με τον μακαριστό π. Ανανία Κουστένη
Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025
Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025
Αποσπάσματα από τον Περί Φιλοπτωχείας Λόγο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΟΓΟΣ ΜΔ'
Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Ψηφίδες από τη ζωή του
Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
«Ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε επί της βασιλείας του Ουάλεντα. Πατρίδα του επίγεια μεν ήταν η δεύτερη των Καππαδοκών, η Ναζιανζός, (γεννήθηκε περί το 329/30), ουράνια δε, η άνω Ιερουσαλήμ. Γονείς του, ευγενείς και δίκαιοι, ήταν ο Γρηγόριος και η Νόννα. Ο πατέρας του ανήκε για πολύ στην ιουδαιο-ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβεστάτης γυναίκας του, έγινε μάλιστα και επίσκοπος της πόλεως της Ναζιανζού. Όταν ο υιός Γρηγόριος μεγάλωσε και έλαβε μόρφωση και παιδεία, όπως κανείς άλλος (ως γνωστόν σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον άγιο Βασίλειο, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα, όπου και δίδαξε ρητορική) έγινε εξηγητής και διδάσκαλος της ζωής των περί αυτόν. Μεταξύ τούτων τιμά τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του Γρηγόριο, τον αδελφό του Καισάριο και την αδελφή του Γοργονία, με επιτάφιους λόγους. Γι’ αυτό και όσοι έγραψαν για τον ίδιο όχι από αλλού, αλλά από τους λόγους του πήραν τις αφορμές για όσα είπαν. Αυτό λοιπόν είναι ανάγκη μόνο να πούμε, ότι εάν έπρεπε να κατασκευαστεί μία εικόνα και στήλη στους ανθρώπους, η οποία να αποτελείται κατά μέρος από όλες τις αρετές, αυτό ήταν ο μέγας Γρηγόριος. Διότι αφού ξεπέρασε όλους τους εναρέτους ανθρώπους με τη λαμπρότητα της ζωής του, τόσο πολύ προχώρησε στη θεωρία, ώστε όλοι να ηττώνται από τη σοφία του, την αποτυπωμένη και στους λόγους και στα δόγματα. Γι’ αυτό και απέκτησε την επωνυμία «Θεολόγος». Έγινε μάλιστα και προεστώς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για δώδεκα έτη, μέχρι τη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο (381). Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, μέτριος στο ύψος, λίγο ωχρός και ευχάριστος στην όψη, με πλατιά μύτη και σε ευθεία γραμμή τα φρύδια. Ο ένας από τους δύο οφθαλμούς, ο δεξιός, ήταν πιο αυστηρός, από μία ουλή στα βλέφαρα. Τα γένια του δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά αρκετά πυκνά, ήταν φαλακρός, λευκότριχος, με τα άκρα της γενειάδας όμως γκριζωπά. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία και στο Μαρτύριο της Αγίας Αναστασίας στα έμβολα του Δομνίκου, και στην Εκκλησία των Μεγάλων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος και πανευσεβής βασιλιάς μας Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος, αφού έφερε το τίμιο λείψανό του από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, το κατέθεσε εκεί».
Και οι δύο υμνογράφοι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο άγιος Θεοφάνης και ο άγιος Κοσμάς ο Μαϊουμά, κυριολεκτικά δεν φείδονται επαίνων και εγκωμίων, προκειμένου να τονίσουν την υψηλότατη κορυφή της θεολογίας, τον άγιο Γρηγόριο. Δεν είναι μόνο ότι τον χαρακτηρίζουν, εκφράζοντας τη συνολική θέση της Εκκλησίας μας, ως «Πατέρα Πατέρων και Ποιμένα Ποιμένων και δόξαν Πιστών και φωστήρα Ιερέων και οικουμένης το κλέος», αλλά ακόμη, επιμένοντας στη θεολογική συμβολή του, τον ονομάζουν «Θεολόγον τον δεύτερον και μύστην της θείας ελλάμψεως», «τον δεύτερον Επιστήθιον, τον του Λόγου αυτόπτην, τοις δόγμασι γενόμενον» (αυτόν που έγινε με τα δόγματά του δεύτερος επιστήθιος φίλος του Χριστού, σαν τον Ιωάννη τον αυτόπτη του Λόγου), «Τριαδικόν Θεολόγον», «Θεολογίας Θεολόγον» (ωδή γ΄) – είναι ο δεύτερος μετά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο συνεπώς που τιμήθηκε από την Εκκλησία με τον τίτλο του Θεολόγου. Ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε πράγματι, μοναδικός αυτός, ο Θεολόγος της ίδιας της Θεολογίας. Κατά τον μακαριστό καθηγητή της Πατρολογίας Σ. Παπαδόπουλο «ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως». Γι’ αυτό για την Εκκλησία μας ο άγιος Γρηγόριος τελικώς είναι το δώρο του Θεού σ’ αυτήν την ίδια: «Ο άναρχος Θεός Λόγος, μακάριε, σε χαρίζει σαν δώρο στην Εκκλησία, σαν σε Μητέρα, αφού χαρίτωσε τον νου σου με λόγο και σοφία».
Παραξενεύει το γεγονός ότι και οι δύο υμνογράφοι στους κανόνες τους για τον άγιο Γρηγόριο δεν κάνουν καθόλου μνεία της σχέσεώς του για παράδειγμα με τον άλλο μεγάλο φωστήρα της Εκκλησίας, τον άγιο Βασίλειο - σε άλλη περίπτωση αυτό θα προβαλλόταν ως καίριο στοιχείο της μεγαλωσύνης ενός αγίου. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι έχουν μείνει έκθαμβοι μπρος στη θεολογική δεινότητα του αγίου Γρηγορίου, τον ιδιαίτερο φωτισμό που δέχτηκε από τον Θεό, ώστε ως θεόπτης να μπορεί να εκφράσει και την εμπειρία της θέας και της αλήθειας του Θεού. Είναι ίσως μία έμμεση αναφορά τους ότι εκείνος που είναι τόσο φίλος με τον ίδιο τον Κύριο, που διείσδυσε τόσο πολύ στα της Τριαδικής Θεότητος, δεν έχει ανάγκη άλλων «εξωτερικών» βοηθημάτων, για να κατανοηθεί η μεγαλωσύνη του. «Μπόρεσες και χώρεσες μέσα σου τους θείους φωτισμούς, γι’ αυτό και μας φώτισες έντονα, Γρηγόριε, ώστε να σεβόμαστε τον ένα Θεό σε τρία πρόσωπα». Η είσδυση του αγίου μέσα στο φως της τρισηλίου θεότητος, ώστε με τη λάμψη αυτής να φωτίζει και τους πιστούς, γίνεται αγαπημένο κεντρικό θέμα των ύμνων των κανόνων. Κι αυτό όχι τυχαία: ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον 28ο ιδιαιτέρως λόγο του μιλάει προσωπικά και εμπειρικά για ό,τι έπαθε: «Τι είναι αυτό που έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα…Όταν δε κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού…και εκεί έσκυψα». Οι υμνογράφοι λοιπόν ακολουθώντας πιστά τα λόγια του ίδιου του αγίου επισημαίνουν την ίδια πραγματικότητα: «Ανέβηκες στο όρος της θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία, γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα».
Ο άγιος Γρηγόριος είχε συνεπώς την αίσθηση ότι κινείται σαν τον Μωυσή στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως εκείνος πήρε τον γραπτό Νόμο του Θεού, τις δέκα εντολές στο όρος Σινά, έτσι κι ο ίδιος, κατά νοερό τρόπο, εν Πνεύματι, γίνεται ένας νέος Μωυσής, που φωτίζεται σαν σε νέο Σινά, για να γνωρίσει την αλήθεια της ομοουσίου Τριάδος, και αυτήν την αλήθεια έπειτα και να εξαγγείλει. Ο ύμνος του αγίου Θεοφάνους στην ε΄ ωδή είναι σαφέστατος και επ’ αυτού: «Κατά τρόπο γνωστό πόθησες και συ, όπως παλιά ο Μωυσής, να δεις τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκες να δεις τα «οπίσθια» αυτού, δηλαδή όχι την ουσία αλλά την ενέργειά Του, αφού είχες το κάλυμμα του Χριστού, που είναι η πέτρα, και μυήθηκες έτσι στο πέλαγος της θείας ουσίας, το οποίο φανερώνεται κατά τρόπο ακατάληπτο». Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν, δείχνοντας και την ουσία της αληθινής θεολογίας, δηλαδή ότι πρόκειται περί εκφράσεως της αλήθειας του Θεού, την οποία όμως ζει εμπειρικά και θεοπτικά, ήταν μυημένος στα της Τριαδικής Θεότητος – «μύστης της τρισυποστάτου Μοναρχίας και Θεότητος της εν Τριάδι» - γι’ αυτό και δίδαξε «ίσον τον Λόγον και το άγιον Πνεύμα με τον Θεό Πατέρα, ως προς την αγαθότητα και τη βασιλική εξουσία, γνωρίζοντας ο άγιος ότι η ταυτότητα και η ένωση μεταξύ τους των θείων προσώπων είναι ουσιαστική και φυσική».
Ο τονισμός της ισότητας του αγίου Πνεύματος και του Υιού και Λόγου του Θεού με τον Θεό Πατέρα (κάτι που διατυπώθηκε επισήμως στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συμπλήρωσε με πέντε ακόμη άρθρα τα επτά πρώτα του Συμβόλου της Πίστεως, εξ ου και Σύμβολο Νικαίας (από την Α΄ Σύνοδο) – Κωνσταντινουπόλεως (από την Β΄ Σύνοδο) ονομάζεται) δεν ήταν βεβαίως μία αυθαιρεσία του αγίου Γρηγορίου. Φωτίστηκε όπως είπαμε από τον ίδιο τον Θεό, διείσδυσε στα της Θεότητας εν Πνεύματι, ακολουθώντας την ίδια την Αγία Γραφή και τους προγενεστέρους Πατέρες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και ο ίδιος λέει ότι «σκεπάστηκε από την πέτρα, δηλαδή τον Χριστό». Με άλλα λόγια ο άγιος Γρηγόριος προέκτεινε ό,τι η Εκκλησία μέχρι εκείνη την ώρα είχε διατυπώσει, με την έννοια ότι γνώρισε πιο βαθιά, με φωτισμό Θεού, αυτό που η Εκκλησία είχε διατυπώσει μέχρι την εποχή του. Και το γεγονός ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε Συνοδικά αυτό που εκείνος κατεξοχήν εξήγγελλε, απέδειξε την αλήθεια της θεοπτίας και εμπειρίας του. Μη ξεχνάμε ότι τελικό κριτήριο για ό,τι μπορεί να διατυπώσει ακόμη και ένας μεγάλος άγιος είναι η ίδια η Εκκλησία, όταν μάλιστα αυτή εκφράζεται διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου.
Ο άγιος Γρηγόριος βεβαίως αναφέρεται και στις προϋποθέσεις της Θεολογίας. Θεολογεί για την θεολογία, λέγοντας ότι αυτή δεν είναι θέμα των αμυήτων και επιπολαίων. Απαιτεί «σχολάσαι και γνώναι Θεόν», να αφιερωθεί κανείς στον Θεό και να Τον γνωρίσει, προϋποθέτει δε η γνώση αυτή κάθαρση καρδιάς, για να υπάρξει ο φωτισμός. Κι αυτή η κάθαρση πραγματοποιείται στον βαθμό που ο πιστός τηρεί τις εντολές του Θεού. Είναι κλασικό μάλιστα το χωρίο του περί της θεολογίας και του αληθινού θεολόγου: «Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και άξιος της θεότητας; Τας εντολάς φύλαττε, διά των προσταγμάτων όδευσον: φύλαγε τις εντολές του Θεού, περπάτα πάνω στα προστάγματα Εκείνου. Πράξις γαρ επίβασις θεωρίας: η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία». Ότι οι άγιοι υμνογράφοι καταγράφουν και αυτήν την αλήθεια στους κανόνες τους για τον άγιο είναι περιττό και να πούμε. Ο άγιος Θεοφάνης επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Κάνοντας τον νου σου ηγεμόνα, κυριάρχησες στα πάθη της σαρκός. Κι έτσι μπόρεσες και χώρεσες τους θείους φωτισμούς».
Μακρηγορούμε, αλλά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ότι ο άγιος μάς έμαθε και πώς να βλέπουμε και να μελετούμε και την αγία Γραφή: όχι ως ένα κοινό βιβλίο, όχι ως κείμενο που απαιτεί είτε τη μία μέθοδο προσέγγισης: την ιστορικογραμματική, είτε την άλλη: την αλληγορική. Ο άγιος φανερώνει: την αγία Γραφή την προσεγγίζουμε αγιοπνευματικά, δηλαδή με φωτισμό Θεού, κατά την αναλογία όπως είπαμε της καθάρσεως της καρδιάς. Τότε ξεπερνάμε το γράμμα, την επιφάνεια της Γραφής και οδηγούμαστε στο «απόθετον κάλλος», την κρυμμένη ομορφιά, εκεί που αποκαλύπτεται το ίδιο το Πνεύμα του Θεού. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής: «Ο το ευτελές ένδυμα του νομικού περιρρήξας γράμματος και το εν αυτώ θείον κάλλος και μυστικόν των θείων του Πνεύματος ημίν αναπτύξας Γραφών, παμμακάριστε Πάτερ, σε μεγαλύνομεν» (Συ, παμμακάριστε Πατέρα, που έσχισες το επιφανειακό ένδυμα του νομικού γράμματος, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ερμήνευαν την Γραφή οι Ιουδαίοι, και μας άνοιξες τη θεϊκή και μυστική ομορφιά των θείων Γραφών του Πνεύματος, που κρύβεται στο γράμμα της Γραφής, εσένα δοξάζουμε).
