Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τραγούδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τραγούδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Το κουτί


Τον είχα συναντήσει δυο- τρεις φορές τυχαία. Την τελευταία, πριν αρκετά χρόνια προγραμματισμένα. Βρεθήκαμε κάπου στην Πλάκα, για πολύ λίγο. Πρωί. Ίσα -ίσα για να πιούμε ένα καφέ, να πούμε δυο κουβέντες και για να φωτογραφήσω αυτό που ήταν η αφορμή της συνάντησής μας: ένα παλιό κουτί από Συριανά λουκούμια που ήξερα ότι είχε στο αρχείο του, τού το είχα ζητήσει και με πολλή προθυμία μού είχε φέρει.
Έτσι, πέρα από τα τραγούδια, την ποίηση και τα μυθιστορήματα, θα θυμάμαι τον Μάνο Ελευθερίου, τον Συριανό, γι αυτό το κουτί, που αν και παλιό, μύριζε μέχρι εκείνη τη μέρα λουκούμι.


Ο Μάνος Ελευθερίου, πέθανε χθες σε ηλικία 80 ετών.

Η φωτογραφία του κουτιού, είχε αναρτηθεί σε ποστ του 2011

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Είκοσι, από τα δύο χιλιάδες




Είκοσι τραγούδια από τα περισσότερα από δύο χιλιάδες που έγραψε ο στιχουργός Κώστας Βίρβος που πέθανε χθες 6 Αυγούστου σε ηλικία 89 ετών. 


Ρίξε μια ζαριά καλή


Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω


Η Αγία Κυριακή


Καράβι με σημαία ξένη 


Γεννήθηκα για να πονώ


Εγνατίας 406


Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα


Θα κάνω ντου ρε πονηρή


Νανούρισμα


Ο αρκουδιάρης


Ο φωτογράφος


Παράπονα και κλάματα


Σάντα Μαρία


Σού `χω έτοιμη συγνώμη


Στου Μπελαμί το ουζερί 


Ανέβα στο τραπέζι μου


Μια γυναίκα πέρασε 


Η προξενήτρα


Ο κυρ Θάνος πέθανε


Στις φάμπρικες της Γερμανίας




update, με μερικά τραγούδια ακόμα κι ας ακυρώνουν το μισό τίτλο 

Τα τελευταία τα σκαλιά 


Πάρε τα χρυσά κλειδιά

Ίσως


Ο Λόγος (Παραμύθι, από το Θεσσαλικό Κύκλο)


Χρήστου Λεοντή- Κώστα Βίρβου "Καταχνιά"

Κωστας Βίρβος, συνέντευξη στον Γιώργο Λιάνη 2001

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Η Ραφαέλα δεν μένει πια εδώ

Το σπίτι άδειο. Τρία παντζούρια κλειστά τα άλλα ανοιχτά. Μερικά τζάμια σπασμένα – τα παιδιά πετροβολούν ανελέητα τα παλιά σπίτια- κι εκεί στα κοφτερά τους χτυπάνε οι κουρτίνες που απέμειναν και σκίζονται. Τα ξέφτια τους ανεμίζουν τις νύχτες με φεγγάρι σχεδόν απόκοσμα.

Στη βεράντα η τέντα σκισμένη από τους αέρηδες- δεν θυμάμαι παλιά να φυσάει στα μέρη μας, όλα αλλάζουν τελικά- δυο ξεχαρβαλωμένες καρέκλες και ένα κουτσό τραπέζι. Στην αυλή οι γλάστρες με ξερά φυτά και το περιβόλι ζούγκλα. Τσουκνίδες αγριόχορτα και βατσινιές θεριεύουν και κάτω, στο χώμα, μπορεί να σέρνονται τα φίδια που ήρθε ο καιρός τους και ξύπνησαν.
 

Σε μια γωνιά της αυλής, μούσκεμα από την τελευταία μπόρα η κούκλα της. Μόλις που διακρίνεται ανάμεσα σε σκουριασμένους τενεκέδες. Τη βάζω να ξαπλώσει εκεί όπου όταν βγει ο ήλιος θα τη στεγνώσει.

Σκαλίζω, φυτεύω, κλαδεύω ποτίζω χωρίς τη σκιά μου. Η Ραφαέλα δεν είναι πια εδώ να με ακολουθεί σε κάθε βήμα. Να με βομβαρδίζει με απανωτές ερωτήσεις: “πώς το λένε αυτό το λουλουδάκι;”, “αν όλες είναι τριανταφυλλιές, πώς τις ξεχωρίζουμε;” “γιατί βρέχει;” “τί είναι μελίγκρα;” 


Η Ραφαέλα επαναπατρίστηκε. Για την ακρίβεια ξεριζώθηκε για δεύτερη φορά. Έφυγαν λίγο πριν αρχίσει η σχολική χρονιά που μόλις τέλειωσε, για την πατρίδα τους. Εκείνη που είχε πατρίδα  το δρόμο έξω από το σπίτι της. Τώρα σε ένα άλλο δρόμο, σε κάποιο χωριό της Αλβανίας, η Ραφαέλα ξένη, χωρίς την κούκλα της, θα είναι πάλι σιωπηλή όπως τότε που δεν ήξερε λέξη ελληνικά.

