Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Το κουτί


Τον είχα συναντήσει δυο- τρεις φορές τυχαία. Την τελευταία, πριν αρκετά χρόνια προγραμματισμένα. Βρεθήκαμε κάπου στην Πλάκα, για πολύ λίγο. Πρωί. Ίσα -ίσα για να πιούμε ένα καφέ, να πούμε δυο κουβέντες και για να φωτογραφήσω αυτό που ήταν η αφορμή της συνάντησής μας: ένα παλιό κουτί από Συριανά λουκούμια που ήξερα ότι είχε στο αρχείο του, τού το είχα ζητήσει και με πολλή προθυμία μού είχε φέρει.
Έτσι, πέρα από τα τραγούδια, την ποίηση και τα μυθιστορήματα, θα θυμάμαι τον Μάνο Ελευθερίου, τον Συριανό, γι αυτό το κουτί, που αν και παλιό, μύριζε μέχρι εκείνη τη μέρα λουκούμι.


Ο Μάνος Ελευθερίου, πέθανε χθες σε ηλικία 80 ετών.

Η φωτογραφία του κουτιού, είχε αναρτηθεί σε ποστ του 2011

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Ο Kunkush κι οι γάτες του Ατζανού

  

  Ο Τριαντάφυλλος Αυγουστής, τριαντάρης τότε ψαράς, είχε δέσει με σκοινί την τρίχρονη κόρη του Πελαγία στη μέση της γυναίκας του, που φυλούσε στην αγκαλιά της τον ασαράντιστο Δημητράκη, ανέβασε την οικογένεια στον δεκάμετρο κοκκινομπλέ Γαρύφαλλο του αφεντικού, βοήθησε να βολευτούν όπως όπως και οικογένειες γειτόνων, και σε απανωτές διαδρομές μαζί με τους άντρες από άλλα τρία ψαροκάικα και ποσταλάκια σήκωσαν όλο τον Ατζανό και τον άδειασαν απέναντι.

  Και κάθονταν μετά να κοιτάνε τους καπνούς. Σμύρνη και τα λοιπά, τα γνωστά. Το άλλο πρωί Γαρύφαλλος και Τριαντάφυλλος πουθενά. Το παράλλο τα ίδια.

  Ο σγουρομάλλης ψαράς με τα καστανά μάτια, που όταν βούρκωναν φούσκωναν και μύριζαν καφέ με καϊμάκι, πήγε να σκάσει γιατί ξέχασε στη Μικρασία τη γάτα του. Ένα μήνα πριν το φευγιό η Μαρίτσα, έγκυος, με μια οχιά διπλοτυλιγμένη στην κοιλιά της σύρθηκε μισοπεθαμένη μέχρι το μώλο και στάθηκε μπροστά στον Γαρύφαλλο νιαουρίζοντας ξεψυχισμένα.

  Δυο άντρες που μπάλωναν τις αλαμάνες και τα σαρδελιά έσπασαν μια ψαροκασέλλα, μοιράστηκαν τις σανίδες και κοπανούσαν το φίδι μέχρι που του 'λειωσαν το κεφάλι.

  Ο Τριαντάφυλλος Αυγουστής γύρισε απέναντι να ψάξει τη Μαρίτσα και τα τρία της γατιά.

  Εφτά μέρες μετά, ενώ πια η γυναίκα του τον έκλαιγε και ο αφεντικός του έκλαιγε και τον εργάτη και το καΐκι του, δεκάδες Ατζανιώτες στέκονταν βουβοί και σκούροι μωβ, σαν το σούρουπο στα βραχάκια της Λέσβου, να κοιτούν τα δυο λουλούδια τους, Γαρύφαλλο και Τριαντάφυλλο, να επιστρέφουν, και να ακούνε ένα χαλασμό από νιαουρητά. Το καΐκι ερχόταν γιαλοπερίγελα κουβαλώντας την τελευταία φουρνιά της προσφυγιάς, τις εικοσιεπτά γάτες του Ατζανού, όσες ξετρύπωσε ο ψαράς γυροφέρνοντας με προφυλάξεις την κωμόπλη -φάντασμα.

  Τις μοίρασε στους αφέντες τους, οι Γιατζόγλου πήραν τη Χανούμ, ο Γιοβανάκης την Κική του, οι Χειριμπέρηδες τηνΑθηνά τους, η Ελένη την Ελένη της κι ο Σωτήρης τον Σωτήρη του, αλλά κανείς τους, ούτε εκείνη τη μέρα ούτε μετά, δεν πήρε κουβέντα από τον παράτολμο Τριαντάφυλλο για όσα είδε πίσω. Ρώτα τη γάτα να σου πει την ιστορίας της, απαντούσε και έφυγε μακριά.

Από το 1922 δεν ξανασήκωσε τα μάτια στον έναστρο ουρανό. Έπαθε ατονία των νεύρων και το 'ριξε στις γάτες, να τις χοντραίνει με άφθονα κοκκάλια και καταμάχια, άφηνε μάλιστα την αρχική και όλες τις κατοπινές Μαρίτσες να φωλιάζουν στα γλωσσόδιχτα και στα μπαμπουνερά και εκμεταλλευόμενες την αδυναμία του να τα ξεσκίζουν με τα νύχια και τα σάλτα τους.