Το αλφαβητάρι της αρετής του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
Ά ρχιζε πάντα απ’ το Θεό και πάντα τελείωνε μαζί του
Β ίου το κέρδος είν’ αυτό: τη μέρα σου καλά να τελειώνεις
Γ νώριζε όλα τα καλά έργα των δικαίων
Δ εινόν το να πεινάει κανείς, μα φοβερότερος ο πλούτος ο παράνομος
Ε υεργετείς; Μάθε λοιπόν πως το Θεό μιμείσαι.
Ζ ήτα απ’ το Θεό να σου είναι σπλαχνικός, σαν όμως εύσπλαχνος είσαι και εσύ
Η σάρκα η ανθρώπινη να συγκρατείται πρέπει και να δαμάζεται γερά
Θ υμό χαλίνωνε, μη πέσεις έξω από τη λογική
Ί σια ψηλά το βλέμμα σου, στη γλώσσα να ‘χεις μέτρο
Κ λειδί στ’ αυτιά να βρίσκεται, το γέλιο σου να ‘ναι σεμνό
Λ υχνάρι να πορεύεται η λογική μπροστά από κάθε σου έργο
Μ η σου γλυστράει κάτω απ’ ότι φαίνεται, εκείνο που υπάρχει
Ν α ερευνάς τα πάντα με το νου, όμως να πράττεις όσα επιτρέπονται
Ξ ένος πως είσαι, μάθε το καλά. Γι’ αυτό τίμα τους ξένους
Ό ταν στη γαλήνη ταξιδεύεις, τότε να θυμάσαι τη φουρτούνα
Π άντα να δέχεσαι ευχάριστα, όσα από το Θεό προέρχονται
Ρ αβδί να σε χτυπά του δίκαιου καλύτερα, παρά ο κακός να σε τιμά
Σ τις θύρες των σοφών να πηγαινοέρχεσαι, μακρυά απ’ τις θύρες των πλουσίων
Τ ο μικρό, μικρό δεν είναι όταν σε κάτι μέγα οδηγεί
Ύ βριν χαλίνωνε, μακρυά απ’ την έπαρση μέγας σοφός να γίνεις
Φ υλάξου συ απ’ το πέσιμο, σαν όμως άλλος πέσει, μη γελάς
Χ άρισμα το να σε φθονούν, αίσχος και μέγα, να φθονείς εσύ
Ψ υχή που στο Θεό προσφέρεται, είναι η καλύτερη θυσία
Ω, ποιος θα τα φυλάξει όλα αυτά; Αυτός και θα σωθεί!
Η εκμετάλευση Αγίων απο ιδιοτελής και πονηρούς ...
Επειδή κάποιοι κατηγορούν σύγχρονους Αγίους, όπως ο Άγιος Παΐσιος, γιατί δεν κατάλαβαν τον τραγικό πονηρό Βαρθολομαίο, ας ακούσουν τη ακόλουθη σχετική εξήγηση ενός Αγίου.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς*
Για παράδειγμα ο Μέγας Βασίλειος νόμιζε άγιο άνθρωπο κάποιον υποκριτή αιρετικό,τον οποίον μάλιστα και υποστήριζε έναντι πολλών πού τον αμφισβητούσαν, μέχρι πού κάποτε πείστηκε πιά για την αιρετική πλάνη αυτού του ανθρώπου ο Βασίλειος και απογοητεύτηκε οικτρά.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είχε βαπτίσει κάποιον φιλόσοφο ονόματι Μάξιμο και τόσο πολύ τον είχε συμπαθήσει, που τον φιλοξενούσε μάλιστα και μοιραζόταν το φαγητό του μαζί του.
Ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος δεν μπορεί εύκολα να διακρίνει την κακία ενός κακοπροαίρετου ανθρώπου.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εξηγεί ποιος έχει στην Εκκλησία «Πρωτείο»
Ο Γρηγόριος, καθώς ήτανε ασθενική κράση αλλά και από την πολλή άσκηση, έπαθε από τα γεγονότα υπερκόπωση.
Έπρεπε να συνέλθει. Αποτραβήχτηκε λίγο.
Ο Αβλάβιος
και η Θεοδοσία, ο πλούσιος Στρατήγιος με τον Παλλάδιο κάνανε ότι
μπορούσαν για να βρει έξω από την Πόλη ανάπαψη και ηρεμία.
Ζήτημα όμως αν έμεινε εκεί τρεις - τέσσερις ημέρες.
Δεν ήτανε μόνο οι ορθόδοξοι της Πόλης, της Αναστασίας, που τον χρειάζονταν.
Πλησίαζε και η γιορτή του Μεγάλου ’Αθανασίου, 2 Μαΐου. Είχε κοιμηθεί πριν έξι περίπου χρόνια, το 373.
Τώρα στη μνήμη του, ο Γρηγόριος αισθανότανε την ανάγκη να μιλήσει.
Ευκαιρία να δείξει στους ορθοδόξους ένα ιερό πρότυπο, για το όποιο μπορούν να υπερηφανεύονται.
Να υψώσει ενώπιον όλων των κακόδοξων τον άνδρα εκείνο, που ο Θεός φώτισε και δυνάμωσε περισσότερο από κάθε άλλον.
Που τον δυνάμωσε ν’ αντισταθεί στον τυφώνα του αρειανισμού και να φανερώσει την αλήθεια σε ημέρες κρίσιμες.
Γύρισε,
λοιπόν, στην Αναστασία του. Και πριν έρθει η μέρα της γιορτής του
Μεγάλου Αθανασίου ο Γρηγόριος μίλαγε συνεχώς γι’ αυτόν.
Οι
χριστιανοί, αλλά και οι εθνικοί της αυτοκρατορίας είχανε όλοι ακούσει
για τον Αθανάσιο, τον επίσκοπο Αλεξανδρείας, που έγινε άγιος, ήρωας,
θρύλος... αυτόν που τα ’βάλε με όλους τους Ισχυρούς κακόδοξους και με
τέσσερεις παντοδύναμους Ρωμαίους αυτοκράτορες: το Μέγα Κωνσταντίνο (+
337), τον Κωνστάντιο (+ 361), τον Ιουλιανό (+ 363) και τον Ουάλη (+
378).
Τόσο απίστευτα ήτανε όσα έκανε ο ’Αθανάσιος, που ακόμα και πολλοί ορθόδοξοι ρωτούσανε το Γρηγόριο:
— Μα ήτανε τόσο μεγάλος... όσο τον λένε;
— Και πολύ
περισσότερο, απαντούσε εκείνος. Πιο μεγάλος κι από μεγάλος. Ένα μόνο θα
σας ειπώ και θα καταλάβετε. Ήτανε από αυτούς που στέλνει ο θεός, για να
καθοδηγούνε και να φωτίζουνε τους ανθρώπους, για να αντιστέκονται στις
αιρέσεις... Εκλεκτός δηλαδή του Θεού. Και τόσο εκλεκτός, που συγκρίνεται
με όσους Ιερούς άνδρες παλιότερα έστειλε ο Θεός για τη σωτηρία μας στη
γη.
Οι ακροατές παραξενευτήκανε. Κοίταξε ο ένας τον άλλο και ο Γρηγόριος κατάλαβε και προχώρησε:
— Ναι σας
λέω, συγκρίνεται ο Αθανάσιος με τους προφήτες, τους δίκαιους της Παλαιάς
Διαθήκης και τους μαθητές του Κυρίου! Άλλους από αυτούς τους έφτασε
στην αρετή και τα χαρίσματα" άλλους, πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, τους
ξεπέρασε. Να είστε σίγουροι γι’ αυτό!
— Και θεόπτης; ρωτάει κάποιος.
— Ασφαλώς.
Αγωνίστηκε τόσο πολύ για την κάθαρσή του από αμαρτίες, πάλεψε τόσο πολύ
με το δαίμονα και προσευχήθηκε τόσο, που ο Θεός τον χαρίτωσε θαυμαστά.
Η όψη του Γρηγορίου άρχισε ν’ αποκτά Ιλαρότητα και φωτεινότητα. Είχε καταληφθεί από κατάνυξη:
— Αδελφοί μου αγαπητοί, ο Αθανάσιός μας διέσχισε, ξεπέρασε το σαρκικό του κόσμο και μπήκε βαθιά στην αλήθεια, έγινε θεωρός, είδε την αλήθεια ο ίδιος. Καλύτερα, έζησε την αλήθεια. Δεν μπορώ να σας το, εξηγήσω. Είναι φοβερό... αλλά συνέγινε με το Θεό, συναντήθηκε, συνέζησε με το Θεό!
Πως; Δεν το
ξέρω. Σας λέω μόνο ότι γέμισε θείο φως, ανακράθηκε, αναμείχτηκε με το
θείο φως κι έγινε ο ίδιος φως, όσο είναι δυνατό στην ανθρώπινη φύση. Στη
μακάρια τούτη κατάσταση, αδέρφια μου, γνώρισε την αλήθεια και γι’ αυτό η
γνώση και η θεολογία του είναι ολόσωστες. Εκεί τον δίδαξε ο ίδιος ο
Θεός και γι’ αυτό η θεολογία του είναι θεόπνευστη, αποκάλυψη!
Διακριτικά ο
Γρηγόριος σιώπησε. Χαμήλωσε την Ιερή του κεφαλή. Δεν άντεχε ούτε ο ίδιος
το βάθος και την Ιερότητα εκείνων που είπε για τον Αθανάσιο.
Σε λίγο σήκωσε την κεφαλή, κοίταξε το συγκλονισμένο ακροατήριο και συνέχισε:
— Κι έδωσε ο
Θεός, ύστερα από τόσους διωγμούς και βάσανα, η θεολογία του Αθανασίου να
γίνεται σιγά - σιγά κοινή πίστη σ’ όλη την Εκκλησία. Τώρα που χάθηκε ο
τρομερός διώκτης μας (εννοούσε τον αυτοκράτορα Ουάλη) κι έλειψε ο φόβος
του, οι χριστιανοί επιστρέφουν λίγοι - λίγοι στην ορθόδοξη πίστη.
— Στη Νίκαια πρωτοστάτησε ο Αθανάσιος; ρωτήσανε κάποιοι.
— Ακόμα πιο πριν, παιδιά μου, τους απαντάει. Από τα πρώτα χρόνια που φάνηκε ο αρειανισμός. Γύρω στο 320 ο Αθανάσιος, νεαρός τότε διάκος, βοήθησε να καταπολεμηθεί ο Άρειος και η αίρεσή του.
Το μεγαλείο
του όμως φανερώθηκε για όλους στη Νίκαια, στην οικουμενική σύνοδό μας,
το 325. Δεν το χωράει ο νους... διάκος ήτανε ακόμη, αλλ’ αυτός οδήγησε
τους επισκόπους στην αλήθεια.
Αυτός έγινε
το όργανο του άγιου Πνεύματος, μ’ αυτόν έδειξε ποια είναι η αλήθεια.
Όλοι τότε πειστήκανε, ότι ο Θεός το διάκο Αθανάσιο έστειλε για να
γκρεμίσει τον αρειανισμό.
Έγινε,
λοιπόν, ο στύλος και το θεμέλιο της Εκκλησίας. Όλοι έπρεπε από την ώρα
κείνη να προσέχουμε τι διδάσκει και τι κάνει ο Αθανάσιος.
Όποιος τον ακολουθούσε ήτανε ορθόδοξος όποιος τον απέρριπτε, ήτανε κακόδοξος.
Γι’ αυτό και,
όταν ο ’Αθανάσιος, το 328, έγινε επίσκοπος στην ’Αλεξάνδρεια, ο Θεός
του ’χε δώσει, στην πραγματικότητα, την «επιστασία» όλης της Οικουμένης,
ολόκληρης της Εκκλησίας.
—Και τα
Ιεροσόλυμα, η Ρώμη, η ’Αντιόχεια, η Κωνσταντινούπολη; Ηρθανε στο στόμα
πολλών. Ήτανε ο Αθανάσιος πάνω απ’ όλους τους αποστολικούς αυτούς
θρόνους;
— Τι σημαίνει
πάνω και κάτω, αδέλφια μου; Εδώ πρόκειται για την αλήθεια! Όποιον ο
Θεός φωτίζει περισσότερο, αυτόν πρέπει ν’ ακολουθάμε.
Όποιος αγωνίζεται περισσότερο, όποιος υποφέρει περισσότερο για την Αλήθεια και την Εκκλησία, εκείνος έχει το πρωτείο.
Τα άλλα είναι δευτερεύοντα και για την τάξη, που βέβαια πρέπει να υπάρχει στην Εκκλησία.
Ο Θεός έκρινε και ανέδειξε τον ’Αθανάσιο «νομοθέτη» όλης της Εκκλησίας!
Μπορούμε τώρα εμείς να συζητάμε ποιόν θ’ ακολουθάμε; Μετά πάλι ο Θεός ανέδειξε το Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια.
Τι σημασία έχει αν ο τόπος είναι η ’Αλεξάνδρεια, η Καισάρεια, η Ρώμη η τα Ιεροσόλυμα. Το Πνεύμα όπου θέλει πνέει.
Ο Θεός κρίνει μόνος του που, πότε και ποιόν θα φωτίσει εξαιρετικά, για ν’ ακολουθήσουμε οι πολλοί πιστοί.
