν έχει καμιά σχέση με το μαμακιασμένο που ήταν ο Ορέστης…
Από το Blogger.

ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ

ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ
ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΙΝΕΨΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΠΛΑΚΩΝΕΙ

Αναγνώστες