Τα μάτια πάντως του Τριαντάφυλλου Αυγουστή, όλο και πιο συχνά υγρά, μοσχομύριζαν ακόμα άναβαν την Ελευθερία του, τα τζάμπα καϊμάκια η μόνη χαρά στην ανέχεια εκείνα τα χρόνια που οι άνθρωποι όλο φεύγανε, όλο χάνανε.


Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, Σουέλ των εκδόσεων Καστανιώτη. Το θυμήθηκα σήμερα που έμαθα ότι ένας άλλος πρόσφυγας γάτος, ο Kunkush από το Ιράκ, που χάθηκε στη Λέσβο, βρήκε τελικά μετά από μήνες την οικογένειά του στην Νορβηγία. 




Η φωτογραφία από εδώ

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Νίκος Χουλιαράς 1940-2015

-Πρωί-

Το σπίτι, μες στα μεγάλα θαλασσόδεντρα, μόνο του στον μικρό κολπίσκο κι η θάλασσα από κάτω του -ακύμαντη στο φως του πρωινού. Ξανοίγεται απ` την ακτή, και φτάνει ως την άκρη του ορίζοντα· καταγάλανη.
Δυο- τρία έντομα, αόρατα, τρίβουν το πριονίδι της σιωπής κάνοντας τη σιωπή ακόμα εντονότερη και ο Χαρίλαος Πετούσης πίνει καφέ με τη γυναίκα του αμίλητος στη χαμηλή βεράντα.
Τίποτα απολύτως δεν συμβαίνει εκεί γύρω, γιατί, απλούστατα, δεν θα μπορούσε να συμβεί τίποτε άλλο που να 'ναι πλουσιότερο απ' αυτή την ησυχία.
Κάποια στιγμή ο άντρας σηκώνεται απ' την καρέκλα. Κατεβαίνει ήρεμα τα δυο σκαλιά που χωρίζουν το σπίτι από την αμμουδιά και, σκύβοντας, σηκώνει από κάτω ένα βοτσαλάκι. Γέρνει με τέχνη, το κορμί στα πλάγια και το πετάει στο νερό.
Το άσπρο πραγματάκι κάνει πεντέξι αναπηδήματα στην επιφάνεια της θάλασσας κι αμέσως ύστερα βυθίζεται, αφήνοντας ένα μικρό κυκλάκι πάνω στο γαλάζιο.
Τότε, ο Χαρίλαος Πετούσης -με το πρόσωπο λουσμένο στο φως- γυρνάει προς το μέρος της γυναίκας του. “Τί ευτυχισμένο πρωινό!” της λέει ήσυχα, “δεν θα ήθελα να ήμουν πουθενά αλλού, Ματούλα”.

(από το Μια μέρα πριν δυο μέρες μετά, εκδόσεις Νεφέλη, 1998)




-Τα λόγια που είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στο λόρδο Βyron, στα ελληνικά και χωρίς την παρουσία διερμηνέως, στη συνάντηση που όρισε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Νίκος Χουλιαράς-


Καμιά πενηνταριά οργιές μακριά απ’ το σπίτι, εκεί, στο δρομάκι που βγάζει ίσια στη μεγάλη ντάπια, στο μέρος που ο δρόμος στενεύει κι αριστερά στο πλάι του κάνει μια καμπουρίτσα, εκεί είναι μια πέτρα. Πέτρα σκούρα σαν καπνός.
  Εκεί ακριβώς, κάτω απ’ την πέτρα, έχει χώμα. Κίτρινο θαμπό στα πλάγια που όσο πάει και μαυρίζει προς τη μέση. Από κει αρχίζει μια λακουβίτσα με νερό. Στην άκρη το νερό και δεξιά καθώς κοιτάμε προς τα κάτω, έχει τέσσερα χορταράκια κατεβατά. Το πρώτο είναι μαυροκίτρινο, το δεύτερο, κρατημένο απ’ το πρώτο, είναι πράσινο χλωρό. Τ’ άλλα τα δυο, είναι κιτρινωπά, κι έχουν απάνω κάτι σποράκια καφετιά που κοκκινίζουν προς τις άκρες.
Εκεί που τελειώνουν τα χορτάρια, αρχίζουν απότομα κάτι γκρεμνά ― μαύρα βραχάκια, γεμάτα σκισμές. Το νερό της λακούβας είναι θολό και κρατάει τα βραχάκια μέσα του ανάποδα, βουνά μαυροπράσινα που μεγαλώνουν, και τις σκισμές, ποτάμια μαύρα που ραγίζουν το νερό κι ανοίγουν μέσα στη θολούρα σα να ’ναι χώρος θαλάσσιος μεγάλος, πιο μεγάλος κι απ’ τη δική σας την αυτοκρατορία.