Ο Θεός αποφασίζει κάθε φορά ποιος θα ’χει το πρωτείο της αλήθειας. Κι αφού αποφασίζει ο Θεός, εμείς ν’ ακολουθάμε!
*Πηγή: Βιβλίο « Ο πληγωμένος αετός (Γρηγόριος Θεολόγος)»
Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου (Εκδόσεις Αποστολική Διακονία)
Ὁ Θεὸς διψᾶ νὰ διψᾶται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
Άγιος Γρηγόριος, ο μεγάλος ποιητής και Θεολόγος
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ὁ
ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου, τάς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας·
ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος
προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς
ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Θεολόγῳ
γλώττῃ σου, τάς συμπλοκάς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας
χιτῶνα, ἄνωθεν, ἐξυφανθέντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐστόλισας, ὅν καί φοροῦσα, σύν
ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις·...
Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος_Ένας ποητής Άγιος
Μιά νύχτα, είδε σε ενύπνιο να παρουσιάζονται δύο νεαρές παρθένες, ντυμένες στα λευκά, με το πρόσωπο καλυμμένο με πέπλο. Τον χάιδεψαν τρυφερά, λέγοντάς του ότι η μία ήταν η «Αγνότητα» και η άλλη η «Σωφροσύνη», συνοδοί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και φίλες όσους ασπάζονται την οδό και τον τρόπο της εν Χριστώ παρθενίας ώστε να ζήσουν μια ουράνια βιοτή.
Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025
Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024
Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024
Τρίτη 6 Αυγούστου 2024
Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024
Δέηση κατά τη διάρκεια της αρρώστιας
Παρασκευή 17 Μαΐου 2024
Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα καὶ εἰς τὴν βραδύτητα
1. Ἡμέρα ἀναστάσεως καὶ ἀρχὴ δεξιά! Ἂς λάμψουμε ἀπὸ χαρὰ γιὰ τὴν ἑορτή, καὶ ἂς ἀγκαλιάσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο! Ἂς ποῦμε, ἀδερφοί, ὄχι μόνο εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ἀγάπη μᾶς ἔχουν εὐεργετήσει ἢ ἔχουν εὐεργετηθεῖ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μᾶς μισοῦν. ἂς συγχωρήσουμε τὰ πάντα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀναστάσεως. ἂς δώσουμε συγχώρηση ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, καὶ ἐγὼ ὁ ὁποῖος ἔχω τυραννηθεῖ ἀπὸ τὴν καλὴ τυραννία τῶν ἐπαίνων σας – αὐτὸ σᾶς τὸ ὁμολογῶ τώρα – καὶ σεῖς οἱ ὁποῖοι ἔχετε ἀσκήσει τὴν καλὴ αὐτὴ τυραννία, ἐὰν μὲ κατηγορεῖτε γιὰ τὴν βραδυπορία μου, ἐπειδὴ βεβαίως ἡ βραδυπορία αὐτὴ εἶναι καλύτερη καὶ πολυτιμότερη γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν βιασύνη ἄλλων.
3. Χθὲς σφαζόταν τὸ ἀρνίο καὶ ἀλείφονταν οἱ παραστάτες τῶν θυρῶν καὶ θρήνησε ἡ Αἴγυπτος τὰ πρωτότοκα καὶ πέρασε ἀπὸ κοντά μας ὁ ἐξολοθρευτὴς χωρὶς νὰ μᾶς πειράξει, ἐπειδὴ ἡ σφραγίδα ἦταν φοβερὴ καὶ σεβαστή, καὶ εἴχαμε περιτειχισθεῖ ἀπὸ τὸ τίμιο αἷμα.
Σήμερα ἔχουμε φύγει ὁλότελα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔχουμε ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν Φαραώ, τὸν φοβερὸ ἡγεμόνα, καὶ ἀπὸ τοὺς σκληροὺς ἐπιστάτες, καὶ ἀπὸ τὸν πηλὸ καὶ τὴν κατασκευὴ πλίνθων, καὶ δὲν θὰ μᾶς ἐμποδίσει κανεὶς νὰ πανηγυρίσουμε στὸν Θεὸ μας ἑορτὴ γιὰ τὴν ἔξοδο καὶ νὰ ἑορτάσουμε «ὄχι μὲ τὴν παλαιὰ ζύμη τῆς κακίας καὶ τῆς πονηρίας ἀλλὰ μὲ τὰ ἄζυμα τῆς εἰλικρινείας καὶ τῆς ἀληθείας», χωρὶς νὰ φέρουμε μαζί μας οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὸ ἄθεο αἰγυπτιακὸ προζύμι.
4. Χθὲς σταυρωνόμουν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ σήμερα δοξάζομαι μαζί του. Χθὲς νεκρωνόμουν, καὶ σήμερα ζωοποιοῦμαι μαζί του. Χθὲς θαπτόμουν, καὶ σήμερα ἀνίσταμαι μαζί του. Ἐμπρὸς ἂς προσφέρουμε καρποὺς σ’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔπαθε χάριν ἡμῶν καὶ ἀνεστήθη.
Ἴσως νομίσετε ὅτι ἐννοῶ χρυσὸ ἢ ἄργυρο ἢ ὑφάσματα ἢ διαφανεῖς καὶ πολύτιμους λίθους, τὴν ρευστὴ δηλαδὴ ὕλη τῆς γῆς, ἡ ὁποία μένει κάτω, καὶ τῆς ὁποίας τὸ μεγαλύτερο μέρος κατέχουν οἱ κακοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι δοῦλοι στὰ γήινα καὶ στὸν κοσμοκράτορα διάβολο. Ἂς προσφέρουμε ὡς καρποὺς τοὺς ἑαυτούς μας, τὸ πολυτιμότατο καὶ τὸ ἀγαπητότατο κτῆμα τοῦ Θεοῦ.
Ἂς ἀποδώσουμε στὴν εἰκόνα τὸ κατ’ εἰκόνα, ἂς κατανοήσουμε τὴν ἀξία μας, ἂς τιμήσουμε τὸ πρωτότυπο τῆς εἰκόνας μας, ἂς γνωρίσουμε τὴν δύναμη τοῦ μυστηρίου, καὶ ἂς μάθουμε πρὸς χάριν ποιοῦ ἀπέθανε ὁ Χριστός.
5. Ἂς γίνουμε ὅπως εἶναι ὁ Χριστός, ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς ἔγινε ὅμοιος μὲ ἐμᾶς. Ἂς γίνουμε Θεοὶ γι’ αὐτόν, ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος πρὸς χάριν μας. Ἔλαβε τὸ χειρότερο γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὸ καλύτερο.
Ἔγινε πτωχὸς γιὰ νὰ πλουτίσουμε ἐμεῖς ἀπὸ τὴν πτωχεία του. Ἔλαβε μορφὴ δούλου γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε ἐμεῖς τὴν ἐλευθερία. Κατέβηκε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε. Ὑπέμεινε τοὺς πειρασμοὺς γιὰ νὰ νικήσουμε. Ὑπέμεινε τὴν ἀτίμωση, γιὰ νὰ μᾶς δοξάσει. Ἀπέθανε, γιὰ νὰ μᾶς σώσει, καὶ ἀνέβηκε γιὰ νὰ μᾶς σύρει κοντά του ἀπὸ κάτω, ὅπου βρισκόμαστε ξαπλωμένοι καὶ ἀπονεκρωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ἂς δώσει ἕκαστος τὰ πάντα! Ἂς προσφέρει τὰ πάντα σ’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὸν ἑαυτόν Του ὡς λύτρον καὶ ἀντάλλαγμα χάριν ἡμῶν! Δὲν μπορεῖ δὲ νὰ προσφέρει τίποτε καλύτερο ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, ἀφοῦ θὰ ἔχει ἐννοήσει τὸ μυστήριο καὶ θὰ ἔχει γίνει ὅλα ὅσα ἔγινε ἐκεῖνος πρὸς χάριν μας.
6. Καὶ σὲ σᾶς μέν, ὅπως βλέπετε, προσφέρει ποιμένα. Διότι τοῦτο ἐλπίζει καὶ εὔχεται καὶ ζητεῖ ἀπό σᾶς, οἱ ὁποῖοι ποιμαίνεσθε, ὁ καλὸς ποιμήν, ὁ ὁποῖος δίνει τὴν ψυχή του γιὰ τὰ πρόβατα. Καὶ σᾶς δίνει τὸν ἑαυτὸ του ὄχι μία φορὰ ἀλλὰ δύο.
Τὴν ράβδο, ἡ ὁποία στηρίζει τὸ γῆρας, τὴν κάνει ράβδο τοῦ πνεύματος, καὶ προσθέτει στὸν ἄψυχο ναό, τὸν ἔμψυχο, στὸν δὲ περικαλλῆ καὶ οὐράνιο τὸν οἱονδήποτε, ὁ ὁποῖος, ὅσο μικρὸς κι ἂν εἶναι, εἶναι γι’ αὐτὸν τὸ πολυτιμότατο πράγμα καὶ ἔχει συντελεσθεῖ μὲ πολὺ ἱδρώτα καὶ κόπους, θὰ μπορούσαμε δὲ νὰ ποῦμε ὅτι ἀξίζει τοὺς κόπους αὐτούς.
Καὶ σᾶς προσφέρει ὅλα τὰ δικά του (ὤ! πόσο μεγάλη εἶναι ἡ μεγαλοψυχία του, ἢ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ὀρθότερα, ἡ ἀγάπη του πρὸς τὰ τέκνα!), τὸ γῆρας, τὴ νεότητα, τὸν ναό, τὸν ἀρχιερέα, τὸν κληροδότη καὶ τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους ποθεῖτε.
Καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, ὄχι τοὺς μάταιους, οἱ ὁποῖοι πετοῦν στὸν ἀέρα καὶ σταματοῦν στ’ αὐτιά, ἀλλὰ ἐκείνους τοὺς ὁποίους γράφει τὸ πνεῦμα καὶ ἐντυπώνει σὲ λίθινες πλάκες, δηλαδὴ σὲ σαρκικές, καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν χαράσσονται στὴν ἐπιφάνεια οὔτε ἀπαλείφονται εὔκολα, ἀλλὰ ἐγχαράσσονται βαθιὰ μέσα μὲ τὴν χάρη καὶ ὄχι μὲ μελάνη.
7. Αὐτὰ λοιπὸν ὅλα σας τὰ προσφέρει ὁ σεμνὸς αὐτὸς Ἀβραάμ, ὁ πατριάρχης, ἡ τίμια καὶ σεβάσμια κεφαλή, ὁ κάτοχος ὅλων τῶν καλῶν, τὸ ὑπόδειγμα τῆς ἀρετῆς, ἡ ἐκπλήρωση τῆς ἱεροσύνης, ὁ ὁποῖος προσφέρει σήμερα ὡς ἐθελοντικὴ θυσία στὸν Κύριο τὸν μονογενῆ υἱόν του, τὸν ὁποῖο εἶχε ἀποκτήσει κατόπιν τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ.
Σεῖς δὲ προσφέρετε στὸν Θεὸ καὶ σὲ μᾶς τὸ ὅτι ποιμαίνεσθε καλῶς μὲ τὸ νὰ ἔχετε κατασκηνώσει σὲ τόπο δροσερὸ καὶ νὰ τρέφεστε μὲ ὕδωρ ἀναπαύσεως, νὰ γνωρίζετε καλῶς τὸν ποιμένα καὶ νὰ γνωρίζεστε ἀπὸ αὐτόν, καὶ νὰ τὸν ἀκολουθεῖτε μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή σας καὶ νὰ εἰσέρχεστε ἀπὸ τὴν θύρα ὅταν σᾶς καλεῖ ὡς ποιμένας, νὰ μὴν ἀκολουθεῖτε δὲ ξένους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πηδήσει καὶ ἔχουν μπεῖ στὴν αὐλὴ κατὰ τρόπο ληστρικὸ καὶ ὕπουλο.
Οὔτε νὰ ἀκοῦτε ξένη φωνή, ἡ ὁποία σᾶς παρασύρει τὸ νοῦ καὶ σᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια στὰ ὄρη καὶ στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ βάραθρα καὶ στοὺς τόπους τοὺς ὁποίους δὲν τοὺς ἐπισκέπτεται ὁ Κύριος, καὶ ἡ ὁποία ἀπομακρύνει μὲν ἀπὸ τὴν ὑγιῆ πίστη στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στὴν μία δύναμη καὶ Θεότητα (φωνὴ τὴν ὁποία ἄκουγα πάντοτε καὶ ἀκοῦν τὰ πρόβατά μου), καὶ μὲ λόγους ψευδεῖς καὶ διεφθαρμένους κλέπτει καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ καὶ πρῶτο ποιμένα.
Εἴθε ὅλοι ἐμεῖς, καὶ οἱ ποιμένες καὶ τὸ ποίμνιο, νὰ βοσκώμεθα καὶ νὰ βόσκουμε μακριὰ ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, σὰν νὰ ἦσαν δηλητηριῶδες καὶ θανάσιμο φυτό, μὲ τρόπο ὥστε νὰ εἴμαστε ὅλοι ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων, καὶ τώρα καὶ στὴν μετὰ θάνατο ζωή. Ἀμήν.