Γαρίφαλο, δες πώς μυρίζει”, “Από τα χώματα τις ξεχωρίζουμε”, “Διψάει το χώμα, για αυτό βρέχει”, "Αυτά τα πράσινα ζουζούνια" . Μουρμουρίζω τραγουδιστά τις απαντήσεις στις παλιές ερωτήσεις της Ραφαέλας και νομίζω ότι εκεί που είναι να τις ακούει.

МореСокол Пие Вода на Вардаро, "το γεράκι πίνει νερό στον Βαρδάρη", λέει ένα σκοπιανό τραγούδι, που έπαιξαν στα μέρη μας πλανόδιοι μουσικοί σε κάποιο γλέντι πριν από καιρό. Τα τραγούδια και τα πουλιά βλέπεις, περνούν τα σύνορα χωρίς διατυπώσεις.


Ραφαέλα Μερέντα (2011) και Ραφαέλα, 6 (2012)

To ποστ στο gather8

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Δύσκολοι αποχαιρετισμοί


Πριν πέντε μέρες πρέπει να ήταν. Είχαμε μαζευτεί, κι από τίποτα, από μια κουβέντα ξεκάρφωτη, μπήκε το πρώτο τραγούδι. Γιουτουμπάκι. Κι ύστερα ήρθε το δεύτερο, το τρίτο και γέμισε η νύχτα ρεμπέτικα. Μια ο ένας, μια ο άλλος, μια ο τρίτος. Ούτε στροφές, ούτε παλαμάκια. Τίποτα. Ήρεμα με ένα ποτήρι στο χέρι. Να ακούς τη μουσική να σιγομουρμουρίζεις τους στίχους, να κοιτάς το κρασί σου. Να μερακλώνεις και να το κρατάς, να μην το βγάζεις και να μελώνει πατρίδα το μέσα σου.

Κράτησα για το τέλος το “Μάνα μου Ελλάς”. Δεν το ήξεραν. Άκουγαν σιωπηλοί την εισαγωγή -”Ξαρχάκος” τους είπα- κι ύστερα στην πρώτη στροφή μετά τον αμανέ κοιτάχτηκαν. “Γκάτσος οι στίχοι, από την ταινία το Ρεμπέτικο”, διευκρίνησα. Πήγα να συμπληρώσω κάτι ακόμα μα με έκοψαν. “Σώπα, να ακούσουμε” είπαν και δυνάμωσαν την ένταση. Εκεί στο και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς/ που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς” τους ένιωσα ραγισμένους. “Ρε τι φωνάρα είναι αυτή” είπαν στο τέλος και ύστερα με ρώτησαν ποιός τραγουδούσε. “Νίκος Δημητράτος. Θείος μου” είπα με καμάρι. 


 Από παιδί δεν έχανα συναυλία του. Ούτε και παράσταση ή ταινία, μα πιο πολύ θυμάμαι τις συναυλίες. Είχα πάντα μεγάλη αγωνία, περίμενα να εμφανιστεί –με ένα άσπρο πουκάμισο, εκτυφλωτικό κάτω από τους προβολείς στο Λυκαβηττό- και έπειτα δεν τον άκουγα, μόνο αφουγκραζόμουν το πλήθος. Έπιανα στον αέρα τον κόσμο να χαμηλώνει στο άκουσμα αυτής της φωνής που ήταν έτοιμη να τσακίσει χίλιες φορές, με χίλιους τρόπους κι ύστερα ήξερε πώς να σηκωθεί αργά και να γεμίσει δοξαστικά για να σε λυτρώσει. Χαμήλωνε κι άλλο ο κόσμος μπροστά στη σεμνότητα της σκηνικής του παρουσίας, χαμήλωνε και τότε άπλωνε πάνω στο πλήθος η φωνή, το κυρίευε απόλυτα κι  ανέσυρε μια μια τις πιο ξεχασμένες μνήμες. Μνήμες από μια ατόφια Ελλάδα, ιδανική και διαρκώς απούσα. Στο τέλος, το ένιωθες: το χειροκρότημα του κόσμου για το Δημητράτο, δεν είχε μόνο το “μπράβο” ή τον θαυμασμό, είχε σεβασμό.
 