 Εκεί απάνω, περνάνε τώρα που σου μιλάω, μυγίτσες και ζωύφια. Ανηφορίζουν και κατεβαίνουν. Γυαλίζουν λίγο κι ύστερα χάνονται. Εκεί απάνω, σαλεύει ακόμα, ένα άσπρο φτερό σαν ερημιά.


 Σ’ αυτήν εκεί τη λακουβίτσα εγώ την είδα την πατρίδα μου. Μεγάλη, μαύρη, γεμάτη ζάρες και μυστικά. Με θάλασσες πολλές και βράχια. Με σκοτεινά περάσματα και πετεινά από αίμα. 

(από το Το Μπακακόκ, Νεφέλη 1988)

Ο Νίκος Χουλιαράς, ο σημαντικός ζωγράφος, πεζογράφος, ποιητής, στιχουργός και τραγουδιστής, πέθανε χθες 20 Ιουλίου, σε ηλικία 75 ετών.

Στην Ψαραλυκή της Αντιπάρου. Φωτογραφία: Σωτήρης Κακίσης

update:


Νίκος Χουλιαράς: Μια γεμάτη ζωή με εφόδιο την τέχνη, Πολυ Κρημιώτη

Από τα γυρίσματα του Λούσια, στα Γιάννενα το 1989, από το αρχείο του ηθοποιού Μάριου Καραμάνη που ενσάρκωσε τον ομώνυμο ρόλο.

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Το “το...”



 Τον παίδευε και το παίδευε σχεδόν δυο χρόνια. Όταν θεώρησε ότι είχε πλέον ολοκληρωθεί, αποφάσισε να το δώσει σε ένα φίλο του, φιλόλογο, που ήξερε ότι έγραφε και συνεχώς τον ρωτούσε πώς πάει το “το...”. Έτσι άλλωστε το είχε βαφτίσει ο ίδιος μια που δεν μπορούσε ούτε τίτλο να του δώσει, ούτε να το χαρακτηρίσει. Στην πρώτη σελίδα του αντιγράφου μάλιστα, σημείωσε χειρόγραφα, τελευταία στιγμή στη θέση του τίτλου : “το...”

 Την επόμενη μέρα ο φίλος τού τηλεφώνησε και τού είπε ενθουσιασμένος ότι το “το...” ήταν πολύ καλό. Εξαιρετικό. Βιάστηκε όμως να συμπληρώσει ότι χρειαζόταν ένα γερό κόψιμο που όχι μόνο ήταν πρόθυμος να κάνει, αλλά θα του έδινε μεγάλη χαρά. Συμφώνησε περισσότερο από περιέργεια, παρά γιατί είχε καταλάβει τι ακριβώς εννοούσε όταν έλεγε ότι σε “αρκετά σημεία πλατείαζε και ξέφευγε από το βασικό στόχο”.

 Το παρέλαβε στο ένα τρίτο του αρχικού. Το διάβασε και με βαριά καρδιά παραδέχτηκε ότι ο φίλος είχε δίκαιο. Ωστόσο δεν έκανε καμία κίνηση για αναζήτηση εκδότη -κάτι που είχε αποφασίσει ότι θα έκανε  τη στιγμή που έγραφε την πρώτη φράση του “το...”- αλλά το άφησε στο συρτάρι του. Πότε -πότε, το έβγαζε και το ξαναδιάβαζε προσπαθώντας να συνηθίσει στην ιδέα ότι είχε απομείνει μόλις το ένα τρίτο του αρχικού. Κι ότι ήταν βέβαια δικό του.

 Ένα χρόνο αργότερα σε παρουσίαση βιβλίου, εντελώς τυχαία, γνώρισε έναν κριτικό λογοτεχνίας από τους πιο αυστηρούς και διεισδυτικούς της πιάτσας. Τόλμησε να του πει ότι κι εκείνος κάτι είχε γράψει. Δεν είχε προλάβει να το πει “το...”, όταν ο κριτικός με αναπάντεχο ενθουσιασμό τού πρότεινε: “Μα να μού το στείλετε αγαπητέ μου, θα χαρώ πολύ να το διαβάσω!”. Την επόμενη  μέρα άφηνε στο θυρωρείο της εφημερίδας που εργαζόταν ο κριτικός, ένα φάκελο με το κομμένο αντίγραφο.

 “Αριστούργημα!” ήταν η πρώτη κουβέντα που άκουσε μια βδομάδα αργότερα, από τον κριτικό σε συνάντηση που είχαν κανονίσει. Δεν πίστευε στα αυτιά του και καθώς προσπαθούσε μέσα του να βολέψει τη χαρά που φούσκωνε, δεν έδωσε και πολύ σημασία στην συνέχεια των λόγων του κριτικού: “...στρεβλὲς εστιάσεις, πληθωρισμὸς μέσων, σπατάλες...”. Μόνο τη στιγμή που ο κριτικός άνοιξε το φάκελο που κρατούσε και έβγαλε μια σελίδα λέγοντας “...πήρα το θάρρος να περικόψω κάποια σημεία που αποδυνάμωναν το κείμενο”, συνειδητοποίησε ότι αν ο φιλόλογος που προηγήθηκε έκανε περικοπές, ο κριτικός ήταν χασάπης.