Τετάρτη 8 Μαΐου 2024
Λόγος με´ εἰς τὸ Πάσχα (ἀπόσπασμα)
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
[…] 24. Ἂν εἶσαι Σίμων Κυρηναῖος, σήκωσε τὸ σταυρὸ καὶ ἀκολούθησέ Τον. Ἂν σταυρωθεῖς μαζί Του ὡς λῃστής, γνώρισε τὸ Θεὸ σὰν εὐγνώμων δοῦλος. Ἂν κι᾿ Ἑκεῖνος λογιάσθηκε μὲ τοὺς ἀνόμους γιὰ χάρη σου καὶ τὴν ἁμαρτία σου, γίνε σὺ ἔννομος γιὰ χάρη Ἐκείνου. Προσκύνησε αὐτὸν ποὺ κρεμάσθηκε στὸ σταυρὸ γιὰ σένα, ἔστω κι ἂν κρέμεσαι κι ἐσύ. Κέρδισε κάτι κι ἀπ᾿ τὴν κακία. Ἀγόρασε τὴ σωτηρία μὲ τὸ θάνατο. Μπὲς μὲ τὸν Ἰησοῦ στὸν Παράδεισο, ὥστε νὰ μάθεις ἀπὸ τί ἔχεις ξεπέσει. Δὲς τὶς ἐκεῖ ὀμορφιές. Ἄσε τὸ λῃστὴ ποὺ γογγύζει, νὰ πεθάνει ἔξω μαζὶ μὲ τὴ βλασφημία του. Κι ἂν εἶσαι Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ζήτησε τὸ σῶμα ἀπ᾿ τὸ σταυρωτή. Ἂς γίνει δικό σου αὐτὸ ποὺ καθάρισε τὸν κόσμο. Κι ἂν εἶσαι Νικόδημος, ὁ νυκτερινὸς θεοσεβής, ἐνταφίασέ τον μὲ μύρα. Κι ἂν εἶσαι κάποια Μαρία, ἢ ἡ ἄλλη Μαρία, ἢ ἡ Σαλώμη, ἢ ἡ Ἰωάννα, δάκρυσε πρωῒ-πρωΐ. Δὲς πρώτη τὴν πέτρα σηκωμένη, ἴσως δὲ καὶ τοὺς ἀγγέλους κι αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ. Πὲς κάτι, ἄκουσε τὴ φωνή. Ἂν ἀκούσεις «Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις», στάσου μακριά, σεβάσου τὸ Λόγο, ἀλλὰ μὴ λυπηθεῖς. Διότι ξέρει σὲ ποιοὺς θὰ φανερωθεῖ πρῶτα. Καθιέρωσε τὴν Ἀνάσταση. Βοήθησε τὴν Εὔα, πού ’πεσε πρώτη, καὶ πρώτη νὰ χαιρετήσει τὸ Χριστὸ καὶ νὰ τὸ ἀνακοινώσει στοὺς μαθητές. Γίνε Πέτρος ἢ Ἰωάννης. Σπεῦσε στὸν τάφο, τρέχοντας μαζὶ ἢ προπορευόμενος, συναγωνιζόμενος τὸν καλὸ συναγωνισμό. Κι ἂν σὲ προλάβει στὴν ταχύτητα, νίκησε μὲ τὸ ζῆλο σου, ὄχι παρασκύβοντας στὸ μνημεῖο, ἀλλὰ μπαίνοντας μέσα. Κι ἂν σὰν Θωμᾶς χωρισθεῖς ἀπ᾿ τοὺς συγκεντρωμένους μαθητές, στοὺς ὁποίους ἐμφανίζεται ὁ Χριστός, ὅταν τὸν δεῖς, μὴν ἀπιστήσεις. Κι ἂν ἀπιστήσεις, πίστεψε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ στὸ λένε. Κι ἂν οὔτε καὶ σ᾿ αὐτοὺς πιστέψεις, δεῖξε ἐμπιστοσύνη στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν. Ἂν κατεβαίνει στὸν Ἅδη, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε καὶ τὰ ἐκεῖ μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, ποιὸ εἶναι τὸ σχέδιο τῆς διπλῆς καταβάσεως, ποιὸς εἶναι ὁ λόγος της: ἁπλῶς σώζει τοὺς πάντες μὲ τὴν ἐμφάνισή Του, ἤ κι ἐκεῖ ἀκόμα αὐτοὺς ποὺ τὸν πιστεύουν; […]
28. Τώρα εἴμαστε ἀναγκασμένοι ν᾿ ἀνακεφαλαιώσουμε τὸ λόγο ὡς ἑξῆς: Δημιουργηθήκαμε, γιὰ νὰ εὐεργετηθοῦμε. Εὐεργετηθήκαμε, ἐπειδὴ δημιουργηθήκαμε. Μᾶς δόθηκε ὁ Παράδεισος, γιὰ νὰ εὐτυχήσουμε. Λάβαμε ἐντολή, γιὰ νὰ εὐδοκιμήσουμε μὲ τὴ διαφύλαξή της, ὄχι γιατί ὁ Θεὸς ἀγνοοῦσε αὐτὸ ποὺ θὰ γινόταν, ἀλλὰ γιατί νομοθετοῦσε τὸ αὐτεξούσιο. Ἀπατηθήκαμε, γιατὶ μᾶς φθόνησαν. Ξεπέσαμε, γιατί παραβήκαμε τὴν ἐντολή. Εἴμαστε ἀναγκασμένοι σὲ νηστεία, γιατὶ δὲ νηστεύσαμε, καθὼς ἐξουσιασθήκαμε ἀπ᾿ τὸ δένδρο τῆς γνώσης. Γιατὶ ἦταν παλιὰ ἡ ἐντολὴ καὶ σύγχρονη μέ μᾶς, σὰν κάποια διαπαιδαγώγηση τῆς ψυχῆς καὶ σωφρονισμὸ ἀπ᾿ τὶς ἀπολαύσεις. Τὴν ἐλάβαμε εὔλογα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε μὲ τὴν τήρησή της αὐτὸ ποὺ χάσαμε μὲ τὴ μὴ διαφύλαξή της. Χρειασθήκαμε Θεὸ ποὺ σαρκώθηκε καὶ πέθανε, γιὰ νὰ ζήσουμε. Νεκρωθήκαμε μαζί Του, γιὰ νὰ καθαρισθοῦμε. Ἀναστηθήκαμε μαζί Του, ἐπειδὴ μαζί Του καὶ νεκρωθήκαμε. Συνδοξασθήκαμε, ἐπειδὴ συναναστηθήκαμε.
29. Εἶναι πολλὰ μὲν λοιπὸν τὰ θαύματα τῆς τότε ἐποχῆς: Θεὸς ποὺ σταυρώνεται, ἥλιος ποὺ σκοτίζεται καὶ πάλι ἀνατέλλει (γιατὶ ἔπρεπε καὶ τὰ κτίσματα νὰ συμπάσχουν μὲ τὸν Κτίστη). Καταπέτασμα ποὺ σχίζεται, αἷμα καὶ νερὸ ποὺ χύνεται ἀπ᾿ τὴν πλευρὰ (τὸ μὲν αἷμα, γιατί ἦταν ἄνθρωπος, τὸ δὲ νερὸ γιατὶ ἦταν πάνω ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο). Γῆ, ποὺ σείεται, πέτρες ποὺ σχίζονται γιὰ χάρη τῆς πέτρας (ποὺ εἶναι ὁ Χριστός), νεκροὶ ποὺ ἀνασταίνονται, ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς τελευταίας καὶ κοινῆς ἀναστάσεως. Τὰ σημεῖα δὲ στὸν τάφο, τὰ μετὰ τὸν τάφο, ποιὸς θὰ μποροῦσε ἐπάξια νὰ τὰ ὑμνήσει; Τίποτε ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει σὰν τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας μου: λίγες σταγόνες αἵματος ἀναπλάθουν τὸν κόσμο ὅλο καὶ γίνονται σὰν χυμὸς γάλακτος γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ συνδέουν καὶ συνάγουν ἐμᾶς σὲ μία ἑνότητα.
30. Ἀλλ᾿ ὦ Πάσχα, τὸ μέγα καὶ ἱερό, ποὺ καθαρίζεις τὸν κόσμο ὅλο! Γιατὶ θὰ σοῦ μιλήσω σὰν κάτι ἔμψυχο. Ὢ Λόγε Θεοῦ καὶ φῶς καὶ ζωὴ καὶ σοφία καὶ δύναμη! Γιατὶ χαίρομαι μ᾿ ὅλα σου τὰ ὀνόματα! Ὢ γέννημα κι ὁρμὴ καὶ σφραγῖδα τοῦ μεγάλου νοῦ! Ὢ Λόγε ποὺ νοεῖσαι κι ἄνθρωπε ποὺ φαίνεσαι, ὁ ὁποῖος φέρεις τὰ πάντα προσδεδεμένα στὸ λόγο τῆς δυνάμεώς σου! Τώρα μὲν ἂς δεχθεῖς τὸ λόγο αὐτό, ὄχι ὡς ἀπαρχή, ἀλλ᾿ ὡς συμπλήρωση ἴσως τῆς δικῆς μας καρποφορίας, εὐχαριστία τὸ ἴδιο κι ἱκεσία, γιὰ νὰ μὴν κακοπάθουμε ἐμεῖς τίποτε περισσότερο πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἀναγκαίους κόπους κι ἱεροὺς πόνους γιὰ τὶς ἐντολές σου, μὲ τοὺς ὁποίους ζήσαμε μέχρι τώρα. Κι ἂς σταματήσεις τὴν ἐναντίον μας τυραννία τοῦ σώματος (βλέπεις. Κύριε, πόσο μεγάλη εἶναι καὶ πόσο μᾶς λυγίζει), ἢ τὴν κρίση σου, ἂν θέλαμε νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ σένα. Ἂν δὲ τερματίσουμε ἄξια μὲ τὸν πόθο μας καὶ γίνουμε δεκτοὶ στὶς οὐράνιες σκηνές, ἀμέσως κι ἐδῶ θὰ σοῦ προσφέρουμε θυσίες δεκτὲς στὸ ἅγιό σου θυσιαστήριο. Πατέρα καὶ Λόγε καὶ Πνεῦμα ἅγιο. Γιατὶ σὲ σένα ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ ἐξουσία στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Σάββατο 30 Μαρτίου 2024
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: Εἰς ἐαυτὸν, ἐξ ἀγροῦ ἐπανήκοντα μετὰ τὰ κατὰ Μάξιμον. (Λόγος κστ΄)
1. Ἐπόθουν ὑμᾶς, ὦ τέκνα, καὶ ἀντεποθούμην τοῖς ἴσοις μέτροις.
Πείθομαι γὰρ, εἰ δεῖ καὶ πίστιν προσθεῖναι τῷ λόγῳ, Ναὶ νὴ τὴν ὑμετέραν
καύχησιν, ἀδελφοὶ, ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Τοῦτον γάρ μοι
πεποίηκε τὸν ὅρκον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ᾧ πρὸς ὑμᾶς κεκινήμεθα, ἵνα
κατασκευάσωμεν Κυρίῳ λαὸν περιούσιον. Σκοπεῖτε τὴν πίστιν ὅση· καὶ τὸ
ἐμαυτοῦ πείθω, καὶ τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διατείνομαι. Καὶ θαυμαστὸν οὐδέν. Ὧν γὰρ
κοινὸν τὸ Πνεῦμα, κοινὸν καὶ τὸ πάθος· οἷς δὲ τὸ πάσχειν ἴσον, ἴσον καὶ
τὸ πιστεύειν. Ὃ γὰρ μή τις πέπονθεν, οὐδ᾿ ἂν ἑτέρῳ πιστεύσειεν· ὁ δὲ
παθὼν, εἰς συγκατάθεσιν ἑτοιμότερος, μάρτυς ἀόρατος ἀοράτου πάθους,
μορφῆς ἀλλοτρίας οἰκεῖον ἔσοπτρον. Διὰ τοῦτο οὐδὲ ἠνεσχόμην ἀποφοιτῆσαι
ὑμῶν μακρότερα, καίτοιγε ἱκανῶς τοῖς ἐνταῦθα δυσχεραίνων τε καὶ
ἀχθόμενος· οὐχ οἷς αἱ πόλεις φέρουσι μόνον (δήμοις, θορύβοις, ἀγοραῖς,
θεάτροις, πλησμοναῖς, ὕβρεσιν, ἄγουσι καὶ ἀγομένοις, ζημιοῦσι καὶ
ζημιουμένοις, πενθοῦσι καὶ πενθουμένοις, κλαίουσι, χαίρουσι, γαμοῦσι,
θάπτουσιν, εὐφημουμένοις, βλασφημουμένοις, ὕλῃ κακίας, κόσμου βράσματι,
ταῖς ἀγχιστρόφοις μεταβολαῖς, ὥσπερ ἐν Εὐρίπῳ καὶ πνεύμασιν), ἀλλὰ καὶ
τούτοις ἤδη τοῖς σεμνοτέροις καὶ τιμιωτέροις, τοῖς περὶ τὸ βῆμα τοῦτο
λέγω, καὶ τὴν ἁγίαν τράπεζαν· ὧν ἡμεῖς τὸ κράτος ἔχειν δοκοῦντες, καὶ
τῶν ἐγγιζόντων ὄντες Θεῷ, δέδοικα μὴ κακῶς ἐγγίζωμεν, καὶ, ὡς καλάμη
πυρὶ, πῦρ οὐ φέροντες.
