Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειτουργική Κατήχηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειτουργική Κατήχηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Να κάνει υπακοή στην Εκκλησία ο Δημητριάδος Ιγνάτιος και να παραιτηθεί από την εμμονή του να μεταφράσει τα λειτουργικά κείμενα.


Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Περί τοῦ ἉγίουΤριωδίου

Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο 

+

«Ὁ δημιουργός τῶν ἄνω καί τῶν κάτω,
τρισάγιον μέν ὕμνον ἐκ τῶν ἀγγέλων,
τριῴδιον δέ παρ᾽ ἀνθρώπων δέχου».

Μέ τούς στίχους αὐτούς προοιμιάζονται τά συναξάρια τῆς περιόδου τοῦ Τριῳδίου. Ὁ οὐράνιος καί ὁ ἐπίγειος κόσμος, οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι, συνάπτονται σέ κοινή συμφωνία. Οἱ ἄγγελοι ψάλλουν στόν δημιουργό των, τόν «δημιουργό τῶν ἄνω», τόν τρισάγιο ὕμνο. Μαζί μέ αὐτούς ἑνώνονται καί οἱ φωνές τῶν ἀνθρώπων, πού ἔρχονται καί αὐτοί νά ψάλουν στόν δημιουργό των, τόν «δημιουργό τῶν κάτω», τριῳδίους ὕμνους. Ἀπό αὐτούς τούς τριωδίους ὕμνους, τά «τριῴδια», ἔλαβε τό ὄνομά της ἡ μεγάλη περίοδος τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους, πού κινεῖται μαζί μέ τό Πάσχα καί τό περιβάλλει σάν προεόρτιος καί μεθέορτος περίοδος. Γιατί ὅλο αὐτό τό τμῆμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους παλαιότερον ἐχαρακτηρίζετο μ᾽ αὐτό τό ὄνομα: «Τριῴδιον».

Ἀνάλογα δέ μέ τόν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα του τό διέκριναν σέ «Τριῴδιον κατανυκτικόν», ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι τοῦ Πάσχα, καί «Τριῴδιον χαρμόσυνον», ἀπό τοῦ Πάσχα μέχρι τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πάντων, πού κατακλείει τόν κύκλο τῶν κινητῶν ἑορτῶν. Τριῴδιο δέ λέγεται ἀπό τήν ἀρχαιοπρεπῆ συνήθεια, πού διετηρεῖτο κατά τήν περίοδο αὐτή, νά μή ψάλλωνται καθημερινῶς κατά τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου καί οἱ ἐννέα ᾠδές τοῦ Ψαλτηρίου, καί ἑπομένως καί ὁλόκληροι ἐννεαῴδιοι Κανόνες, ἀλλά μόνο τρεῖς ᾠδές, ἡ η’ καί ἡ θ’ καί μία ἀπό τίς προηγούμενες κατά τήν σειρά τῶν ἡμερῶν. Αὐτός ὁ ἀρχαῖος τρόπος τῆς ψαλμῳδίας διετηρήθη ἐν μέρει μόνον μέχρι σήμερα, καί μάλιστα μόνον γιά τίς καθημερινές τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Γιά τίς ἄλλες ἡμέρες ἐπεκράτησε τό νεώτερο ἔθος, νά στιχολογοῦνται καί οἱ ἐννέα ᾠδές ἀκριβέστερα οἱ ὀκτώ, γιατί ἡ δευτέρα παραλείπεται) καί νά ψάλλωνται ἐννεαῴδιοι (ἀκριβέστερα ὀκταῴδιοι) Κανόνες.

Ἔτσι τό ὄνομα «Τριῴδιον» τελικά διετηρήθη μόνο γιά τό ἀρχαῖο «κατανυκτικόν Τριῴδιον», γιά τήν πρό τοῦ Πάσχα δηλαδή περίοδο. Καί πάλι καί ἐδῶ ὄχι κυριολεκτικῶς. Ὅπως δέ χαρακτηριστικά γράφει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος στόν πρόλογο τῶν συναξαρίων τοῦ Τριῳδίου: «Καταχρηστικῶς Τριῴδιον ὀνομάζεται· οὐ γάρ ἀεί τριῴδια ἔχει. Καί γάρ ὁλοτελεῖς κανόνας προβάλλεται, ἀλλ᾽ οἷμαι ἀπό τοῦ πλεονάζοντος τήν ἐπωνυμίαν λαβεῖν». Αὐτά γιά τήν ὀνομασία τοῦ Τριῳδίου.

Ἡ σημερινή περίοδος τοῦ Τριῳδίου, οἱ ἀκολουθίες τῆς ὁποίας περιλαμβάνονται στό ὁμώνυμο λειτουργικό βιβλίο, περιλαμβάνει τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, πού εἶναι καί ὁ ἀρχικός της πυρίνας, τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί τήν προπαρασκευαστική της περίοδο, πού κοινῶς λέγεται περίοδος τῶν Ἀπόκρεω. Αὐτή ἡ τελευταία θά ἀποτελέσῃ τό ἀντικείμενο, μέ τό ὁποῖο θά ἀσχοληθοῦμε (…).

Τρεῖς Κυριακές ἀποτελοῦν τά προπύλαια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς: Ἡ Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, ἡ Κυριακή τοῦ Ἀσώτου καί ἡ Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω. Ἡ τελευταία ἑβδομάς, πού εἰσάγεται μέ τήν Κυριακή τῆς Ἀποκρέω, εἶναι τό προοίμιο τῆς νηστείας τῆς Τεσσαρακοστῆς, γιατί κατ᾽ αὐτήν ἀπαγορεύεται, σύμφωνα μέ τίς ἐκκλησιαστικές διατάξεις, ἡ βρῶσις τοῦ κρέατος.

Εἶναι ἡ Τυρινή ἑβδομάς ἤ ἑβδομάς τῆς Τυροφάγου. Κατά τήν ἑβδομάδα αὐτήν ἀρχίζει ἡ ψαλμῳδία τῶν τριῳδίων κανόνων. Ἡ τελευταία αὐτή Κυριακή, ἡ Κυριακή τῆς Ἀποκρέω, εἶναι καί παλαιοτέρα ἀπό τίς προηγουμένες. Τίς δύο ἄλλες τίς προσέθεσαν ἀργότερα, τήν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου κατά τόν Ϛ’ αἰῶνα καί τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου ἕνα περίπου αἰῶνα ὑστερώτερα.

Ὁ σκοπός τῆς προσθήκης εἶναι φανερός. Νά δημιουργηθῇ δηλαδή μία περίοδος προπαρασκευῆς καί προετοιμασίας γιά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἕνα εἶδος προπυλαίου στό ὅλο οἰκοδόμημα τῶν κινητῶν ἑορτῶν. Ἤ, ὅπως γράφει ὁ Ξανθόπουλος, «ὥσπερ τις προγυμνασία καί παρακίνησις τοῖς ἁγίοις Πατράσιν ἐπενοήθησαν, ὥστε παρασκευασθῆναι καί ἑτοίμους ἡμᾶς γενέσθαι πρός τούς πνευματικούς ἀγῶνας τῶν νηστειῶν, τήν ἐξ ἔθους μυσαράν ἕξιν ἀπολιπόντας».

Ἔγιναν δέ τρεῖς οἱ προπαρασκευαστικές αὐτές ἑβδομάδες γιά νά ἀπαρτισθῇ ὁ ἱερός ἀριθμός τῆς ἁγίας Τριάδος, τό τρία, βάσει τοῦ ὁποίου οἰκοδομεῖται ὁλόκληρο τό σύστημα τῆς λατρείας μας. Καί τῶν τριῶν Κυριακῶν ἡ ἀκολουθία πλέκεται γύρω ἀπό τήν εὐαγγελική περικοπή, πού διαβάζεται κατά τήν Θεία Λειτουργία. Κατά τήν πρώτη Κυριακή ἀναγινώσκεται ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14), τήν δευτέρα ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ (Λουκ. 15, 11-33) καί τήν τρίτη τό εὐαγγέλιο τῆς Μελλούσης Κρίσεως (Ματθ. 21, 31-46).

Ἄς ἰδοῦμε μία-μία χωριστά τίς Κυριακές αὐτές. Μέ τήν πρώτη Κυριακή, τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, ἀνοίγει ἡ ἱερά πύλη τοῦ Τριῳδίου. Δέν μποροῦσε νά εὑρεθῇ καταλληλότερο θέμα, πού νά συνδυάζῃ κατά ἕνα τόσο πλήρη τρόπο τούς ἐπί μέρους σκοπούς τῆς περιόδου αὐτῆς. Τό Τριῴδιο σημειώνει μία ἱερά περίοδο τοῦ ἔτους ἀφιερῳμένη στόν Θεό στήν σύντονο λατρεία καί προσευχή, στήν νηστεία καί στά ἀγαθά ἔργα. Ἡ προσευχή ὅμως, ἡ νηστεία καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ ἐπιφανειακά δικαίου, κενοδόξου ὅμως καί ὑπερηφάνου Φαρισαίου, ἀποδοκιμάζονται ἀπό τόν Θεό. Ἀντιθέτως δικαιώνεται ὁ ἁμαρτωλός καί ἄδικος, ἀλλά μετανοημένος καί συντετριμμένος Τελώνης, πού κτυπᾷ τό στῆθός του καί ταπεινά ἐπικαλεῖται τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Αὐτόν λοιπόν τόν τύπο τῆς ὀρθῆς προσευχῆς θέτει στό στόμα τοῦ πιστοῦ ἡ Ἐκκλησία στήν ἔναρξι τῆς περιόδου τῆς προσευχῆς. Καλεῖ τούς πιστούς νά μή προσευχηθοῦν μέ ὑπερηφάνεια, «φαρισαϊκῶς», ἀλλά μέ ταπείνωσι, «τελωνικῶς», γιατί, κατά τό λόγιο τοῦ Κυρίου, «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Τά θέματα αὐτά ἐπαναλαμβάνονται σ᾽ ὅλους τούς ἤχους καί σέ ποικίλες ποιητικές ἐπεξεργασίες ἀπό τήν ὑμνογραφία τῆς ἡμέρας. Παραθέτουμε τό πρῶτο τροπάριο τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ α’ ἤχου, πού εἶναι καί τό πρῶτο τροπάριο τοῦ Τριῳδίου:

«Μή προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί,
ὁ γάρ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται·
ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τελωνικῶς,
διά νηστείας κράζοντες·
Ἱλάσθητι ἡμῖν, ὁ Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς».

Τό θέμα τῆς δευτέρας Κυριακῆς εἶναι συναφές πρός τό θέμα τῆς πρώτης. Ἐδῶ τό δίδει ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ. Προβάλλεται τήν Κυριακή αὐτή τό ἐνθαρρυντικό παράδειγμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ νέου, πού, ἐνῷ σπαταλᾷ τήν πατρική περιουσία «ζῶν ἀσώτως», δέν ἀπελπίζεται, δέν συντρίβεται ἀπό τό βάρος τῶν συμφορῶν, δέν περιέρχεται σέ ἀπόγνωσι. Ἀλλά ἐπιστρέφει πρός τόν εὔσπλαγχνο πατέρα ταπεινωμένος, μετανοημένος, ζητῶντας τό ἔλεος καί τήν συγγνώμη Του. Καί τοῦ ἀπευθύνει θερμή ἱκεσία: «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου…». Τό παράδειγμα τῆς μετανοίας καί τῆς ὀρθῆς ἐν συντριβῇ καρδίας προσευχῆς, ἐνσαρκωμένο στόν ἄσωτο τῆς παραβολῆς, προβάλλει καί πάλι ἡ Ἐκκλησία πρός μίμησιν καί καλεῖ τά ἄσωτα παιδιά τοῦ Πατέρα, ὅλους μας, νά γυρίσωμε στήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα ζητῶντας συγγνώμην γιά νά λάβωμε ἄφεσι, ὅπως ἐκεῖνος.

«Ἄσωτος εἴ τις, ὡς ἐγώ, θαρρῶν ἴθι,
θείου γάρ οἴκτου πᾶσιν ἤνοικται θύρα».

Ἑρμηνευτική ἀπόδοση

«Ὅποιος εἶναι ἄσωτος, ὅπως ἐγώ,
ἄς ἔλθῃ μέ θάρρος, γιατί
ἡ θύρα τῆς θείας εὐσπλαγχνίας
ἔχει ἀνοίξει γιά ὅλους.»

Τήν θερμή ἐξομολόγησι τοῦ ἀσώτου υἱοῦ θέτει στό στόμα τοῦ πιστοῦ ὁ ποιητής τοῦ Δοξαστικοῦ τῶν Αἴνων:

Τό τροπάριο εἶναι ἰδιόμελο τοῦ πλ. β’ ἤχου:

«Πάτερ ἀγαθέ,
ἐμακρύνθην ἀπό σοῦ, μή ἐγκαταλείπῃς με
μηδέ ἀχρεῖον δείξῃς τῆς βασιλείας σου.
Ὁ ἐχθρός ὁ παμπόνηρος ἐγύμνωσέ με
καί ἦρε μου τόν πλοῦτον.
Τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα ἀσώτως διεσκόρπισα.
Ἀναστάς οὖν ἐπιστρέψας πρός σέ ἐκβοῶ·
Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου,
ὁ δι᾽ ἐμέ ἐν σταυρῷ τάς ἀχράντους σου χεῖρας ἁπλώσας,
ἵνα τοῦ δεινοῦ θηρός ἀφαρπάσῃς με
καί τήν πρώτην καταστολήν ἐπενδύσῃς με,
ὡς μόνος πολυέλεος».

Ἑρμηνευτική ἀπόδοση

«Ἀγαθέ Πατέρα, ἀπομακρύνθηκα ἀπό κοντά Σου·μή μέ ἐγκαταλείψῃς καί μή μέ δείξῃς ἄχρηστο γιά τήν βασιλεία Σου. Ὁ παμπόνηρος ἐχθρός μέ ξεγύμνωσε, μοῦ ἀφῄρεσε τόν πλοῦτο. Τά χαρίσματα τῆς ψυχῆς μου τά διεσκόρπισα ἀσώτως. Γι᾽ αὐτό σηκώνομαι καί ἐπιστρέφω σ᾽ Ἔσένα καί Σοῦ φωνάζω· Σύ πού εἶσαι τόσο σπλαγχνικός, ὥστε γιά μένα ἅπλωσες τά χέρια Σου στόν Σταυρό γιά νά μέ λυτρώσῃς ἀπό τό φοβερό θηρίο, τόν διάβολο, καί γιά νά μέ στολίσῃς μέ τήν παλαιά μου λαμπρή στολή, δέξου με ἄν ὄχι σάν παιδί σου, τοὐλάχιστον σάν ὑπηρέτη Σου».

Ἡ προτροπή πρός μετάνοιαν γίνεται πιό ἔντονος στήν τρίτη καί τελευταία προπαρασκευαστική Κυριακή, τήν Κυριακή τῆς Ἀποκρέω. Ὡς μέσο προτροπῆς πρός μετάνοιαν γιά τήν ἀφύπνησι καί τῶν πιό ραθύμων ψυχῶν χρησιμοποιεῖται τώρα τό αἴσθημα τοῦ φόβου. Φόβου πρό τῆς δικαίας κρίσεως τοῦ Θεοῦ κατά τήν «φοβεράν καί ἀδέκαστον παρουσίαν» τοῦ Χριστοῦ.