 Πρέπει να σκοτείνιασε πολύ. Ο κριτικός το πρόσεξε,  τού χαμογέλασε, τον χτύπησε ενθαρρυντικά στην πλάτη και του ανακοίνωσε με επισημότητα ότι την προηγούμενη είχε δώσει ο ίδιος το “το...” - ναι έτσι το είπε-  “χέρι με χέρι”, στον Χ, στον σηματικότερο εκδότη της χώρας, ο οποίος ενθουσιάστηκε και επιθυμεί να το εκδόσει άμεσα. “Να επικοινωνήσετε σήμερα κιόλας μαζί του. Περιμένει τηλεφώνημά σας” είπε ο κριτικός σημειώνοντας στο πίσω μέρος της μοναδικής σελίδας του κειμένου που είχε απομείνει από το “το...”, το τηλέφωνο του εκδότη.

 Ένα μήνα αργότερα, αφού είχαν προηγηθεί δύο συναντήσεις με τον εκδότη, ο επιμελητής του εκδοτικού οίκου -ο σχολαστικότερος του συναφιού-  τού έστειλε με ηλεκτρονικό μήνυμα, τη μακέτα του εξωφύλλου και το διορθωμένο, το τελικό, το υπό έκδοση κείμενο. Άνοιξε το επισυναπτόμενο αρχείο και διάβασε. Το κείμενο ήταν μόνο μια πρόταση. Ωστόσο ο τίτλος παρέμενε ο ίδιος. Στο υπόλευκο εξώφυλλο, ψηλά πάνω το όνομά του, στη μέση ο τίτλος “το...” και κάτω το όνομα του εκδοτικού οίκου. Όλα κεντραρισμένα.

 Ήταν το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς. Οι διθυραμβικές κριτικές διαδεχόταν η μια την άλλη. Ο κριτικός/χασάπης μάλιστα, σε εκτενές σημείωμά του, υπαινίχθηκε ότι το “το...” θα μπορούσε κάλλιστα να διεκδικήσει Νόμπελ. Οι παρουσιάσεις στις οποίες συνέρρεαν πλήθη - όχι μόνο στο κέντρο αλλά και στην επαρχία- δεν είχαν τέλος και το τηλέφωνό του δεν σταματούσε να χτυπά για συνεντεύξεις σε εφημερίδες, περιοδικά και κανάλια. Για να μη μιλήσουμε για τα αναρίθμητα ηλεκτρονικά μηνύματα που λάμβανε καθημερινά από αναγνώστες που ήθελαν να τον συγχαρούν, να τού εκφράσουν τον θαυμασμό τους για τη γραφή του, να τού πουν ότι αυτό το πολυσέλιδο βιβλίο με τη μια μόλις πρόταση, το “το...” του, τους άλλαξε τη ζωή.


 Προμηθεύτηκα το “το...” την πρώτη μέρα που κυκλοφόρησε· στην πρεμιέρα των παρουσιάσεων. Μετά από μια ώρα στην ουρά, ο συγγραφέας μού υπέγραψε το αντίτυπο κάτω από μια μακροσκελή και συγκινητική αφιέρωση. Άρχισα να το διαβάζω το ίδιο βράδυ. Το ξαναδιάβασα αρκετές φορές. Αν σήμερα δεν γράφω κριτική ή έστω μια παρουσίαση για αυτό το σημαντικό βιβλίο, είναι γιατί ενώ έχουν ήδη γραφτεί τόσες πολλές,  από σημαντικές πένες, κανείς ως τώρα δεν έχει μιλήσει για αυτή την ιστορία που μόλις διαβάσατε. 


στον Γ.Β που το προκάλεσε


η εικόνα από εδώ


Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Adios Gabito querido

Στο σπίτι του στο Μεξικό το 2003
..μόνο τα βιβλία που μας κάνουν να τα ξαναδιαβάζουμε θα έπρεπε να διαβάζονται.

Είχα εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο με το τολμηρό όνειρο να ζήσω από τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία χωρίς ανάγκη να τις διδαχτώ, εμψυχωμένος από μια φράση που νομίζω ότι είχα διαβάσει στον Μπέρναρντ Σο: “Από πολύ μικρός αναγκάστηκα να διακόψω τη μόρφωσή μου για να πάω στο σχολείο” 