Πάμε να δεις την αυλή που μεγάλωσα” πρέπει να μού είχε πει και από το Μοναστηράκι πήραμε να ανηφορίζουμε τα στενά στην Πλάκα. Μπροστά πήγαινε ο Θωμάς – θα ήταν δώδεκα, το πολύ δεκατρία τότε- κι εμείς ακολουθούσαμε. Ανηφορίζαμε κι μού έλεγε για τα παλιά: πώς ήταν η Πλάκα όταν ζούσε εκεί με τη μητέρα του, πώς ξεκινούσε από το σπίτι πιτσιρίκι για να πάει στη Μητρόπολη. Παπαδάκι πρώτα και μετά στη βυζαντινή χορωδία. Όταν φτάσαμε, ακούμπησε το ντουβάρι κι έτσι μου έδειξε το σπίτι τους. Θυμάμαι ακόμα αυτή την εικόνα: το χέρι του πάνω στην ξεφλουδισμένη ώχρα. Ευλαβικά. 

Στενό το σοκάκι κι ανηφόρισα λίγο ακόμα δω το σπίτι ολόκληρο -ένα ισόγειο, μικρό, ακατοίκητο. Κλειστά πορτοπαράθυρα και χορτάρια να φυτρώνουν στην άκρη της στέγης. Κι άλλη εικόνα μπροστά μου σχεδόν κινηματογραφική: ο Νίκος ακουμπισμένος στον τοίχο, να αναπολεί με το κεφάλι του λίγο γερμένο και αρκετά πιο πίσω, δίπλα στην πόρτα, στην ίδια σχεδόν στάση ο Θωμάς. Με την ίδια έκφραση. Ολόιδιοι πατέρας και γιος, σαν να έβλεπες έναν άνθρωπο σε δύο διαφορετικές ηλικίες.


 Μια μέρα πέρασα απροειδοποίητα από το σπίτι στο Βύρωνα και τον πέτυχα στη ραπτομηχανή. Γάζωνε παντόφλες με τη σιγουριά επαγγελματία. Σίγουρα κι από αυτή τη δουλειά είχε περάσει. Είτε μικρός στο ξεκίνημα για βιοπορισμό είτε αργότερα, μεγάλος, όταν πάλευε να πλάσει τους ρόλους του -όπως κανένας άλλος ηθοποιός- άλλαξε δεκάδες δουλειές. Τρεις μήνες ήταν σε κρεοπωλείο για το Άντε Γεια του Τσεμπερόπουλου. “Εδώ είχα βάλει σχεδόν είκοσι κιλά για το ρόλο, θα έκανα το χασάπη, χωρίς να ξέρω να κόβω το κρέας σαν επαγγελματίας;” μου είχε πει κάποτε.


 Για τις παντόφλες κατέβαινε στου Ψυρρή, έπαιρνε δέρματα, τις σχεδίαζε και τις έφτιαχνε για όλους στην οικογένεια. Όχι μόνο τη στενή μα την ευρύτερη: ανίψια, ξαδέλφια, θείοι, όλοι έλαβαν. Διαφορετικό το κάθε ζευγάρι. “Να δεις που θα σου πάρει μέτρα για να σου φτιάξει και σένα” είπε η Χαρά. Μέτρα δε μού πήρε εκείνη τη μέρα μα σηκώθηκε κι έβαλε να φτιάξει μακαρονάδα. Εκεί να δεις μεράκι και σιγουριά. Σιγοσφύριζε κι ανακάτευε τη σάλτσα. Με τραγούδι τα σούρωσε. Καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας με τη θεία τη Χαρά κι έλεγα μέσα μου, να αργήσει το φαγητό να τον ακούσω κι άλλο. Δεν άργησε το φαγητό κι έτσι τραγουδισμένο που ήταν, μού φάνηκε πιο νόστιμο. 


Καλοκαίρι στα Κύθηρα στο σπίτι τους, λίγο πριν το γάμο της Μαρίας της μοναχοκόρης του. Άρχοντας στην αυλή, μπροστά στη θέα του πελάγους, ένιωθες ότι ήταν πλήρης. Όλα τα σπουδαία του βίου -για άλλους ασήμαντα- τα είχε γευτεί και συνέχισε να τα γεύεται με τον δικό του απλό τρόπο. Το έβλεπες στο σπίτι που έχτισε με τα χέρια του. Στον τρόπο που τραγουδούσε, που έπιανε το χέρι της Χαράς, που αγκάλιαζε τα παιδιά του- με τα χέρια ή με το βλέμμα. Στις μετρημένες κουβέντες του. Στον τρόπο που κρατούσε το ποτήρι στο χέρι του. Στο καθαρό του γέλιο. Το έβλεπες ξεκάθαρα στον τρόπο με τον οποίο πατούσε το χώμα. 

Καλό δρόμο Νίκο



 οι εικόνες από το Ρεμπέτικο 

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Μάτια, μάθια και ματιές

1.Δυο πράσινα μάτια 
Στίχοι: Κώστα Κιούσης  Μουσική: Μίμης Κατριβάνος 




2.Γλυκά μου μάτια
Στίχοι: Σπύρος Χρώνης  Μουσική: Νίκος Γούναρης
Ερμηνεία: Νίκος Γούναρης 


Στίχοι: Λεωνίδα Κατσουρόπουλου. Μουσική :Eldo di Lazzaro 
Ερμηνεία: Δανάη 

Στίχοι:Κώστα Κοφινιώτη Μουσική: Μιχάλη Σουγιούλ 
Ερμηνεία: Μαρίνα Δεμερτζή. 