2. Πλὴν ἐπανῆλθον ὑμῖν, βίᾳ μὲν ἀποδραμὼν, οὐ βίᾳ δὲ προσδραμὼν, ἀλλὰ καὶ μάλα προθύμως, καὶ αὐτομάτοις ποσὶ, τὸ τοῦ λόγου, τοῦ Πνεύματος οὕτως ἄγοντος, καθάπερ τι ῥεῦμα, πρὸς μὲν τὸ ἄναντες βιαζόμενον, εἰς δὲ τὸ πρανὲς ἐπειγόμενον. Ὄντως ἡμέρα μία, βίος ὅλος ἀνθρώπου, τοῖς πόθῳ κάμνουσιν. Τὸ γὰρ τοῦ Ἰακὼβ ἑτέρως ἔχειν μοι φαίνεται· ὃς ἔτη δεκατέσσαρα δουλεύων τῷ Σύρῳ Λάβαν ὑπὲρ τῶν δύο παρθένων οὐκ ἔκαμνεν· Ἦσαν γὰρ αὐτῷ, φησὶν, αἱ πᾶσαι ἡμέραι, ὡς ἡμέρα μία, διὰ τὸ ἀγαπᾷν αὐτάς. Ἴσως ὅτι ἐν ὄψεσιν ἦν τὸ ποθούμενον, ἢ ὅτι κοῦφον τὸ κάμνειν ἔρωτι, κἂν ἡ ἀναβολὴ τὸ λυπηρὸν ἔχῃ. Οὕτως τὸ ἕτοιμον εἰς ἐξουσίαν, ἀργὸν εἰς ἐπιθυμίαν, ὥς τις ἔφη τῶν πρὸ ἡμῶν. Ἐγὼ γοῦν ἡνίκα μὲν παρήμην, ἐλάχιστα τοῦ πάθους ἐπαισθανόμενος, ἡνίκα δὲ ἐχωρίσθην, ἔγνων τὸν πόθον τὸν γλυκὺν τύραννον· καινὸν δὲ οὐδέν. Εἰ γὰρ τοσοῦτον ὀδύρεται καὶ βουκόλος μόσχον τῆς ἀγέλης ἀποφοιτήσαντα, καὶ ποιμὴν πρόβατον ἐλλεῖψαν δεκάδι, καὶ ὄρνεον νοσσιὰν, ἣν πρὸς ὀλίγον ἀπέλιπεν, ὥστε οἱ μὲν τὰς σύριγγας λαβόντες, ἐπί τινα σκοπιὰν ἀνελθόντες, πληροῦσι τῆς ἀθυμίας τοὺς δόνακας, καὶ ἀνακαλοῦνται, ὡς λογικὰ, τὰ πλανώμενα· κἂν ὑπακούσωσι, χαίρουσι μᾶλλον ἢ πᾶσιν ὁμοῦ τοῖς ἄλλοις, ὧν οὐκ ἐφρόντισαν· τὸ δὲ τρύζον ἐπὶ τὴν καλιὰν ἵεται, καὶ τρύζουσι προσπίπτει τοῖς νεοσσοῖς, καὶ περιέπει ταῖς πτέρυξι· πηλίκον ἂν εἴη δεξιῷ ποιμένι λογικὰ θρέμματα, καὶ ὧν τι προεκινδύνευσεν, ἐπεὶ καὶ τοῦτο τῷ φίλτρῳ προςτίθησιν;
3. Ὡς ἐγὼ δέδοικα μὲν τοὺς βαρεῖς λύκους, μὴ τὴν σκοτόμαιναν ἡμῶν τηρήσαντες, τὴν ποίμνην σπαράξωσι λόγοις συναρπακτικοῖς τε καὶ βιαίοις· ἐπειδὴ τὰς ἀκαιρίας τηροῦσι, τὸ φανερῶς ἰσχύειν οὐκ ἔχοντες. Δέδοικα δὲ τοὺς λῃστὰς καὶ κλέπτας, μὴ διὰ τῆς αὐλῆς ὑπερβάντες, ἢ ἀναιδείᾳ συλήσωσιν, ἢ δι᾿ ἀπάτης κλέψωσιν, ὥστε θῦσαι, καὶ ἀποκτεῖναι, καὶ ἀπολέσαι, ἁρπάζοντες ἁρπάγματα, ψυχὰς κατεσθίοντες, ὥς τις ἔφη τῶν προφητῶν. Δέδοικα δὲ τὴν παράθυρον, μή τις ἄκλειστον εὑρὼν τῶν χθὲς ἡμετέρων καὶ πρώην, εἶτα ὡς ἴδιος εἰσελθὼν, ἐπιβουλεύσῃ ὡς ἀλλότριος. Πολλαὶ γὰρ καὶ ποικίλαι τοῦ τὰ τοιαῦτα ἐνεργοῦντος αἱ μεθοδεῖαι· καὶ οὐδεὶς οὕτως ἀρχιτέκτων οὐδενὸς τῶν ποικίλων, ὡς σοφιστὴς κακίας ὁ ἀντικείμενος. Δέδοικα δὲ ἤδη καὶ κύνας, ποιμένας εἶναι βιαζομένους, καὶ τὸ παράδοξον, οὐδὲν εἰς ποιμαντικὴν εἰσενεγκόντας, ἢ τὸ κεῖραι κόμας, ἃς κακῶς ἤσκησαν· οἳ μήτε κύνες ἔμειναν, μήτε ποιμένες γεγόνασι, πλὴν τοῦ σπαράξαι, καὶ διασπεῖραι, καὶ διαλῦσαι κόπον ἀλλότριον. Ἐπειδὴ ῥᾷον ἀεὶ τὸ διαφθείρειν τοῦ συντηρεῖν· καὶ γεννᾶται μὲν ἄνθρωπος κόπῳ, φησὶν ὁ Ἰὼβ, καὶ ναυπηγεῖται ναῦς, καὶ οἰκία συνίσταται· ἀποκτεῖναι δὲ, ἢ καταλῦσαι, ἢ ἐμπρῆσαι, τοῦ βουλομένου παντός. Ὥστε μηδὲ νῦν μέγα φρονείτωσαν οἱ τῇ ποίμνῃ τοὺς κύνας ἐπαναστήσαντες, οἳ πρόβατον μὲν ἑν οὐκ ἂν ἔχοιεν εἰπεῖν, ὡς προσήγαγον, ἢ διέσωσαν· οὐ γὰρ ἔμαθον καλὸν ποιεῖν, πονηρίαν ἀσκήσαντες. Εἰ δὲ τὴν ποίμνην ταράσσουσι, τοῦτο καὶ ζάλη μικρὰ, τοῦτο καὶ νόσος ὀλίγη, τοῦτο καὶ θηρίον ἑν ἀθρόως ἐπιπεσόν. Στήτωσαν οὖν οἱ τῇ ἑαυτῶν αἰσχύνῃ μεγαλαυχούμενοι· καὶ παυσάμενοι τῆς κακίας, ἂν ἄρα δύνωνται, προσκυνησάτωσαν, καὶ προσπεσέτωσαν, καὶ κλαυσάτωσαν ἐναντίον Κυρίου τοῦ ποιήσαντος αὐτοὺς, καὶ τῇ ποίμνῃ μιχθήτωσαν, ὅσοι μὴ παντελῶς ἀνίατοι.
4. Ταῦτα ὁ δειλὸς ἐγὼ ποιμὴν καὶ περιεσκεμμένος, καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἀσφάλειαν ὡς ῥᾳθυμίαν ἐγκαλούμενος. Οὐ γάρ εἰμι ποιμὴν ἐκείνων τις τῶν τὸ γάλα κατεσθιόντων, καὶ τὰ ἔρια περιβαλλομένων, καὶ τὸ παχὺ σφαζόντων, καὶ μόχθῳ κατεργαζομένων, ἢ ἀπεμπωλούντων καὶ λεγόντων· Εὐλογητὸς Κύριος, καὶ πεπλουτήκαμεν· ποιμαινόντων ἑαυτοὺς, οὐ τὰ πρόβατα, εἴ τι τῶν προφητικῶν φωνῶν μέμνησθε, δι᾿ ὧν ἐκεῖνοι τοὺς κακοὺς ποιμένας ἐλαύνουσιν· ἀλλ᾿ ἐκείνων μᾶλλον τῶν δυναμένων εἰπεῖν μετὰ Παύλου· Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐμὴ πύρωσις, ἢ φροντίς; Οὐ γὰρ ζητῶ τὰ ὑμῶν, ἀλλ᾿ ὑμᾶς. Καί· Ἐγενόμην συγκαιόμενος τῷ καύσωνι τῆς ἡμέρας, καὶ τῷ παγετῷ τῆς νυκτὸς πιεζόμενος· πατριάρχου φωνὴ ποιμένος, οὗ τὰ ἐπίσημα πρόβατα, καὶ ταῖς ἐκεῖθεν ληνοῖς ἐγκισσᾷν μελετήσαντα. Οὕτω μὲν οὖν, καὶ διὰ ταῦτα ἐπέστην ὑμῖν, καὶ οὕτως ἔχουσιν. Ἐπεὶ δὲ ἐπέστην, δῶμεν λόγον ἀλλήλοις, ὧν μεταξὺ κατωρθώσαμεν. Ἐπειδὴ καλὸν μὴ ῥήματος μόνον καὶ πράξεως, ἀλλὰ καὶ καιροῦ παντὸς, καὶ ὥρας αὐτῆς τοῦ ἀκαριαίου καὶ λεπτοτάτου οἴεσθαι λόγον ἀπαιτεῖσθαι ἡμᾶς. Ὑμεῖς μὲν ἀπαγγείλατέ μοι τὴν ἐργασίαν τὴν ὑμετέραν· ἐγὼ δὲ εἰς μέσον θήσω, ἃ καθ᾿ ἡσυχίαν ἐμαυτῷ συγγενόμενος ἐφιλοσόφησα.
5. Τίνα μὲν θεωρίαν τῶν ὑψηλῶν, ἢ παρ᾿ ἐμοῦ λαβόντες ἐφυλάξατε, ἢ παρ᾿ ὑμῶν αὐτῶν εἰσηνέγκατε, ἢ περὶ θεολογίας, ἢ περὶ τῶν ἄλλων δογμάτων, ἃ πολλὰ καὶ πολλάκις ὑμῖν παρεθέμην; Ζητῶ γὰρ οὐ τὸ δάνειον μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν τόκον· οὐ τὸ τάλαντον μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐργασίαν· μή τις κατακρύψας καὶ καταχώσας τὸ πιστευθὲν, ἔτι καὶ καταψεύδηται τοῦ πιστεύσαντος, ὡς σκληροῦ τε καὶ τῶν ἀλλοτρίων ἐπιθυμοῦντος. Τίνα δὲ πρᾶξιν τῶν ἐπαινουμένων, ἢ μηδὲ τῆς ἀριστερᾶς γινωσκούσης, ἐκαρποφορήσατε, ἢ ὥστε λάμπειν τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ἵν᾿ ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον δειχθῇ, καὶ διὰ τῶν μαθητῶν ὁ διδάσκαλος γνωρισθῇ, καὶ εἴπῃ τις τῶν ἐποπτευόντων τὰ ἡμέτερα (πολλοὶ δέ εἰσιν, οἱ μὲν δι᾿ εὐδοκίαν, οἱ δὲ καὶ περιέργω)ς, ὅτι ὄντως ὁ Θεὸς ἐν ὑμῖν ἐστιν, οὐ κηρυσσόμενος ὑγιῶς μόνον, ἀλλὰ καὶ λατρευόμενος; Ὡς γὰρ οὐκ ἔστι χωρὶς πίστεως πρᾶξις ἔγκριτος (ἐπειδὴ καὶ δόξης ἕνεκεν οἱ πολλοὶ τὸ καλὸν ἐπιτηδεύουσι, καὶ φύσεως οὕτως ἔχοντε)ς· οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργων νεκρά. Καὶ μή τις ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις τῶν πάντα συγχωρούντων ἑτοίμως, ὑπὲρ ἑνὸς τοῦ ἀσεβεῖν ἐν τοῖς δόγμασι, καὶ φαῦλον καταβαλλόντων μισθὸν φαύλου πράγματος. Δείξατε οὖν ἐκ τῶν ἔργων τὴν πίστιν, τῆς χώρας ὑμῶν τὸ γόνιμον, εἰ μὴ εἰς κενὸν ἐσπείραμεν, εἰ δράγμα τι ἐν ὑμῖν, τοῦ ποιῆσαι ἄλευρα ἰσχὺν ἔχον, καὶ ἀποθηκῶν ἄξιον, ἵνα καὶ προθυμότερον ὑμᾶς γεωργήσωμεν. Τίς εἰς ἑκατὸν καρποτοκεῖ, τίς εἰς ἑξήκοντα, τίς τὸ τελευταῖον κἂν εἰς τριάκοντα· ἢ τίς ἔμπαλιν ἀπὸ τοῦ τριάκοντα εἰς τὸν ἑξήκοντα προελθὼν (ἔχομεν γὰρ καὶ ταύτην ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις τὴν τάξιν), εἰς τὸν ἑκατὸν ἐτελεύτησεν· ἵνα προβαίνων, ὡς ὁ Ἰσαὰκ, μέγας γένηται, πορευόμενος ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, καὶ τὰς ᾠδὰς τῶν Ἀναβαθμῶν ᾄδων, καὶ ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ τιθέμενος;
6. Ζητῶ τὸν καρπὸν πλεονάζοντα εἰς λόγον ὑμῶν. Ὑμέτερον γὰρ, οὐκ ἐμὸν, τὸ κέρδος· εἰ δὲ καὶ ἡμέτερον, ὅτι ὑμέτερον, ἀντιστρεφούσης τῆς ὠφελείας ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς ἡμᾶς, ὥσπερ ἐν ταῖς αὐγαῖς τῶν ἀντανακλάσεων. Εἰ ἐπτωχοτροφήσατε, εἰ ἐξενοδοχήσατε, εἰ ἁγίων πόδας ἐνίψατε, εἰ τρυφῶντες τῇ καταργουμένῃ γαστρὶ (δεδόσθω γὰ)ρ, καὶ διὰ τῶν ἐντολῶν ἐτρυφήσατε; ὡς οὐκ ἔστι ταύτης τρυφή τις ἀμείνων, οὐδὲ μονιμωτέρα τοῖς τρυφᾷν ἐθέλουσιν. Εἴ τινας τῶν λειτουργούντων τῷ θυσιαστηρίῳ, καὶ καλῶς πενομένων (δότε γάρ μοι καὶ τοῦτο εἰπεῖν), εἰς δύναμιν ἀνεπαύσατε, ἵν᾿ ἀπερισπάστως μᾶλλον τῷ θυσιαστηρίῳ παρεδρεύωσι, καὶ μεταλαμβάνοντες τῶν ὑμετέρων, τὰ παρ᾿ ἑαυτῶν ἀντειςφέρωσιν; ὡς αἰσχρὸν ταῦτα καὶ ἡμᾶς ἀπαιτεῖν, καὶ μὴ παρέχειν ὑμᾶς. Οὐκ ἐνουθέτησα δὲ ταῦτα, ἵνα οὕτως ἐν ἐμοὶ γένηται (καλὸν γάρ μοι μᾶλλον ἀποθανεῖν, ἢ κενωθῆναί μου τὸ καύχημα, καὶ ἄμισθόν μοι γενέσθαι τὸ Εὐαγγέλιον ἐνταῦθα καρπωσαμένῳ. Τὸ μὲν γὰρ εὐαγγελίσασθαι, τῆς ἀνάγκης· ἡ φιλοτιμία δὲ, τὸ ἀδάπανον)· ἀλλ᾿ ἵν᾿ ὑμεῖς μάθητε Χριστὸν εὖ ποιεῖν, διὰ τοῦ καὶ τῶν μικρῶν τινα εὖ ποιεῖν. Ἐπειδὴ, ὡς πάντα ὅσα ἐγὼ, πλὴν ἁμαρτίας, ἐγένετο δι᾿ ἐμέ· οὕτω καὶ τὰ ἐλάχιστα τῶν ἐμῶν εἰς ἑαυτὸν ἀναδέχεται· κἂν στέγης μεταδῷς, κἂν ἐνδύματος, κἂν ἐν φυλακῇ ἐπισκέψῃ, κἂν ἀῤῥωστοῦντα ἴδῃς· τὸ φαυλότατον, κἂν ποτηρίῳ ψυχροῦ μόνῳ καταψύξῃς γλῶσσαν πιεζομένου, ὥσπερ ἐδεῖτο Λαζάρου τοῦ πένητος ὁ κάμνων ἐν τῇ φλογὶ πλούσιος, καί τι τῆς ἐνταῦθα τρυφῆς ἀντιλαβὼν, καὶ τοῦ περιορᾷν Λάζαρον πεινῶντα καὶ ἡλκωμένον, τὸ ἐκεῖθεν δεῖσθαι Λαζάρου, καὶ μὴ τυγχάνειν.