Με τη Μερσέδες το 1969 στη Βαρκελώνη 

Το τραίνο έκανε μια στάση σε ένα σταθμό χωρίς άλλα σπίτια και λίγο αργότερα πέρασε μπροστά από τη μοναδική μπανανοφυτεία της διαδρομής που είχε γραμμένο το όνομα στην είσοδο: Μακόντο. Αυτή η λέξη είχε τραβήξει την προσοχή μου από τα πρώτα ταξίδια με τον παππού μου, αλλά μόνο σαν ενήλικος ανακάλυψα πως μού άρεσε η ποιητική της αντήχηση. Ποτέ δεν την είχα ακούσει από κανέναν, ούτε και αναρωτήθηκα τί σήμαινε. Την είχα ήδη χρησιμοποιήσει σε τρία βιβλία ως όνομα ενός φανταστικού χωριού, όταν βρήκα σε μια συνηθισμένη εγκυκλοπαίδεια πως πρόκειται για ένα δέντρο των τροπικών παρόμοιο με τη σέιμπα, που δε βγάζει ούτε άνθη ούτε καρπούς και που το σπογγώδες ξύλο του χρησιμοποιείται για να κατασκευάζουν μονοξυλα και σκεύη κουζίνας. Αργότερα ανακάλυψα στην Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα πως στην Τανγκανίκα υπάρχει η νομαδική φυλή των Μακόντο και σκέφτηκα ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η προέλευση της λέξης. Αλλά ποτέ δεν το επαλήθευσα ούτε γνώρισα το δέντρο, γιατί πολλές φορές ρώτησα γι αυτό στην περιοχή της μπανάνας και κανείς δεν ήξερε να μου πει. Ισως και να μην υπήρξε ποτέ. 

Στη Βαρκελώνη με φίλους. Αριστερά ο Μάριο Βαρκας Λιόσα , δεξιά ο Μάρκες

Σύμφωνα με την εκδοχή της μητέρας μου, είχαν συναντηθεί με τον πατέρα μου για πρώτη φορά στην αγρύπνια ενός παιδιού που ούτε αυτός ούτε αυτή μπόρεσαν αργότερα να θυμηθούν. Εκείνη τραγουδούσε στην αυλή με τις φίλες της, σύμφωνα με τη λαϊκή συνήθεια να συνοδεύουν με ερωτικά τραγούδια τα εννιάμερα των αθώων. 

Με τον Χούλιο Κορτάσαρ – με τη μάσκα- στο Παρίσι το 1974

Πιστεύω πως στην πραγματικότητα οφείλω την ουσία της ύπαρξής μου και του τρόπου με τον οποίον σκέφτομαι στις γυναίκες της οικογένειας και στις πολλές του υπηρετικού προσωπικού που με φρόντισαν στα παιδικά μου χρόνια... Νομίζω πως η οικειότητά μου με το υπηρετικό προσωπικό μπορεί να ήταν η άκρη του νήματος της κρυφής επικοινωνίας που πιστεύω πως έχω με τις γυναίκες και που σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου μού επέτρεψε να αισθάνομαι πιο άνετα μαζί του, απ` ό τι με τους άντρες. Ίσως από εκεί προέρχεται η πεποίθεσή μου πως είναι αυτές που στηρίζουν τον κόσμο, ενώ εμείς οι άντρες τον αναστατώνουμε με την ιστορική μας κτηνωδία.

Με τη Μερσέδες τη γυναίκα του στην Αρακατάκα το 2007

Την ανάγκη να τραγουδήσω για να νιώσω ζωντανός μού την ενέπνευσαν τα τάνγκο του Κάρλος Γαρδέλ, που διαδόθηκαν σε όλον τον κόσμο. Ντυνόμουνα σαν κι αυτόν, με τσόχινο καπέλο και μεταξωτό φουλάρι, και δε χρειαζόμουν πολλά παρακάλια για να χορέψω ένα τάνγκο με κάθε σοβαρότητα. Μέχρι το δυσάρεστο πρωινό που η θεία Μάμα με ξύπνησε με την είδηση πως ο Γαρδέλ είχε σκοτωθεί κατά τη σύγκρουση δύο αεροπλάνων στο Μεδελίν.

Ένας πλανόδιος πωλητής βιβλίων συνομιλεί με τον Μάρκες στην Καρταχένια των Ινδιών το Μάη του 2013 Φωτο: JOAQUÍN SARMIENTO (GETTY)

(Στο μοντεσοριανό σχολείο στην Αρατάκα) έμαθα να εκτιμώ την όσφρηση, που η δύναμή της νοσταλγικής επίκλησή της είναι σαρωτική. Τον ουρανίσκο, τον οποίο εκλέπτυνα μέχρι του σημείου να έχω δοκιμάσει ποτέ με γεύση παράθυρου, μπαγιάτικα ψωμά με γεύση μπαούλου, αφεψήματα με γεύση θείας λειτουργίας. 

Με τον Φιδέλ Κάστρο το 1976


Ακόμα και τώρα, σε συγκεντρώσεις νέων που θα μπορούσαν να είναι εγγονοί μου, πρέπει να καταβάλλω προσπάθεια για να μην αισθάνομαι νεότερος από αυτούς.

Δεν ξέρω τί έμαθα κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας μου στο Εθνικό Λύκειο, αλλά τα τέσσερα χρόνια ωραίας συμβίωσης με όλους μου δημιούργησαν ένα όραμα ενότητα τους έθνους, ανακάλυψα πόσο διαφορετικοί ήμασταν και έμαθα για να μην το ξεχάσω ποτέ, ότι στον καθένα από μας αντιπροσωπευόταν όλη η χώρα.