5.Ξέρω δυο μάτια γαλανά
Στίχοι: Γ. Γιαννακόπουλος Μουσική: Γ. Μουζάκης
Ερμηνεία: Τζένη Βάνου, Γιάννης Βογιατζής

6.Μάτια καστανά
Στίχοι: Νίκος Φατσέας
Μουσική, Ερμηνεία: Τώνης Μαρούδας

7.Αυτά τα μάτια κάπου τα `χω ξαναδεί
Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος Μουσική:Μιχάλης Σουγιούλ
Ερμηνεία: Τώνης Μαρούδας

8.Μάτια μου
Στίχοι: Κώστας Κιούσης Μουσική:Μιχάλης Σουγιούλ
Ερμηνεία: Τώνης Μαρούδας

9.Τέτοια μάτια γαλανά
Στίχοι:Σακελλαρίου-Γιαννακόπουλου Μουσική:Μιχάλη Σουγιούλ
Ερμηνεία: Πάολα Νικολέσκο



Στίχοι Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης, 
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Φλερύ Νταντωνάκη

Στίχοι, Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης 
Ερμηνεία: Μάρκος Βαμβακάρης -Στράτος Παγιουμτζής 

Στίχοι, Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης 
Ερμηνεία: Μάρκος Βαμβακάρης, 
Κώστας Ρούκουνας και Στράτος Παγιουμτζής 

Μουσική: Στελλάκης Περπινιάδης 
Ερμηνεία: Ρίτα Αμπατζή 

Μουσική: Π. Τούντας 
Ερμηνεία: Γ. Βιδάλης 

Στίχοι-Μουσική: Κώστα Σκαρβέλης 
Ερμηνεία: Γιώργος Κάβουρας 

16.Τα ματάκια σου τα μαύρα
Μουσική στίχοι: Περπινιάδης Σέμσης
Ερμηνεία: Στελλάκης Περπινιάδης

17.Τα ματάκια σου τα δυο
παραδοσιακό
Ερμηνεία: Ρόζα Εσκενάζι

18. Μάτια γλυκά και γαλανά
Μουσική, Στίχοι ερμηνεία: Μπαγιαντέρας


Στίχοι ,Μουσική: Απόστολος Καλδάρας
Ερμηνεία: Βίκυ Μοσχολιού 

20.Τι γλυκό να σ` αγαπούν (Μάτια μου μεγάλα) 
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος  Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτα 
Ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου 

Στίχοι- Μουσική:Άκης Πάνου. 
Ερμηνεία: Βίκυ Μοσχολιού 

Στίχοι:Μανώλη Ρασούλη Μουσική: Χρίστου Νικολόπουλου 
Ερμηνεία: Γλυκερία 

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος 
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

24.Η Κατερίνα (Μάτια μου μεγάλα)
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος Μουσική: Γ. Μαρκόπουλος
Εκτέλεση: Α. Βουγιουκλάκη, Λαβρέντης Διανέλλος


25.Πρώτη φορά (τα μάτια σου στα μάτια μου) 
Συνθέτης: Μίμης Πλέσσας Στιχουργός: Λ. Παπαδόπουλος
Ερμηνεία: Ρένα Κουμιώτη 

Στίχοι:Κώστας Μάνεσης  Μουσική: Θόδωρος Δερβενιώτης 
Ερμηνεία: Πόλυ Πάνου 

Στίχοι: Χρίστος Κολοκοτρώνης- Σταύρος Παντελίδης 
Μουσική: Στέλιος Χρυσίνης 
Ερμηνεία: Καίτη Γκρέυ 

Στίχοι Μουσική: Άκης Πάνου 
Ερμηνεία: Στράτος Διονυσίου, Βούλα Γκίκα. 

Στίχοι, Μουσική: Απόστολος Καλδάρας 
Ερμηνεία: Στράτος Διονυσίου 

Στίχοι- Μουσική: Μανώλης Χιώτης 
Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλου 

31.Δε θέλω τα ματάκια σου
Στίχοι μουσική: Βασίλη Τσιτσάνη
Ερμηνεία: Νταίζη Σταυροπούλου

32.Γαλάζια Μάτια
Μουσική: Μανώλης Χιώτης
Ερμηνεία: Μαίρη Λίντα

33.Μάτια μου, μάτια μου
Στίχοι: Λευτ. Παπαδόπουλος Μουσική: Στ. Κουγιουμτζής
Ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου

Στίχοι: Γιάννης Κακουλίδης Μουσική: Γιώργος Κοντογιώργος 
Ερμηνεία: Μιχάλης Βιολάρης 