7. Ἃ μὲν οὖν ὑμᾶς ἀπαιτοῦμεν, ταῦτά ἐστι· καὶ οἶδ᾿, ὅτι οὐκ αἰσχύνεσθε, οὔτε παρ᾿ ἡμῶν ἀπαιτούμενοι λόγον, οὔτε παρὰ τῆς τελευταίας ἡμέρας, εἰς ἣν πάντα συνάγεται τὰ ἡμέτερα, κατὰ τὸ εἰρημένον· Κἀγὼ ἔρχομαι τὰ βουλεύματα καὶ τὰς πράξεις ὑμῶν συναγαγεῖν· καὶ, Ἰδοὺ ἄνθρωπος, καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ, καὶ ὁ μισθὸς αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ. Τὰ δὲ ἡμέτερα, καὶ ἃ παρὰ τῆς ἐρημίας ὑμῖν κομίζομεν. Ἐπειδὴ καὶ Ἡλίας ἡδέως ἐνεφιλοσόφει τῷ Καρμήλῳ, καὶ Ἰωάννης τῇ ἐρήμῳ, καὶ Ἰησοῦς αὐτὸς, τὰς μὲν πράξεις τοῖς ὄχλοις, τὰς εὐχὰς δὲ τῇ σχολῇ καὶ ταῖς ἐρημίαις, ὡς τὰ πολλὰ, προσένεμεν. Τί νομοθετῶν; Ὡς οἶμαι, τὸ χρῆναί τι καὶ ἡσυχάζειν, ὥστε ἀθολώτως προσομιλεῖν τῷ Θεῷ, καὶ μικρὸν ἐπανάγειν τὸν νοῦν ἀπὸ τῶν πλανωμένων. Οὐ γὰρ αὐτὸς ἐδεῖτο ἀναχωρήσεως (οὐδὲ γὰρ εἶχεν εἰς ὅ τι συσταλῇ, Θεὸς ὢν, καὶ πάντα πληρῶν), ἀλλ᾿ ἵν᾿ ἡμεῖς μάθωμεν καὶ πράξεως καιρὸν, καὶ ἀσχολίας ὑψηλοτέρας. Τίνα οὖν τὰ τῆς ἐμῆς ἐρημίας; Βούλομαι γὰρ, ὡς ἀγαθὸς ἔμπορος καὶ πανταχόθεν κερδαίνων, κἀντεῦθέν τι προςενεγκεῖν ὑμῖν ἀγώγιμον.
8. Ἐβάδιζον οὕτω κατ᾿ ἐμαυτὸν, ἤδη κλινούσης ἡμέρας. Ἀκτὴ δὲ ἦν ὁ περίπατος· καὶ γάρ πως εἴωθα τοὺς πόνους ἀεὶ ταῖς τοιαύταις διαλύειν ἀνέσεσιν· ἐπεὶ μηδὲ νευρὰ φέρει τὸ σύντονον ἀεὶ τεινομένη, καὶ δεῖταί τι μικρὸν τῶν γλυφίδων ἐκλύεσθαι, εἰ μέλλοι ταθήσεσθαι πάλιν, καὶ μὴ ἄχρηστος ἔσεσθαι τῷ τοξότῃ, μηδὲ ἀνόνητος ἐν καιρῷ χρήσεως. Ἐβάδιζον οὖν, καὶ οἱ μὲν πόδες ἐφέροντο, ἡ δὲ ὄψις εἶχε τὴν θάλασσαν. Ἡ δὲ ἦν θέαμα οὐχ ἡδὺ, καίτοιγε ἄλλως ἥδιστον οὖσα, ὅταν γαλήνῃ πορφύρηται, καὶ προσπαίζῃ ταῖς ἀκταῖς ἡδύ τι καὶ ἥμερον. Ἀλλὰ τί τότε (φθέγγομαι γὰρ ἡδέως καὶ τὰ ῥήματα τῆς Γραφῆ)ς; Ἀνέμου μεγάλου πνέοντος, διηγείρετό τε καὶ ἐπωρύετο· τῶν δὲ κυμάτων, ὃ φιλεῖ συμβαίνειν ἐν τοῖς τοιούτοις κινήμασι, τὰ μὲν πόῤῥωθεν ἀνιστάμενα, καὶ κατὰ μικρὸν κορυφούμενα, εἶτ᾿ ἐλαττούμενα, πρὸς ταῖς ἀκταῖς ἐλύετο· τὰ δὲ ταῖς γείτοσι πέτραις προσπίπτοντα καὶ ἀποκρουόμενα, εἰς ἄχνην ἀφρώδη καὶ ψιλὴν ἐσκορπίζετο. Ἔνθα κάχληκες μὲν, καὶ φυκία, καὶ κήρυκες, καὶ τῶν ὀστρέων τὰ ἐλαφρότατα ἐξωθεῖτο καὶ ἀπεπτύετο· ἔστι δὲ ἃ καὶ ἡρπάζετο πάλιν, ἀναχωροῦντος τοῦ κύματος. Αἱ δὲ ἦσαν ἄσειστοι καὶ ἀτίνακτοι, οὐδέν γε ἧττον ἢ διοχλοῦντος οὐδενὸς, πλὴν ὅσον τοῖς κύμασι βάλλεσθαι.
9. Ἐντεῦθεν οἶδά τι πρὸς φιλοσοφίαν ὠφεληθεὶς, καὶ (οἷος ἐγὼ πάντα συντείνων πρὸς ἐμαυτὸν, καὶ μάλιστα εἰ τύχοιμι πρός τι τῶν συμβαινόντων ἰλιγγιάσας, ὃ καὶ νῦν πέπονθ)α οὐ παρέργως ἐδεξάμην τὸ ὁρώμενον· καί μοι τὸ θέαμα παίδευμα γίνεται. Ἦ γὰρ οὐκ, ἔφην ἐγὼ, θάλασσα μὲν ὁ ἡμέτερος βίος καὶ τὰ ἀνθρώπινα (πολὺ γὰρ κἀν τούτῳ τὸ ἁλμυρὸν καὶ ἄστατον), πνεύματα δὲ οἱ προσπίπτοντες πειρασμοὶ καὶ ὅσα τῶν ἀδοκήτων; Ὅ μοι δοκεῖ καὶ ὁ θαυμασιώτατος Δαβὶδ κατανοήσας, Σῶσόν με, Κύριε, λέγειν, ὅτι εἰσήλθοσαν ὕδατα ἕως ψυχῆς μου· καὶ, Ῥῦσαί με ἐκ τῶν βαθέων τῶν ὑδάτων· Ἦλθον δὲ εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης, καὶ καταιγὶς κατεπόντισέ με. Τῶν δὲ πειραζομένων οἱ μὲν ἐδόκουν μοι ὡς τὰ κουφότατα καὶ ἄπνοα παρασύρεσθαι, καὶ οὐδὲ μικρὸν ἀντέχειν πρὸς τὰς ἐπηρείας· οὐδὲ γὰρ ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς στεῤῥότητα, καὶ βάρος λογισμοῦ σώφρονος, καὶ τοῖς προσπίπτουσιν ἀντιβαίνοντος· οἱ δὲ εἶναι πέτρα, τῆς πέτρας ἐκείνης ἄξιοι, ἐφ᾿ ἧς βεβήκαμεν, καὶ ᾗ λατρεύομεν, ὅσοι φιλοσόφῳ χρώμενοι λόγῳ, καὶ ὑπεραναβεβηκότες τὴν τῶν πολλῶν ταπεινότητα, πάντα φέρουσιν ἀσείστως καὶ ἀτινάκτως, καὶ διαγελῶσι μὲν, ἢ ἐλεοῦσι τοὺς σειομένους (τὸ μὲν ὑπὸ φιλοσοφίας, τὸ δὲ ὑπὸ φιλανθρωπία)ς· αὐτοὶ δὲ τῶν αἰσχρῶν τίθενται, ἀπόντα μὲν τὰ δεινὰ περιφρονεῖν, μᾶλλον δὲ μηδὲ δεινὰ οἴεσθαι, παρόντων δὲ ἡττᾶσθαι, καὶ ταῦτα, τίνων; τῶν παρερχομένων, ὡς ἱσταμένων· καὶ τοῦ καιροῦ μὲν ἔξω φιλοσοφεῖν, ἐν δὲ ταῖς χρείαις ἀφιλοσόφους φαίνεσθαι· ὥσπερ ἂν εἴ τις ἄριστον ἑαυτὸν νομίζοι τῶν ἀθλητῶν, μηδὲ καταβαίνων εἰς στάδιον· ἢ κυβερνήτην τῶν εὐδοκίμων, ἐν μὲν ταῖς εὐδίαις τῇ τέχνῃ μέγα φρονοῦντα, ἐν δὲ ταῖς ζάλαις μεθιέντα τοὺς οἴακας.