Στη Βαρκελώνη το 1972 φωτο RODRIGO GARCÍA

Πέθανε χθες 17 Απριλίου στο Μεξικό -όπου διέμενε από το 1961- σε ηλικία 87 ετών ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Το 1982 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Έγραψε: “Εκατό χρόνια μοναξιάς” -βιβλίο που έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 50 εκατομμύρια αντίτυπα- “Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας”, “Το χρονικό ενός προαγγελθέντος θανάτου”, “Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει", "Το φθινόπωρο του Πατριάρχη" "Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων", "Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα", "Ανεμοσκορπίσματα” και το αυτοβιογραφικό “Ζω για να τη διηγούμαι" από όπου και τα παραπάνω αποσπάσματα. (εκδόσεις Λιβάνη, μετάφραση Κλαίτη Σωτηριάδου) Γεννήθηκε στην Αρακατάκα της επαρχίας Μαγδαλένα της Κολομβίας στις 6 Μαρτίου του 1927. 


όλες οι φωτογραφίες από την EL PAIS εκτός της τελευταίας με τον Πάμπλο Νερούδα που την βρήκα στον Espectador, εφημερίδα της Μποκοτά στην οποία ο Μάρκες εργαζόταν σαν δημοσιογράφος το 1954.  

Διαβάστε: Ο Γκάμπο μας αποχαιρετά του Yianni Tsal

Αναδημοσίευση στο tvxs

 

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Πληξαύρα η Ατμοημιολία


-Πάμε τώρα να χαιρετίσουμε και τη γιαγιά Πληξαύρα;

Ήμουν στην αγκαλιά της μητέρας μου τη στιγμή πού άκουσα αυτό το φοβερό όνομα. Έστριψα αμέσως το κεφάλι προς την κατεύθυνση που μού έδειχνε και αντίκρισα το ακόμα πιο φοβερό πρόσωπο μιας άγνωστης. Το "Πληξαύρα" είχε φτάσει στα αυτιά μου σαν το όνομα ενός τρομερού τέρατος που είχε σίγουρα κάτι από “σαύρα”, μα και κάτι άλλο, αδιευκρίνιστο -εκείνο το “πληξ” της αρχής- γι αυτό και πολύ ανησυχητικό. Η δε όψη της, μού φάνηκε ότι ήταν η συνισταμένη όλων των κακών μαγισσών που είχα ως τότε συναντήσει σε εικονογραφημένα παραμύθια ή είχα απλώς φανταστεί στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων.

Λες και δεν ήταν αρκετά εκρηκτικός ο συνδυασμός ονόματος και όψης, η μακρινή συγγένισσά μας -που υπολογίζω ότι τότε πλησίαζε ακάθεκτη τα εκατό ή μπορεί να τα είχε ήδη περάσει- θέλησε να με αποτελειώσει με μια απειλητική κίνηση, κίνηση που ούτως ή άλλως μού προκαλούσε απέχθεια: άπλωσε το χέρι της για να μού τσιμπήσει το μάγουλο, χαμογελώντας μάλιστα, έτσι ώστε να μού αποκαλύφθεί σε όλο του το μεγαλείο και ένα τρομαχτικό στόμα με μια οδοντοστοιχία που είχε σοβαρές ελλείψεις. Δεν είχα  πλέον καμία αμφιβολία ότι αυτή η κακιά μάγισσα, που ήταν  μισή σαύρα, ήταν έτοιμη να με αρπάξει από την αγκαλιά της μάνας μου και με κατασπαράξει αργά και βασανιστικά με τα λειψά της δόντια. Όπως ήταν φυσικό ξέσπασα σε γοερά κλάματα.

Τη “γιαγιά” Πληξαύρα δεν την ξανασυνάντησα. Ή ήταν ανήμπορη ώστε να παρίσταται στις ευρείες οικογενειακές συγκεντρώσεις που ακολούθησαν μέχρι τον θάνατό της ή οι γονείς μου δεν με έπαιρναν μαζί τους σε αυτές, φοβούμενοι ότι θα είχαν πάλι τα ίδια. Πολλά χρόνια αργότερα περιεργαζόμουν παλιές φωτογραφίες, κορνιζωμένες και τοποθετημένες εν σειρά στο σαλόνι  θείας μου, όταν ανάμεσα σ` αυτές διέκρινα το πορτραίτο μιας επιβλητικής γυναίκας με ολοστρόγγυλο πρόσωπο, μάλλον όμορφης, ντυμένης με  παραδοσιακή φορεσιά. Εντυπωσιακά στολισμένη με σειρές από φλουριά στο στήθος. Δεν μού θύμιζε τίποτα. Ρώτησα λοιπόν τη θεία κι εκείνη μού εξήγησε ότι  η άγνωστη της φωτογραφίας ήταν η πεθερά της, “η γιαγιά Πληξαύρα” τη μέρα του γάμου της. Και συμπλήρωσε γελώντας: “...αυτή που σε έκανε να κλαις. Θυμάσαι βρε πόσο είχες τρομάξει τότε με τα δόντια που της έλειπαν; Βλέπεις, την κακομοίρα, την είχε χτυπήσει η μασέλα της και δεν τη φορούσε εκείνη τη μέρα”.