Στίχοι: Δημήτρης Ιατρόπουλος Μουσική: Λάκης Παπάς 
Ερμηνεία: Λάκης Παπάς 

Στίχοι: Λευτ. Παπαδόπουλος Μουσική: Μίμης Πλέσσας
Εκτέλεση: Γιάννης Πουλόπουλος 

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος Μουσική: Γιάννης Σπανός 
Ερμηνεία: Γιάννης Πουλόπουλος 

Στίχοι: Λευτ. Παπαδόπουλος Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος 
Ερμηνεία: Γιάννης Πάριος 

Στίχοι:Μιχ. Γκανάς Μουσική: Παπαδημητρίου Δημήτρης 
Ερμηνεία: Ανδρεάτος Γεράσιμος 

Στίχοι: Κώστα Τριπολίτη Μουσική: Διονύσης Τσακνής 
Ερμηνεία: Διονύσης Τσακνής 

Στίχοι: Άκος Δασκαλόπουλος. Μουσική: Μάνος Λοΐζος.
Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη 

Στίχοι: Ισαάκ Σούσης Μουσική :Λαυρέντης Μαχαιρίτσας 
Πρώτη εκτέλεση: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας 

Στίχοι: Γιάννης Κακουλίδης  Μουσική: Γ. Κοντογιώργος 
Ερμηνεία: Μιχάλης Βιολάρης 

Στίχοι -Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Εκτέλεση: Χαΐνηδες 

Στίχοι, Μουσική: Ορφέας Περίδης
Ερμηνεία: Νίκος Παπάζογλου 

Στίχοι: Αλ. Παπαδιαμάντη Μουσική: Μανώλης Λιαπάκης 
Ερμηνεία: Σωκράτης Μάλαμας 

47.Τα σκούρα μάτια
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος Μουσική: Κουγιουμτζής
Ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου

48.Για κοίτα με στα μάτια
Στίχοι- Μουσική: Άκης Πάνου
Ερμηνεία:Μαρινέλλα 
δημοτικό, ερμηνεία: Νίκος Γιαννακος 

Δημοτικό, Ερμηνεία Θ. Μουστάκας 

Νησιώτικο, ερμηνεία: Λέτα Κορρέ. 

Νησιώτικο, Ερμηνεία: Ειρήνη Κονιτοπούλου 

53.Κάθε δέκαπέντε (συνα- ντιόμαι με τα μάτια εκείνα) 
Κοτσάτος Α Νάξου  ερμηνεία: Κούλα Κληρονόμου Σιδέρη 

Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία: Θανάσης Σκορδαλός 

Ερμηνεία: Μενέλαος και Γιώργης Νταγιάντας 

Στίχοι:Γιώργης Σταυρακάκης 
Μουσική: Βασίλης Ξυλούρης, Ψαραντώνης 
Ερμηνεία:Ψαραντώνης 

57.Τα μάθια σου μ` αρέσουν
Ερμηνεία: Βασίλης Σκουλάς 

ερμηνεία: Γιώργης Βρέντζος (Κατής) 

59. Βασίλη μ` τα ματάκια σου
Αλέκος Κιτσάκης






"Κι ας έρθουν τώρα να μας κρίνουν οι κάτοικοι οδών, συνοικιών
και πόλεων. Ας έρθουν τώρα να μας κρίνουν οι νομοταγείς
πολίτες της ανυπαρξίας. Ας έρθουν οι ακατοίκητοι άνθρωποι."*



οι εικόνες από εδώ

*Αργύρη Χιόνη,  Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη,  Θ`






Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Όψιμο καλοκαίρι


Το πακετάρισμα ολοκληρώθηκε μετά από δισταγμούς, αρκετές αναβολές και με πολλές ενοχές. Χωρίς διάθεση. Δεν υπάρχει εκείνη η παλιά, άγρια χαρά της αναχώρησης -ίχνη της μόνο εμφανίζονται στον Πειραιά, μπροστά στο καράβι. Εν πλω, φοβάμαι ότι αυτή τη φορά δε υπάρχει περίπτωση να ξεχαστώ και να ξεχάσω, να ξεφορτωθώ έστω και λίγο από το βάρος του τρίτου χρόνου της κρίσης και κυρίως τον φετινό, τον πιο πικρό Αύγουστο που προηγήθηκε.


Πολύ πριν ακουστεί από τα μεγάφωνα “πάσαντζερς γουιδ ντεστινέσιον...” έχω αναγνωρίσει από μακριά μέσα στο σκοτάδι τη φιγούρα του Νησιού. Τα φώτα στο λιμάνι. Περιμένω φορτωμένος να κατέβει o καταπέλτης  για να δω, ξωτικά της νύχτας να περιμένουν οι φίλοι. Μια, δυο, δέκα, δεκαπέντε αγκαλιές και γκρίνια: “εσύ που ήσουν πιο κοντά από όλους μας, να φτάσεις τελευταίος;” Μυρίζουν ρακί κι αντηλιακό. Τους μετρώ με το βλέμμα και σιγουρεύομαι ότι είμαστε όλοι και πάλι εδώ. Σαν να μην πέρασε ούτε μέρα από πέρυσι, από προπέρυσι, σαν να συνιστούν όλα τα προηγούμενα που έχουμε περάσει μαζί, ένα ενιαίο όψιμο καλοκαίρι κι ας παρεμβάλλονται ανάμεσά τους, αναπόφευκτα, ζόρικοι χειμώνες.