Τήν τρομερά σκηνή περιγράφει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα καί ἡ ὅλη ὑμνογραφία τῆς ἡμέρας. Ὅπως δέ ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στό Συναξάριο: «Ταύτην οἱ θειότατοι Πατέρες μετά τάς δύο παραβολάς ἔθεντο, ὡς ἄν μή τις τήν ἐν ἐκείναις τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν μανθάνων, ἀμελῶς διάγῃ λέγων· Φιλάνθρωπός ἐστιν ὁ Θεός, καί ὅταν τῆς ἁμαρτίας ἀναχωρήσω, ἑτοίμως ἔχω τό πᾶν ἀνύσαι. Ταύτην τήν φοβεράν ἡμέραν ἐνταῦθα κατέταξαν, ἵνα διά τοῦ θανάτου καί τῆς προσδοκίας τῶν ἐσομένων δεινῶν, φοβήσαντες τούς ἀμελῶς διακειμένους, πρός ἀρετήν ἐπαναγάγωσι, μή θαρροῦντας εἰς τό φιλάνθρωπον μόνον, ἀλλ᾽ ἀφορᾶν, ὅτι καί δίκαιός ἐστι κριτής καί ἀποδίδωσιν ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ».
Ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά τροπάρια τῆς ἡμέρας εἶναι τά στιχηρά προσόμοια τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. β’ ἤχου κατά τό «Ὅλην ἀποθέμενοι»:

«Ὅταν μέλλῃς ἔρχεσθαι κρίσιν δικαίαν ποιῆσαι,
Κριτά δικαιότατε, ἐπί θρόνου δόξης σου καθεζόμενος,
ποταμός πύρινος πρό τοῦ σοῦ βήματος καταπλήττων ἕλκει
ἅπαντας,
παρισταμένων Σοι τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων, ἀνθρώπων
κρινομένων τε
φόβῳ καθ᾽ ἅ ἕκαστος ἔπραξε·τότε ἡμῶν φεῖσαικαί μοίρας
καταξίωσον, Χριστέ,
τῶν σωζομένων, ὡς εὔσπλαγχνος, πίστει δυσωποῦμέν σε».
«Βίβλοι ἀνοιγήσονται, φανερωθήσονται πράξεις
ἀνθρώπων ἐπίπροσθεν τοῦ ἀστέκτου βήματος·
διηχήσει δέ ἡ κοιλάς ἅπασα φοβερῷ βρύγματι
τοῦ κλαυθμῶνος πάντας βλέπουσα τούς ἁμαρτήσαντας
ταῖς αἰωνιζούσαις κολάσεσιτῇ κρίσει τῇ δικαίᾳ σου
παραπεμπομένους καί ἄπρακτα κλαίοντας, οἰκτίρμον·διό σε
δυσωποῦμεν, ἀγαθέ· Φεῖσαι ἡμῶν τῶν ὑμνούντων σε, μόνε
πολυέλεε».
«Ἠχήσουσι σάλπιγγες καί κενωθήσονται τάφοι
καί ἐξαναστήσεται τῶν ἀνθρώπων τρέμουσα φύσις ἅπασα·
οἱ καλά πράξαντες ἐν χαρᾷ χαίρουσι, προσδοκῶντες μισθόν
λήψεσθαι·
οἱ ἁμαρτήσαντεςτρέμουσι δεινῶς ὀλολύζοντες, εἰς κόλασιν
πεμπόμενοι
καί τῶν ἐκλεκτῶν χωριζόμενοι.
Κύριε τῆς δόξης, οἰκτείρησον ἡμᾶς ὡς ἀγαθός
καί τῆς μερίδος ἀξίωσον τῶν ἠγαπηκότων σε».
«Κλαίω καί ὀδύρομαι ὅταν εἰς αἴσθησιν ἔλθω
τό πῦρ τό αἰώνιον, σκότος τό ἐξώτερον
καί τόν τάρταρον, τόν δεινόν σκώληκα,
τόν βρυγμόν αὖθίς τε τῶν ὀδόντων καί τήν ἄπαυστον
ὀδύνην μέλλουσαν ἔσεσθαι τοῖς ἄμετρα πταίσασι
καί σέ τόν ὑπεράγαθον γνώμῃ πονηρᾷ παροργίσασιν·
ὧν εἷς τε καί πρῶτος ὑπάρχω ὁ ταλαίπωρος ἐγώ,
ἀλλά, κριτά, τῷ ἐλέει σου σῶσόν με, ὡς εὔσπλαγχνος».

Ὅπως οἱ βυζαντινοί ζωγράφοι στόν Νάρθηκα τῶν Ναῶν γύρω ἀπό τήν βασιλική πύλη ζωγράφιζαν τήν σκηνή τῆς δευτέρας παρουσίας, ἔτσι καί οἱ ὑμνογράφοι στό πρόπυλο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μ᾽ ὅλα τά ζωηρά χρώματα τοῦ ποιητικοῦ των χρωστῆρος ζωγραφίζουν τήν φοβερά κρίσι. Ἡ πύλη σέ λίγο θά ἀνοίξῃ. Ποιός πιστός δέν θά θελήσῃ νά εἰσέλθῃ «εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου του;»

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025

Συνοπτικὴ ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας

 


Τὴν χαρήκαμε, ἀγαπητά μου παιδιά, πραγματικὰ τὴν λειτουργία μας σήμερα. Ἀκόμη δὲν ἔχει φέξει καὶ τελειώσαμε. Εἶναι εὐκαιρία τώρα νὰ ποῦμε δύο σκέψεις, διότι πολλὲς φορὲς παραπονεῖσθε ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ χαρῆτε τὴν λειτουργία, δὲν τὴν εὐχαριστιέστε, δὲν τὴν καταλαβαίνετε, δὲν μπορεῖτε νὰ προσευχηθῆτε. Ἄλλες ὅμως φορὲς χαρούμενες μοῦ λέτε: Σήμερα λειτουργήθηκα πολὺ καλά· τὴν ἔζησα τὴν λειτουργία.



Ἄραγε πότε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὴν ζήσαμε καὶ πότε τὸ λέμε χωρὶς νὰ εἶναι ἀλήθεια; Προσευχόμεθα εἰς τὴν λειτουργίαν, ἀλλὰ τί πρέπει νὰ ζητοῦμε; Ἢ μᾶλλον τί μᾶς παρέχει ἡ θεία λειτουργία, γιὰ νὰ τὸ ζητήσωμε καί, ὅταν τὸ λάβωμε, νὰ ἔχωμε τὴν βεβαιότητα ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ προσευχή μας;

Ἀναμφιβόλως ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας εἶναι ἡ συμμετοχή μας εἰς τὴν θείαν ζωήν, εἶναι ἡ δόσις καὶ ἡ ἀντίδοσις, νὰ δώσωμε καὶ νὰ πάρωμε. Τί νὰ δώσωμε; Τὰ δῶρα, «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν». Εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ δίνομε εἰς αὐτόν. Εἶναι δικά του καὶ τοῦ τὰ προσφέρομε. Τοῦ προσφέρομε ἄρτον καὶ οἶνον.

Γιατί ἄραγε; Μὲ τὰς θυσίας ποὺ προσέφερον οἱ «παλαιοί», οἱ Ἰουδαῖοι, προσέφερον πάντοτε καὶ δῶρα, ὅπως χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ σκεύη, ἀπαρχάς, δηλαδὴ τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς γῆς, ἢ «ζῶα τῶν ἐδωδίμων», ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τρώει ὁ ἄνθρωπος.

Ἐμεῖς δὲν κάνομε τοιαύτας προσφοράς· προσφέρομε ἄρτον καὶ οἶνον, τὰ ὁποῖα ἔχει εἰς τὴν διάθεσίν του ἀποκλειστικῶς ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶναι κύρια διατροφή του. Εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τοῦ ἐξασφαλίζουν τὴν ἐπίγειον ζωή. Προσφέροντας λοιπὸν ἄρτον καὶ οἶνον, αὐτὰ ποὺ κατ\’ ἐξοχὴν ἁρμόζουν εἰς τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι σὰν νὰ προσφέρωμε τὴν ἴδια μας τὴν ζωή, τὴν ἐπικηρόν, τὴν ἐπίγειον, τὴν προσωρινήν. Προσφέρομε κάτι τὸ πρόσκαιρο, γιὰ νὰ πάρωμε κάτι τὸ αἰώνιο, τὴν αἰώνιον ζωήν. Εἰς τὴν δόσιν τὴν ἰδικὴν μας ἔρχεται ἡ ἀντίδοσις τοῦ Χριστοῦ· μᾶς παρέχει τὴν ἰδικὴν του ζωήν, τὸ σῶμα τουκαὶ τὸ αἷμα του.

Τί ὡραῖα τὸ λέγει ὁ Καβάσιλας• «προῖκα δίδωσιν ἡμῖν ὁ Θεὸς πάντα τὰ ἅγια, καὶ οὐδὲν αὐτῶν προεισφέρομεν, ἀλλ\’ ἀτεχνῶς εἰσι χάριτες». Ὁ,τιδήποτε μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, καὶ οἱ ἐπιτυχίες εἰς τὸν ἀγῶνα μας καὶ οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ εὐσεβεῖς σκέψεις καὶ τὰ πάντα, ὅλα τὰ ἅγια, «πᾶν δώρημα τέλειον», εἶναι «προῖκα», δωρεά, καὶ «ἀτεχνῶς χάριτες τοῦ Θεοῦ», ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον δῶρα χαρισμένα ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐμεῖς δὲν ἔχομε τίποτε νὰ προσφέρωμε, τίποτε ἐνώπιον αὐτοῦ νὰ συνεισφέρωμεν• τὰ πάντα προέρχονται ἐξ αὐτοῦ.

Γιὰ νὰ μπορέση ὅμως νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀντίδοσις ποὺ εἶναι ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας, γιὰ νὰ γίνη καὶ σὲ μᾶς αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ ὁποῖον διὰ μιᾶς τοιαύτης περιχωρήσεως καὶ ἀντιδόσεως ἡνώθη ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, πρέπει νὰ προπαρασκευασθῶμεν. Χωρὶς προπαρασκευήν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ματαίως γίνεται ἡ λειτουργία. «Ἀλλὰ τὸ γε ἐπιτηδείους γενέσθαι πρὸς τὸ δέξασθαι αὐτὰ καὶ φυλάξαι ἐξ ἀνάγκης ἀπαιτεῖ παρ\’ ἡμῶν καὶ οὐκ ἂν μεταδοίη τοῦ ἁγιασμοῦ μὴ οὕτω διατεθεῖσιν», λέγει πάλι ὁ Καβάσιλας· ναί, ὅλα μᾶς τὰ δίνει ὁ Θεός, ἀλλὰ θέλει νὰ γίνωμε ἱκανοί, ὥστε νὰ δεχθοῦμε τὸν ἁγιασμόν του καὶ τὰ δῶρα του, καὶ ἄξιοι νὰ τὰ φυλάξωμε. Ἀναγκαστικῶς λοιπόν, γιὰ νὰ μᾶς τὰ μεταδώση, πρέπει νὰ διατεθοῦμε καὶ ἡμεῖς καταλλήλως. Ἐπειδὴ «οὕτως ἀναγκαῖον ἦν πρὸς τὴν τεῦξιν τῶν μυστηρίων τὸ εὖ ἔχοντας ἀπαντῆσαι καὶ παρεσκευασμένους», διὰ τοῦτο ὁ ἱερὸς συγγραφεύς, ὁ ἑρμηνευτὴς τῆς θείας λειτουργίας, μᾶς λέγει ὅτι ἡ προετοιμασία οὐσιαστικῶς καὶ μυστικῶς γίνεται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν. Πῶς ἐπιτυγχάνεται αὐτό; Μὲ τὶς εὐχές, μὲ τοὺς ψαλμούς, μὲ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα, μὲ ὅλα τὰ λεγόμενα καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῇ.

Εἰς τί συνίσταται ἡ προπαρασκευή; Εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς καρδίας μας, ὥστε νὰ γίνη χωρητικὴ τῆς θεότητος. Πῶς μᾶς προετοιμάζει, τί προσφέρει ἡ λειτουργία; Τί πρέπει νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸν καί, ὅταν τὸ λάβωμε, τότε εἴμεθα παρεσκευασμένοι, ἕτοιμοι, νὰ δεχθοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ;

Αὐτὸ τὸ θέμα θὰ μᾶς ἀπασχολήση σήμερα, παιδιά μου. Καὶ γιὰ νὰ ἐκφράσωμε μερικὲς σκέψεις, θὰ μᾶς βοηθήσουν ὁ συγγραφεὺς τὸν ὁποῖον ἀναφέραμε προηγουμένως, ὁ ἱερὸς Καβάσιλας, τὸ ἀποστολικὸ καὶ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα καὶ ἡ σημερινὴ ἀκολουθία.

Τὸ πρῶτον, τὸ ὁποῖο ἐπιτυγχάνομεν εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, εἶναι ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν μας. Πραγματικὰ τὴν κερδίζομε. Πῶς; Κατ\’ ἀρχάς, μὲ τὶς εὐχὲς οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται πρὸς τὸν Θεὸν ἐκ μέρους μας διὰ τῶν χειλέων τοῦ ἱερέως καὶ ἔχουν μίαν δύναμι. Τὰ ὡραιότατα νοήματά τους συντρίβουν τὴν καρδιά μας, καὶ ἂν ἀκόμη αὐτὴ εἶναι πέτρινη. Μᾶς κάνουν νὰ νοιώσωμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Ἀναπεμπόμενες δὲ καὶ ἀνερχόμενες οἱ εὐχὲς εἰς τὸν Θεὸντὸν καθιστοῦν ἵλεων. Δέχεται τὴν παράκλησή μας, διότι ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ ἀκούη τὴν προσευχή μας. Εἰς ὅλες τὶς εὐχὲς παρακαλοῦμε νὰ μᾶς συγχωρήση ὁ Θεός. Ἑπομένως, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ μᾶς ἀκούση, τὴν ὥρα μάλιστα ἐκείνην τὴν φρικτήν τοῦ μυστηρίου; Μᾶς ἀκούει καὶ δι\’ αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παρέχει τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν. Νὰ σκεπτώμεθα λοιπὸν τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ νὰ ἀγωνιζώμεθα νὰ συντριβῆ ἡ σκληρότης τῆς καρδίας μας, οὕτως ὥστε νὰ ἐπέλθη ἡ ἄφεσις.

Τὸ δεύτερον, τὸ ὁποῖο κερδίζομε, εἶναι μία μετάθεσις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας εἰς τὸν οὐρανόν• δὲν ζοῦμε πλέον εἰς τὴν γῆν τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας. Προσέξατε τί ἔλεγε ἕνα τροπάριο τῶν αἴνων, ποὺ ψάλαμε; «Διὰ τοῦ σταυροῦ σου Χριστέ, μία ποίμνη γέγονεν, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, καὶ μία Ἐκκλησία• οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ἀγάλλεται· Κύριε δόξα σοι». «Διὰ τοῦ σταυροῦ σου Χριστὲ» — ὁ σταυρὸς ὑψώνεται χωρὶς χύσιμο αἵματος εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ἡ ὁποία εἶναι μία ἀναπαράστασις ἀκριβῶς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου — «διὰ τοῦ σταυροῦ σου» καὶ διὰ τῆς λειτουργίας σου ἑπομένως, ὅλα γίνονται «μία ποίμνη καὶ μία Ἐκκλησία». Ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι καὶ ἄνθρωποι, οὐρανὸς καὶ γῆ συμμετέχουν. Ὅλα γίνονται ἕνας οὐρανός. Οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα συγχωνεύονται καὶ ὅλοι καὶ ὅλα μαζὶ δοξάζουν τὸν ἐπὶ τοῦ θρόνου του καθήμενον Χριστόν.

Ἡ λειτουργία μας λοιπὸν εἶναι μία σύναξις τῶν ποιημάτων, τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα τοῦ ἀγγελικοῦ, τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου κόσμου. Εἶναι δημιουργία ἑνὸς πνευματικοῦ οὐρανοῦ, μπροστὰ στὴν ὀμορφιὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἐπίγειος κόσμος, οἱ ὁρατοὶ οὐρανοὶ ὠχριοῦν.