Κουβέντα στην κουβέντα, έμαθα την καταπληκτική ιστορία του ονόματός της μακαρίτισσας. Είχε λέει ο πατέρας της -εποχή οθωμανικής αυτοκρατορίας ακόμα- ένα γκαρδιακό φίλο που έκανε εμπόριο με Κωνσταντινούπολη. Καθώς τον αποχαιρετούσε λοιπόν για ένα ακόμα ταξίδι, τού έταξε ότι το επόμενο παιδί του, αυτό που ήδη ετοιμαζόταν στην κοιλιά, θα το βάφτιζε εκείνος μόλις γύριζε με το καλό. Έτσι όπως τότε τα ταξίδια  ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα, τα βαφτίσια καθυστέρησαν πάρα πολύ. Όταν επιτέλους επέστρεψε ο νονός από την Πόλη η μικρή ήταν ήδη τριών χρόνων. «Λίγο ακόμα να αργούσες, θα κάναμε και το γάμο της μαζί με τα βαφτίσια» πείραξε το νονό ο πατέρας τη ώρα που ετοιμαζόταν να μπουν στην εκκλησία.

Λίγο αργότερα, όταν ο παπάς ρώτησε το νονό -που σημειωτέον εκείνη την εποχή ήταν στην απόλυτη δικαιοδοσία του η επιλογή του ονόματος- “...και το όνομα αυτής;” ο άρτι αφιχθείς απάντησε με βροντερή φωνή: “Πληξαύρα!”. Κανείς από τους παριστάμενους δεν είχε ξανακούσει αυτό το παράξενο όνομα, ίσως γιατί η μικρή μας πόλη βρισκόταν πολύ μακριά ακόμα και από την πιο κοντινή θάλασσα ώστε οι κάτοικοί της να θυμούνται τα ονόματα των θυγατέρων του Ωκεανού και της Τηθύος. Ή  εκείνων του Νηριέα και της Δωρίδας.

Οι απαραίτητες εξηγήσεις στους έκπληκτους συγγενείς και φίλους για το πρωτάκουστο όνομα, δόθηκαν στη διάρκεια του τραπεζώματος που ακολούθησε. Ο νονός κατά την παραμονή του στην Πόλη είχε την τύχη να παραβρεθεί στην καθέλκυση ενός υπερωκεάνιου προορισμένου να εκτελεί τη διαδρομή Κωνσταντινούπολη- Νέα Υόρκη. Το υπερωκεάνιο ονομάστηκε Πληξαύρα και καθώς φαίνεται, τόσο πολύ  είχε εντυπωσιάσει τον μέλλοντα νονό, το μέγεθος του ποντοπόρου πλοίου αλλά και το ιδιαίτερο όνομά του, που αποφάσισε να το χαρίσει στην  αναδεξιμιά του. Η παραστατική αφήγησή του τελικά στάθηκε ικανή να ανασκευάσει τις δυσάρεστες εντυπώσεις που δημιούργησε στην βάφτιση το άκουσμα αυτού του παράξενου – κι ίσως κάπως κακόηχου- ονόματος και να τους κάνει, με βαριά καρδιά είναι αλήθεια, να το αποδεχτούν. Έτσι κάθε φορά που τα επόμενα χρόνια κάποιος ρωτούσε, τού έλεγαν την ιστορία  του υπερωκεάνιου, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του εκκεντρικού νονού.


Αν είχα πρόχειρη τη γαμήλια φωτογραφία της γιαγιάς Πληξαύρας, ίσως η ανάρτηση να τελείωνε σε αυτό το σημείο. Δεν την είχα όμως κι έτσι αναζήτησα -χωρίς πολλές ελπίδες επιτυχίας- μια φωτογραφία ή έστω ένα σκίτσο αυτού του περίφημου υπερωκεάνιου. Όμως ούτε φωτογραφία, ούτε σκίτσο και δυστυχώς ούτε η ελάχιστη πληροφορία προέκυψε από την αναζήτηση με τις λέξεις κλειδιά: “υπερωκεάνιο”, “Κωνσταντινούπολη”, “τέλη του 19ου αιώνα”. Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν υπήρξε ποτέ σκαρί με τέτοιο όνομα όταν μετά από ώρες αναζήτησης έπεσα σε ένα Ναυτικόν διήγημα του Παπαδιαμάντη που αγνοούσα, με τίτλο “Ο ΠΑΝΤΑΡΩΤΑΣ”.