10. Ἐπεὶ δὲ ἅπαξ εἰς τούτους κατέστην τοὺς λόγους, καὶ πρὸς ἑτέραν ἦλθον εἰκόνα, σφόδρα τοῖς παροῦσι συμβαίνουσαν. Τάχα με γέροντα καὶ μυθολόγον νομίσετε, ἂν καὶ ὑμῖν ταύτην γνωρίσω· γνωριστέον δ᾿ οὖν, ἐπεὶ καὶ τὴν Γραφὴν οἶδα πολλάκις τοιούτοις χρωμένην εἰς σαφεστέραν διήγησιν. Ἔστι τι μύθῳ φυτὸν, ὃ θάλλει τεμνόμενον, καὶ πρὸς τὸν σίδηρον ἀγωνίζεται· καὶ εἰ δεῖ παραδόξως εἰπεῖν περὶ παραδόξου πράγματος, θανάτῳ ζῇ, καὶ τομῇ φύεται, καὶ αὔξεται δαπανώμενον. Ταῦτα μὲν οὖν ὁ μῦθος, καὶ ἡ αὐτονομία τοῦ πλάσματος· ἐμοὶ δὲ δοκεῖ σαφῶς τοιοῦτον εἶναί τι ὁ φιλόσοφος. Εὐδοκιμεῖ τοῖς πάθεσι, καὶ ὕλην ἀρετῆς ποιεῖται τὰ λυπηρὰ, καὶ τοῖς ἐναντίοις ἐγκαλλωπίζεται· μήτε τοῖς δεξιοῖς ὅπλοις τῆς δικαιοσύνης αἰρόμενος, μήτε τοῖς ἀριστεροῖς καμπτόμενος· ἀλλ᾿ ὁ αὐτὸς οὐκ ἐν τοῖς αὐτοῖς ἀεὶ διαμένων, ἢ καὶ δοκιμώτερος, ὥσπερ ἐν καμίνῳ χρυσὸς, εὑρισκόμενος. Σκοπῶμεν δὲ οὕτως· Εὐπατρίδης ἐστίν; ἀντεπιδείξεται τὴν εὐτροπίαν τῷ αἵματι· ὥστε διχόθεν εὐδοκιμεῖν, καὶ γενεαλογούμενος, καὶ ὁρώμενος. Δυσγενὴς τὸν ἀνδριάντα καὶ τὸν πηλὸν (εἴπερ τι μέγα πηλὸς πηλοῦ διαφέρε)ι; ἀντεισοίσει τὴν νοουμένην εὐγένειαν, καὶ ἣν ἕκαστος ἑαυτὸν διαπλάττει πρὸς τὸ χεῖρον ἢ βέλτιον· τὴν δὲ ἄλλην παραγράψεται, ὅση σπείρεται ἢ γράφεται, ὡς οὐδενὸς ἀξίαν καὶ κίβδηλον. Ἔστι γάρ τι γένος τρισσόν· τὸ μὲν ἄνωθεν ἠργμένον, ὃ πάντες ἐσμὲν εὐγενεῖς ἐπ᾿ ἴσης, ἐπεὶ κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ γεγόναμεν· τὸ δὲ ἀπὸ σαρκὸς ἐρχόμενον, οὐκ οἶδ᾿ εἴ τις εὐγενὴς, τοῦτο φθορᾷ συνιστάμενον· τὸ δὲ ἀπὸ κακίας ἢ ἀρετῆς γνωριζόμενον, οὗ μᾶλλον καὶ ἧττον μεταλαμβάνομεν, ὅσον ἂν, οἶμαι, ἢ τηρήσωμεν τὴν εἰκόνα, ἢ διαφθείρωμεν. Ταύτην ἀγαπήσει τὴν εὐγένειαν ὅγε ἀληθῶς σοφὸς καὶ φιλόσοφος. Τὸ γὰρ τέταρτον γένος, τότε ἀξιώσω λόγου, τὸ ἐν γράμμασι καὶ προςτάγμασιν, ὅταν καὶ κάλλος ἀποδέξωμαι τὸ ἐν χρώμασι, καὶ πίθηκον αἰδεσθῶ λέοντα εἶναι κεκελευσμένον.
11. Νέος ἐστί; Κατὰ τῶν παθῶν ἀνδρισθήσεται, καὶ τοῦτο ἀπολαύσει τῆς νεότητος, τὸ μὴ τὰ νέων παθεῖν, ἀλλὰ δεῖξαι πρεσβυτικὴν φρόνησιν ἐν ἀκμαίῳ τῷ σώματι· καὶ χαιρήσει τῇ νίκῃ πλέον ἢ οἱ ἐν Ὀλυμπίᾳ στεφανούμενοι· νικήσει γὰρ ἐν κοινῷ θεάτρῳ τῇ οἰκουμένῃ, καὶ νίκην ἄπρατον. Νεύει πρὸς γῆρας; Ἀλλ᾿ οὐχὶ γηράσει καὶ τὴν ψυχήν· δέξεται τὴν διάλυσιν, ὡς προθεσμίαν ἀναγκαίας ἐλευθερίας· ἡδέως πρὸς τὰ ἑξῆς μεταβήσεται, ἔνθα οὐκ ἔστιν ἄωρος, οὐδὲ πρεσβύτης, ἀλλὰ πάντες τὴν πνευματικὴν ἡλικίαν τέλειοι. Ὥρας ἔλαχεν; Ἀντιστίλψει τὸ κάλλος τῷ κάλλει, τὸ τῆς ψυχῆς τῷ τοῦ σώματος. Παρῆλθε τὸ ἄνθος ἀνεπηρέαστον; νεύει πρὸς ἑαυτὸν, οὐδὲ οἶδεν ὁρώμενος. Αἰσχρὸς τὸ φαινόμενον; ἀλλ᾿ εὐφυὴς τὸ κρυπτόμενον, ὥσπερ ἐν κάλυκι ῥόδον ἀνθηρὸν οὐκ ἀνθηρᾷ καὶ ἀνόδμῳ τὸ εὐωδέστατον. Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων; οὐδὲ καιρὸν δίδωσι τὸ ἐκτὸς καθορᾶσθαι, μεταστρέφων τὸν θεατὴν πρὸς τὸν ἐντὸς ἄνθρωπον. Εὐεκτεῖ; Χρήσεται τῇ ὑγιείᾳ πρὸς τὸ βέλτιστον· νουθετήσει, πλήξει, λόγῳ παῤῥησιάσεται, ἀγρυπνήσει, χαμευνήσει, νηστεύσει, κενώσει τὴν ὕλην, θεωρήσει τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια, κατὰ πᾶσαν σπουδὴν μελετήσει τὸν θάνατον. Ἀῤῥωστήσει; Μαχήσεται· ἂν δὲ ἡττηθῇ, νικήσει λαβὼν τὸ μηκέτι μάχεσθαι. Πλούσιός ἐστι; Φιλοσοφήσει τὸ ἀποπλουτεῖν, μεταδώσει τῷ δεομένῳ τῶν ὄντων, ὡς οἰκονόμος τῶν ἀλλοτρίων· ἵν᾿ ἐκεῖνός τε εὖ πάθῃ τῇ μεταλήψει, καὶ αὐτὸς πρὸς Θεὸν συναχθῇ, μηδὲν ἔχων πλὴν τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ σώματος. Πένεται; Πλουτήσει Θεὸν, καὶ τὸ καταγελᾷν τῶν ἐχόντων, ὡς ἀεὶ μὲν κτωμένων, ἀεὶ δὲ πενομένων, τῷ δεῖσθαι τοῦ πλείονος, καὶ πινόντων ἵνα πλέον διψήσωσιν.
12. Πεινᾷ; Μετὰ τῶν ὀρνέων τραφήσεται, οἷς ὁ βίος ἄσπορος καὶ ἀνήροτος· μετὰ Ἡλίου ζήσεται παρὰ τῇ Σαραφθίᾳ· Ὁ καμψάκης τοῦ ἐλαίου οὐκ ἐκλείψει, καὶ ἡ ὑδρία τοῦ ἀλεύρου οὐκ ἐλαττονήσει· ὁ μὲν ἀεὶ πηγάσει, ἡ δὲ γεωργήσει πλουσίως, ἵνα τιμηθῇ χήρα φιλόξενος, καὶ τρέφῃ τὸν τρέφοντα. Διψήσει; Κρῆναι τούτῳ καὶ ποταμοὶ τὸ ποτὸν, ποτὸν οὐ μεθύσκον, οὐδὲ μετρούμενον· ἂν πάντα ἐπιλίπῃ δι᾿ ἀνομβρίαν, χειμάῤῥῳ τυχὸν ποτισθήσεται. Ῥιγώσει; Τοῦτο καὶ Παῦλος, ἀλλ᾿ ἐπὶ πόσον; Ἔστι τι καὶ πέτρας ἔνδυμα· πειθέτω σε ὁ Ἰὼβ λέγων· Παρὰ τὸ μὴ ἔχειν αὐτοὺς σκέπην, πέτραν περιεβάλοντο. Σκόπει μοι καὶ τὰ τελεώτερα. Λοιδορηθήσεται; νικήσει τῷ μὴ ἀντιλοιδορεῖσθαι. Διωχθήσεται; ἀνέξεται. Βλασφημηθήσεται; παρακαλέσει. Διαβληθήσεται; προσεύξεται. Τὴν δεξιὰν ῥαπισθήσεται σιαγόνα; παρέξει καὶ τὴν ἑτέραν· εἰ τρίτην εἶχε, καὶ ταύτην ἂν προεβάλετο, ἵνα μᾶλλον διδάξῃ μακροθυμεῖν τὸν παίοντα, ἔργῳ παιδεύων, ἃ μὴ λόγῳ δυνατὸς ἦν. Ὀνειδισθήσεται; τοῦτο καὶ ὁ Χριστός· τιμηθήσεται τῇ κοινωνίᾳ τοῦ πάθους. Κἂν Σαμαρείτης ἀκούσῃ, κἂν δαιμονᾷν ἐγκληθῇ, μετὰ Θεοῦ πάντα δέξεται. Πολλὰ ἔτι λείψει, κἂν πολλὰ πάθῃ, ὄξος, χολὴ, στέφανος ἀκάνθινος, σκῆπτρον καλάμινον, χλαμὺς κοκκίνη, σταυρὸς, ἧλοι, λῃσταὶ συσταυρούμενοι, παριόντες ὑβρίζοντες. Δεῖ γὰρ πλέον ἔχειν Θεὸν, ἐν τῷ πλεῖον φέρειν ἀτιμαζόμενον.
13. Οὐδὲν ἀναλωτότερον φιλοσοφίας, οὐδὲν ἀληπτότερον. Πάντα ἐνδώσει πρότερον, ἢ φιλόσοφος. Ὄνος ἐστὶν ἄγριος ἐν ἐρήμῳ, φησὶν ὁ Ἰὼβ, ἄνετος καὶ ἐλεύθερος, καταγελῶν πολυοχλίας πόλεως, μέμψιν φορολόγου μὴ ἀκούων. Μονόκερώς ἐστι, ζῶον αὐτόνομον. Εἰ βουλήσεταί σοι δουλεῦσαι; εἰ δήσεις αὐτὸν ἐπὶ φάτνης; εἰ ὑπὸ ζυγὸν ἀχθήσεται; Ὅταν πάντων ἐξείργηται τῶν ἐπὶ γῆς, κατεσκεύασται αὐτῷ πτέρυγες ὥσπερ ἀετοῦ, ἐπιστρέψει εἰς τὸν οἶκον τοῦ προεστηκότος αὐτοῦ, πρὸς Θεὸν ἀναπτήσεται. Εἴπω τι κεφάλαιον· Δύο ταῦτα δυσκράτητα, Θεὸς καὶ ἄγγελος· καὶ τὸ τρίτον φιλόσοφος, ἄϋλος ἐν ὕλῃ, ἐν σώματι ἀπερίγραπτος, ἐπὶ γῆς οὐράνιος, ἐν πάθεσιν ἀπαθὴς, πάντα ἡττώμενος πλὴν φρονήματος, νικῶν τῷ νικᾶσθαι τοὺς κρατεῖν νομίζοντας. Ἐπεὶ δὲ τὸν φιλόσοφον ἡμῖν ὁ λόγος ἔγραψεν, ὅθεν εἶπον, ἀρξάμενος, φέρε, παρὰ τοῦτον τὰ ἡμέτερα θεωρήσωμεν (δοκῶ γὰρ κἀγὼ Πνεῦμα Θεοῦ ἔχειν, καὶ εἴ τινι τούτων τρωτὸς ἐγὼ καὶ ἁλώσιμο)ς· ἵν᾿ εἰ μὲν ἡττώμενον εὑρίσκοιεν οἱ μισοῦντες καὶ πολεμοῦντες, συγγινώσκοιντο γοῦν τῆς ἐγχειρήσεως, εἰ καὶ μὴ τῆς προαιρέσεως· εἰ δὲ κρείττονα τῶν πολεμούντων καὶ ὑψηλότερον, ἢ τῆς κακίας ἀπαλλαγεῖεν, ἢ καινοτέραν ὁδὸν τῆς ἀδικίας ἐπινοήσαιεν, ὡς τῆς παρούσης καταφρονουμένης, καὶ μὴ πρὸς τῇ κακίᾳ καὶ ἄνοιαν ἐγκαλοῖντο, ὡς ἀνομοῦντες διακενῆς, καὶ οὐδὲ εἰδότες ἀδικεῖν ὃ σπουδάζουσιν.
14. Τί γὰρ δὴ καὶ λυπήσουσιν ἐπὶ πάντα ἐλθόντες; Ἴδωμεν ὅσα ἂν ἀδικηθείη παρὰ ἀνθρώπων ἄνθρωπος. Ἀπαίδευτον ὀνομάσουσιν; Μίαν σοφίαν οἶδα, τὸ φοβεῖσθαι Θεὸν (Ἀρχή τε γὰρ σοφίας, φόβος Κυρίου· καὶ τέλος λόγου, τὸ πᾶν ἄκουε, τὸν Θεὸν φοβοῦ. Ταῦτα Σολομὼν ὁ σοφώτατος. Δειξάτωσαν οὖν ἄφοβον, καὶ νικησάτωσαν· τῆς δὲ ἄλλης σοφίας, τὴν μὲν παρέδραμον, τὴν δὲ προσλαβεῖν εὔχομαι καὶ ἐλπίζω, θαῤῥῶν τῷ Πνεύματι. Πενίαν ἐγκαλέσουσι, τὴν ἐμὴν περιουσίαν; εἴθε γὰρ ἀποδυσαίμην καὶ τὰ ῥάκια ταῦτα, ἵνα γυμνὸς διαδράμω τὰς ἀκάνθας τοῦ βίου· εἴθε καὶ τὸν βαρὺν χιτῶνα τοῦτον ὡς τάχιστα, ἵνα λάβω κουφότερον. Φυγόπατριν ἀποκαλέσουσιν; ὡς μικρὰ φρονοῦσι περὶ ἡμῶν ὄντως ὑβρισταὶ καὶ μισόξενο!ι Ἔστι γάρ μοι πατρὶς, ὦ οὗτοι, περιγραπτὸς, ᾧ πᾶσα πατρὶς, καὶ οὐδεμία; Σὺ δὲ οὐ ξένος καὶ παρεπίδημος; Οὐκ ἐπαινῶ σου τὴν κατοικίαν, ἂν οὕτως ἔχῃς, μὴ τῆς ἀληθινῆς πατρίδος ἐκπέσῃς, εἰς ἣν ἀποτίθεσθαι χρὴ τὸ πολίτευμα. Γῆρας δὲ οὐκ ὀνειδίσαις ἡμῖν καὶ τὸ νοσῶδες; οὐχ ὅλον τοῦτο τῆς ὕλης καὶ τῆς φύσεως, ἵνα εἰδῇς τι τῶν ἐμῶν ἀποῤῥήτων· ἔστιν ὃ καὶ ὁ λογισμὸς ἐδαπάνησεν, ἵνα μικρόν τι καυχήσωμαι. Οὐδὲ σὺ σφριγῶν μοι καὶ σαρκοτροφῶν, ἡδὺ θέαμα. Εἴθε τι καὶ πολιᾶς ἐπήνθει σοι καὶ ὠχρότητος, ἵνα πιστευθῇς γοῦν εἶναι συνετὸς καὶ φιλόσοφος.