Ὅταν ζῆ κανεὶς αὐτὴν τὴν ἀλήθεια εἰς τὴν λειτουργίαν, αὐτὸν τὸν πνευματικὸν οὐρανόν, αὐτὴν τὴν παράστασι τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε πλέον δὲν νοιώθει ἄνετα εἰς τὸν κόσμο αὐτόν. Ὅποιος μπορεῖ νὰ χωρέσει καὶ εἰς τὴν ζωὴ αὐτὴν καὶ εἰς τὸν κόσμο αὐτόν, ὅποιος μπορεῖ νὰ βολευτεῖ, αὐτὸς δὲν εἶναι «εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ὅταν εἶσαι εἰς τὴν λειτουργίαν, νοιώθεις ὅτι εἶσαι ξένος πλέον γιὰ τὸν κόσμο. Χαίρεσαι, διότι εἶσαι γεγραμμένος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἀνάβει ἡ ἐπιθυμία στὴν καρδιά σου νὰ γίνης καὶ σὺ πολίτης τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύσκολο; Εἶναι ὑπόθεσις τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ἔτρεξαν, ὅπως ἀναφέρεται εἰς τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, χαρούμενοι εἰς τὸν Κύριον διότι ἔκαναν θαύματα, εὐηγγελίζοντο, ἐκέρδιζαν ψυχές, ἔβγαζαν δαιμόνια καὶ τοῦ εἶπαν «καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν, Κύριε», τί ἀπήντησεν ἐκεῖνος; Μὴ χαίρετε δι\’ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ νὰ χαίρετε διότι τὰ ὀνόματά σας ἐγράφησαν ἐν οὐρανοῖς· «ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Αὐτὸ εἶναι τὸ δύσκολο νὰ ἐπιτύχη κανείς· εἶναι τὸ πραγματικὸ κέρδος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχη.

Ἡ λειτουργία εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέγη: Γίνε καὶ σὺ ἐκλεκτός, ποὺ θὰ συγκαταριθμηθῆς εἰς αὐτὴν τὴν πολιτείαν τοῦ Θεοῦ. Νὰ νοσταλγῆς πάνω ἀπὸ ὅλα τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, τὴν κοινωνίαν τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἐκεῖ ὅπου ὅλα ἀγάλλονται, ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεόν.

Τὸ τρίτον, τὸ ὁποῖο κερδίζομε ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ προηγουμένου, εἶναι ὁ ἁγιασμός μας. Μόνον σὲ ἁγίους μπορεῖ νὰ ἐπαναπαυθῆ ὁ Θεὸς καὶ μόνον μὲ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνῆ· «Ὅτι ἅγιος εἶ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἐν ἁγίοις ἐπαναπαύῃ». Γι\’ αὐτὸ καὶ τοῦ ζητοῦμε συνεχῶς νὰ μᾶς ἁγιάση. Τί εἶναι λοιπὸν ὁ ἁγιασμὸς καὶ πῶς ἐπιτυγχάνεται; Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀποκοπή μας ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Ἅγιος εἶναι ὁ ξεχωρισμένος, ὁ ἀφωρισμένος, ὁ δοσμένος εἰς τὸν Θεόν. Ἑπομένως, γινόμεθα ξένοι διὰ τὸν κόσμο καὶ ἐπιθυμοῦμεν πλέον νὰ ἀνήκωμεν ὁλοκληρωτικὰ εἰς τὸν Θεόν. Αὐτή μας ἡ ἐπιθυμία μᾶς ἁγιάζει. Γίνεται μία προϋπόθεσις, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ ἀποκτήσωμε καὶ κάθε ἄλλην ἀρετή, ἀπαραίτητη γιὰ τὸν ἁγιασμόν μας.

Ἡ λειτουργία μας λοιπὸν εἶναι ἕνα δόσιμο, μία προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας εἰς τὸν Κύριον ἢ καλύτερα μία ἐπανάληψις τῆς προσφορᾶς μας, μία ἀνανέωσις τῆς συνθήκης ποὺ ἔχομε ὑπογράψει μαζί του, τότε ποὺ ἐβαπτιζόμεθα καὶ ἐχριόμεθα. Κάθε φορὰ ποὺ πηγαίνομε εἰς τὴν λειτουργίαν ὑποσχόμεθα καὶ πάλι: Κύριε, σοῦ ξαναδίνω τὸν ἑαυτόν μου.

Ὁ ἁγιασμὸς μας αὐτὸς ὅμως γίνεται καὶ μὲ τὴν συμμετοχήν μας εἰς τὸ σῶμα του καὶ εἰς τὴν ζωήν του. Ἐν τῇ λειτουργίᾳ γίνεται ἡ σύναξις τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Συμμετέχομεν καὶ ἡμεῖς. Ἑπομένως, ἐπικοινωνοῦμεν ἄμεσα μὲ τὸν Θεόν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ χυμοὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγιότης του ρέουν μέσα μας, γινόμεθα μέλη Χριστοῦ, γινόμεθα Χριστός. Ἐκεῖνος ἡ κεφαλὴ καὶ ἐμεῖς τὰ μέλη. Ἀφοῦ ἡ κεφαλὴ εἶναι ἁγία καὶ ἐμεῖς γινόμεθα ἅγιοι ὡς «μέλη ἐκ μέρους», ὡς «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός του καὶ ὀστᾶ ἐκ τῶν ὀστέων του».

Συμμετέχομεν εἰς τὴν ζωήν του. Τί σημαίνει αὐτό; Ἡ λειτουργία οὐσιαστικῶς δὲν εἶναι προσευχή• εἶναι δόσις καὶ ἀντίδοσις. Εἶναι ὅμως καὶ μία ἀνάμνησις καὶ μία ἐπανάληψις, μία ὅρασις. Ὁ Χριστὸς ζῆῖ τώρα μπροστά μας. Δι\’ ὅλων «ὁρῶμεν τὸν Χριστὸν τυπούμενον καὶ τὰ ὑπὲρ ἡμῶν αὐτοῦ ἔργα καὶ πάθη• καὶ γὰρ ἐν τοῖς ψαλμοῖς καὶ ταῖς ἀναγνώσεσι καὶ πᾶσι τοῖς ὑπὸ τοῦ ἱερέως διὰ πάσης τῆς τελετῆς πραττομένοις, ἡ οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος σημαίνεται».

Ἑπομένως, ὁλόκληρη ἡ θεία μυσταγωγία εἶναι εἰκόνα τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρη ἡ θεία λειτουργία εἶναι μία ἐν χρόνῳ καὶ ἐν χώρῳ ἐπανάληψις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ· σὰν νὰ ζεῖ τώρα μπροστὰ μας ὁ Χριστός. Διότι αὐτὰ ποὺ γίνονται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, «εἰς τὴν τοῦ Σωτῆρος οἰκονομίαν ἀναφέρεται πάντα, ἵνα ἡμῖν ἡ αὐτῆς θεωρία πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν οὖσα τὰς ψυχὰς ἁγιάζῃ καὶ οὕτως ἐπιτήδειοι γινώμεθα πρὸς τὴν ὑποδοχὴν τῶν ἱερῶν δώρων». Κατὰ τὴν ἐπίγειον ζωὴ του ὁ Χριστὸς ἐχάρισε τὴν ἀνάστασίν του εἰς ὅλον τὸν κόσμο. Τώρα «φιλοπόνως θεωρουμένη» ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καθιστᾶ καὶ ἡμᾶς ἱκανοὺς νὰ ἀνιστάμεθα εἰς τὴν ἰδικὴν του ζωή.

Ὅλα, ὅσα λέγονται καὶ πράττονται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ἀρχικῶς εἶχον ἕνα πρακτικὸν σκοπὸν ἄλλα καὶ ἕνα δεύτερον: νὰ τυποῦν τὸν Χριστόν· δύο ἔργα δηλαδὴ μποροῦν νὰ ἐπιτελοῦν. Ἡ περιφορά, παραδείγματος χάριν, τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε ἕνα πρακτικὸν σκοπόν. Ταυτοχρόνως ὅμως εἶναι καὶ μία τύπωσις καὶ μία δήλωσις καὶ μία φανέρωσις τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ὅπως τὰ ἐνδύματά μας καλύπτουν μίαν πρακτικὴν ἀνάγκην, καλύπτουν τὴν γυμνότητά μας καὶ προφυλασσόμεθα ἀπὸ τὴν θερμότητα ἢ ἀπὸ τὸ κρύο, ἀλλὰ συγχρόνως ἀποκαλύπτουν τὴν ἡλικίαν μας, τὸ ἀξίωμά μας, τὸν χαρακτῆρα μας, ὑποδηλώνουν τὸν ἄνθρωπον, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἄμφια τῆς θείας λειτουργίας. Ὑπάρχουν τέλος πράξεις καὶ λόγοι, ποὺ ἔχουν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον συμβολικὸν χαρακτῆρα, δηλωτικόν τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.

Δι\’ αὐτὸ εἰς τὴν λειτουργίαν πρέπει οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς διανοίας μας νὰ εἶναι συνεχῶς εἰς τὰ νοούμενα καὶ εἰς τὰ τελούμενα, οὕτως ὥστε, συμμετέχοντες μυστικῶς εἰς τὴν ζωὴν τοῦ Κυρίου, νὰ γινώμεθα ἱκανοὶ νὰ συμμετέχωμεν καὶ μυστηριακῶς εἰς αὐτήν. Δι\’ ὅλων λοιπὸν τῶν μέσων «καλλίω… καὶ θειοτέραν ἐργάζεται τὴν ψυχὴν» ἡ θεία λειτουργία καὶ μᾶς καθιστᾶ ἀξίους πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἕνα τέταρτον, τὸ ὁποῖον προσφέρει ἡ θεία λειτουργία, εἶναι ἡ ἄνευ ὁρίων ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους, πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἔλεγε• «Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἀγάπης». Ἕνα τέτοιο φίλημα ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι χριστιανοί. Σὲ μᾶς κατηργήθη. Μπορεῖ ὅμως νὰ εἶναι ἐσωτερικό• μὲ ἕνα βλέμμα τῆς καρδιᾶς νὰ ἀγκαλιάζη τρόπον τινὰ ὁ ἕνας ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἐν πάσῃ ἀγάπῃ καὶ ἐν πλήρει ἑνότητι μετὰ τῶν ἄλλων πρέπει κανεὶς νὰ ἔρχεται εἰς τὴν λειτουργίαν καὶ ταυτοχρόνως νὰ τὸ ζητεῖ, γιὰ νὰ γίνη μία αὔξησις. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστόν, ἐὰν δὲν εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ κάθε μέλος τοῦ σώματος αὐτοῦ;

Τέλος, ἡ θεία λειτουργία μὲ τὴν προετοιμασία ποὺ κάνει μέσα μας δημιουργεῖ πίστιν καὶ ἐναπόθεσιν τῶν ἐλπίδων, τῶν δυσκολιῶν, τῶν προβλημάτων μας εἰς Ἐκεῖνον. Εἰς τὴν λειτουργίαν δὲν πηγαίνομε γιὰ νὰ ζητήσωμε αὐτὸ ἢ τὸ ἄλλο, δηλαδὴ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὶς ἀνάγκες μας. Πηγαίνομε νὰ ζητήσωμε ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον Ἐκεῖνον. Ἀφήνομε εἰς τὸν Θεὸν τὰ ὑπόλοιπα, «πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ\’ αὐτόν», κατὰ τὸ σημερινὸν ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ρίχνεται στὴν θάλασσα καὶ ἀφήνεται νὰ ἄγεται καὶ νὰ φέρεται ἀπὸ τὰ κύματά της. Ἀποκτοῦμε τότε θάρρος, δικαιώματα• κατακτοῦμε τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν νὰ μποροῦμε νὰ ἀφηνώμεθα εἰς τὸν Θεόν. Διότι, ἐφ\’ ὅσον ἀφηνόμεθα εἰς αὐτὸν καὶ ἔχομε τὸ δικαίωμα νὰ γίνωμε κάτι τὸ θεϊκό, εἶναι φυσικό, ἀφοῦ Ἐκεῖνος ἔχει ἀρχίσει τὴν ζωὴ μέσα μας, Αὐτὸς νὰ τὴν φέρη καὶ εἰς πέρας, νὰ τακτοποιήσει κάθε πρόβλημα ἐξωτερικὸ ἀλλὰ καὶ πνευματικό. «Ὁ δὲ Θεὸς πάσης χάριτος, ὁ καλέσας ὑμᾶς εἰς τὴν αἰώνιον αὐτοῦ δόξαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὀλίγον παθόντας, αὐτὸς καταρτίσει ὑμᾶς, στηρίξει, σθενώσει, θεμελιώσει». Ὁ Χριστὸς ἀναλαμβάνει πλέον αὐτὸς ὁ ἴδιος τὴν ζωή μας, νὰ μᾶς δώση σθένος, νὰ μᾶς στηρίξη, νὰ μᾶς καταρτίση καὶ νὰ μᾶς τελειοποιήση. Τὰ πάντα ἀναλαμβάνει Ἐκεῖνος.

Εἴδαμε λοιπὸν ὅτι εἰς τὴν λειτουργίαν κερδίζομε τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν, γίνεται μία μετάθεσις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας μας εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπιτυγχάνομεν τὸν ἁγιασμόν, ἑνούμεθα ἐν ἀπολύτῳ, ἐν πλήρει ἀγάπῃ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἡ πίστις ἐνισχύεται καὶ τὰ πάντα ἐναποτίθενται εἰς τὸν Θεόν.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιτυγχάνομεν μὲ τὶς εὐχές, ὅπως λέγαμε στὴν ἀρχή. Δὲν βοηθοῦν ὅμως μόνον οἱ εὐχές. Βοηθοῦν καὶ οἱ ψαλμοὶ — ἰδίως οἱ ψαλμοὶ τῶν ἀντιφώνων, τῶν ὁποίων ὅμως σήμερα δὲν διαβάζονται παρὰ μόνον ὡρισμένοι στίχοι — καὶ οἱ ψαλμωδίες, διότι καὶ αὐτὰ ὁμιλοῦν περὶ τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μακαρισμοὶ ἐν συνεχείᾳ καὶ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔργο του, μᾶς ἀνάβουν τὸν πόθο καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές του.

Τοιουτοτρόπως, δι\’ ὅλων τῶν δρωμένων καὶ τῶν τελουμένων ἐν τῇ λειτουργίᾳ, ἐπιτυγχάνομεν νὰ κάνωμε τὴν ψυχὴν μας καλυτέραν, ὡραιοτέραν. Δι\’ αὐτὸν τὸν λόγον ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς τῆς ἑρμηνείας τῆς λειτουργίας μᾶς προτρέπει- «Οὕτω… αἰδεσθῶμεν τὸν οὕτως ἐλεήσαντα, τὸν οὕτω σώσαντα καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ τὰς ψυχάς», ἂς τοῦ ἐμπιστευθῶμεν τὶς ψυχές μας, «καὶ παραθώμεθα τὴν ζωήν, καὶ φλέξωμεν τὰς καρδίας τῷ πυρὶ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ• καὶ τοιοῦτοι γενόμενοι, τῷ πυρὶ τῶν μυστηρίων ὁμιλήσωμεν ἀσφαλῶς καὶ οἰκείως». Ὅταν τοῦ ἐμπιστευθῶμεν τὰς ψυχάς μας, ὅταν τοῦ παραθέσωμεν τὴν ζωήν μας, ὅταν φλέξωμεν τὰς καρδίας μας μὲ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης του, τότε πλέον εἴμεθα ἕτοιμοι καὶ μποροῦμε νὰ «ὁμιλήσωμεν τῷ πυρὶ τῶν μυστηρίων ἀσφαλῶς καὶ οἰκείως», νὰ ἔλθωμεν εἰς ἐπαφήν, νὰ ἀποκτήσωμεν πλέον ἐμπειρικὴν συνάφειαν μὲ τὸ πῦρ τῶν μυστηρίων του. Τότε μόνον ἡ ἐν τῆ πράξει, ἡ ἐμπειρικὴ αὐτὴ αἴσθησις, ἡ πραγματικὴ αὐτὴ ἐκζήτησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ γίνεται βίωμά μας. Καὶ ἡ μετάληψις τῶν τιμίων δώρων, ἡ μετάληψις τῆς θεότητος καὶ ἡ θέωσίς μας, ἔρχεται ὡς ἀπόρροια ὅσων μᾶς χαρίζει ἡ θεία λειτουργία.

Τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου, τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ γίνει σῶμα Χριστοῦ, τὸ βγάζομε ἀπὸ τὸ πρόσφορο. Δὲν προσφέρομε ὁλόκληρο τὸ πρόσφορο εἰς τὸν Κύριον, ἀλλὰ ἕνα τεμάχιό του. Τὸ πρόσφορο εἰκονίζει τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, τὸ ἡμέτερον φύραμα, τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἐξῆλθε ὁ Χριστὸς ἐκ τοῦ ἡμετέρου φυράματος διὰ νὰ θεώση αὐτό. Ἂς ἐξέλθωμεν καὶ ἡμεῖς ἐκ μέσου τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ θεωθῶμεν, διὰ νὰ προσφερθῶμεν εἰς τὸν Θεόν. Διότι, προσφέροντας αὐτὸ τὸ ἀντίτυπον, προσφέρομεν τὸν ἑαυτόν μας. Τὰ ἀντίτυπα τοῦ τιμίου σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ πρῶτα τὰ ἐναποθέτομεν ὡς δῶρα εἰς τὸν Κύριον ἐπὶ τῆς ἁγίας Προσκομιδῆς καὶ ἐν συνέχειᾳ τὰ προσφέρομεν ὡς θυσίαν ἐπὶ τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου.

Ἂς καταστήσωμεν τὸν ἑαυτὸν μας δῶρο διαλεγμένο, δῶρο ξεχωρισμένο, δῶρο ποὺ θὰ τὸ ἀφήσωμε μιὰ γιὰ πάντα στὰ χέρια Ἐκείνου καὶ δὲν θὰ θελήσωμε ποτὲ νὰ τὸ πάρωμε πίσω. Ὅταν προσφερθοῦμε εἰς Αὐτὸν ὡς δῶρο, τότε μόνον θὰ μποροῦμε, πλησιάζοντες καὶ κυκλοῦντες καθ\’ ἑκάστην τὸ θυσιαστήριόν του καὶ προσεδρεύοντες εἰς αὐτό, νὰ προσενέγκωμεν ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας, τὸν ἑαυτὸν μας — νοῦν, ψυχὴν καὶ καρδίαν— θυσίαν ζῶσαν καὶ εὐάρεστον. Τὸ εἶναι μας μᾶς τὸ ἐχάρισε Ἐκεῖνος· τὸ ὀφείλομεν εἰς Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ παύση νὰ εἶναι τὸ κέντρο καὶ τὸ τέλος, ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Οι Ακολουθίες των Μεγάλων Ωρών Ιστορία και Θεολογία

 Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο 

Οι ακολουθίες των Μεγάλων Ωρών της παραμονής των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων ακολουθούν την ακριβώς ίδια διάταξη με αυτή των Μεγάλων Ωρών της Μεγάλης Παρασκευής αλλά με την σχετική με την εορτή επιλογή ψαλμών,37 υμνολογίας, και βιβλικών αναγνωσμάτων. Αποτελούν προϊόν μίμησης των Μεγάλων Ωρών της Μεγάλης Παρασκευής. Αυτό φαίνεται όχι μόνο από την πανομοιότυπη διάταξη των ακολουθιών αυτών, αλλά και από το γεγονός ότι τα ιδιόμελα τροπάρια των Μεγάλων Ωρών της Μεγάλης Παρασκευής απετέλεσαν πρότυπα για την σύνθεση των αντιστοίχων ιδιομέλων τροπαρίων των Μεγάλων Ωρών της παραμονής των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων,38 όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα

η συνέχεια...

Ἡ λειτουργικὴ πράξη τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων

 

Ὁ ἑορτασμὸς τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ξεκινᾶ στὴν οὐσία ἀπὸ τὴν «Κυριακὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων». Εἶναι ἡ Κυριακὴ κατὰ τὴν ὁποία, καθὼς ἀναφέρει τὸ Συναξάρι τῆς μέρας: «μνήμην ἄγειν ἐτάχθημεν παρὰ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, πάντων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, ἀπὸ Ἀδὰμ ἄχρι καὶ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατὰ γενεαλογίαν, καθὼς ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκάς ἱστορικῶς ἠριθμήσατο· ὁμοίως καὶ τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Προφητίδων». Ἐξυμνεῖται στοὺς ὕμνους τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἡ σειρὰ τῶν προσώπων, ποὺ διαφύλαξαν τὴ λαχτάρα τῆς σωτηρίας καὶ ἔζησαν, μεταφέροντας τὴν προσμονὴ τοῦ Μεσσία ὡς λυτρωτῆ ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ἁμαρτήματος τῶν πρωτοπλάστων. Εἶναι ἡμέρα μνήμης τῶν Πατέρων αὐτῶν καὶ δοξολογία πρὸς τὸν Χριστό: «Τὰ τῶν Πατέρων σήμερον πιστοί, τελοῦντες μνημόσυνα, ἀνυμνήσωμεν Χριστὸν τὸν Λυτρωτήν». Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, στὶς ἀκολουθίες προστίθενται ὕμνοι, ποὺ μᾶς προϊδεάζουν καὶ μᾶς προτρέπουν στὴν συμμετοχὴ στὸ μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Τὰ ἀναγνώσματα τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἀπὸ τὴ Γένεση καὶ τὸ Δευτερονόμιο, ὑπενθυμίζουν τὴ συμβολὴ τῶν πατέρων στὴν προσμονὴ τοῦ γεγονότος καὶ κυρίως τὴν σταθερή τους προσήλωση στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς γι᾿ αὐτοὺς ἦταν: «ὁ Θεὸς τῶν Θεῶν καὶ Κύριος τῶν Κυρίων ὁ μέγας, καὶ ἰσχυρός, καὶ φοβερός, ὅστις οὐ θαυμάζει πρόσωπον, οὐδ᾿ οὐ μὴ λάβῃ δῶρον· ποιῶν κρίσιν προσηλύτῳ καὶ ὀρφανῷ καὶ χήρᾳ, καὶ ἀγαπᾷ τὸν προσήλυτον, δοῦναι αὐτῷ ἄρτον καὶ ἱμάτιον». Ἰδιαίτερα, ὑμνοῦνται οἱ προφῆτες, ἐπειδὴ «τὰ ἔπη τοῦ Πνεύματος καρπούμενοι, τὴν ἀνερμήνευτον λοχείαν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ πᾶσιν ἐκήρυξαν· νομίμως δὲ τὸ τέλος διήνυσαν, ζήσαντες ζωὴν ὑπερθαύμαστον».

Εἶναι χαρακτηριστικὸ, ὅτι ὁ κανόνας τῶν πατέρων, ποὺ ψάλλεται τὴν ἡμέρα αὐτὴ, εἶναι γραμμένος κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ κανόνα τῆς Μ. Παρασκευῆς καὶ τῆς νύχτας τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ἐπειδὴ ἡ γλυκιὰ βραδιὰ τῆς Γεννήσεως περιλαμβάνει τὴν ἴδια χαρμολύπη τῆς Μ. Παρασκευῆς καὶ τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ἡ λύπη, διότι γεννιέται ἕνα βρέφος ποὺ θὰ σταυρωθεῖ καὶ θὰ πεθάνει, καὶ ἄφατη χαρά, διότι αὐτὸς ὁ μελλοντικὸς νεκρὸς θὰ ἀναστηθεῖ καὶ μαζί του καὶ τὸ ἀνθρώπινο γένος:

«Κύματι θαλάσσης, τὸν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον, ὑπὸ γῆν ἔκρυψαν, τῶν σεσωσμένων οἱ παῖδες· ἀλλ᾿ ἡμεῖς ὡς αἱ νεάνιδες, τῷ Κυρίῳ ᾄσωμεν· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». Κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ εἱρμοῦ αὐτοῦ, καὶ ὅλων τῶν εἱρμῶν τοῦ κανόνα, ψάλλουμε ὕμνους ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἀνάσταση καὶ στοὺς Πατέρες: «Φόβῳ σοί θανάτου, ἀνοίγονται πύλαι καὶ διαρρήσσονται, μοχλοὶ αἰώνιοι· τῇ γὰρ σεπτῇ σου καθόδῳ, ἐξανέστησαν οἱ πάλαι νεκροί, ἐν εὐφροσύνῃ ψάλλοντες, Χριστὲ τὴν σὴν Ἀνάστασιν» καὶ «Σήμερον τὸ κλῖτος, τῶν θείων Πατέρων, Χριστοῦ τὴν Γέννησιν, προεορτάζει φαιδρῶς, καὶ ὑπογράφεται ταύτης, τὸ παράδοξον τῆς χάριτος· Ἀβραὰμ γὰρ σύμβολον, τοῦ Νόμου καὶ οἱ Παῖδες εἰσίν». Παράλληλα, ψάλλεται καὶ ὁ λεγόμενος προεόρτιος κανόνας μὲ βασικὸ θέμα τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «Πτωχὸς ὁ πλούσιος γίνεται, πτωχίζων τοὺς κακίᾳ πλουτίζοντας· βροτὸς ὁ Θεὸς γνωρίζεται, Κόρης ἀπειρογάμου, δίχα τροπῆς· πάντες ἐν αἰνέσει, ἀνυμνήσωμεν αὐτόν· ὅτι δεδόξασται». Μιὰ σύνοψη ὅλων τῶν μηνυμάτων τῆς ἡμέρας αὐτῆς βρίσκουμε στὸ δοξαστικὸ τῶν Πατέρων, ποὺ εἶναι καὶ ὁ τελευταῖος ὕμνος τῆς ἑορτῆς αὐτῆς τῆς Κυριακῆς: «Τῶν νομικῶν διδαγμάτων ὁ σύλλογος, τὴν ἐν σαρκὶ ἐμφανίζει τοῦ Χριστοῦ θείαν Γέννησιν, τοῖς πρὸ τοῦ Νόμου τὴν Χάριν εὐαγγελιζομένοις, ὡς ὑπὲρ Νόμον τῇ πίστει ὑπάρξασιν· ὅθεν τῆς φθορᾶς ἀπαλλαγῆς οὖσαν πρόξενον, ταῖς ἐν ἅδῃ κατεχομέναις ψυχαῖς προεκήρυττον, διὰ τῆς ἀναστάσεως, Κύριε δόξα σοι».

Προεόρτια περίοδος

Κατὰ τὴν περίοδο ἀπὸ τὴν Κυριακὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων μέχρι τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ὅλοι οἱ ὕμνοι τῶν καθημερινῶν ἀκολουθιῶν, Ὄρθρου καὶ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ἀποδείπνου, στὸ ὁποῖο προστίθεται ἰδιαίτερος κανόνας γιὰ τὴν Γέννηση, ἔχουν τὸ «ἄρωμα» τῆς προσμονῆς τοῦ γεγονότος. Ἡ σύνθεση τῶν κανόνων ἔχει γίνει βάσει τοὺς κανόνες τῆς Μ. Ἑβδομάδος: «Τῷ τὴν ἄβατον, κυμαινομένην θάλασσαν…», «Τῷ δόγματι τῷ τυραννικῷ…». Οἱ ὑμνογράφοι καλοῦν νὰ ἀπολαύσουμε τὴν Δεσποτικὴ τράπεζα, ποὺ ἔχει στηθεῖ στὸ «πενιχρὸ» σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ: «Ξενίας Δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης, ἐν πενιχρῷ Σπηλαίῳ, ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί, πιστοὶ δεῦτε ἀπολαύσωμεν, σεσαρκωμένον Λόγον, ἀπορρήτως μαθόντες· ὃν μεγαλύνομεν».

Τὴν παραμονὴ τῆς Γεννήσεως, μνήμη τῆς ἁγίας ὁσιομάρτυρος Εὐγενίας, μαζὶ μὲ τὸν κανόνα καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Ἁγίας προαναγγέλλεται ὁ λαμπρὸς ἑορτασμὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. «Προεορτάσωμεν, λαοί, Χριστοῦ τὰ γενέθλια· καὶ ἐπάραντες τὸν νοῦν ἐπὶ τὴν Βηθλεέμ, ἀναχθῶμεν τῇ διανοίᾳ καὶ κατίδωμεν τὴν Παρθένον τοῖς ψυχικοῖς λογισμοῖς ἐπειγομένην τίκτειν ἐν σπηλαίῳ τὸν τῶν ὅλων Κύριον καὶ Θεὸν ἡμῶν· οὐ Ἰωσὴφ κατιδών τῶν θαυμάτων τὸ μέγεθος, ἐδόκει ἄνθρωπον θεωρεῖν ὡς βρέφος σπαργανούμενον· ὑπενόει δὲ ἐκ τῶν πραγμάτων Θεὸν εἶναι ἀληθινόν, τὸν παρέχοντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος».

Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ μεταβεῖ νοητικὰ στὸ σπήλαιο καὶ νὰ ἀναλογισθεῖ τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπίσεως: «…ἀναχθῶμεν τῇ διανοίᾳ καὶ κατίδωμεν τὸ ἐν σπηλαίῳ μέγα μυστήριον». Καὶ ὄχι μόνον ὁ ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ ἡ κτίση ὁλόκληρη νὰ συμμετάσχει στὸ γεγονός: «Ἄκουε οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου ἡ γῆ». Παράλληλα καὶ ἡ Ἐδέμ, ὁ χαμένος παράδεισος, νὰ χαρεῖ ὅπως πρίν, διότι αὐτὸς ποὺ τὸν δημιούργησε ἐπανέρχεται μέσα σ᾿ αὐτόν: «ἄνοιγε πύλην ἡ Ἐδέμ· ὅτι ὁ Ὢν γίνεται ὁ οὐκ ἦν· καὶ ὁ πλαστουργὸς πάσης κτίσεως διαπλάττεται, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος».

Μεγάλες Ὧρες

Ὡστόσο ὅλα τὰ καλύπτει ἡ ἀκολουθία τῶν Μεγάλων Ὡρῶν. Ἡ Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν ψάλλεται τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, ἐκτὸς ἐὰν ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶναι Σάββατο ἢ Κυριακή, ὁπότε ψάλλεται τὴν Παρασκευή. Αὐτὸ συμβαίνει, ἐπειδὴ ἡ Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν ἔχει πένθιμο χαρακτήρα, εἶναι ἀκολουθίες τῆς μετανοίας καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ψαλλοῦν σὲ ἡμέρες ποὺ ἔχουν ἀναστάσιμο ἢ ἄλλο περιεχόμενο. Ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ Σάββατο εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς κεκοιμημένους.

Οἱ πανηγυρικὲς Ὧρες περιλαμβάνουν ἀνάγνωση μεσσιανικῶν Ψαλμῶν, δηλαδὴ Ψαλμῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς περιεχόμενο τὴν προσμονὴ τοῦ Μεσσία, μίας προφητείας ποὺ ἀναφέρεται στὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία (κυρίως ἀπὸ τὸν Ἡσαΐα, τὸν Ἱερεμία καὶ τὸν Μιχαία), τοῦ Ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος (κυρίως ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους καὶ πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου), τοῦ Εὐαγγελίου, σχετικοῦ μὲ τὸ γεγονός, ὕμνους καὶ τὴν καταληκτήρια εὐχὴ τῆς κάθε Ὥρας.

Στὴν Ἐνάτη Ὥρα, πρὶν ἀπὸ τὴν προφητεία ψάλλεται πανηγυρικὰ τὸ δοξαστικό, τὸ ὁποῖο εἶναι κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ δοξαστικοῦ τῆς ἀκολουθίας τῶν ἀχράντων Παθῶν: «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου, ὁ δρακὶ τὴν πᾶσαν ἔχων κτίσιν. Ῥάκει καθάπερ βροτὸς σπαργανοῦται, ὁ τῇ οὐσίᾳ ἀναφής. Θεὸς ἐν φάτνῃ ἀνακλίνεται, ὁ στερεώσας τοὺς οὐρανοὺς πάλαι κατ᾿ ἀρχάς. Ἐκ μαζῶν γάλα τρέφεται, ὁ ἐν τῇ ἐρήμῳ μάννα ὀμβρίσας τῷ λαῷ. Μάγους προσκαλεῖται, ὁ νυμφίος τῆς ἐκκλησίας. Δῶρα τούτων αἴρει, ὁ υἱὸς τῆς παρθένου. Προσκυνοῦμεν σου τὴν γένναν Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν καὶ τὰ θεῖα σου Θεοφάνεια».