Το πρώτο μπάνιο του δώδεκα, προχωρημένο Σεπτέμβρη είναι ιεροτελεστία. Στέκομαι αμήχανα δίπλα στους άλλους που ήδη έχουν πάρει χρώμα, βγάζω βερμούδα, φανελάκι, ντρέπομαι για την ασπρίλα μου, κοντοστέκομαι για λίγο κι ύστερα βγάζω και το μαγιό. Τελευταία βγάζω τα γυαλιά. Τα λαμπυρίσματα της επιφάνειας, μαργιόλες σειρήνες, προκαλούν. Βαδίζω αργά προς τη θάλασσα. Η άμμος ψιλή, καίει τις πατούσες μα δε βιάζομαι. Το νερό μέχρι τα γόνατα. Δροσερό, όπως πρέπει. Εκεί στέκω και μετράω ένα- ένα τα βαρίδια του χρόνου που προηγήθηκε. Περνάω στα γρήγορα τις σκληρές εικόνες του. Να αφήσω τα βαρίδια, να μην ξεχάσω τις εικόνες. Τον αναστεναγμό, ακολουθεί βαθιά, πολύ βαθιά ανάσα και βουτάω.


Τεντωμένο το σώμα κυλάει για λίγο στο νερό, χωρίς καμιά κίνηση. Χαμηλά, να γδέρνει ο βυθός το στέρνο πρώτα, ύστερα τη κοιλιά και τέλος τους μηρούς. Καθυστερώ να ανοίξω τα μάτια. Ανακαλώ τα χρώματα, τις παράλληλες ζώνες τους, χωρίς σαφή διαχωρισμό. Αυτά τα χρώματα που είναι ικανά να σε κάνουν να βουρκώσεις μεσ` το νερό. Λίγο πριν χάσει το σώμα τη φόρα του, κινώ χέρια, αφήνω σε μια προσεκτική μικρή εκπνοή λίγο αέρα κι ανοίγω τα μάτια: κάτω το κίτρινο της άμμου, μετά το παράφορο πετρόλ, και πάνω, μακριά, το βαθύ μπλε της ανοιχτής θάλασσας. Όταν σηκώσω το βλέμμα ψηλά θα δω και το άλλο γαλάζιο, του ουρανού και την επιφάνεια του νερού να γίνεται κάτοπτρο. Εκεί, ανάμεσα στις φυσαλίδες της τελικής εκπνοής, για μια στιγμή, θα δω τον εαυτό μου. Αστείο με γουρλωμένα μάτια. Θα τον συλλάβω να σκέφτεται για άλλη μια φορά: “αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο γι αυτή την πρώτη βουτιά”

Γύρω από το τραπέζι που φωτίζεται μόνο από το φως του ολόγεμου φεγγαριού, η Βαβέλ μας. Μετρώ δεκαεπτά. Με μένα δεκαοκτώ. Με το κρασί έρχονται τα πρώτα. Φάβα, χταποδάκι, κολοκυθάκια, βλήτα, φασόλια μαυρομάτικα και φέτα τηγανισμένη με σουσάμι και μέλι. Γεμίζουν τα ποτήρια. Τα χέρια απλώνουν και τεντώνονται για να τσουγκρίσουμε κάπου στη μέση του μακρόστενου τραπεζιού. Για μια στιγμή θα βρεθούν όλα μαζί. Σκέφτομαι ότι αν έβλεπα την εικόνα από ψηλά, bird view κανονικά, δε θα έβλεπα να σχηματίζουν οι μικροί κύκλοι των ποτηριών σε κάτοψη, ένα μεγάλο κύκλο μα το σχήμα του Νησιού. Κι έτσι όπως απομακρύνονται για την πρώτη γουλιά αυτοί οι κύκλοι δεν είναι παρά στίγματα πόλεων στον παγκόσμιο χάρτη. Των πόλεων από όπου ξεκίνησε ο καθένας μας για να βρεθεί εδώ, σε αυτό το τραπέζι. Βερολίνο, Λονδίνο, Παρίσι, Βαρκελώνη, Ρώμη, Βρυξέλλες, Μιλάνο, Μελβούρνη, Μόναχο, Μαδρίτη, Αθήνα.