15. Τί ἔτι; Θρόνων καθαιρήσουσιν; Τίνων ἆρ᾿ ὧν ἡδέως ἐπέβην, ἢ νῦν, ἢ πρότερον; μακαρίζω δὲ τοὺς ἐπιβαίνοντας; Σὺ δέ μοι τούτους ἡδεῖς ποιεῖς, οὕτως ἐπιβαίνων ἀναξίως; Οὐδὲ τὰ πρώην συμβάντα τὴν ἐμὴν γνώμην ὑμῖν ἐδήλωσεν; ἢ κἀκεῖνα θρύψις τις ἦν, καὶ τοῦ πόθου δοκιμασία; Πάντα ἂν οἱ τεχνικοὶ περὶ ἄλλων, τὰ ἑαυτῶν, τὰ μὲν ὑπονοήσαιεν, τὰ δὲ εἴποιεν. Τί δαὶ ἡ συντριβή; τί δαὶ αἱ ἀραὶ, ἃς δημοσίᾳ καθ᾿ ἡμῶν αὐτῶν πεποιήμεθα; τί δαὶ τὰ δάκρυα, καὶ τὸ ἐλεεινοὺς γενέσθαι ὑμῖν μικροῦ, καὶ μισουμένους διὰ τὴν ἔνστασιν; Προεδρίας ἀποστερήσουσιν; ἣν πότε καὶ τίς τῶν εὖ φρονούντων ἐθαύμασε; νῦν δὲ καὶ τὸ φεύγειν, ὡς γοῦν ἐμοὶ δοκεῖ, πρῶτον συνέσεως· δι᾿ ἣν πάντα δονεῖται καὶ σείεται τὰ ἡμέτερα· δι᾿ ἣν τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης ἐν ὑποψίᾳ, καὶ πολέμῳ κωφῷ τινι καὶ οὐδὲ ὄνομα ἔχοντι· δι᾿ ἣν κινδυνεύομεν ἀνθρώπων εἶναι, παρὰ Θεοῦ γεγονότες, καὶ τὸ μέγα καὶ καινὸν ἀποβαλεῖν ὄνομα. Ὡς ὄφελόν γε μηδὲ ἦν προεδρία, μηδέ τις τόπου προτίμησις, καὶ τυραννικὴ προνομί!α ἵν᾿ ἐξ ἀρετῆς μόνης ἐγινωσκόμεθα. Νῦν δὲ τὸ δεξιὸν τοῦτο, καὶ τὸ ἀριστερὸν, καὶ τὸ μέσον, καὶ τὸ ὑψηλότερον, καὶ τὸ χθαμαλώτερον, καὶ τὸ προβαδίζειν ἢ συμβαδίζειν, πολλὰ πεποίηκε τὰ συντρίμματα ἡμῶν διακενῆς, καὶ πολλοὺς εἰς βόθρον ὦσε, καὶ εἰς τὴν τῶν ἐρίφων χώραν ἀπήγαγεν· οὐ τῶν κάτω μόνον, ἀλλ᾿ ἤδη καὶ τῶν ποιμένων, οἳ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραὴλ ὄντες, ταῦτα ἠγνόησαν.
16. Θυσιαστηρίων εἴρξουσιν; Ἀλλ᾿ οἶδα καὶ ἄλλο θυσιαστήριον, οὗ τύποι τὰ νῦν ὁρώμενα· ἐφ᾿ ὃ λαξευτήριον οὐκ ἀναβέβηκεν, οὐδὲ χεὶρ, οὐδὲ ἠκούσθη σίδηρος, ἤ τι τῶν τεχνιτῶν καὶ ποικίλων, ἀλλ᾿ ὅλον τοῦ νοῦ τὸ ἔργον, καὶ διὰ θεωρίας ἡ ἀνάβασις. Τούτῳ παραστήσομαι, τούτῳ θύσω δεκτὰ, θυσίαν, καὶ προσφορὰν, καὶ ὁλοκαυτώματα, κρείττονα τῶν νῦν προσαγομένων, ὅσῳ κρεῖττον σκιᾶς ἀλήθεια· περὶ οὗ μοι δοκεῖ καὶ Δαβὶδ ὁ μέγας φιλοσοφεῖν, λέγων· Καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, τοῦ εὐφραίνοντος τὴν πνευματικήν μου νεότητα. Τούτου μὲν οὐκ ἀπάξει με τοῦ θυσιαστηρίου πᾶς ὁ βουλόμενος. Πόλεως ἀπελάσουσιν; ἀλλ᾿ οὐχὶ καὶ τῆς ἄνω κειμένης. Τοῦτο δυνηθήτωσαν οἱ μισοῦντες ἡμᾶς, καὶ ὄντως πεπολεμήκασιν· ἕως δ᾿ ἂν μὴ τοῦτο δύνωνται, ῥανίσι βάλλουσιν, ἢ αὔραις παίουσιν, ἢ παίζουσιν ἐνύπνια· οὕτως αὐτῶν ἐγὼ βλέπω τὸν πόλεμον. Χρημάτων περιαιρήσουσιν; Τίνων; Εἰ μὲν τῶν ἐμῶν, καὶ τῶν πτερύγων περικοπτέτωσαν, ὧν οὐκ ἐπιβέβλημαι· εἰ δὲ τῶν τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτό ἐστιν ὑπὲρ οὗ πᾶς ὁ πόλεμος· δι᾿ ἃ ζηλοτυπεῖ τὸ γλωςσόκομον ὁ κλέπτης, καὶ τὸν Θεὸν προδίδωσι τριάκοντα ἀργυρίων, τὸ δεινότατον. Τοσούτου γὰρ, οὐχ ὁ προδιδόμενος, ἀλλ᾿ ὁ προδιδοὺς ἄξιος.
17. Οἰκίας ἀποκλείσουσι; Τρυφὰς περικόψουσι; Φίλους ἀλλοτριώσουσι; Πάνυ γὰρ, ὡς ὁρᾷς, πλείστων κατεναρκήσαμεν, καίτοιγε προκαλουμένων (οὐ γὰρ ἀχαριστήσομεν)· εἰ δὲ καὶ κατεναρκήσαμεν, τῷ φείδεσθαι μᾶλλον ἢ τῷ προσίεσθαι. Τὸ δὲ αἴτιον, οἶκός τις ἀνέπαυσεν ἡμᾶς εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, καὶ οἷος τὸν Ἐλισσαῖον ὁ τῆς Σουναμίτιδος, συγγενῶν τὸ σῶμα, συγγενῶν τὸ πνεῦμα, πάντα φιλότιμος· παρ᾿ οἷς καὶ ὁ λαὸς οὗτος ἐπάγη, κλέπτων ἔτι τὴν διωκομένην εὐσέβειαν, οὐκ ἀδεῶς, οὐδὲ ἀκινδύνως. Ἀντιμετρήσαι αὐτῷ Κύριος ἐν ἡμέρᾳ ἀνταποδόσεω!ς Τρυφὴν δὲ εἰ διώκομεν, τρυφήσαιεν καθ᾿ ἡμῶν οἱ μισοῦντες ἡμᾶς· οὐ γὰρ ἄλλο τι μεῖζον ἐμαυτῷ καταράσομαι. Φίλων δὲ, οἱ μὲν οὐδὲ πάσχοντες κακῶς, εὖ οἶδα, φεύξονται ἡμᾶς (τὸ γὰρ συναδικεῖσθαι, καὶ συναλγεῖν πεποίηκ)ε· τῶν δὲ ἤδη γεγυμνάσμεθα καὶ ὑπερορώμενοι φέρειν τὴν ὑπεροψίαν. Τῶν γὰρ φίλων καὶ τῶν πλησίον, οἱ μὲν καὶ φανερῶς ἐξ ἐναντίας ἤγγισαν καὶ ἔστησαν· οἱ δὲ, τὸ φιλανθρωπότατον, ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν, καὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ πάντες ἐσκανδαλίσθησαν. Μικροῦ καὶ Πέτρος ἠρνήσατό με· καὶ τυχὸν οὐδὲ κλαίει πικρῶς, ἵνα θεραπεύσῃ τὴν ἁμαρτίαν.
18. Μόνος τολμηρὸς ἐγὼ, καὶ θράσους γέμων, ὡς ἔοικε· μόνος εὔελπις ἐν τοῖς φοβεροῖς, μόνος καρτερικὸς, καὶ δημοσίᾳ προτιθέμενος, καὶ ἰδίᾳ καταφρονούμενος, καὶ Ἀνατολῇ καὶ Δύσει τῷ πολεμεῖσθαι γνωριζόμενος. Τῆς ἀπονοία!ς Ἐὰν παρατάξηται ἐπ᾿ ἐμὲ παρεμβολὴ, οὐ φοβηθήσεται ἡ καρδία μου· ἐὰν ἐπαναστῇ ἐπ᾿ ἐμὲ πόλεμος, ἐν ταύτῃ ἐγὼ ἐλπίζω. Τοσοῦτον ἀπέχω τοῦ φοβερὸν ἡγεῖσθαί τι τῶν παρόντων, ὥστε τὸ κατ᾿ ἐμαυτὸν ἀφεὶς, θρηνῶ τοὺς λυπήσαντας. Μέλη Χριστοῦ ποτε, μέλη τίμια ἐμοὶ, εἰ καὶ νῦν διεφθαρμένα, μέλη τῆς ποίμνης ταύτης, ἣν προδεδώκατε μικροῦ, καὶ πρὶν συναχθῆναι. Πῶς διεσπάσθητε καὶ διεσπάσατε, ὡς βοΐδια ἐκ δεσμῶν ἀνειμένα; πῶς θυσιαστηρίῳ θυσιαστήριον ἀντηγείρατε; πῶς ἐγένεσθε εἰς ἐρήμωσιν ἐξάπινα; πῶς καὶ αὐτοὶ νενέκρωσθε τῇ τομῇ, καὶ ἡμᾶς ἀλγεῖν πεποιήκατε; πῶς ἁπλότητι ποιμένων εἰς ποίμνης διάλυσιν κατεχρήσασθε; Οὐδὲ γὰρ ἐκείνους μέμψομαι τῆς ἀπειρίας, ἀλλ᾿ ὑμᾶς αἰτιάσομαι τῆς κακίας. Τῇ διαφθορᾷ σου, Ἰσραὴλ, τίς βοηθήσει; Τί φάρμακον εὕρωμαι συνουλωτικόν; ποῖον ἐπίδεσμον; πῶς συνάψω τὰ διεστῶτα; τίσι δάκρυσι, τίσι λόγοις, τίσιν εὐχαῖς θεραπεύσω τὸ σύντριμμα; ἢ τάχα τὸν τοῦτον τρόπον;
19. Τριὰς ἁγία, καὶ προσκυνητὴ, καὶ τελεία, καὶ καλῶς ὑφ᾿ ἡμῶν συναγομένη τε καὶ σεβομένη, σὸν τὸ ἔργον, σὸν τὸ κατόρθωμα. Σὺ τούτους τε πάλιν ἀποκαταστήσαις ἡμῖν, τοσοῦτον διαστάντας, ὅσον παιδευθῆναι τῷ χωρισμῷ πρὸς ὁμόνοιαν· καὶ ἡμῖν τῶν ἐντεῦθεν μόχθων ἀντιδοίης τὰ ἐπουράνιά τε καὶ ἀστασίαστα. Τῶν δέ ἐστι τὸ πρῶτον καὶ μέγιστον, ἐλλαμφθῆναί σοι τελεώτερόν τε καὶ καθαρώτερον, πῶς ἡ αὐτὴ, καὶ μονὰς νοῇ, καὶ Τριὰς εὑρίσκῃ· πῶς τὸ ἀγέννητον, καὶ τὸ γεννητὸν, καὶ τὸ προιὸν, μία φύσις, τρεῖς ἰδιότητες, Εἷς Θεὸς, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν· οὔτε ὑπερτιθέμενος, οὔτε μετατιθέμενος, οὔτε μειούμενος, οὔτε τεμνόμενος· τὸ μὲν ἄρτι καταλαμβανόμενος, τὸ δὲ ζητούμενος, ποτὲ δὲ, ὅσον εἶ, τυχὸν καταληφθησόμενος τοῖς ἐνταῦθα καλῶς ζητήσασι διὰ βίου καὶ θεωρίας· ᾧ πᾶσα δόξα, τιμὴ, κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.