Ἑσπερινός

Ὁ πανηγυρικὸς ἑσπερινὸς τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη τῆς ἑορτῆς. Τὸ περιεχόμενο τῶν ὕμνων καὶ τῶν κειμένων αὐτῆς τῆς ἀκολουθίας εἶναι δοξολογικὸ καὶ δογματικό. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ, καλοῦνται οἱ πιστοὶ νὰ χαροῦν γιὰ τὸ γεγονός, κυρίως γιὰ τὸ ὅτι σπάει «τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ», ποὺ ἐμπόδιζε ἐπὶ αἰῶνες τὴν εἴσοδο τοῦ ἀνθρώπου στὴ χαρὰ τοῦ παραδείσου: «Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, τὸ παρὸν μυστήριον ἐκδιηγούμενοι. Τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ διαλέλυται, ἡ φλογίνη ῥομφαία τὰ νῶτα δίδωσι καὶ τὰ Χερουβὶμ παραχωρεῖ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς· κἀγὼ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς μεταλαμβάνω, οὐ προεξεβλήθην διὰ τῆς παρακοῆς. Ἡ γὰρ ἀπαράλλακτος εἰκὼν τοῦ Πατρός, ὁ χαρακτὴρ τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ, μορφὴν δούλου λαμβάνει, ἐξ ἀπειρογάμου Μητρὸς προελθών, οὐ τοπὴν ὑπομείνας· ὁ γὰρ ἦν διέμεινε, Θεὸς ὢν ἀληθινός· καὶ ὁ οὐκ ἦν προσέλαβεν, ἄνθρωπος γενόμενος διὰ φιλανθρωπίαν· αὐτῷ βοήσωμεν· ὁ τεχθεὶς ἐκ Παρθένου Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς».

Τὰ Ἀναγνώσματα ποὺ διαβάζονται, ἔχουν τὴ δική τους σημειολογία.

Πρῶτα διαβάζεται, ὅπως καὶ τὸ Μ. Σάββατο τὸ πρωί, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως. Ἀναφέρεται στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ἐκ τοῦ μηδενός. Εἶναι ἡ ὁμολογία καὶ ἡ βίωση ἀπ᾿ τὴν πλευρὰ τῶν πιστῶν τῆς πηγῆς τῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ συμπόρευση μὲ τὸν Ἄκτιστο Κτίστη τοῦ παντός, τῆς κτίσεως. Εἴμαστε τὰ παιδιά Του.

Τὸ δεύτερο Ἀνάγνωσμα, παρμένο ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν, θυμίζει, ὅτι «ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ καὶ ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ», ἐνῷ τὸ τρίτο Ἀνάγνωσμα εἶναι ἡ προφητεία τοῦ Μιχαίου. Γιὰ δεύτερη καὶ τρίτη φορὰ ἐναλλάσσονται προφητεῖες ἀπὸ τὸν Ἡσαΐα, τὸν Ἱερεμία καὶ τὸν Δανιὴλ, σχετικὲς μὲ τὴν προσδοκία τῶν ἐθνῶν, καὶ στὸ ἐνδιάμεσο ψάλλονται ὕμνοι μοναδικοὶ στὸ εἶδος τους, συνοδευόμενοι ἀπὸ στίχους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ἀνέτειλας Χριστὲ ἐκ Παρθένου, νοητὲ ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης· καὶ Ἀστήρ σέ ὑπέδειξεν, ἐν Σπηλαίῳ χωρούμενον τὸν ἀχώρητον».

Τὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ παραπέμπει στὴν ἴδια τὴν ἔγνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ δημιουργήματά Του, «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως», καὶ ὑπενθυμίζει, πὼς ἀπὸ κείμενα τῆς Π. Διαθήκης ἀποδεικνύεται ἡ μεσσιανικὴ καὶ θεία προέλευση τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ διήγηση τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ. Ἀφοῦ ψαλλοῦν ὁρισμένοι ὕμνοι δοξολογικοὶ, ὁ ἑσπερινὸς καταλήγει μὲ τὸ ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς, «Ἡ γέννησίς σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν..».

Κατὰ τὶς παραμονές, μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ ἑσπερινοῦ, τελεῖται ἡ θεία λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

Ὄρθρος

Ὁ πανηγυρικὸς ὄρθρος τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων περιέχει ἕναν πλοῦτο ὕμνων, μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ ἁπλότητα ὡς πρὸς τὴν ἔκταση τῆς Ἀκολουθίας. Στὶς μεγάλες γιορτὲς, δὲν ὑπάρχει βερμπαλισμός ἀλλὰ δογματικοὶ ὕμνοι, οἱ ὁποῖοι, ἔχοντας συγγραφεῖ ἀπὸ θεοπνεύστους ὑμνογράφους, ἀποδίδουν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς. Ἀναφέρουμε τὰ ἐξαίσια «καθίσματα» μὲ τὴν ἔναρξη: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός», «Τί θαυμάζεις Μαριάμ; Τί ἐκθαμβεῖσαι τὸ ἐν σοί», «Ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; Ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός; Πάντως ὡς οἶδεν, ὡς ἠθέλησε καὶ ὡς ηὐδόκησεν· ἄσαρκος γὰρ ὤν, ἐσαρκώθη ἑκών· καὶ γέγονεν ὁ Ὤν, ὁ οὐκ ἦν δι᾿ ἡμᾶς· καὶ μὴ ἐκστὰς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος. Διπλοῦς ἐτέχθη, Χριστὸς τὸν ἄνω, κόσμον θέλων ἀναπληρῶσαι».

Οἱ κανόνες ποὺ ψάλλονται εἶναι δύο. Ὁ πρῶτος, γνωστὸς τοῦ «κυρίου Κοσμᾶ»: «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε». Ὁ δεύτερος, μὲ ἰαμβικὸ βυζαντινὸ δωδεκασύλλαβο – λιγότερο κατανοητὸς ἀπὸ τὸν λαὸ -, ἀποδίδει δογματικὲς ἀλήθειες μὲ τρόπο μοναδικό: «Ἔσωσε λαόν, θαυματουργῶν Δεσπότης, ὑγρὸν θαλάσσης κῦμα χερσώσας πάλαι· Ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ Κόρης, τρίβον βατήν, Πόλου τίθησιν ἡμῖν· ὃν κατ᾿ οὐσίαν, Ἶσόν τε Πατρί, καὶ βροτοῖς δοξάζομεν». Ὁ ὕμνος πρὸς τὴν Θεοτόκο, «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβὶμ», ἀντικαθίσταται μὲ σειρὰ ὕμνων ἀπὸ τοὺς δύο κανόνες, στοὺς ὁποίους προηγεῖται ἕνας ἰδιαίτερος καὶ διαφορετικὸς γιὰ κάθε ὕμνο, σχετικὸς μὲ τὴν ἡμέρα, στίχος: «Μεγάλυνον ψυχή μου, τὸν ἐκ τῆς Παρθένου, Θεὸν σαρκὶ τεχθέντα», «Σήμερον ὁ Δεσπότης, ῥάκει σπαργανοῦται, ὁ ἀναφὴς ὡς βρέφος». Τὸ έξαποστειλάριον θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους ὕμνους. Εἶναι ἡ ὁμολογία, ὅτι μᾶς ἐπισκέφτηκε ὁ Σωτῆρας Χριστὸς, γιὰ νὰ διαλυθεῖ ἡ σκιὰ καὶ νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια: «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς, ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν· · καὶ γὰρ ἐκ τῆς Παρθένου ἐτέχθη ὁ Κύριος».

Τὸ ἀποκορύφωμα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς δοξολογίας στὸν Θεὸ γιὰ τὴν θεία σάρκωση, βρίσκεται στοὺς τελευταίους ὕμνους τοῦ ὄρθρου, τὰ λεγόμενα «πασαπνοάρια»: «Εὐφραίνεσθε δίκαιοι, οὐρανοὶ ἀγαλλιᾶσθε, σκιρτήσατε τὰ ὄρη, Χριστοῦ γεννηθέντος, Παρθένος καθέζεται, τὰ Χερουβὶμ μιμουμένη, βαστάζουσα ἐν κόλποις, Θεὸν Λόγον σαρκωθέντα. Ποιμένες τὸν τεχθέντα δοξάζουσι· Μάγοι τῷ Δεσπότῃ δῶρα προσφέρουσιν· Ἄγγελοι ἀνυμνοῦντες λέγουσιν· Ἀκατάληπτε Κύριε, δόξα σοι». Ἡ τελευταία φράση πρὶν τὴν δοξολογία εἶναι ὁ πρῶτος στίχος της: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Λειτουργία

Ἡ θεία λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου διανθίζεται μὲ στίχους καὶ ψαλμούς, σχετικοὺς μὲ τὴν ἑορτή, ἐνῶ ἀντὶ τοῦ «Ἅγιος ὁ Θεός», ψάλλεται τὸ «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβασπίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε· ἀλληλούϊα». Τέλος, στὴν ὥρα τοῦ κοινωνικοῦ, ψάλλεται τὸ «Λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ», ὡς ἕνας ὕμνος ποὺ σφραγίζει τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως καὶ τὴ συμμετοχὴ στὸ κοινὸ Ποτήριο.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

ΝΑΙ ἤ ΟΧΙ στήν μετάφραση τῆς Λειτουργικῆς γλώσσας;


τοῦ π. Ἀθανασίου Στ. Λαγουροῦ

Θεμελιῶδες αἴτημα τῆς «μεταφράσεως» τῶν λειτουργικῶν κειμένων εἶναι ἡ κατανόηση, «οἱ ἄνθρωποι νὰ καταλαβαίνουν στὴν Ἐκκλησία».

Ἂν καὶ τὸ πρόβλημα τῆς κατανοήσεως τῶν λειτ. κειμένων, κυρίως δὲ τῆς Θ. Λειτουργίας, εἶναι πράγματι κατανοητό, ὅμως δὲν συνιστᾶ «ὅλο» τὸ πρόβλημα. Νὰ μερικὰ εἰλικρινῆ ἐρωτήματα:

1. Ἄραγε μέχρι ποίου σημείου ἡ μονοδιάστατη κατανόηση μπορεῖ νὰ συνιστᾶ ἀκαταγώνιστη ἀξία ἀπολύτου προτεραιότητος; Σήμερα δηλαδὴ κι ἄλλα πράγματα τοῦ ἀξιακοῦ μας περιβάλλοντος δὲν γίνονται “κατανοητά”, ἀλλὰ αὐτὸ ἄραγε ἀρκεῖ γιὰ τὸν «ἀναπροσδιορισμὸ» ἢ τὴν «μετάφρασή» τους, ὅπως, π.χ. ἡ νηστεία ἢ οἱ ἐκτρώσεις (δηλ. φόνος);

2. Ἄραγε ἔχει γίνει εἰλικρινὴς ἐπιστημονικὴ ἀξιολόγηση τῆς χειροπιαστῆς ἐμπειρίας ἀπὸ τὸ ἀνάλογο ἐγχείρημα ὑπὸ τῆς λατινικῆς ἐκκλησίας καὶ τεκμηριωμένη ἀποτίμηση τῶν “ποσοστῶν ἐπιτυχίας” του;

3. Ἄραγε οἱ νεώτεροι δὲν ἀπαξιώνονται, ὅταν ὑποστηρίζεται ὅτι «δὲν καταλαβαίνουν», τὴν ἴδια ὥρα ποὺ μαθαίνουν δύο καὶ τρεῖς ξένες γλῶσσες, ποὺ ἀπορροφοῦν πλῆθος γνώσεων στὴν ἠλεκτρονικὴ ἐποχή μας; Εἶναι ἀδύνατον νὰ μάθουν πὼς «ποιῶ» σημαίνει «κάνω», «Πάτερ ἡμῶν» «Πατέρα μας» καὶ «παράσχου» «δῶσε»;
Ὁ πασίγνωστος ὀρθόδοξος θεολόγος π. Ἀλέξ. Σμέμαν σημειώνει εἰδικότερα γιὰ τὰ παιδιά: «…Στὴν ἐκκλησία τὸ παιδὶ βρίσκεται “στὸ στοιχεῖο του”. (…) Δὲν πρέπει νὰ λέμε ὅτι “τὰ παιδιὰ δὲν μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν αὐτό”. Tὰ παιδιὰ ἀντιλαμβάνονται χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν».

4. Ἄραγε ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς λατρεύουσας κοινότητας ἢ ἡ ζωὴ στὴν Ἐκκλησία, ζωὴ ποὺ ἔχει μόνιμο χαρακτήρα, ὡς διαρκὴς ἀγωγὴ καὶ διὰ βίου μάθηση (!), ἄραγε δὲν θὰ κινδυνεύσει νὰ μεταλλαχθεῖ, νὰ «μεταφρασθεῖ» σὲ θρησκευτικὴ «ἐπιβίωση» καὶ τυπολατρεία; Καὶ ἄραγε ἡ Λατρεία ὡς ἔκφραση Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικῶς δὲ ἡ Θ. Λειτουργία, δὲν θὰ ἐκφυλισθεῖ σὲ μιὰ παράσταση γιὰ τοὺς εὐκαιριακοὺς καὶ φευγαλέους «πελάτες», ποὺ δὲν «καταλαβαίνουν», ἀλλὰ ἀπαιτοῦν νὰ καταναλώσουν βιαστικὰ κατανοητὴ Λατρεία;

Ἄραγε δὲν εἶναι γνωστὸ πὼς πολλοὶ χριστιανοὶ (ἑλληνόφωνοι) δὲν ἔχουν ἐγκεντρισθεῖ βιωματικῶς στὴν Ἐκκλησία; Καὶ πὼς δὲν ξέρουν οὔτε τὶς ἁπλούστερες προσευχὲς (Πάτερ ἡμῶν, Πιστεύω, N΄ Ψαλμός κ.λπ.), καθὼς ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι ἐντεταγμένη  συστηματικῶς στὴν ζωή τους, ἐπειδὴ ἁπλούστατα ἡ ἴδια ἡ προσευχή, δὲν εἶναι «κατανοητὸ» πράγμα· εἴτε μεταφρασμένα εἴτε ἀμετάφραστα, εἴτε κατανοητὰ εἴτε «ἀκατανόητα» κι ἂν εἶναι τὰ λόγια τῶν προσευχῶν;

Τελικῶς ποιό μοντέλο χριστιανοῦ καὶ ποιό μοντέλο Λατρείας ὁραματιζόμαστε;

5. Ἄραγε αὐτὴ ἡ περιβόητη «κατανόηση» δὲν κατανοεῖται καὶ δὲν μαθαίνεται ποτέ; Ἂν π.χ. ὁ πιστὸς μάθει μιὰ φορὰ πὼς ἡ λειτουργικὴ προτροπὴ «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» σημαίνει «ἂς ἔχουμε πάνω, ἂς ὑψώσουμε τὶς καρδιές», θὰ πρέπει ἄραγε διὰ βίου νὰ τὴν ἀκούει «μεταφρασμένη»;

6. Ἄραγε ἡ κατανόηση εἶναι ἐπαρκὴς συνθήκη, γιὰ νὰ προσπελάσει ὁ πιστὸς στὸν πνευματικὸ κόσμο, στὸν ὁποῖο τὸν καλεῖ ἡ Λατρεία, ἕνα κόσμο γεμάτο σημεῖα καὶ σύμβολα;

7. Μήπως, ὅταν ἐπιτευχθεῖ ἡ «κατανόηση», θὰ διακυβευθοῦν ἄλλα πνευματικὰ ἀγαθά, ὅπως ἡ ἀκρίβεια, πολὺ δὲ περισσότερο αὐτὴ ἡ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐλάλησε ἐν τοῖς Ἁγίοις μὲ τὶς λέξεις; Ὁ M. Ἀθανάσιος λέει: «μηδὲ πειραζέτω τὰς λέξεις μεταποιεῖν ἢ ὅλως ἐναλλάσσειν», γιατὶ οἱ Ἅγιοι δὲν ἐλάλησαν ἀπὸ τὸ κεφάλι τους, ἀλλὰ ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι (Β´ Πέτρ. α´ 21) καὶ μέσα στὶς λέξεις, ποὺ χρησιμοποίησαν, ἔχουν ἀποθησαυριστεῖ ἀλήθειες καὶ ἔχει ἀποταμιευθεῖ πνευματικὴ δύναμη.

