Ὁ βασιληὰς Λαβάρνας
μζ΄
Σὰν τὸ γεράκι πού ’θρεψεν φτεροῦγες τρανεμμένες,
κι’ ἀπ’ τὴν φωληὰ φτεροκοπᾷ στὰ πρῶτα του κυνήγια,
ὅμοια στὲς χῶρες χύθηκεν ὁ βασιληὰς Λαβάρνας.
Κι’ ὅλα τὰ κάστρα τὰ πατεῖ, τοὺς τόπους
διαφεντεύει.
Τὴν Λάντα καὶ τὴν Χούσπινα, Λαζάρα,
Πουρσουχάντα,
κι’ ἀκόμη τὴν Τουβάνουβα, τὴν Λοῦσνα, τὴν Νενάσσα.