Αγνώριστη πια η Αθήνα. Αγνώριστη η Ελλάδα...”. Δεν είναι τόσο τα κλειστά μαγαζιά, που τους κάνουν να λένε αυτή την κουβέντα, μα η αδιέξοδη θλίψη που αναδύεται από τα πρόσωπα των Ελλήνων. Κι η ανεκδιήγητη -λέω εγώ- αδράνεια. Η απάθεια μπροστά στην εξαθλίωση. Η μοιρολατρική στάση απέναντι στην ραγδαία κατάρρευση. Όχι μόνο την οικονομική. Ανάβει η κουβέντα, ξεφεύγει από τα όρια της ελληνικής κρίσης, γίνεται ευρωπαϊκή καταλήγει παγκόσμια. Αναζητούμε κοινό τρόπο αντίστασης. Δυσκολευόμαστε, πικρίζει το στόμα μας κι ας κατεβαίνουν στο τέλος το ένα μετά το άλλο, καυτά τα ρακόμελα κερασμένα από το μαγαζί. Παύση γενναία, μακράς διάρκειας. Ο αέρας έχει πέσει. Ακούγεται μόνο το κύμα δίπλα μας και κάποιο ξεχασμένο τριζόνι μακριά.


Κι ύστερα, ξαφνικά ο L. αρχίζει να τραγουδάει Piensa en mi. Σιγομουρμουρίζουμε μαζί του. Στο “No la quiero, para nada. Para nada me sirve sin ti” κεφάλια γέρνουν στους διπλανούς ώμους, τα μάτια γαληνεύουν, ένα χέρι χαϊδεύει μια γυμνή πλάτη. Πριν τελειώσει το τραγούδι, πέντε- έξι, σηκωνόμαστε από τραπέζι και κατεβαίνουμε στην παραλία. Βγάζουμε ρούχα και βουτάμε. Κάνει λίγη ψύχρα μα τα νερά είναι ακόμα ζεστά. Ξανοιγόμαστε στα ασήμια που απλώνουν. Πίσω στην ταβέρνα οι Ιταλοί έχουν πάρει σκυτάλη και έπιασαν να τραγουδάνε το Parlami d'amore Mariù. Δυνατά και με πάθος. Ψηλά, η πανσέληνος της τελευταίας μέρας του Σεπτέμβρη, υποδέχεται τον Οκτώβρη. Κι εμείς είμαστε ακόμα εδώ, ξωτικά ενός όψιμου καλοκαιριού. 


Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Πετραδάκι πετραδάκι



Καλή φωνή δεν είχα, όμως τραγουδούσα με πάθος. Έτσι στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, μού ζητούσαν επίμονα να πω το τραγούδι που ήταν τότε το μεγάλο μου σουξέ. Πρέπει να ήταν πολύ διασκεδαστικό το θέαμα: ένα πεντάχρονο που σηκωνόταν, στεκόταν στο κέντρο της ομήγυρης που αποτελούσαν θείοι θείες και παππούδες κι άρχιζε σοβαρό -σοβαρό να τραγουδάει “Πετραδάκι, πετραδάκι...” προσπαθώντας όσο μπορούσε να μιμηθεί τη φωνή του Μιχάλη Μενιδιάτη. Ένα πιτσιρίκι που μετά από λίγο, εν μέσω χειροκροτημάτων, κατέληγε βουρκωμένο, με σπασμένη φωνή να τραγουδάει κι ύστερα πάνω στη στάχτη, μοναχός μου έκλαψα."

Δεν ξέρω αν ήταν η μουσική του Απόστολου Καλδάρα με το τρυφερό φλάουτο στην εισαγωγή, που με παρέσυρε και με έκανε να λατρέψω αυτό το τραγούδι. Μάλλον όμως περισσότερο με γοήτευε η ιδιαίτερη, γεμάτη παράπονο λαϊκή φωνή του Μενιδιάτη και η ιστορία που διέκρινα πίσω από τους στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Έβλεπα μπροστά στα μάτια μου τον ήρωα, ασπρόμαυρο να χτίζει πετραδάκι, πετραδάκι το τσαρδί του, να το ολοκληρώνει με κόπο και ιδρώτα, αλλά αυτό έτσι φτωχικό πού ήταν να μην ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις εκείνης που επέλεγε πλούτη και μεγαλεία αντί της αληθινής αγάπης. Αυτός λοιπόν στην απελπισία του το έκαιγε και στο τέλος έμενε να κλαίει μοναχός του στα συντρίμμια που κάπνιζαν.

Δεν υπήρχε περίπτωση να το ακούσω στο ραδιόφωνο και να μην τρέξω αμέσως να δυναμώσω την ένταση, να κολλήσω το αυτί μου στο ηχείο και να μουρμουρίζω με σεβντά δυσανάλογο της ηλικίας μου τους στίχους, ντουέτο με τον Μενιδιάτη. Kάθε, μα κάθε φορά ακούγοντάς το είχα την κρυφή ελπίδα ότι υπήρχε περίπτωση κάτι να αλλάξει, εκείνη να καταλάβει το λάθος της και να γυρίσει στο φτωχικό τσαρδάκι. Να του πει ότι τον αγαπάει, να τον αγκαλιάσει, και τότε, σε αυτή ακριβώς τη σκηνή να σβήσει σιγά σιγά η μουσική, όπως ακριβώς θα γινόταν σε μια ελληνική ασπρόμαυρη ταινία. Το τραγούδι όμως τέλειωνε πάντα με τον ίδιο τρόπο κι εγώ σκούπιζα τα μάτια μου απογοητευμένος.