8. Μήπως ἡ πολυθρύλητη «κατανόηση», μὲ τὴν ἀπόλυτη ἔμφαση ποὺ τῆς δίνεται, θὰ δοκιμάσει νὰ ἐκτοπίσει τὴν ὀρθόδοξη γνωσιολογία, γιὰ χάρη τῆς ἀκαταμάχητης γοητείας ποὺ ἀσκεῖ ἡ διάνοια;

9. Μήπως μοιάζει ἐξαιρετικῶς ἀνελαστικὴ ἡ λύση τῆς μονίμως «μεταφρασμένης» λατρείας;

Ἡ «μετάφραση» τῶν ἁγιογραφικῶν-λειτουργικῶν κειμένων στὰ Ν. Ἑλληνικὰ εἶναι ἀρρήκτως συνυφασμένη μὲ τὴν θεολογική, ἱστορικὴ καὶ πραγματολογικὴ ἑρμηνεία τους. Ἀραδιασμένες νεοελληνικὲς λέξεις δὲν “λένε” σχεδὸν τίποτα ἂν καὶ “κατανοητές” (π.χ. «Xαῖρε, θάλασσα, ποὺ καταπόντισες τὸν νοητὸ Φαραώ· χαῖρε, πέτρα, ποὺ πότισες ὅσους διψοῦσαν τὴν ζωή»). Γιὰ νὰ δώσουν ἕνα μήνυμα, προαπαιτεῖται ἑρμηνεία. Τότε ὅμως μᾶλλον περισσεύει ἡ λειτουργικὴ χρήση νεοελληνικῆς “μεταφράσεως”, ἐπειδὴ τὸ νοηματικὸ περιεχόμενο θὰ ἔχει ἤδη ἀφομοιωθεῖ. Μήπως λοιπὸν γιὰ νὰ καταλάβω τὴ σημασία, πρέπει προηγουμένως νὰ μάθω τὸ νόημα; (καὶ γιὰ νὰ τὸ μάθω, πρέπει πρῶτα νὰ θελήσω νὰ τὸ διδαχθῶ;)

Στὰ ἀμέσως ἑπόμενα χρόνια ὁπότε οὔτε καὶ τῶν ἁπλουστέρων λέξεων, ὅπως «Ἀνάσταση», «Xριστός», «Ἐκκλησία», ἢ «Παναγία», τὸ περιεχόμενο δὲν θὰ “κατανοεῖται”, τί θὰ ἐπινοήσουμε; Θὰ ξανα-“μεταφράσουμε” ἄραγε τὰ “μεταφρασμένα” ἢ θὰ θρηνήσουμε συνειδητοποιώντας πὼς «καταβρέξαμε τὴν καιομένη βάτο»;

Μήπως τελικὰ πάνω ἀπὸ τὴν κατανόηση θὰ ἦταν πιὸ ἀποδοτικὸς αὐτὸς ὁ ἐκκλησιαστικῶς καταξιωμένος τρόπος ὑπερβάσεως τῶν μικρῶν γλωσσικῶν δυσκολιῶν, ἡ συστηματικότερη ἑρμηνεία δηλαδή; (βλ. σχετ. τὸ πλῆθος ἑρμηνευτικῶν ἔργων [γιὰ τὰ «δυσκολοκατάληπτα», ὅπως γράφει] τοῦ ἁγ. Nικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, στὰ ὁποῖα μαθητεύουν ὅσοι τίμιοι καὶ εὐσυνείδητοι ἐπιθυμοῦν νὰ “καταλάβουν”), εἰδικῶς μάλιστα στὴν ἐποχὴ τῆς Πληροφορίας, τοῦ Διαδικτύου καὶ τοῦ Ἠλεκτρονικοῦ Βιβλίου.

Ὁ ἅγ. Ἰω. Xρυσόστομος χτυπάει τὸ καμπανάκι τῆς εὐθύνης καθενὸς ζητώντας «μία χάρη»: προετοιμασία στὸ σπίτι καὶ «προοικείωση» μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ὁ ἅγιος Βαρσανούφιος ἀπαντᾶ στὸν μαθητή του, ποὺ διαβάζει τοὺς Ψαλμοὺς ἀλλὰ δὲν τοὺς κατανοεῖ, πὼς «ὁ κόπος γιὰ τὴν ἐκμάθηση τῆς γλώσσας ὄχι μόνο θὰ τὸν βοηθήσει στὴν κατανόηση, ἀλλά, πολὺ περισσότερο, θὰ τοῦ δώσει πλουσία χάρη εἰς ζωὴν αἰώνιον».

Ἐξ ἄλλου, ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ τὶς παραβολές, ὡς αἰνιγματώδεις διηγήσεις μὲ βαθύτερες ἀλήθειες ἀπὸ τὶς φαινομενικές, γιὰ νὰ «διεγείρῃ τὸν ἀκροατήν», ἐπειδὴ ἡ εὐκολία πολλοὺς τοὺς ὁδηγεῖ στὴ ραθυμία, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγ. Ἰω. Xρυσόστομος.

Σὲ ἄλλες περιπτώσεις, ποὺ οἱ Μαθητὲς δὲν καταλαβαίνουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, Ἐκεῖνος τοὺς τὰ ἐξηγεῖ. Καμιὰ φορὰ τοὺς μαλώνει: «πῶς οὐ νοεῖτε …;» Kαὶ τότε καταλαβαίνουν, ἀφοῦ ὅμως προηγουμένως μὲ τὴν ἐπιτίμησή Του ἔχουν ἀποβάλει τὴν ὀκνηρία καὶ τὶς προκαταλήψεις (Ματθ. ιϛ´ 11-12)

Καὶ κάτι ἄλλο: ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ γράφονται οἱ ἐπιστολὲς τῆς K. Διαθήκης διαπιστώνονται ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους «δυσνόητα», δυσπρόσιτες λέξεις-ἔννοιες-πράγματα, καὶ οἱ ἀμαθεῖς τὰ διαστρεβλώνουν (Β΄ Πέτρ.).

Συνεπῶς μήπως τὸ πρόβλημα τῆς «κατανοήσεως» δὲν εἶναι καὶ τόσο καινούργιο καὶ ἡ λύση του δὲν εἶναι ἀναγκαστικὰ ἡ «μετάφραση», ἀλλὰ μᾶλλον ἡ ἑρμηνεία;

10. Ἐξ ἄλλου, τί μένει σήμερα χειροπιαστό, ζωντανὸ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν πολυδιαφημιζόμενο ἀλλὰ πολύκλαυστο Πολιτισμό μας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ «Φῶς ἱλαρόν», τὸ «Γλυκύ μου ἔαρ», τὸ «Xριστὸς ἀνέστη», δηλαδὴ τὴν γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας;

Ἐν περιπτώσει δὲ “μεταφράσεως” πῶς θὰ ἀπολογηθοῦμε στοὺς νεωτέρους, ποὺ ἡ γενιά μας δὲν εἶχε τὸ σθένος νὰ κρατήσει τὴν πατρικὴ κληρονομιά; Tί θὰ δικαιολογηθοῦμε, ποὺ διακόψαμε σὲ μιὰ τεχνητὴ συγκυρία, γιὰ χάρη μιᾶς πρόσκαιρης καὶ μυθοποιημένης διανοητικῆς “ἀπολαύσεως” τὴν ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μέχρι σήμερα ἀδιάκοπη λαλιὰ τοῦ λαοῦ μας, ποὺ μιλιέται ἀκόμη καὶ τραγουδιέται μέσα στὶς ἐκκλησιές;

Στοὺς ὁμοδόξους ἀδελφούς μας, ἀλλὰ καὶ στοὺς ξένους μελετητὲς τί θὰ ποῦμε;

Tὴν ὥρα ποὺ πασχίζουμε γιὰ τὰ «Ἐλγίνεια Mάρμαρα», τὴν ἴδια ὥρα δὲν μοιάζει κάπως ὀξύμωρο νὰ συζητᾶμε πῶς ἕνα ὁλοζώντανο κομμάτι τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ θὰ τὸ ἀφανίσουμε;

11. Τὸ αἴτημα τῆς “μεταφράσεως” ἐμπεριέχει στὸν ἑαυτό του καὶ ἐξυπονοεῖ σιωπηρῶς  ἕνα ἀρχέτυπο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ γίνει ἡ “μετάφραση”. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀντιφατικό, ἐπειδὴ ἡ ἴδια ἡ “μετάφραση” καθ᾽ ἑαυτὴν παραδέχεται πὼς μέσα καὶ πίσω ἀπὸ τὶς λέξεις ὑπάρχει ἕνα περιεχόμενο, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ μείνει «ἀμετάφραστο». Γιὰ νὰ εἶναι συνεπὲς πρὸς τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό του τὸ αἴτημα τῆς “μεταφράσεως”, πρέπει νὰ συμπεριλάβει καὶ τὴν δυνατότητα ἀλλαγῆς αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ γλωσσικοῦ πρωτοτύπου. Γιατὶ λοιπὸν ἀντὶ “μεταφράσεως” νὰ μὴ συνταχθοῦν «νέα κείμενα», π.χ. καινούργια Θ. Λειτουργία;

12. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ἄλλες «ἀκατανόητες» “γλῶσσες” τῆς Ἐκκλησίας τί θὰ γίνει; Μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική π.χ., ἡ ὁποία “ντύνει” τὸν λειτουργικὸ λόγο; Γιατί νὰ μὴ γίνει μετάφραση καὶ τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς σὲ σύγχρονη; Ἢ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ εἰκονογραφία, ποὺ εἶναι πάλι μιὰ “γλῶσσα ἀκατανόητη” στὸν σύγχρονο  ἄνθρωπο; Ἢ μὲ τὰ εὐχαριστιακὰ εἴδη, ἀφοῦ ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος δὲν ἀποτελοῦν τὴν “βασικὴ γλῶσσα” διατροφῆς τοῦ παγκοσμίου ἀνθρώπου; Ἢ μὲ τὴν ἴδια τὴν ἄσκηση, ποὺ εἶναι μιὰ ἀκόμα “ἀκαταλαβίστικη γλῶσσα” σήμερα;

Ἡ «μετάφραση» ἄραγε δὲν θά ᾽ναι ἀνακόλουθο νὰ μὴ συμπαρασύρει κι ἄλλα πράγματα καὶ θέσμια τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς ἀντιστοιχεῖ σὲ μιὰ γενικὴ τάση “ἐπαναπροσδιορισμοῦ”, καὶ “ἀναστοχασμοῦ” τῶν ὑφισταμένων “δομῶν” ἢ “παραδεδομένων ἀρχῶν”.

13. Στὸν λογικοφανῆ καὶ ἐπιστημονικῶς ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμό: «Ἂν ὁ Xριστός ἐρχόταν σήμερα, τί γλῶσσα θὰ μιλοῦσε», ἄραγε δὲν ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ ἠθέλησε νὰ γεννηθεῖ  «ἐν ταῖς ἡμέραις…Kαίσαρος  Αὐγούστου», καὶ νὰ σταυρωθεῖ «ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου»; Ἀλλιῶς μήπως ἀνατινάζεται ὁ ρεαλισμὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως;

14. Ἐρωτητέον πῶς γίνεται νὰ παρακαμφθεῖ ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ ἡ γνωστὴ μαρτυρία τοῦ μακαριστοῦ ἁγίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ: «εἴμεθα κατηγορηματικῶς πεπεισμένοι ὅτι οὐδόλως ὑπάρχει ἀνάγκη ἀντικαταστάσεως τῆς παραδεδομένης Λειτουργικῆς γλώσσης… Εἶναι ἄτοποι οἱ ἰσχυρισμοὶ περὶ τοῦ δῆθεν ἀκατανοήτου».

Kαὶ πῶς γίνεται νὰ περιφρονηθεῖ ἀδίστακτα ἡ ἐπὶ τούτῳ ἐπισήμανση τοῦ ἁγ. Nικοδήμου τοῦ   Ἁγιορείτου: «Φυλαχθῆτε ἀδελφοί, καὶ ἀπὸ τὸν λογισμὸν τοῦτον: ἐσὺ εἶσαι ἀγράμματος καὶ δὲν καταλαμβάνεις ἐκεῖνα ὅπου λέγονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ…ἂν ἐσεῖς συχνὰ πηγαίνετε εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἀκούετε τὰ θεῖα λόγια, ἡ συνέχεια ἐκείνη θὰ σᾶς κάμῃ μὲ τὸν καιρὸν νὰ καταλαμβάνετε ἐκεῖνα ὅπου δὲν ἐκαταλαμβάνατε, διότι ὁ Θεὸς βλέπωντας τὴν προθυμίαν σας ἀνοίγει τὸν νοῦν σας καὶ τὸν φωτίζει εἰς τὸ νὰ καταλαμβάνῃ». [Ἀναλόγιον: Βλ. τόν Ἅγιο Πορφύριο, καί τόν γέροντα Ἐφραῖμ τὸν Φιλοθεΐτη καὶ Ἀριζονίτη]

15. Tέλος. Mέσα στὴν πνευματικὴ κοσμοχαλασιὰ ποὺ σαρώνει τὰ πάντα, μέσα στὴν προωθουμένη πολτοποίηση ἀνθρώπων καὶ πολιτισμῶν, καὶ μὲ τὴν Ἑλλάδα στὰ πρόθυρα οἰκονομικοῦ καταποντισμοῦ, ἄραγε τὸ τελευταῖο, ποὺ θὰ χρειαζόταν, δὲν εἶναι μιὰ ἀπονενοημένη αὐτοεμπλοκὴ σὲ “νεογλωσσικὲς ἔριδες” μὲ ἄρωμα ἐκκλησιαστικὸ καὶ γεύση «γκρίκλις»;

Ἀντὶ μονότονα νὰ ἀναμασᾶμε ληγμένα στερεότυπα, μήπως πιὸ ἐπείγων καὶ πιὸ συμβατὸς μὲ τὶς σημερινὲς ἀνάγκες φαίνεται νὰ εἶναι ἕνας χαμηλόφωνος ἑρμηνευτικὸς λόγος γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς Πίστεως καὶ συνολικὴ ἀναθεώρηση τρόπου ζωῆς, μιὰ ζωντανὴ μαρτυρία ἀγάπης Xριστοῦ, παρὰ μιὰ “ἐργολαβία” Λειτουργικῆς Mεταρρυθμίσεως;

Ἂν οἱ ἄνθρωποι σήμερα τείνουν νὰ ἀποστρέφουν τὸ πρόσωπό τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μοῦ φαίνεται πὼς δὲν τὸ κάνουν τόσο ἐπειδὴ δὲν κατανοοῦν τὴν γλῶσσα τῆς Λατρείας, ὅσο ἐπειδή, πρῶτον, δὲν κατανοοῦν ὅτι ὑπάρχουν ἀρκετὰ πράγματα ποὺ δὲν “κατανοοῦνται”· ἐπειδή, δεύτερον, δὲν κατανοοῦν τί ἀκριβῶς “ἐννοοῦν” τὰ ἐκκλησιαστικὰ λόγια (ἀκόμα καὶ μεταφρασμένα), δὲν καταλαβαίνουν δηλαδὴ τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχουν τὰ “λόγια”, τὰ νοήματα, τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή τους καὶ δὲν βρίσκεται εὔκολα κάποιος ἱκανὸς νὰ τοὺς τὰ ἑρμηνεύσει ζωογονητικά· ἐπειδή, τρίτον δὲν διδάχθηκαν πὼς στὴν Ἐκκλησία δὲν πᾶς γιὰ νὰ “καταλάβεις” ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀγαπήσεις, καὶ ἐπειδή, τέταρτον, ἴσως ἔχουν κι ἕνα δίκιο: δὲν ἔχουν καὶ πολλὴ ὄρεξη νὰ “καταλάβουν” κάτι ἀπὸ τὴν Zωή, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση Ἰησοῦ Xριστοῦ.