Έλεγε λοιπόν ο Σκιαθίτης: “...Ερέθη ες τό πέλαγος, ν τ μέσ το Εβοϊκο στενο, ες σην πό τς πείρου καί πό τς νήσου πόστασιν. ρχετο πό τούς ρεούς κι πλεε διά τό Θρόνιον. Εχεν μικρόν φορτίον πό στάμνες καί κανάτια, καί μισείαν δωδεκάδα βαρέλια ντοπίων μικρών φύων.   μπάρμπ' λέξης το μέριμνος ς πάντοτε, κι κάθητο ες τήν πρύμνην κυβερνν τό σκάφος καί θύνων τό στίον... Αφνης βλέπει βασιλικόν πλοον ρχόμενον ντίπρωρα ατού. το  Σαλαμινία πιθανς. σως να το και  Πληξαύρα   φρόεσσα... “


Υπήρξε λοιπόν πλοίο με αυτό το όνομα! Δεν επρόκειτο βέβαια για το λαμπρό υπερωκεάνιο του οικογενειακού μύθου που αναζητούσα μα για μια ατμοημιολία· ένα από τα πρώτα σιδερένια ελικοφόρα σκάφη. Ναυπηγήθηκε κατόπιν παραγγελίας μαζί με άλλα τρία, που έφεραν τα ονόματα Πανόπη Ι, Αφρόεσσα και Σφενδόνη για την ενίσχυση του στόλου, στο ναυπηγείο Reid & Co. της Γλασκώβης το 1855-1856 υπό την επίβλεψη του Έλληνα ναυπηγού Σπ. Αθανασίου. Η Πληξαύρα, κατέπλευσε στην Ελλάδα με αγγλικό πλήρωμα τον Ιούνιο του 1857. Είχε μήκος 32,2 μέτρα, πλάτος 6,7 εκτόπισμα 220 τόννων και ανέπτυσσε ταχύτητα 9,5 κόμβων. Το πλήρωμά της αποτελούσαν ένας αξιωματικός, 4 υπαξιωματικοί και 27 ναύτες. Έφερε δε ένα πυροβόλο όπλο Krupp των 8,7 εκατοστών.

Χρησιμοποιήθηκε από το κόμμα των Ορεινών του οποίου ηγείτο ο ναύαρχος Κανάρης κατά τη μεταπολίτευση του 1862, ενώ στη διάρκεια της Κρητικής επανάστασης το 1866 μετέφερε αμάχους. Αργότερα εκτελούσε δρομολόγια μεταξύ Πειραιώς και Ναυστάθμου για να εκποιηθεί τελικά το 1926. Επί της Πληξαύρας όμως το 1886 συνέβη κι ένα τραγικό περιστατικό: ο κυβερνήτης της Ανδρέας Γαρουφαλιάς, διαπρεπής αξιωματικός του ελληνικού ναυτικού που είχε εκπαιδευτεί με υποτροφία στον αγγλικό στόλο, αυτοκτόνησε κόβοντας τον λάρυγγά του με ξυράφι, απελπισμένος καθώς τα αλλεπάλληλα υπομνήματά του στο υπουργείο Ναυτικών, όπου επεσήμανε την άμεση ανάγκη διοργάνωσης σχολής πυροβολητών στο ναυτικό, όχι μόνο έπεφταν στο κενό, αλλά τον έφερναν αντιμέτωπο με το φθόνο και τη χλεύη των ανωτέρων του.


Τα ευρήματα της αναζήτησής έπληξαν ανεπανόρθωτα την αύρα του οικογενειακού μύθου, αλλά η αρχική  απογοήτευση για το περίφημο υπερωκεάνιο που δεν υπήρξε ποτέ, καθώς κι η εύλογη απορία μου για το πώς αυτός ο μύθος επικράτησε τελικά από γενιά σε γενιά, εξανεμίστηκαν από χαρά της καθ` όλα θαλασσινής περιπέτειας που έζησα αναζητώντας την απαρχή του. Μαργαριτάρια τα ευρήματα της αναζήτησης· και το διήγημα του Παπαδιαμάντη αλλά και η ξεχασμένη ιστορία της ατμοημιολίας που ναυπηγήθηκε στη Γλασκώβη πριν από 157 ολόκληρα χρόνια. Μαργαριτάρια; Μάλλον  θα ήταν καλύτερα να πω: κοράλλια. Γιατί βλέπετε, υπάρχει  ένα είδος μαύρου κοραλλιού που ονομάζεται κι αυτό πληξαύρα. Φέρει μάλιστα εντελώς τυχαία την επωνυμία “η αντιπαθής” που νομίζω ότι ταιριάζει γάντι στη δικιά μας Πληξαύρα· όχι βέβαια σε αυτή την μάλλον όμορφη της γαμήλιας φωτογραφίας, αλλά στην εκατόχρονη χωρίς μασέλα, που τόσο πολύ με είχε τρομάξει στα τέσσερά μου.


Η ιστορία αφιερώνεται στη Margo που της αρέσουν "τα παράξενα και σπάνια ονόματα", στην Bubu Rantanplis που έλεγε τις προάλλες "πόσο μαγικό είναι το διαδίκτυο" και στον βιβλιοθηκάριο που αδημονούσε για μια "βιωματική ιστορία".



Μουσική: The Crave, σύνθεση του Jelly Roll Morton που περιέλαβε ο Ennio Morricone στο soundtrack της ταινίας, The Legend Of 1900 



Στη φωτογραφία που βρήκα εδώ, εικονίζεται η ατμοημιολία Σφενδόνη