Ταυτιζόμουν τόσο με τον ήρωα που νομίζω ότι αργότερα, στις απώλειες που αναπόφευκτα βίωσα, ο πόνος κάθε φορά είχε κάτι από τη χροιά αυτού του παλιού πόνου που ένιωθα στα πέντε όταν μού ζητούσαν και το τραγουδούσα στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Χθες, με αφορμή την είδηση του θανάτου του Μιχάλη Μενιδιάτη το άκουσα και πάλι μετά από πολύ καιρό. Το τραγούδησα ντουέτο μαζί του και στο τέλος -χωρίς χειροκροτήματα αυτή τη φορά- ήμουν και πάλι βουρκωμένος.






η εικόνα από εδώ 

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Γιώργος Μούτσιος 1932-2012


Για ένα μεγάλο μέρος του κοινού, ο 
Γιώργος Μούτσιος παραμένει μία από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές «κακών» του λαϊκού ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1960.

Ωστόσο, ο Γιώργος Μούτσιος, που γεννήθηκε στην Καλαμάτα τον Ιανουάριο του 1932, ήταν ένα πολύπλευρο ταλέντο: είχε σπουδάσει μουσική και τραγούδι στο Ελληνικό Ωδείο και θέατρο στη σχολή του Εθνικού Ωδείου, ενώ μετά την αποστράτευσή του πήγε στη Βιέννη για ανώτερες σπουδές φωνητικής, θεάτρου και σκηνοθεσίας (οι αδελφές του ήταν οι σολίστες της Λυρικής Σκηνής Σοφία και Μαρία Μουτσίου).

Μάλιστα, η καριέρα του Μούτσιου άρχισε από το τραγούδι καθώς το 1951 προσελήφθη ως τραγουδιστής στο Εθνικό Θέατρο και συμμετείχε ως μέλος του Χορού στην τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος». Ο Μούτσιος είχε επίσης εμφανιστεί σε συναυλίες κλασικού τραγουδιού σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και είχε τραγουδήσει την «Κάρμινα Μπουράνα» στο πλαίσιο του φεστιβάλ Αθηνών.



 

Το 1960, ο Γ. Μούτσιος δίδαξε και τραγούδησε τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι στους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, μία μεγάλη στιγμή της καριέρας του.

Οι θίασοι με τους οποίους είχε συνεργαστεί στο θέατρο ήταν πάρα πολλοί (
Ε. ΛαμπέτηΑ. ΒουγιουκλάκηΣ. ΓιούληΤζ. Ρουσσέα κ.ά.) ενώ το 1977 ο Μούτσιος συγκρότησε θίασο με τη γυναίκα του, ηθοποιό Δέσποινα Νικολαΐδου. Με το Εθνικό Θέατρο πήρε μέρος στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι. Στο ίδιο φεστιβάλ με το Θέατρο Τέχνης συμμετείχε στους «Όρνιθες», όπως επίσης και στο Φεστιβάλ Σαίξπηρ στο Λονδίνο.

Στον κινηματογράφο ο Μούτσιος εμφανίστηκε σε ηλικία περίπου 20 ετών και μία από τις πρώτες επιτυχίες του ήταν η ταινία «Η αγνή του λιμανιού» (1952). Από τότε εμφανίστηκε σε παραπάνω από 50 ταινίες, δράματα, κωμωδίες και περιπέτειες. Ενδεικτικά: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954) , «Ο κράχτης» (1964), «Θα σε κάνω βασίλισσα» (1964) , «Αχ!.. και νάμουν άντρας» (1966),«Τρούμπα `67» (1967) ,«Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί» (1967) , «Η επιστροφη της Μήδειας» (1968), «Ο αετός των σκλαβωμένων» (1970), «Ο δρόμος των ηρώων» (1971), «Εσχάτη προδοσία» (1971), «Ο αντιφασίστας» (1972).

Τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του Μούτσιου είναι στην ταινία του Δημήτρη Κολάτου «Αλέξανδρος και Αϊσέ» (2002), ενώ αξίζει να θυμήσουμε ότι συμμετείχε και στην αμερικανική παραγωγή «Ο Λέων της Σπάρτης» («The 300 Spartans», 1962) που γυρίστηκε στην Ελλάδα από τον Ρούντολφ Ματέ.

Η τηλεοπτική σειρά «Τα παιδιά της Νιόβης» ήταν μία από τις τελευταίες του επιτυχίες.  (Από το Βήμα







'Εμπρός αρχίνα πες τους
γλυκά τους αναπαίστους'