Ὁ π. Ἀθαν. Στ. Λαγουρὸς εἶναι πτυχ. Νομικῆς, ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς (ὁμων. δήμου) τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καὶ πατέρας τριῶν παιδιῶν.
Τὰ ἀνωτέρω ἐρωτήματα ἀποτελοῦν «περίληψη» μικροῦ βιβλίου μὲ τὸν ἴδιο τίτλο, "ΝΑΙ ἤ ΟΧΙ στήν μετάφραση τῆς Λειτουργικῆς γλώσσας; - Ἕνα ἐρωτηματολόγιο" ποὺ ἔχει κυκλοφορηθεὶ ἀπὸ τὶς ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», 2010, ISBN: 9789602731420.


analogion.gr

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

 Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο


Μέ τήν Κυριακή τῶν ἁγίων Πάντων, κατακλείεται ὁ κινητός κύκλος τῶν ἑορτῶν, πού ἄρχισε ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου. Στό κατανυκτικό Τριῴδιο καί στό χαρμόσυνο Πεντηκοστάριο μᾶς παρουσίασε ἡ Ἐκκλησία ὅλο τό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας μέ κέντρο τήν μεγάλη ἑορτή τοῦ Πάσχα.
Εἴδαμε τήν πτῶσι τῶν πρωτοπλάστων καί τήν ἀνόρθωσι τοῦ γένους μας διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Χαιρετίσαμε τήν ἔλευσι τοῦ Παρακλήτου στόν κόσμο καί πανηγυρίσαμε τήν γέννησι τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τόν ἐγκαινισμό καί τήν ἔκχυσι τοῦ ἁγίου Πνεύματος «ἐπί πᾶσαν σάρκα». Σέ στενό σύνδεσμο μέ τήν ἑορτή αὐτή εὑρίσκεται ἡ παροῦσα ἑορτή, ἡ σφραγίς καί τό τέλος τῆς μεγάλης ἑορταστικῆς περιόδου.
Ἔρχεται δηλαδή σάν ἀπόδειξις τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο. Γιατί μᾶς παρουσιάζει τούς καρπούς τῆς σπορᾶς ἐκείνης, τόν θερισμό τῶν λευκῶν χωρῶν πού ἐστάλησαν νά θερίσουν οἱ ἀπόστολοι. Καί ὅπως παρατηρεῖ πολύ ὡραῖα ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στό συναξάριο τῆς ἡμέρας: οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν τήν ἑορτή αὐτή μετά τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος γιά νά δείξουν ὅτι ἡ παρουσία τοῦ παναγίου Πνεύματος διά τῶν ἀποστόλων ἐπέτυχε νά ἁγιάσῃ καί νά σοφίσῃ τό ἀνθρώπινο φύραμα καί νά ἀποκαταστήσῃ τούς ἀνθρώπους στήν θέσι τῶν ἀγγέλων διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἴτε μέ τήν προσφορά τοῦ μαρτυρικοῦ των αἵματος, εἴτε μέ τήν ἐνάρετο πολιτεία καί διαγωγή των. Καί ἔργο ὑπερφυσικό διαπράττεται. Κατεβαίνει τό Πνεῦμα, ὁ Θεός, καί ἀνεβαίνει ὁ χοῦς, ὁ ἄνθρωπος.
Ἀνεβάζει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ τήν θεωθεῖσα σάρκα καί ἕλκει μαζί της καί ἐκείνους πού θέλουν νά πράξουν ἔργα συνδιαλλαγῆς μέ τόν Θεό. Οἱ πρίν ἀποξενωμένοι ἀπό τόν Θεό, ἑνώνονται μέ τόν Θεό καί γίνονται φίλοι Του. Τά ἔθνη προσφέρουν τήν ἀπαρχή των, τούς ἁγίους Πάντας.
Ἀλλά καί ἕνας δεύτερος λόγος προεκάλεσε τήν σύστασι τῆς συλλογικῆς αὐτῆς ἑορτῆς. Πολλοί ἅγιοι εἶναι γνωστοί καί τιμῶνται μέ ἑορτές καί πανηγύρεις ἀπό τήν ἐκκλησία. Καί σέ πολλούς ὅμως ἄλλους ἐσκήνωσε τό Πνεῦμα τό ἅγιον καί τούς καθηγίασε. Ἔμειναν ὅμως ἄγνωστοι καί ἀφανεῖς. Αὐτούς λοιπόν τούς ἀγνώστους της ἁγίους τιμᾷ σήμερα ἡ Ἐκκλησία, ὅσους «κατά Χριστόν ἐπολιτεύσαντο ἐν Ἰνδοῖς καί Αἰγυπτίοις καί Ἄραψι καί Μεσοποταμίᾳ τε καί Φρυγίᾳ καί τοῖς ἄνωθεν τοῦ Εὐξείνου. ἔτι δέ καί ἐν πάσῃ τῇ Ἑσπερίᾳ ἄχρι καί αὐτῶν τῶν Βρεττανικῶν νήσων, ἁπλῶς εἰπεῖν ἐν Ἀνατολῇ καί Δύσει».
Καί ἕνας τρίτος λόγος προβάλλεται ἀπό τόν συναξαριστή. Ὅλοι οἱ ἅγιοι ὅσοι χωριστά τιμῶνται θά ἦταν ἐπιβεβλημένο νά συναθροισθοῦν σέ μία κοινή ἑορτή, γιά νά δειχθῇ μέ αὐτόν τόν τρόπο, ὅτι ὅλοι μαζί γιά ἕνα Χριστό ἀγωνίσθηκαν, σέ ἕνα κοινό στάδιο, τό στάδιο τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς, ἔτρεξαν, ἑνός Θεοῦ δοῦλοι ἦσαν καί ἀπό αὐτόν ἀξίως ἔλαβαν τούς στεφάνους τῆς νίκης. Γιά νά εἶναι ἔτσι ἡ κοινή ἑορτή κοινή παρόρμησις στούς πιστούς, πού πιστεύουν στόν ἴδιο Χριστό καί εἶναι δοῦλοι τοῦ ἰδίου Θεοῦ καί ἀγωνίζονται ὅπως καί ὅλοι ἐκεῖνοι στόν στίβο τοῦ ἀθλήματος τῆς κατά Χριστόν πολιτείας.
Παρόρμησις, ἀλλά καί βεβαία ἐλπίς, ὅτι τήν δόξα ἐκείνων θά κατακτήσουν καί οἱ σημερινοί ἀγωνισταί καί στόν χορό ἐκείνων θά συναριθμηθοῦν καί ἐκεῖνοι, πού βαστάζουν σήμερα «τό βάρος τῆς ἡμέρας καί τόν καύσωνα» (Ματθ. 20, 12). Ὅτι ἡ ἑορτή αὐτή θά εἶναι αὔριο καί δική μας ἑορτή, ὅταν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εὐδοκήσῃ νά μᾶς καλέσῃ στόν μακάριο κόσμο τῆς θριαμβευούσης στόν οὐρανό Ἐκκλησίας. Γιατί μέ τήν ἐλπίδα αὐτή ζοῦν τά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅτι καί αὐτά πού ἀκούουν σήμερα τό «Τῇ σήμερον ἡμέρᾳ, Κυριακῇ μετά τήν Πεντηκοστήν, τήν τῶν ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐν Ἀσίᾳ, Λιβύῃ καί Εὐρώπῃ, Βορρᾷ τε καί Νότῳ, ἁγίων πάντων ἑορτήν ἑορτάζομεν» κάποτε θά συνεορτάζουν καί θά συνεορτάζωνται μαζί μέ αὐτούς.
«Τοῦ Κυρίου μου πάντας ὑμνῶ τούς φίλους,
εἴ τις δέ μέλλων εἰς τούς πάντας εἰσίτω».
Ἡ ἑορτή ὅμως ἀρχικῶς δέν εἶχε τόσο εὐρύ περιεχόμενο. Ἦταν ἑορτή μόνο πάντων τῶν μαρτύρων. Ἤδη κατά τόν Δ’ αἰῶνα ἔχομε λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου στήν ἑορτή αὐτή. Καί τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν Ι’ αἰῶνα προβλέπει σύναξι καί παννυχίδα στήν Μεγάλη Ἐκκλησία καί στόν ναό τῶν ἁγίων Μαρτύρων, πού ἔκειτο πλησίον τοῦ ναοῦ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ ἑορτή τιτλοφορεῖται «τῶν ἁγίων Πάντων», ἀλλά τό συναξάριο τῆς ἡμέρας προσδιορίζει ὅτι ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη «τῶν αὐτῶν ἁγίων καί καλλινίκων μαρτύρων τῶν ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ κατά διαφόρους καιρούς μαρτυρησάντων ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἄν ἡ πληροφορία τοῦ Ξανθοπούλου εἶναι ἀκριβής, ἡ ἑορτή τῶν ἁγίων Πάντων ἐθεσπίσθη ἐπί Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, ὅταν αὐτός ἔκτισε ναό καί ἤθελε νά τόν τιμήσῃ ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς συζύγου του Θεοφανοῦς, πού εὐηρέστησε «κατ᾽ ἄκρον τῷ Θεῷ». Τοῦ ὑπεδείχθῃ ὅμως, ὅτι δέν θά ἦτο φρόνιμο νά ἀνατεθῇ ναός σέ γυναῖκα ἔστω καί ἁγία, πού ἀπέθανε ὅμως πρό ὀλίγου καί δέν τῆς ἔδωσε ἀκόμη ὁ χρόνος «τό τίμιον καί σεβάσμιον». Ὁ βασιλεύς ἐπείσθη καί ἀνέθεσε τόν ναό στήν τιμή τῶν «ἁπανταχοῦ τῆς γῆς πάντων ἁγίων… εἰπών. Εἰ καί Θεοφανώ ἁγία μετά τούτων πάντων συναριθμείσθω».
Ὅπως ὅμως καί ἄν προῆλθε ἡ ἀρχή τῆς νέας ἑορτῆς μέ τό γενικό περιεχόμενο, ὄχι δηλαδή μόνο τῶν μαρτύρων ἀλλά καί ὅλων τῶν ἁγίων, ἡ ἐπέκτασίς της ἦταν πολύ ἐπιτυχής. Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο ἐκεῖνοι πού ἔχυσαν τό αἷμά των γιά τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ καί ἔδωσαν ἔτσι τήν σφραγῖδα στήν πίστι καί στήν μαρτυρία των. Μάρτυρες εἶναι καί ὅλοι ὅσοι ἀγωνίσθηκαν τόν ἀγῶνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἐβάστασαν μέ καρτερία τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο αὐτόν. Αὐτοί πού ἐμαρτύρησαν διά Χριστόν τό καθημερινό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως. Οἱ ὁμολογηταί, πού ὡμολόγησαν τήν καλή ὁμολογία «ἐνώπιον ἐθνῶν τε καί βασιλέων» (Πράξ. 9, 15).
Οἱ ἱεράρχαι, πού ἐποίμαναν θεοφιλῶς τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καί ἐστήριξαν τήν ὀρθή πίστι. Οἱ ὅσιοι καί οἱ ἀσκηταί, πού ἐσταύρωσαν τήν σάρκα «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλάτ. 5, 24). Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, πού ἔζησαν στήν γῆ τῶν πειρασμῶν καί τῶν δοκιμασιῶν, ἀλλά πού «ἐπολιτεύοντο» σάν νά βρισκόταν στόν οὐρανό. Καί μαζί μέ αὐτούς οἱ προφῆται, οἱ δίκαιοι καί οἱ προπάτορες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ἔζησαν κατά νόμον καί «ἐμαρτυρήθησαν διά τῆς πίστεως» περιμένοντες τήν ἐπαγγελία (Ἑβρ. 11, 39). Καί ἐξαιρέτως ἡ ἁγίων ἁγία, ἡ ὑπεραγία παρθένος καί μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεοτόκος Μαρία.
Μακαριστός Ιω. Φουντούλης

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Η "βουβή" εβδομάδα

 Eίναι ”βουβή” και ”κουφή” η Εβδομάδα αυτή; – Αντέχουμε…

Η εβδομάδα πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα ονομάζεται «βουβή» ή «κουφή»

H έκτη και τελευταία εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής ονομάζεται «Εβδομάδα των Βαΐων». Στη συνείδηση των πιστών, όμως, έχει μείνει γνωστή ως «βουβή» ή «κουφή».

Το ότι δεν τελείται η χαρμόσυνη Ακολουθία των Χαιρετισμών την Εβδομάδα αυτή ίσως και να οδήγησε σε αυτή την… παρεξήγηση.

Αρκεί μια ματιά στα Λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας για να μας πείσει ότι, μόνο «βουβή» και «κουφή» δεν είναι η εβδομάδα πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα. H έκτη και τελευταία εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής ονομάζεται «Εβδομάδα των Βαΐων». Για έξι μέρες πριν το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων η λατρεία της Εκκλησίας μας ωθεί ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό, καθώς πρώτος αναγγέλλει το θάνατο του φίλου Του και κατόπιν αρχίζει το ταξίδι Του στη Βηθανία και στην Ιερουσαλήμ.

Στο κέντρο της προσοχής είναι ο Λάζαρος – η αρρώστια του, ο θάνατός του, ο θρήνος των συγγενών του και η αντίδραση του Χριστού σ’ όλα αυτά. Η τελευταία εβδομάδα δηλαδή περνάει με πνευματική περισυλλογή πάνω στην ερχόμενη συνάντηση του Χριστού με το θάνατο – πρώτα στο πρόσωπο του φίλου Του Λαζάρου, έπειτα στο θάνατο του ίδιου του Χριστού. Πλησιάζει η «ώρα του Χριστού» για την οποία τόσο συχνά μιλούσε και προς αυτήν προσανατολιζόταν όλη η επίγεια διακονία Του.

Η ανάσταση του Λαζάρου έγινε για να βεβαιωθούμε για «Την κοινήν ανάστασιν». Είναι κάτι το συναρπαστικό να γιορτάζουμε κάθε μέρα για μια ολόκληρη εβδομάδα αυτή τη συνάντηση ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, που αργά αργά πλησιάζει, να γινόμαστε μέρος της, να νιώθουμε με όλο το είναι μας αυτό που υπονοεί ο Ιωάννης με τα λόγια του:«Ιησούς ως είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους συνελθόντας… ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν… και εδάκρυσεν» (Ιωάν. 11, 33-35).

Μέσα στη λειτουργική ορολογία, το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαΐων είναι η «έναρξη του Σταυρού». (Ι.Μ.Π). Παρά ταύτα ο ευσεβής λαός μας αποκαλεί την εβδομάδα αυτή «κουφή» η «βουβή» με μοναδική δικαιολογία ότι την Εβδομάδα αυτή δεν τελούνται Ακολουθίες και ως εκ τούτου ούτε η καμπάνα σημαίνει.

Παλαιότερα αυτό καλλιεργείτο και από τους ίδιους τους ιερείς ως μια δικαιολογημένη ίσως προσπάθεια για λίγη ξεκούραση λίγο πριν τον μεγάλο κόπο της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος.

Το τυπικό της Εκκλησίας μας, υπαγορεύει και αυτήν την Εβδομάδα τις Ακολουθίες που τελούνται καθ’ όλη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Δηλαδή Μεσονυκτικό Όρθρο, Ώρες και Εσπερινό το πρωί,το Μεγάλο Απόδειπνο το απόγευμα, την Προηγιασμένη Θ.Λειτουργία την Τετάρτη και την Παρασκευή καθώς και το Μικρό Απόδειπνο με τον κανόνα του Αγίου Λαζάρου την Παρασκευή το απόγευμα.

Η μοναδική Ακολουθία που απουσιάζει είναι η Ακολουθία των Χαιρετισμών της Παναγίας, η οποία αποτελεί και την μοναδική χαρμόσυνη νότα στην πένθιμη περίοδο που διανύουμε.

Το ότι δεν τελείται η χαρμόσυνη Ακολουθία των Χαιρετισμών την Εβδομάδα αυτή ίσως και να οδήγησε σε αυτή την … παρεξήγηση.

Η τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής, αφού από την Κυριακή ξεκινά η Μεγάλη Εβδομάδα με την δική της νηστεία, είναι η τελική αποκάλυψη του νοήματος της Μεγάλης Σαρακοστής που είναι η μετάνοια, η νηστεία από την αμαρτία, η χαρμολύπη και η επαναβίωση του λατρευτικού στοιχείου της Εκκλησίας!

Ας φροντίσουμε να μην χάσουμε τα όσα έχει να μας προσφέρει και αυτήν την Εβδομάδα η Εκκλησία μας ξεφεύγοντας από επιπόλαιες και ανυπόστατες συμβουλές γύρω από την Λατρευτική μας ζωή.

Επίκαιρος και εύστοχος όπως πάντα ο λόγος του π. Μωυσέως του Αγιορείτου για τις Άγιες Αυτές και Μεγάλες Ημέρες. «Πάντα τη Μεγάλη Παρασκευή, να ‘σαι μόνος σαν το Χριστό προσμένοντας το τελευταίο καρφί, το ξύδι, τη λόγχη. Τις ζαριές ν’ ακούς ατάραχα στο μοίρασμα των υπαρχόντων σου, τις βλαστήμιες, τις προκλήσεις, την αδιαφορία. Πριν την Παρασκευή δεν έρχεται η Κυριακή, τότε λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων της Μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας. Μην ξαφνιαστείς, μη φοβηθείς στ’ απρόσμενο σουρούπωμα.

Οι μπόρες του ουρανού δε στερεύουν. Η ξαστεριά θα ’ρθεί το Σαββατόβραδο. Τότε λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων της μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας».

 Ι.Ν. Αγίου Νικολάου του νέου, Θηβών

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Θεία Λειτουργία:: ἡ λογικὴ καὶ νοερὰ λατρεία…

 Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ Ε΄ Νηστείων (Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας), ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν Ὀροῦντα, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (21.04.2024). Ψάλλει χορὸς μοναζουσῶν τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν Ὀροῦντα (ἠχητικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴ Θ. Λειτουργία).

Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

Ο Μέγας Κανών

Τι είναι ο Μεγάλος Κανόνας, πότε ψάλλεται και ποιος ο σκοπός του

Γράφει  ο Κωνσταντίνος  Οικονόμου  Δάσκαλος
 
Πότε ψάλλεται ο Μεγάλος Κανόνας; Ο Μεγάλος Κανόνας ψάλλεται τμηματικά στα απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α’ Εβδομάδας των Νηστειών και ολόκληρος στην ακολουθία του Όρθρου της Πέμπτης της Ε’ εβδομάδας. Στις ενορίες, ωστόσο, ψάλλεται και ανεξάρτητα από τον όρθρο, ως μικρή αγρυπνία, το βράδυ της Τετάρτης μαζί με την ακολουθία του αποδείπνου. Εξαίρεση βέβαι η φετινή συγκυρία! Μεγαλύτερος κανών δεν μπορούσε να υπάρξει· και τούτο γιατί ο ποιητής θέλησε να συνθέσει όχι τρία ή τέσσερα τροπάρια για την κάθε ωδή, όπως συνήθως έχουν οι άλλοι κανόνες, αλλά πολύ περισσότερα: τόσα, όσα είναι και όλοι οι στίχοι των ωδών, έτσι ώστε στον καθένα στίχο να αντιστοιχεί και να παρεμβάλλεται κατά την ψαλμωδία από ένα τροπάριο. 250 είναι οι στίχοι των ωδών, 250 και τα τροπάρια του Μ. Κανόνα, ενώ οι συνήθης κανόνες έχουν γύρω στα 30. Σήμερα τα τροπάρια του Μ. Κανόνα είναι κατά 30 περίπου περισσότερα από τα αρχικά. Μεταγενέστεροι υμνογράφοι πρόσθεσαν τροπάρια για την οσία Μαρία την Αιγυπτία και για τον ίδιο τον Ανδρέα. Τον Μεγάλο Κανόνα συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης που γύρω στο 711 ή 712 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Κρήτης.

Ποιο είναι το περιεχόμενο του Μεγάλου Κανόνα; Ο Μεγάλος Κανόνας παρουσιάζει το τραγικό γεγονός της πτώσεως του ανθρωπίνου γένους που κατάστρεψε τη δυνατότητα της κοινωνίας του με τον Θεό. Στον Μεγάλο Κανόνα ο ποιητής θεωρεί και βιώνει το γεγονός της πτώσεως προσωπικά. Με την καθημερινή αμαρτία του ταυτίζεται με τον πρωτόπλαστο Αδάμ του οποίου γίνεται μιμητής. Η ψυχή του ακολουθεί τη πορεία της Εύας. «Αλίμονο, ταλαίπωρη ψυχή! Γιατί μιμήθηκες την πρώτη Εύα; Κοίταξες πονηρά και πληγώθηκες πικρά». Ο άγιος αναφέρεται στην ύπαρξη που κληρονομήσαμε μετά τη πτώση που συνδέεται με τη φθορά και το θάνατο. Με τους πρωτόπλαστους έχουμε οντολογική αλληλεγύη. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η ομολογία της σφραγίζει ολόκληρο τον Μ. Κανόνα.
Είναι ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας μακρύς θρηνητικός μονόλογος, είναι ο Αδαμιαίος θρήνος. Ο ποιητής βρίσκεται στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια λίγες, ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίση του δίκαιου κριτή, που τον αναμένει. Και έρχεται να κάνει μια αναδρομή, μια ανασκόπηση του πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήσει με τη ψυχή του. Ο απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο βαρύς κλοιός της αμαρτίας στον συμπνίγει. Η συνείδηση τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς για την άβυσσο των κακών τους πράξεων. Στον θρήνο αυτό συμπλέκεται η αναδρομή στην Αγία Γραφή. Αυτό κυρίως δίνει την μεγάλη έκταση στο ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με την Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν άνθρωπος του Θεού ο ποιητής, ανοίγει το βιβλίο του Θεού για να αξιολογήσει τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του ιερού βιβλίου. Στις οκτώ πρώτες ωδές παίρνει τα παραδείγματα του από τη Παλαιά Διαθήκη. Στη εννάτη ωδή από την Καινή Διαθήκη. Το αποτέλεσμα της συγκρίσεως είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Έχει μιμηθεί όλες τις κακές πράξεις όλων των ηρώων της ιεράς ιστορίας, όχι όμως και τις καλές πράξεις των αγίων. Δεν του μένει παρά η μετάνοια, η συντριβή και η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Και εδώ ανοίγει η αισιόδοξη προοπτική του ποιητή. Βρήκε την πόρτα του παραδείσου, την μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δεν έχει να παρουσιάσει· προσφέρει όμως στον Θεό τη συντετριμμένη του καρδιά και την πνευματική του φτώχια. Τα βιβλικά παραδείγματα του Δαυίδ,του προφήτη Ιερεμία, των βασιλέων Μανασσή και Εζεκία από την Π. Δ και του Πέτρου, της Μάρθας και της Μαρίας, της Χαναναίας, του τελώνη, της πόρνης και του ληστή τον ενθαρρύνουν. Πολλές φορές επανέρχεται χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της μετάνοιας της πόρνης και παρακαλεί τον Κύριο να δεχθεί τα δικά του δάκρυα όπως δέχθηκε και τα δικά της και να του συγχωρήσει τις αμαρτίες του. Ο κριτής θα ευσπλαχνισθεί και αυτόν, που αμάρτησε πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους.
 
Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ από την  Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Σπαρμού Ολύμπου
 
“Ὁ Μέγας Κανών” • Ποίημα Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης
Πρόλογος
 Ὁ Μέγας Κανών, ποὺ συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης, ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κι ἕνας ἀπ᾿ τοὺς πιὸ ἐξέχοντες ἐκπροσώπους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεώς μας, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑπέροχους καὶ περισσότερο γνωστοὺς ὕμνους στὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Ψάλλεται τμηματικὰ τὶς τέσσερις πρῶτες ἡμέρες τῆς Καθαρῆς Ἑβδομάδας καὶ ὁλόκληρος τὴν Πέμπτη τῆς ε´ ἑβδομάδας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀποτελεῖ ἕνα ἐγερτήριο σάλπισμα ποὺ ἀποβλέπει στὸ νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει μέσα ἀπὸ τὴ συντριβὴ καὶ τὴ μετάνοια κοντὰ στὸν Θεό.
 Ὁ Μέγας Κανὼν εἶναι ὕμνος βαθιᾶς συντριβῆς καὶ συγκλονιστικῆς μετανοίας. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ αἰσθάνεται τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας· ποὺ γεύεται τὴν πικρία τῆς μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ζωῆς· ποὺ κατανοεῖ τὶς τραγικὲς διαστάσεις τῆς ἀλλοτριώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στὴν πτώση καὶ τὴν ἀποστασία της ἀπὸ τὸν Θεό, συντρίβεται. Κατανύσσεται. Ἀναστενάζει βαθιὰ καὶ ξεσπᾶ σὲ θρῆνο γοερό. Ἕναν θρῆνο ὅμως ποὺ σώζει, διότι ἀνοίγει τὸν δρόμο τῆς μετανοίας. Τὸν δρόμο ποὺ ἐπαναφέρει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη κοντὰ στὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ τὸ πλήρωμα τῆς ἄρρητης χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Τὸ πιὸ ἀξιόλογο καὶ περισσότερο γνωστὸ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα εἶναι ἀσφαλῶς ὁ Μέγας Κανών. Ξεχωρίζει ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς Κανόνες του γιὰ τὴν πρωτοτυπία του καὶ τὴν ἔκτασή του. Ἡ ἔκτασή του αὐτὴ εἶναι ᾿κείνη ποὺ τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν ὀνομασία Μέγας. Ὁ Μέγας Κανὼν εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ εὐγενέστερα προϊόντα βαθιᾶς θρησκευτικῆς πείρας. Ἡ ἀξία του ἀπὸ πλευρᾶς θρησκευτικῆς καὶ αἰσθητικῆς εἶναι μεγάλη καὶ κατέχει ἐκλεκτὴ θέση στὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐννιὰ Ὠδές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ β´ καὶ ἡ γ´ ἔχουν ἀπὸ δύο Εἱρμοὺς καὶ ἡ Ϛ´ διαιρεῖται σὲ δύο τμήματα. Τὸ δεύτερο τμῆμα της δὲν ἔχει δικό του Εἱρμό. Ἴσως παλαιότερα νὰ εἶχε καὶ στὸν τελικὸ καταρτισμὸ τοῦ Τριῳδίου νὰ ἐξέπεσε. Μπροστὰ ἀπὸ κάθε τροπάριό του ἔχει τεθεῖ στίχος ἀπ᾿ τοὺς Μακαρισμούς. Σχετικὰ μὲ τὸν ἀριθμὸ καὶ τὴν τάξη τῶν τροπαρίων πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχει μιὰ ποικιλία στὰ χειρόγραφα κι ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε ἀπόλυτα ποιά εἶναι γνήσια καὶ ποιά παρέμβλητα. Τὰ τροπάρια ποὺ ἀναφέρονται στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν προέρχονται ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ἀλλ᾿ ὅτι εἶναι μεταγενέστερα. (Στὸ συμπέρασμα αὐτὸ καταλήγουν ὅλοι οἱ ἐρευνητές, γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς τὰ παραλείψαμε στὴν παρούσα ἐργασία). Σύμφωνα μὲ τὸ Τριώδιο ποὺ βρίσκεται στὴ λειτουργικὴ χρήση τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ὁποῖο κι ἐμεῖς στηριχτήκαμε (ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960)*, ὁ ἀριθμὸς τῶν τροπαρίων ἔχει ὡς ἑξῆς· α´ 25, β´ 41, γ´ 28, δ´ 29, ε´ 23, Ϛ´ 33, ζ´ 22, η´ 22, καὶ θ´ 27. Συνολικὰ δηλαδὴ ὁ Μέγας Κανὼν ἀποτελεῖται ἀπὸ 11 Εἱρμοὺς καὶ 250 τροπάρια. Κατὰ μιὰ ἐκδοχὴ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἔγραψε τόσα τροπάρια, ὅσοι εἶναι καὶ οἱ στίχοι τῶν ἐννιὰ βιβλικῶν ὠδῶν.
2. Τὰ περιστατικὰ τῆς συγγραφῆς
Τὰ περιστατικὰ κάτω ἀπ᾿ τὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος Ἀνδρέας συνέθεσε τὸν Κανόνα δὲ μᾶς εἶναι γνωστά. Δὲν ἔχουμε συγκεκριμένες μαρτυρίες, ποὺ νὰ ἀναφέρονται στὸν χρόνο, τὸν τόπο καὶ τὰ πλαίσια τῆς συνθέσεώς του. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ μιὰ κάποια βοήθεια μᾶς δίνουν μερικὰ προσωπικὰ στοιχεῖα καὶ ἐνδείξεις τοῦ ἴδιου τοῦ Κανόνος. Ὁ ποιητὴς μερικὲς φορὲς ἀναφέρεται στὴν ἡλικία του· «Ἐρριμμένον με, Σωτήρ, / πρὸ τῶν πυλῶν σου / κἂν ἐν τῷ γήρει... / ἀλλὰ πρὸ τοῦ τέλους / ...» (α´ 13)· «Ἐκ νεότητος, Σωτήρ, / τὰς ἐντολάς σου ἐπαρωσάμην, / ὅλον ἐμπαθῶς, / ἀμελῶν, ραθυμῶν / παρῆλθον τὸν βίον...» (α´ 20)· «Ὁ χρόνος ὁ τῆς ζωῆς μου / ὀλίγος...» (δ´ 23. Βλέπε καὶ δ´ 2, η´ 6 κ.ἄ.). Ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐνδείξεις πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ ποιητὴς συνέθεσε τὸν Κανόνα σὲ ἡλικία προχωρημένη.
Τὸ τελευταῖο τροπάριο τοῦ Μεγάλου Κανόνος μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα γιὰ ἕνα ἀκριβέστερο καθορισμὸ τοῦ τόπου συγγραφῆς· «Τὴν πόλιν σου φύλαττε, / Θεογεννῆτορ ἄχραντε· / ἐν σοὶ γὰρ αὕτη / πιστῶς βασιλεύουσα, / ἐν σοὶ καὶ κρατύνεται / καὶ διὰ σοῦ νικῶσα...». Φαίνεται δηλαδὴ ὅτι ὁ ἅγιος Ἀνδρέας συνέγραψε τὸν Κανόνα στὴν Κωνσταντινούπολη εἴτε πρὶν ἐκλεγεῖ ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης εἴτε μετά, σὲ κάποιο ταξίδι του καὶ μάλιστα κοντὰ χρονικὰ σὲ κάποια ἐπιτυχὴ ἀπόκρουση βαρβαρικῆς ἐπιδρομῆς («ἐν σοὶ κρατύνεται», «διὰ σοῦ νικῶσα», «τροποῦται πάντα πειρασμόν», «σκυλεύει πολεμίους»). Ἴσως τῶν Ἀράβων τὸ 717. 
 
ΨΑΛΛΕΤΑΙ ΚΑΘΕ ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΝ Ε΄ ΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